2013-11-02 20:30:02
Ο κοινωνικός ερευνητής δεν πουλάει τίποτα, δεν υπόσχεται τίποτα, δεν χαρίζει τίποτα. Θέλει απλώς να μάθει όσα μπορεί για την κοινωνία και τους πολίτες που την αποτελούν.
Του Άρη Γαβριελάτου
Αυτό το δύσκολο έργο φέραμε εις πέρας μια ομάδα ερευνητών, για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 2013. Μια εμπειρία στις γειτονιές της κρίσης που άξιζε να καταγραφεί χωρίς πολλά επιστημονικά σχόλια.
Και πάνω απ’ όλα ο τρόμος. Ο τρόμος του πολίτη για οτιδήποτε περάσει δίπλα από το σπίτι του, ακουμπήσει το κουδούνι του, προσπελάσει την αόρατη κουρτίνα της ανωνυμίας. Παίζοντας με τους συμβολισμούς, ντυνόμουν κάθε μέρα με ό,τι πιο καλό και πρακτικό μπορούσα, ξυρισμένος, καθαρός, προσπαθώντας να δω αν σε ένα τυπικό, νορμάλ πρόσωπο θα ήταν πιο εύκολο ν’ ανοίξει μια πόρτα. Πέτυχε! Τα στερεότυπα είναι φίλοι μας. Οι συνεντεύξεις έγιναν. Και όμως, οι αρνήσεις είχαν τόση βία μέσα τους. Ήταν αυτή η εμπρηστική βία της καθημερινής ζωής, που τη βρίσκεις στην ουρά της ΔΕΗ, στον μπροστινό οδηγό, στο φόβο για τον άλλο, τον διαφορετικό, τον ξένο. «Μην ξανάρθεις», «Κοίτα φίλε, απλά βρες άλλου να πας μην έχουμε άλλα», «Άλλη δουλειά δεν έχετε;».
Μετά τον τρόμο η άγνοια, η καλύτερη του φίλη. Δεν συζητώ για τις φυσιολογικές αντιδράσεις «Από τη ΔΕΗ;», «Είστε ο νέος ταχυδρόμος;», «Μας μετράει ο Στουρνάρας;», αλλά για την άγνοια της έννοιας «Κοινωνική Έρευνα», η οποία κατά τα άλλα ευδοκιμεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με πολύ συγκροτημένο τρόπο που δεν ταλαιπωρεί ούτε τους ερωτώμενους ούτε τους ερευνητές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό που συμπέρανα ήταν ότι η άγνοια εξαφανιζόταν όταν οι συνεντεύξεις γίνονταν με ανθρώπους που είχαν κάποιο πτυχίο, και αν αυτό δεν υπήρχε κατανοούσες ότι υπήρχε ένα πολιτισμικό υπόβαθρο που στήριζε το συνομιλητή και ήταν προϊόν εμπειριών ή προσωπικών αναζητήσεων.
«Εμείς είμαστε τσιγγάνοι, αλλά αυτοί είναι Βλάχοι κουτσομπόληδες» φώναξε μια τσιγγάνα στα Άνω Λιόσια. Οι κυρίες που το άκουσαν, μουρμούρισαν κάτι και χώθηκαν γρήγορα στα ερείπιά τους, αφήνοντας την ν’ ακούει τα κλαρίνα. Θα άξιζε τον κόπο να δει κανείς τα βομβαρδισμένα Άνω Λιόσια. Τα κοντέινερ από το σεισμό του 1999, τα δαιδαλώδη δρομάκια και τα αδιέξοδα. Τον ταχυδρόμο που έψαχναν όλοι για να τους φέρει τι; Το χαράτσι;
Πόλη του Ήλιου, εδώ στη Ανατολή του Υμηττού, κλεισμένοι όλοι μέσα από τις έξι! Στις ανηφόρες της Ηλιούπολης έτυχε επί δεκαπέντε λεπτά να δω μόνο μια γάτα, να δεχτώ τις περισσότερες αρνήσεις και να τρομάξω πραγματικά από την ατάκα «Δεν μένει κανείς εδώ», από τα χείλη αυτού που έμενε εκεί. Κι από την άλλη, η ζέστη του Έλληνα αλλά και της πάμπτωχης Αλβανής, που δέχτηκαν να μου απαντήσουν σε σπίτια όπου απορώ πώς επιβιώνουν τέσσερα άτομα.
