2013-10-31 11:34:31
Φωτογραφία για ΥΝΟΨΙΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟ ΟΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΔΟΥΛΩΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ την 22α ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013, ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Αυτοδικαία ακυρότης αποφάσεων Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) λόγω συγκρούσεώς των με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που (εδραζόμενα ως επιτάσσει το άρθρο 24(2) του Καταστατικού Χάρτου στους Σκοπούς και τις Αρχές του ΟΗΕ) απαιτούν τον σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητος και ενότητος της Κυπριακής Δημοκρατίας και καταδικάζουν την τουρκική εισβολή, κατοχή και αποσχιστική 'ανακήρυξη' του νομικώς ακύρου κατοχικού μορφώματος-αθύρματος της επιδρομικής δυνάμεως.

Υπεροχή κανόνων Καταστατικού Χάρτου ΟΗΕ έναντι της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και της ερμηνείας της από το ΕΔΑΔ σύμφωνα με το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτου, βάσει του οποίου:

Άρθρον 103.- Εν περιπτώσει συγκρούσεως τών κατά τον παρόντα Χάρτην

υποχρεώσεων τών Μελών των Ηνωμένων Εθνών προς τας υποχρεώσεις αυτών εξ


οιασδήποτε άλλης Διεθνούς Συμφωνίας, θα προέχουσιν αι κατά τον παρόντα

Χάρτην υποχρεώσεις αυτών.

Καθολική δεσμευτικότης τών εν λόγω αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για 

τα κράτη μέλη του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Κυπριακής

Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Καταστατικού Χάρτου, το οποίο

έχει ως εξής:

Άρθρον 25.- Τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών συμφωνούσιν όπως αποδέχωνται

και εκτελώσι τας αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας συμφώνως προς τον

παρόντα Χάρτη.

Εν όψει των ανωτέρω, η Κυπριακή Δημοκρατία, αξιοποιούσα και τηρούσα την υπέρτατό δέσμευσή της έναντι του Καταστατικού Χάρτου η οποία επεκτείνεται και στις ως άνω αποφάσεις - ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, οφείλει να διακηρύξει ότι ουδόλως αναγνωρίζει, αποδέχεται ή ανέχεται οιεσδήποτε περί Κύπρου αποφάσεις του ΕΔΑΔ συγκρούονται με τον Καταστατικό Χάρτη ή με τις εν λόγω αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Να διακηρύξει ότι ουδόλως αναγνωρίζει, αποδέχεται ή ανέχεται την εκπορευθείσα εκ των αποφάσεων του ΕΔΑΔ παράνομη επιτροπή ακινήτου περιουσίας ή οιεσδήποτε πράξεις ή αποφάσεις της, να διώκει ποινικώς οιονδήποτε προσφεύγοντα σε αυτήν κατά την κειμένη νομοθεσία και να δημεύει ως προϊόν εγκλήματος οιονδήποτε χρηματικό ποσόν του παρέχεται από αυτήν, σύμφωνα με τον νόμο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας.

Η ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΙΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ «ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ» ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ Σ’ ΑΥΤΗΝ

22αΟκτωβρίου 2013

Χρήστου Παπασωτηρίου

Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Διεθνολόγου

Μέλους Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Μέλους Δικηγορικού Συλλόγου Κύπρου

Κατά την διάρκεια της τουρκικής επιδρομής το στρατιωτικό προσωπικό της Τουρκίας, κατόπιν οργανωμένου σχεδίου προέβη σε εθνική εκκαθάριση μέσω της γενικευμένης σφαγής αμάχων, απαγωγών, βιασμών, λεηλασιών και διά του εκτοπισμού των Ελλήνων Κυπρίων από τις εστίες των και της θρασυτάτης αρπαγής των ιδιοκτησιών τους, αλλά και μέσω εκτεταμένων και συστηματικών δηώσεων και βεβηλώσεων των Ιερών Ναών και Μονών και λεηλασιών των αρχαιολογικών χώρων και Μουσείων. Τα εγκλήματα αυτά διεπράχθησαν με σκοπό να εξαλειφθεί ακόμη και η παραμικρά απόδειξη της προαιωνίου και αυτοχθόνου υποστάσεως των Ελλήνων στην Κύπρο, θεμελιώδη κοιτίδα του Ελληνισμού και κατά παράβασιν της διεθνούς Συμβάσεως για την καταστολή του διεθνούς εγκλήματος της γενοκτονίας.

Ταυτοχρόνως, η Τουρκία, αφού κατέλαβε δια του υπερτάτου εγκλήματος της επιδρομής το 36.2% της εδαφικής επικρατείας της Κυπριακής Δημοκρατίας επέβαλε σε αυτό ένα αποτρόπαιο – μοναδικό στην ιστορία – καθεστώς apartheid (φυλετικού διαχωρισμού και φυλετικών διακρίσεων) απαγορεύοντας στους νομίμους κατοίκους του Κράτους την ελευθέρα κίνηση και εγκατάσταση στην Χώρα και στις εστίες και περιουσίες τους και τον απόλυτο αποκλεισμό τους ως προς την ανάπτυξη εκεί πάσης μορφής δραστηριότητος.

Ήδη από Ιουλίου/ Αυγούστου 1974 και ενώ εξελίσσετο η εισβολή, το Συμβούλιον Ασφαλείας του ΟΗΕ, καίτοι δεν απεφάσισε πρακτικά μέτρα εναντίον της επιδρομικής Τουρκίας και υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ώφειλε, τουλάχιστον, ενεργώντας εντός του αυστηρού περιοριστικού πλαισίου του άρθρου 24(2) του Καταστατικού Χάρτου του ΟΗΕ, ήτοι με σεβασμό στους Σκοπούς και τις Αρχές του OHE, κατεδίκασε μεταξύ άλλων την εισβολή και απήτησε από άπαντα τα κράτη συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας υπ' αριθ. 353/20-7-1974,  και 360/16-8-1974.