Λιμάνι! «Με απέλυσαν, τον άντρα μου επίσης, πέθανε η δημοσιογραφία και τώρα γράφω όπου μπορώ, τον γιο μου που θα πάει Πρώτη τι θα τον κάνω;». Τα καταραμένα λιμάνια ήταν πάντα φιλόξενα. Στο κέντρο του Πειραιά ποιος ξέρει τι θα ’χουν δει τα μάτια τους, αφού με ευκολία έλεγαν «Ναι, ναι, ανέβα παιδί μου» και σκεφτόμουν «πάει… κομμάτια θα με κάνουν, θα μου πάρουν τα νεφρά». Το αστείο ήταν ότι η περιοχή βρίθει από αλλοδαπούς, τυπικό στερεότυπο κοινωνικού τρόμου.
Και πάλι δυτικά. Καματερό, πλούσιο Καματερό στην πλαγιά, με τα παρατημένα Cayenne, Nissan GT-R και τις μεζονέτες σου. Εδώ το πάρτυ είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, γι’ αυτό και το μάγκωμα της μικρομεσαίας τάξης. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις κοφτές, νευρικές όπου μιλάγαμε για το εισόδημα, γι’ αυτό και το μπέρδεμα για το ποιο αμάξι να αναφέρουμε και ποιο όχι.
Η Αργυρούπολη και η Κηπούπολη. Θέλετε διαφορές; Θα σας πω ομοιότητες. «Είμαστε τέσσερα άτομα, μόνο η μάνα μου πλένει κάτι σκαλιά. Εγώ κάνω ιδιαίτερα και βγάζω τα τσιγάρα μου για να μην ξεφτιλίζομαι στην παρέα». «Είμαστε τρεις, μας συντηρεί ο πατέρας μου, 70 χρονών, άντε γράψε το αυτό, θα φύγω έξω και δεν γυρνάω, τέλος». Η πόρτα των 78 τετραγωνικών έκλεισε, κατέβηκα με μαύρη την ψυχή κι έφυγα. Ποιο είναι Αργυρούπολη και ποιο Κηπούπολη;
Σαν τον περιηγητή του Walter Benjamin ζήσαμε περπατώντας τις παραπάνω περιοχές και μπήκαμε στα σπίτια τους. Διαπιστώσαμε τον έντονο προβληματισμό των πολιτών σε ένα διαφορετικό -μα τόσο ίδιο- χωρικό πλαίσιο. Αυτό που ως επιστημονικό αντικείμενο είναι ποθητό δεν είναι καλό για την πολιτεία μας. Και εννοώ αυτή τη λανθάνουσα ροπή προς τη βία, και όχι προς την πρόοδο και την ανατροπή των δεδομένων που μας έφεραν ως εδώ. Θεωρούμε ότι η κοινωνική έρευνα είναι αναγκαιότητα. Στηρίξτε τη την επόμενη φορά που θα σας χτυπήσει ένας ερευνητής. Είναι ένας από εσάς!
thepressproject
logioshermes
Του Άρη Γαβριελάτου
Αυτό το δύσκολο έργο φέραμε εις πέρας μια ομάδα ερευνητών, για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 2013. Μια εμπειρία στις γειτονιές της κρίσης που άξιζε να καταγραφεί χωρίς πολλά επιστημονικά σχόλια.
Και πάνω απ’ όλα ο τρόμος. Ο τρόμος του πολίτη για οτιδήποτε περάσει δίπλα από το σπίτι του, ακουμπήσει το κουδούνι του, προσπελάσει την αόρατη κουρτίνα της ανωνυμίας. Παίζοντας με τους συμβολισμούς, ντυνόμουν κάθε μέρα με ό,τι πιο καλό και πρακτικό μπορούσα, ξυρισμένος, καθαρός, προσπαθώντας να δω αν σε ένα τυπικό, νορμάλ πρόσωπο θα ήταν πιο εύκολο ν’ ανοίξει μια πόρτα. Πέτυχε! Τα στερεότυπα είναι φίλοι μας. Οι συνεντεύξεις έγιναν. Και όμως, οι αρνήσεις είχαν τόση βία μέσα τους. Ήταν αυτή η εμπρηστική βία της καθημερινής ζωής, που τη βρίσκεις στην ουρά της ΔΕΗ, στον μπροστινό οδηγό, στο φόβο για τον άλλο, τον διαφορετικό, τον ξένο. «Μην ξανάρθεις», «Κοίτα φίλε, απλά βρες άλλου να πας μην έχουμε άλλα», «Άλλη δουλειά δεν έχετε;».