Επίσης, αντίθετο με την μαζική εκδίωξη των Ελλήνων Κυπρίων από τις κατοχικές τουρκικές δυνάμεις από τις καταληφθείσες υπ’ αυτών περιοχές και αντίθετο επίσης με την μαζική φυγή των Τουρκοκυπρίων από τις μη καταληφθείσες περιοχές (λόγω των απειλών και εκβιασμών που υπέστησαν από την πλήρως εξαρτωμένη από την Τουρκία «τουρκοκυπριακή ηγεσία» καθώς και από την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ), το Συμβούλιον Ασφαλείας υιοθέτησε με το ομόφωνο Ψήφισμα 365(13-12-1974) το ομόφωνο (συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας) Ψήφισμα 3212(1-11-1974) της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ, το οποίο μεταξύ άλλων επιτάττει την  επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες των υπό συνθήκας ασφαλείας.

Παρά ταύτα η Τουρκία συνέχισε να προσβάλλει την κρατική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και όταν τη 15η  Νοεμβρίου 1983 προσεπάθησε να 'νομιμοποιήσει' τεχνηέντως την παρανομία τής εισβολής και κατοχής και του αφελληνισμού της εντεύθεν προς βορράν της ζώνης καταπαύσεως του πυρός περιοχής διά της 'ανακηρύξεως' του λεγομένου , ενός μορφώματος - αθύρματός της το οποίο «αυτοαπεκλήθη»  'τουρκική δημοκρατία της βορείου Κύπρου', μόλις τρείς ημέρες αργότερα, τη 18η Νοεμβρίου, το Συμβούλιον Ασφαλείας κατεδίκασε την απόπειρα ως νομικώς άκυρη καλώντας άπαντα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μη αναγνωρίζουν οιονδήποτε κυπριακό κράτος πλήν της Κυπριακής Δημοκρατίας [Ψήφισμα  541(1983)]. Και όταν κατά το 1984 το κατοχικό αποσχιστικό μόρφωμα, προχώρησε σε ανταλλαγή «πρέσβεων» με την Τουρκία, σε «συνταγματικό δημοψήφισμα» και σε «εκλογές», το Συμβούλιον Ασφαλείας κατεδίκασε και αυτές τις αποσχιστικές πράξεις ως παράνομες και άκυρες απαιτώντας την άμεση απόσυρσή των, επανακαλώντας άπαντα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μη αναγνωρίσουν την δημιουργηθείσα με αποσχιστικές πράξεις «ΤΔΒΚ». Συνάμα καλούσε άπαντα τα κράτη να σέβονται την αδιαίρετο ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ούτε καν να διευκολύνουν ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιβοηθήσουν την ‘νομικώς άκυρη αποσχιστική οντότητα’, ως χαρακτήρισε το μόρφωμα - άθυρμα της επιδρομικής δυνάμεως [με το Ψήφισμα 550(1984)].  

Όλες οι αναφερθείσες υποχρεώσεις των κρατών μελών του ΟΗΕ έναντι του Καταστατικού Χάρτου επεκτείνονται και προς οιουσδήποτε ανά την υφήλιον οργανισμούς (διεθνείς, εθνικούς ή τοπικούς) ή σε οιαδήποτε ανά την υφήλιον όργανα (διεθνή, εθνικά ή τοπικά), αλλά και σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.

       Μέχρι τούδε, πλην της Τουρκίας, ουδεμία χώρα παρεβίασε την υποχρέωσή της έναντι του Καταστατικού Χάρτου  και να προβεί σε διπλωματική αναγνώριση του νομικώς ακύρου αποσχιστικού κατοχικού μορφώματος της επιδρομικής δυνάμεως, το οποίον αποτελεί προϊόν της τουρκικής στρατιωτικής βίας και των εν Κύπρω τουρκικών εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητος και στερείται πάσης διεθνούς νομικής υποστάσεως.

Η στρατιωτική επιδρομή της Τουρκίας και το προσχεδιασμένο και εν τέλει υλοποιηθέν apartheid, η διχοτόμηση και εθνική εκκαθάριση, η σκοπουμένη βιαία και διαρκής εκτόπιση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις εστίες των αποτελούν διαρκείς καταστάσεις, οι οποίες ουδέποτε έπαυσαν από Ιουλίου 1974 μέχρι σήμερα.

Σημειωτέον ότι η άμεσος και μέχρι τούδε συνεχιζομένη απειλή και χρήση βίας, η οποία αδιαλείπτως στρέφεται κατά του συνόλου των Ελλήνων της Κύπρου και μάλιστα η ρητή ανανέωση της απειλής πολέμου, η οποία εξεφράσθη εσχάτως (Σεπτέμβριος 2011) ότε η Κυπριακή Δημοκρατία ανεκοίνωσε την διεξαγωγή ερευνών υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, σε άμεσο συνδυασμό με την προηγηθείσα γενοκτονία, αποτελούν το απάνθρωπο και εγκληματικό μέσον, διά του οποίου από Ιουλίου 1974 έως της σήμερον, η Τουρκία, επέφερε και διατηρεί στην Κύπρο την κατοχή και το συγκεκριμένο καθεστώτος apartheid.

Επιτρέψτε μου να επισημάνω ενδεικτικώς ορισμένες διατάξεις των συναφών διεθνών συμβάσεων για τα εγκλήματα του apartheid και της γενοκτονίας, για να καταστεί αμέσως αντιληπτό το μέγεθος της προσβολής του διεθνούς δικαίου και της κρατικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όχι μόνον από την Τουρκία, αλλά και από το ΕΔΑΔ σε διάφορες αποφάσεις του, συμπεριλαμβανομένων των προσφυγών Δ΄ Διακρατικής, Ξενίδη/ Αρέστη και Δημόπουλου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 30 Νοεμβρίου 1973 και υπ’ αριθ. 3068 (XXVIII) αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών περί εξαλείψεως και τιμωρίας του εγκλήματος του apartheid, το οποίο τελούν κατ’ εξακολούθηση εις βάρος των Ελλήνων Κυπρίων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία και οι συνεργοί της, με κορυφαίους τους ψευδοδικαστές της παράνομης ‘επιτροπής αποζημιώσεων’, απαγορεύοντας στους πρόσφυγες (και άλλους) Έλληνες Κυπρίους ιδιοκτήτες ήδη από της εισβολής και πιο μεθοδευμένα μέσω της ‘ανακηρύξεως’ του παρανόμου αποσχιστικού μορφώματος την είσοδο, την χρήση, εκμίσθωση και ανάπτυξη στην κατοικία και στις λοιπές ιδιοκτησίες τους με κριτήριο την φυλετική τους καταγωγή και θρησκευτική πίστη, ορίζονται τα εξής:

«Άρθρο II.- Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης ή έκφραση "έγκλημα του apartheid" που περικλείει πολιτικές και πρακτικές όμοιες με αυτές του φυλετικού διαχωρισμού και των φυλετικών διακρίσεων, όπως εμφανίζονται στην Νότιο Αφρική, υποδηλώνει τις απάνθρωπες πράξεις που αναφέρονται ενδεικτικά παρακάτω που έχουν διαπραχθεί με σκοπό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες επιβολής ή διατήρησης της ανωτερότητας μιας φυλετικής ομάδας ανθρωπίνων όντων σε οποιαδήποτε άλλη φυλετική ομάδα ανθρωπίνων όντων και προκειμένου να καταπιέζεται συστηματικά η τελευταία:

α) Άρνηση σε ένα μέλος ή σε μέλη μιας ή πολλών φυλετικών ομάδων του δικαιώματος στην ζωή και στην ελευθερία του προσώπου :

i) με την αφαίρεση της ζωής των μελών μιας ή πολλών φυλετικών ομάδων,

ii) πλήττοντας σοβαρά την φυσική ή την πνευματική ακεραιότητα, την ελευθερία ή την αξιοπρέπεια των μελών μιας ή πολλών φυλετικών ομάδων ή υποβάλλοντάς τες σε βασανιστήρια ή σε ποινές ή σε μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές,

iii) συλλαμβάνοντας αυθαίρετα ή φυλακίζοντας παράνομα τα μέλη μιας ή πολλών φυλετικών ομάδων,

β) Αυθαίρετη επιβολή σε μια ή σε πολλές φυλετικές ομάδες συνθηκών ζωής με σκοπό να επέλθει η ολοκληρωτική ή η μερική φυσική καταστροφή τους,

γ) Υιοθέτηση μέτρων, νομοθετικών ή άλλων, που έχουν σκοπό να εμποδίσουν μια ή πολλές φυλετικές ομάδες να συμμετέχουν στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και μορφωτική ζωή της χώρας και να δημιουργήσουν αυθαίρετα καταστάσεις που αποτελούν εμπόδιο στην πλήρη ανάπτυξη της εν λόγω ομάδας ή ομάδων, ειδικώτερα στερώντας από τα μέλη τους θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα του ανθρώπου, ιδιαίτερα το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα σύστασης αναγνωρισμένων συνδικάτων, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το δικαίωμα να εγκαταλείπουν την χώρα τους και να επανέρχονται σε αυτήν, το δικαίωμα σε υπηκοότητα, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και επιλογής του τόπου διαμονής, το δικαίωμα ελευθερίας γνώμης και έκφρασης και το δικαίωμα ελευθερίας του συνέρχεσθαι και ειρηνικής συγκέντρωσης,

δ) Υιοθέτηση μέτρων, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών μέτρων, που έχουν σκοπό να διαχωρίσουν τον πληθυσμό σύμφωνα με κριτήρια φυλετικά δημιουργώντας χωριστές περιοχές και συνοικίες (γκέτο) για τα μέλη μιας ή πολλών φυλετικών ομάδων, απαγορεύοντας τους γάμους μεταξύ προσώπων που ανήκουν σε διαφορετικές φυλετικές ομάδες και απαλλοτριώνοντας τις περιουσίες όσων ανήκουν σε μια ή σε πολλές φυλετικές ομάδες ή στα μέλη των ομάδων αυτών (…)».

 «Άρθρο ΙΙΙ.- Από πλευράς διεθνούς δικαίου θεωρούνται υπεύθυνοι ποινικά, ανεξάρτητα από το κίνητρό τους, τα πρόσωπα, τα μέλη των οργανώσεων και των οργανισμών, οι αξιωματούχοι του Κράτους που διαμένουν στο έδαφος όπου διαπράχθηκαν οι πράξεις αυτές ή σε άλλο Κράτος, οι οποίοι :

α) διαπράττουν τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο ΙΙ της παρούσας Σύμβασης, συμμετέχουν στις πράξεις αυτές, εμπνέουν άμεσα ή συμμετέχουν στην διάπραξή τους,

β) ενθαρρύνουν, ευνοούν ή συνεργάζονται άμεσα στην διάπραξη του εγκλήματος του apartheid».

Εξ ετέρου σύμφωνα με το άρθρον 2 της από 9-12-1948 Διεθνούς Συμβάσεως περί καταστολής του εγκλήματος της γενοκτονίας δίδεται ο ορισμός του εν λόγω διεθνούς εγκλήματος: «Γενοκτονία θεωρείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις που ενεργείται με πρόθεση μερικής ή ολικής καταστροφής εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδος: φόνος, σοβαρά βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ικανότητος, εκ προθέσεως υποβολή της ομάδος σε συνθήκες διαβιώσεως που μπορούν να επιφέρουν πλήρη ή μερική καταστροφή της, μέτρα που αποβλέπουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων στο πλαίσιο της ομάδος και αναγκαστική μεταφορά παιδιών από μία ομάδα σε άλλην».

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΔΑΔ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΞΕΝΙΔΗ/ ΑΡΕΣΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΛΠ. ΚΑΤΑ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

         

Η παραβίαση της κειμένης διεθνούς νομοθεσίας από την Τουρκία εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ελλήνων της νήσου έπρεπε και πρέπει να αντιμετωπισθεί από το Συμβούλιον Ασφαλείας με ουσιαστικά πρακτικά μέτρα συμπεριλαμβανομένης και της ιδρύσεως και λειτουργίας ενός διεθνούς δικαστηρίου για την τιμωρία και καταστολή των ως άνω διεθνών εγκλημάτων, τα οποία διέπραξαν και συνεχίζουν να διαπράττουν όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες της Τουρκίας και τα στελέχη τους στην Κύπρο.

          Το κενό της  μη υπάρξεως ενός

διεθνούς δικαστηρίου για την τιμωρία και καταστολή των ως άνω διεθνών

εγκλημάτων ουδόλως συνεπλήρωσε το ΕΔΑΔ. Αντιθέτως, με τις αποφάσεις του σε διάφορες προσφυγές εναντίον της Τουρκίας (συμπεριλαμβανομένων των εκδοθεισών στις υποθέσεις της Δ΄ Διακρατικής προσφυγής της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Μιχαηλίδου και Τύμβιου, Ξενίδη/ Αρέστη, Δημόπουλου και 7 άλλων) εστράφη δυστυχώς σε άλλη κατεύθυνση από εκείνη του σεβασμού και της εφαρμογής της ως άνω διεθνούς νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

          Εν πρώτοις, επισημαίνεται ότι το ΕΔΑΔ απορρίπτοντας τις προσφυγές ατυχών προσφύγων και ιδιοκτητών της καταπατημένης κυπριακής γης παρεβίασε, μεταξύ των άλλων, και το άρθρο 6 παρ. 1 της ιδίας της ΕΣΔΑ (εντός των πλαισίων της οποίας οφείλει να ενεργεί το ΕΔΑΔ), το οποίο ορίζει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την απονομή του δικαίου από εγχώρια Δικαστήρια, την εγκαθίδρυσή των νομίμως από το Κράτος.

          Το (ρητορικό και μόνον) ερώτημα, το οποίο τίθεται εν προκειμένω, είναι ποίος ίδρυσε και λειτουργεί την παράνομη επιτροπή.

          Χωρίς αμφιβολία η Τουρκία, η οποία ήλθε στην Κύπρο και έκαμε επιδρομή, ανεκήρυξε ένα άθυρμα – ψευδοκράτος και, ενώ κατεδικάσθη γι’ αυτό από σύμπασα την διεθνή κοινότητα ίδρυσε παρανόμως και ‘δικαστήρια’ δια μέσου του παρανόμου αθύρματός της, δήθεν για να ‘αποφαίνονται’, υπό την απειλή των όπλων και με την απαγόρευση προσεγγίσεως των Ελλήνων στις ιδιοκτησίες τους, πόσο η ίδια θα τις ‘εξαγοράσει’ από αυτούς.

          Αυτή λοιπόν την παράνομη και εγκληματική επιτροπή προσεπάθησε να παρουσιάσει το ΕΔΑΔ σαν δήθεν ‘εγχώριο’, ‘εσωτερικό δικαστήριο’, κατά πλήρη όμως παράβασιν όλων των ως άνω καταδικαστικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και στην οποία οι Έλληνες καλούνται να ‘καταφύγουν’, για να εκποιήσουν όχι μόνον την περιουσία, αλλά και την προσωπική και εθνική των συνείδηση και το ιερό αίμα των συγγενών και των προγόνων.

          Αξίζει ως προς τούτο να τονισθεί ότι ήδη στην απόφαση επί της Δ΄ Διακρατικής προσφυγής της Κυπριακής Δημοκρατίας το ΕΔΑΔ άνοιξε την κερκόπορτα της καταδικαστέας εξιλεώσεως των διεθνών τουρκικών εγκλημάτων της κατοχής, της γενοκτονίας και του apartheid στην Κύπρο με την επισήμανση στην παρ. 102 ότι ‘ένδικα μέσα θεραπείας’ διαθέσιμα στο ψευδοκράτος μπορούν να θεωρούνται ‘τοπικά (εγχώρια) ένδικα μέσα θεραπείας’ της Τουρκίας.

Γι’ αυτό και επειδή η παρανομία στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κραυγαλέα και αδιανόητη, αξιοσημείωτη υπήρξε η αντίδραση αρκετών δικαστών του ιδίου του ΕΔΑΔ στην εν λόγω παράγραφο 102 της αποφάσεως επί της Δ΄ Διακρατικής προσφυγής. 

Η απόφαση του ΕΔΑΔ γι’ αυτό το ζήτημα ελήφθη με 10 ψήφους υπέρ και 7 κατά. Όπως λοιπόν τόνισε τότε η δικαστής Palm, με την οποίαν συνεφώνησαν και άλλοι πέντε δικαστές, η αντιμετώπιση του ΕΔΑΔ σ’ αυτό το ζήτημα (ήτοι της σημασίας που επέδειξε το ΕΔΑΔ στην ύπαρξη «ενδίκων μέσων θεραπείας» στην «ΤΔΒΚ» συμπεριλαμβανομένης και της επισημάνσεώς του στην παράγραφο 102 επί της Δ΄ Διακρατικής) ήταν τόσο άστοχη και ασύνετη ώστε να κηλιδώνει και να αλλοιώνει την απόφαση στην ολότητά της (σημειωτέον ότι η απόφαση κατεδίκαζε επίσης την Τουρκία για παραβιάσεις σειράς άρθρων της Συμβάσεως της Ρώμης και Πρωτοκόλλων της).

          Στην απόφαση δε επί της προσφυγής Ξενίδη/ Αρέστη, το ΕΔΑΔ έκρινε πως το εναγόμενο κράτος πρέπει να εισαγάγει «εγχώριο» «ένδικο βοήθημα», το οποίο να διασφαλίζει «αποτελεσματική» θεραπεία των διαπιστουμένων παραβιάσεων της ΕΣΔΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα περιουσίας και εστίας.

          Ακολούθως, στην παρ. 75 της αποφάσεως επί της προσφυγής Δημόπουλου το ΕΔΑΔ επισημαίνει ότι «οι ‘Αρχές’ της ‘ΤΔΒΚ’ (‘τουρκικής δημοκρατίας βορείου Κύπρου’) εθέσπισαν ένα νέο αποζημιωτικό νόμο, τον Νόμο 67/2005» και ότι «Δικαίωμα εφέσεως προβλέπεται ενώπιον του ‘Ανωτέρου Διοικητικού Δικαστηρίου’ της ‘ΤΔΒΚ’».

          Τον εν λόγω «νόμο 67/2005» της «ΤΔΒΚ», ο οποίος «διέπει», μεταξύ άλλων, την «ίδρυση» και «λειτουργία» της ‘επιτροπής ακινήτου περιουσίας’  ως «πρωτοβαθμίου» και τον προσδιορισμό του ‘Ανωτέρου Διοικητικού Δικαστηρίου’ της «ΤΔΒΚ»  ως «δευτεροβαθμίου» «ενδίκου μέσου θεραπείας», το ΕΔΑΔ απεδέχθη ως «προσβάσιμο» και «αποτελεσματικό» «εγχώριο» πλαίσιο θεραπείας της Τουρκίας εν σχέσει με παράπονα για παραβιάσεις περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και απέρριψε την προσφυγή του Δημόπουλου και των 7 άλλων εναγόντων διότι δεν «εξήντλησαν» αυτά τα «εγχώρια ένδικα μέσα θεραπείας».

          Έτσι, το ΕΔΑΔ με την αναγνώριση ‘ενδίκων μέσων θεραπείας’ της επιδρομικής δυνάμεως στα κατεχόμενα αφ’ ενός αχρήστευσε τις ίδιες τις αποφάσεις του, με τις οποίες την ευρίσκει ένοχη για διάφορες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι  την καθιστά Δικαστή των ίδιων των εγκλημάτων της και αφ’ ετέρου της ανεγνώρισε κυριαρχία στο έδαφος, το οποίο κατέλαβε.

          Με τις συγκεκριμένες κρίσεις του επί της προσφυγής Δημόπουλου το ΕΔΑΔ ουσιαστικώς προσέβαλε το δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων στις εστίες των υιοθετώντας και ενισχύοντας τον εκφυλισμό της αποκαταστάσεως των περιουσιών των Ελλήνων Κυπρίων από βασικό κανόνα σε απομεμακρυσμένη εξαίρεση προς όφελος των αρπάγων και σφετεριστών (κατοχικών δυνάμεων, «ΤΔΒΚ», Τουρκοκυπρίων, εποίκων και άλλων). Με άλλα λόγια το ΕΔΑΔ απεφάνθη ότι ένας Ελληνοκύπριος πρόσφυγας, κατά κανόνα, δεν θα μπορεί να πάρει πίσω την εστία και περιουσία του, είτε «αποταθεί» στην παράνομη επιτροπή είτε όχι.

Το ΕΔΑΔ με την υιοθέτηση της «εκριζώσεως» βασικών περιουσιακών δικαιωμάτων από τους Ελληνοκυπρίους ιδιοκτήτες και της «μεταφυτεύσεώς» των καιστους εποίκους σφετεριστές των περιουσιών των αποδέχεται τον τουρκικό εποικισμό στο κατεχόμενο τμήμα της επικρατείας της ΚΔ.

Στο σημείο τούτο, είμαστε αναγκασμένοι να επισημάνωμε μία κοινοτυπία, η οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, κάθε άλλο παρά αυτονόητη τυγχάνει: Ότι τα Δικαστήρια ιδρύονται, για να αποκαθιστούν την ειρήνη στην κοινωνία. Και όπως, υφισταμένης κτηματικής διαφοράς, οι διάδικοι καταφεύγουν στον Ειρηνοδίκη ή στον επαρχιακό Δικαστή και αποκαθίσταται η διασαλευθείσα κοινωνική ειρήνη, έτσι και τα διεθνή δικαστήρια έχουν ιδρυθεί και υφίστανται, για να αποκαθιστούν την ειρήνη μεταξύ των κρατών και των λαών, όταν αυτοί προσλαμβάνουν την θέση των διαδίκων.

          Όπως άλλωστε εξ αυτού τούτου του προοιμίου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης τονίζεται, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν λειτουργεί για κανένα άλλον λόγο ει μη για την προάσπιση και ανάπτυξη των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ανθρωπίνων ελευθεριών, «αίτιvες απoτελoύσι αυτό τoύτo τo βάθρov της δικαιoσύvης και της ειρήvης εv τω κόσμω …».

          Οι ως άνω αποφάσεις του ΕΔΑΔ παρεγνώρισαν με αδικαιολόγητο κυνισμό και την συγκεκριμένη βασική διάταξη της Συνθήκης της Ρώμης, βάσει της οποίας ιδρύθηκε και λειτουργεί αυτό τούτο το ΕΔΑΔ.

          Επίσης με τις ως άνω αποφάσεις του παραγνωρίζει ότι το ίδιο αυτό δικαιοδοτικό όργανο λειτουργεί επειδή το θέλησε και η Κυπριακή Δημοκρατία και ουδεμία παντελώς παράνομη ‘τουρκική δημοκρατία της βορείου Κύπρου’, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο ει μη ένα διεθνώς δακτυλοδεικτούμενο νομικό έκτρωμα της παρανόμου δυνάμεως εισβολής, χωρίς καμμία νομική υπόσταση και ως εκ τούτου στερούμενο παντελώς της δυνατότητος να παράγει δίκαιο και να ιδρύει ‘δικαστήρια’ και ‘διοικητικές υπηρεσίες’, ως κατασκεύασμα της Τουρκίας και θλιβερό παρακολούθημα της παρανόμου εισβολής και κατοχής.

          Επίσης το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται μέσω των ως άνω ‘αποφάσεων’ του ΕΔΑΔ, διότι αυτό ουδόλως ηδύνατο να προβεί δίκην υπερευρωπαϊκής διπλωματικής υπηρεσίας στην ως άνω de factoαναγνώριση του ψευδοκράτους μέσω της ‘αναγνωρίσεως’ σ’ αυτό, όπως και στην Τουρκία, της νομικής δυνατότητος θεσπίσεως νομοθεσίας και δικαστηρίων, καθ’ ότι τοιαύτη διεθνής αναγνώριση δύναται να γίνει διεθνώς, ήτοι μέσω αποκλειστικώς της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας κυριάρχων κρατών  εφ’ όσον είναι σύννομη με το διεθνές δίκαιο και όχι μέσω διεθνών δικαστηρίων και δη του ΕΔΑΔ, όπερ σε ουδέν κυρίαρχο κράτος ανήκει και ουδέν τοιούτο εκπροσωπεί διεθνώς και το οποίο πρωτίστως ώφειλε να σεβασθεί ευλαβικώς και να συμμορφώνεται στις  εκδοθείσες κατ’ άρθρον 24(2) του Καταστατικού Χάρτου αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι οποίες είναι δεσμευτικές για άπαντα τα κράτη σύμφωνα με το άρθρο 25 του Χάρτου και οι οποίες όπως και ο Χάρτης, κείνται ιεραρχικώς στην κορυφή όλων των διεθνών συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 αυτού.  

          Κατά συνέπειαν φρονώ ότι δυνάμει των περί εθνικής κυριαρχίας διατάξεων του Συντάγματος, των ως άνω διατάξεων του διεθνούς δικαίου, σε συνδυασμό προς τα ως άνω περί Κύπρου ψηφίσματα και αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η εκτελεστική εξουσία και το νομοθετικό σώμα της Κυπριακής Δημοκρατίας φέρουν την υποχρέωση, όχι μόνον έναντι του Κυπριακού Λαού, αλλά και της διεθνούς κοινότητος, να καταγγείλουν ως μη νόμιμες όλες τις ανωτέρω, αλλά και τις συναφείς τοιαύτες, αποφάσεις του ΕΔΑΔ, που αμέσως προσβάλλουν τόσο την κυριαρχία του Κράτους, όσο και το διεθνές δίκαιο και τις ως άνω εκδοθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Ύστερα λοιπόν από την συγκεκριμένη εξέλιξη πρέπει να εκδοθεί ρητή οδηγία προς τους πολίτες του Κράτους για την πλήρη αποφυγή προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επί υποθέσεων προσβολών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά της Τουρκίας, δεδομένης της εν λόγω αδυναμίας του να εκπληρώνει την βασική αποστολή της ιδρύσεώς του, ήτοι την προώθηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης ως προς την κρίση τόσο σοβαρών υποθέσεων.

          Τονίζεται ότι η διεθνής κοινότης και μάλιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στην υπόθεση Αποστολίδη κατά Όραμς) – και εν πλήρει αντιθέσει προς τις ως άνω ‘αποφάσεις’ του ΕΔΑΔ – έχει με απόλυτη πληρότητα αναγνωρίσει ότι ουδείς δύναται να αποκτά ιδιοκτησία στα κατεχόμενα από το παράνομο καθεστώς ή από πρόσωπο, το οποίο κατέχει παράνομα ιδιοκτησίες των Ελλήνων προσφύγων και επ’ ουδενί το κράτος – διεθνής εγκληματίας, που προκάλεσε το πρόβλημα, όπως παρά τον Νόμο ανεγνώρισε το ΕΔΑΔ κατά προσβολήν του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της ιδίας της ΕΣΔΑ η οποία διέπει την ίδρυση και λειτουργία του.

          Και τούτο γιατί κατ’ άρθρον 10 Α΄ περ. α΄ του περί ακινήτου ιδιοκτησίας Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας ορίζεται ότι: «Παρά τις διατάξεις του άρθρου 10, κανένας τίτλος δεν αποκτάται επί ακίνητης ιδιοκτησίας με εχθρική κατοχή – α΄) Σε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται εντός απροσπέλαστης περιοχής λόγω της τουρκικής εισβολής εναντίον κυρίου που ανήκει στην Ελληνική κοινότητα ή αλλοδαπού».

          Συνεπώς, ρητώς προνοείται στον Νόμο η ακυρότης πάσης μεταβιβάσεως ακινήτου στην κατεχομένη συνεπεία της εχθρικής εισβολής και κατοχής περιοχή.

          Επί πλέον, έκαστος προσφεύγων στην παράνομη επιτροπή ‘αποζημιώσεων’, ακόμη και για να τύχει αποζημιώσεως χρήσεως – πόσω μάλλον οσάκις σκοπείται η μεταβίβασις – πλέον του εγκλήματος της συμμετοχής στο διεθνές έγκλημα του apartheid, με το οποίο κινδυνεύει να κατηγορηθεί, όπως και με εκείνο της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, βάλλει αμέσως κατά του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην απόλυτη ακυρότητα των μεταβιβάσεων στα κατεχόμενα και το οποίο ρητώς προστατεύεται δυνάμει της ως άνω διατάξεως του άρθρου 10 Α΄ περ. α΄ του περί ακινήτου ιδιοκτησίας Νόμου. Γιατί είναι πλέον ή βέβαιον ότι ο προσφεύγων στην παράνομη επιτροπή προσβάλλει αμέσως τόσο την εν λόγω διάταξη, όσο και τα δικαιώματα της πλειονοψηφίας των πολιτών του Κράτους, όσο βεβαίως και τα κυριαρχικά δικαιώματα του ιδίου του Κράτους, συνιστάμενα πρωτίστως στην πλήρη και ευλαβική εφαρμογή των νόμων του, συμπεριλαμβανομένης της εν λόγω βασικής διατάξεως του περί ακινήτων Νόμου.

          Καθίσταται άρα εναργές το γεγονός ότι το Κράτος έχει θέσει νόμιμο περιορισμό στο δικαίωμα διαθέσεως των περιουσιών στα κατεχόμενα εδάφη, εις τρόπον ώστε πάσα συναλλαγή με την παράνομη επιτροπή και με τις ‘υπηρεσίες’ του ψευδοκράτους και κατ’ επέκτασιν της επιδρομικής Τουρκίας είναι παράνομος και οι πολίτες απαγορεύεται να προβαίνουν σε τοιαύτες προσφυγές και συναλλαγές, τα δε χρήματα που τυχόν εισπράττουν είναι προϊόν εγκλήματος και απαγορευομένης συναλλαγής.

ΜΗΔΕΜΙΑ ΙΣΧΥΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΔΑΔ ΛΟΓΩ ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΤΟΥ ΟΗΕ

Το Συμβούλιο Ασφαλείας, ως ώφειλε νομίμως, με σαφείς και απερίφραστες αποφάσεις του οι οποίες εδράζονται στους κατ’ άρθρον 24(2) του Χάρτου Σκοπούς και Αρχές του ΟΗΕ, το οποίο αποτελεί διάταξη του διεθνούς αναγκαστικού δικαίου, καλεί άπαντα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της ΚΔ, να μη αναγνωρίσουν, διευκολύνουν ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο βοηθήσουν την νομικώς άκυρη αποσχιστική οντότητα η οποία αυτοαπακαλείται «τουρκική δημοκρατία βορείου Κύπρου» («ΤΔΒΚ») και επιτάττει την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες των υπό συνθήκας ασφαλείας.

Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη του συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις των που απορρέουν από αυτόν. Υπογραμμίζεται δε ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των υποχρεώσεων των κρατών μελών του ΟΗΕ έναντι του Καταστατικού Χάρτου και των υποχρεώσεών των έναντι οιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας (ή αποφάσεως) οι υποχρεώσεις των έναντι του Καταστατικού Χάρτου υπερισχύουν και ότι σε αυτές τις υπερισχύουσες υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται πρωτίστως και εκείνες που πηγάζουν από τις εν λόγω περί Κύπρου αποφάσεις του ΣΑ. Δηλαδή δυνάμει του Καταστατικού Χάρτου οι εν λόγω περί Κύπρου αποφάσεις του ΣΑ υπερισχύουν οιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας ή αποφάσεως η οποία συγκρούεται με αυτές. Τέτοια υποδεέστερη διεθνής συνθήκη είναι η ΕΣΔΑ, βάσει της οποίας λειτουργεί το ΕΔΑΔ, οι αποφάσεις του οποίου εκ προοιμίου απαγορεύεταινα αντιτίθενται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, εφ’ όσον αυτές λαμβάνονται εντός του αυστηρού πλαισίου το οποίον ορίζει το άρθρο 24(2) του Καταστατικού Χάρτου.

Έτσι, η παράνομη επιτροπή και το ψευδοκράτος, ως άμεσο όργανο της επιδρομικής Τουρκίας, ουδεμίαν νόμιμον έχουν υπόστασιν και τυγχάνουν παντελώς παράνομα, τα ποσά των δήθεν ‘αποζημιώσεων’ δεν στερούνται απλώς νομίμου αιτίας καταβολής, αλλά προέρχονται από παράνομη πηγή και με διάπραξη κακουργηματικών αξιοποίνων πράξεων.

Συγκεκριμένα, εφ’ όσον η παράνομη συναλλαγή οιουδήποτε με την παράνομη επιτροπή του αποσχιστικού ψευδοκράτους ενισχύει την εδραίωση του apartheid εις βάρος του συνόλου των Ελλήνων Κυπρίων, τα χρήματα της συναλλαγής είναι μη νόμιμα, διαπραττομένου του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Επίσης, οι προσφεύγοντες στην παράνομη επιτροπή δύνανται να διώκονται για συνέργεια στην διάπραξη του συγκεκριμένου διεθνούς κακουργήματος του apartheid, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται κατά τις υφιστάμενες κυπριακές και διεθνείς ποινικές διατάξεις με βαρύτατες ποινές καθείρξεως και βεβαίως για το κακούργημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.

Τα δε εισπραττόμενα αργύρια, ως προϊόντα εγκλήματος, όπως και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται μ’ αυτά, υπόκεινται σύμφωνα με την κειμένη κυπριακή Νομοθεσία και την συναφή κοινοτική Οδηγία σε δήμευση από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ανά χείρας παντός φέροντος αυτά και στους τραπεζιτικούς τους λογαριασμούς, καθ’ όσον μέσω των χρημάτων αυτών η Τουρκική Δημοκρατία και οι νόμιμοι εκπρόσωποι και στρατιωτικοί και πολιτικοί της υπάλληλοι διαπράττουν το διαρκές διεθνές έγκλημα (κακούργημα) του apartheid εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου.

          Συνακόλουθα, τα πρόσωπα, τα οποία συναπαρτίζουν την παράνομη επιτροπή αποζημιώσεων τυγχάνουν άμεσοι συνεργοί του ειρημένου διεθνούς εγκλήματος του apartheid, το οποίο είναι διαρκές, απαράγραπτο και αυτόφωρο ανά πάσα στιγμή, διώκεται δε σε όλες τις Χώρες του κόσμου και πάντως κατά την δεσμευτική για το Κράτος εσωτερική νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα και με το άρθρον 4 της από 7ης Μαρτίου 1966 Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, την οποία έχουν υπογράψει όλες σχεδόν οι χώρες της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένων της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας. Οι εν λόγω παράνομοι δικαστές διαπράττουν ακόμη και το αδίκημα της αντιποιήσεως Αρχής, γιατί, ως προελέχθη, μόνον η Κυπριακή Δημοκρατία δύναται να ιδρύει νομίμως Δικαστήρια στα όρια της Επικρατείας της, αλλά και συναυτουργία στην διάπραξη του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

          Είναι άλλωστε ηλίου φαεινότερον ότι η στελέχωση της εν λόγω παράνομης επιτροπής και από εμμίσθουςνομικούς, υπηκόους τρίτων – πλην της Τουρκίας – κρατών, αποσκοπεί αποκλειστικώς και μόνον στην προσχηματική δημιουργία επιφάσεως δήθεν ‘νομιμότητος’, η οποία όμως δεν δύναται να αρθεί με κανένα τρόπο ούτε μέσω των εν λόγω αποφάσεων του ΕΔΑΔ συνεπεία των δεσμευτικών για όλους αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και λόγω ακριβώς της πλήρους καταδίκης του ήδη καθ’ όν χρόνο ‘ανεκηρύχθη’ από την Τουρκία.

          Ώστε τίποτε δεν δύναται να παραγράψει ή να ‘νομιμοποιήσει’ τα διαπραχθέντα εις βάρος των Ελλήνων διεθνή εγκλήματα της Τουρκίας στην Κύπρο και κανένα υπερεθνικό δικαιοδοτικό όργανο δεν μπορεί να εκδίδει τέτοιες πολιτικές και όχι δικαστικές αποφάσεις κατά προφανή και αυταπόδεικτη ποδοπάτηση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου, οι οποίες αποτελούν την νόμιμη βάση της ιδρύσεως των υπερεθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως το ΕΔΑΔ, και οι οποίες μόνον προστατεύουν και ουδόλως υπονομεύουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

         

Εν όψει των ανωτέρω το κράτος οφείλει να προβεί στην λήψη των εξής μέτρων:

          Η Εκτελεστική Εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας να διακηρύξει ότι, συμμορφουμένη με τις υπερισχύουσες διεθνείς δεσμεύσεις της έναντι των (ληφθεισών εντός του αυστηρού πλαισίου του άρθρου 24(2) του Χάρτου) αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας οι οποίες απαιτούν τον σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητος και ενότητος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες απαγορεύουν την αναγνώριση, διευκόλυνση ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιβοήθηση του νομικώς ακύρου αποσχιστικού κατοχικού μορφώματος και οι οποίες επιτάττουν την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες των υπό συνθήκας ασφαλείας, ουδόλως αναγνωρίζει, αποδέχεται ή ανέχεται οιεσδήποτε αποφάσεις του ΕΔΑΔ συμπεριλαμβανομένων και των αναφερθεισών ανωτέρω, οι οποίες συγκρούονται με τις ως άνω περί Κύπρου αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. 

          Ακόμη, η Εκτελεστική Εξουσία πρέπει να διακηρύξει ότι ουδόλως αναγνωρίζει οιουσδήποτε καρπούς της επιδρομής, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής τμήματος της επικρατείας της, του apartheid, του εποικισμού και οιωνδήποτε «οργάνων»  ή «αποφάσεών» των ή οιωνδήποτε άλλων «αρμοδιοτήτων» ή «πράξεων» στα κατεχόμενα ή/και εν σχέσει με αυτά, είτε αυτές «αποδίδονται» στην «ΤΔΒΚ» ως «αυτόνομη» ή ως «υπαγομένη» στην Τουρκία «οντότητα», είτε «αποδίδονται» στην Τουρκία, είτε «αποδίδονται» και στις δύο.

          Πρέπει ακόμη να διακηρύξει ότι, ως προκύπτει και από την (ευθυγραμμισμένη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας) ετυμηγορία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην υπόθεση «Αποστολίδη», αν και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί «αποτελεσματικόν έλεγχο» στο παρανόμως κατεχόμενο τμήμα της επικρατείας της ένεκεν του ότι παρεμποδίζεται από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής, εν τούτοις είναι αδιαμφισβητήτως η μόνη και αποκλειστική κυρίαρχος καθ’ άπασαν την επικράτειά της οπωσδήποτε συμπεριλαμβανομένου του παρανόμως κατεχομένου τμήματος. Να διακηρύξει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και μόνον αυτή έχει το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμα να προβαίνει σε οιεσδήποτε διοικητικές ή νομοθετικές ή δικαστικές πράξεις στην επικράτειά της ή/και εν σχέσει με αυτήν συμπεριλαμβανομένου και του παρανόμως κατεχομένου τμήματος.

          Να διακηρύξει ακόμη το αυτονόητο, ότι η ΚΔ και μόνον έχει το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμα να εγκαθιδρύει ή/και να λειτουργεί οιονδήποτε όργανο ή οιανδήποτε αρχή καθ’ άπασαν την επικράτειά της ή/και εν σχέσει με αυτήν συμπεριλαμβανομένου και του παρανόμως κατεχομένου τμήματος.

          Προσέτι η Εκτελεστική Εξουσία πρέπει να ακυρώσει την προηγουμένη απόφασή της επί της υποθέσεως Τυμβίου, με την οποία αφ’ ενός απεδέχθη το (παρανόμως εγκριθέν από το ΕΔΑΔ (το 2008)) μέρος του φιλικού διακανονισμού μεταξύ Τυμβίου και Τουρκίας για την παράνομη ανταλλαγή περιουσίας μέσω της «ΤΔΒΚ» (και εκδήλως μέσω της «λειτουργούσης» «επισήμως» εκ της 17ης Μαρτίου του 2006 ψευδοεπιτροπής) και αφ’ ετέρου συνεφώνησε με τον Τύμβιο να «αγοράσει» την (ακίνητη) περιουσία στην Λάρνακα η οποία «περιήλθε» στην «ιδιοκτησία» του μέσω της παράνομης ανταλλαγής (και στην οποία έχουν ανεγερθεί (μετά το 1974) σχολεία και άλλα κτίρια) και να του καταβάλει αντίτιμο 13 εκατομμυρίων ευρώ.

          Η Βουλή της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρέπει να θεσπίσει νομικό πλαίσιο για την εξουδετέρωση του μηχανισμού της ψευδοεπιτροπής ο οποίος αποσκοπεί στην νομιμοποίηση των τετελεσμένων. Ωσαύτως πρέπει η Κυπριακή Βουλή να θεσπίσει νομικό πλαίσιο το οποίο να ενισχύει δραστικώς το ήδη υπάρχον αυξάνοντας τις προβλεπόμενες ποινές για το κακούργημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και στο οποίο να συμπεριλαμβάνει ρητώς τις ανωτέρω διακηρύξεις/ αποφάσεις της Εκτελεστικής Εξουσίας. Να απαγορεύσει στους πάντες να απευθύνονται (αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου) σε οιονδήποτε «όργανο» ή πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, σφετερίζεται εξουσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας στα κατεχόμενα ή εν σχέσει με αυτά, είτε αυτό «αποδίδεται» στην «Τ InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