Μετά τον τρόμο η άγνοια, η καλύτερη του φίλη. Δεν συζητώ για τις φυσιολογικές αντιδράσεις «Από τη ΔΕΗ;», «Είστε ο νέος ταχυδρόμος;», «Μας μετράει ο Στουρνάρας;», αλλά για την άγνοια της έννοιας «Κοινωνική Έρευνα», η οποία κατά τα άλλα ευδοκιμεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με πολύ συγκροτημένο τρόπο που δεν ταλαιπωρεί ούτε τους ερωτώμενους ούτε τους ερευνητές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό που συμπέρανα ήταν ότι η άγνοια εξαφανιζόταν όταν οι συνεντεύξεις γίνονταν με ανθρώπους που είχαν κάποιο πτυχίο, και αν αυτό δεν υπήρχε κατανοούσες ότι υπήρχε ένα πολιτισμικό υπόβαθρο που στήριζε το συνομιλητή και ήταν προϊόν εμπειριών ή προσωπικών αναζητήσεων.
«Εμείς είμαστε τσιγγάνοι, αλλά αυτοί είναι Βλάχοι κουτσομπόληδες» φώναξε μια τσιγγάνα στα Άνω Λιόσια. Οι κυρίες που το άκουσαν, μουρμούρισαν κάτι και χώθηκαν γρήγορα στα ερείπιά τους, αφήνοντας την ν’ ακούει τα κλαρίνα. Θα άξιζε τον κόπο να δει κανείς τα βομβαρδισμένα Άνω Λιόσια. Τα κοντέινερ από το σεισμό του 1999, τα δαιδαλώδη δρομάκια και τα αδιέξοδα. Τον ταχυδρόμο που έψαχναν όλοι για να τους φέρει τι; Το χαράτσι;
Πόλη του Ήλιου, εδώ στη Ανατολή του Υμηττού, κλεισμένοι όλοι μέσα από τις έξι! Στις ανηφόρες της Ηλιούπολης έτυχε επί δεκαπέντε λεπτά να δω μόνο μια γάτα, να δεχτώ τις περισσότερες αρνήσεις και να τρομάξω πραγματικά από την ατάκα «Δεν μένει κανείς εδώ», από τα χείλη αυτού που έμενε εκεί. Κι από την άλλη, η ζέστη του Έλληνα αλλά και της πάμπτωχης Αλβανής, που δέχτηκαν να μου απαντήσουν σε σπίτια όπου απορώ πώς επιβιώνουν τέσσερα άτομα.
Λιμάνι! «Με απέλυσαν, τον άντρα μου επίσης, πέθανε η δημοσιογραφία και τώρα γράφω όπου μπορώ, τον γιο μου που θα πάει Πρώτη τι θα τον κάνω;». Τα καταραμένα λιμάνια ήταν πάντα φιλόξενα. Στο κέντρο του Πειραιά ποιος ξέρει τι θα ’χουν δει τα μάτια τους, αφού με ευκολία έλεγαν «Ναι, ναι, ανέβα παιδί μου» και σκεφτόμουν «πάει… κομμάτια θα με κάνουν, θα μου πάρουν τα νεφρά». Το αστείο ήταν ότι η περιοχή βρίθει από αλλοδαπούς, τυπικό στερεότυπο κοινωνικού τρόμου.
Και πάλι δυτικά. Καματερό, πλούσιο Καματερό στην πλαγιά, με τα παρατημένα Cayenne, Nissan GT-R και τις μεζονέτες σου. Εδώ το πάρτυ είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, γι’ αυτό και το μάγκωμα της μικρομεσαίας τάξης. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις κοφτές, νευρικές όπου μιλάγαμε για το εισόδημα, γι’ αυτό και το μπέρδεμα για το ποιο αμάξι να αναφέρουμε και ποιο όχι.
Η Αργυρούπολη και η Κηπούπολη. Θέλετε διαφορές; Θα σας πω ομοιότητες. «Είμαστε τέσσερα άτομα, μόνο η μάνα μου πλένει κάτι σκαλιά. Εγώ κάνω ιδιαίτερα και βγάζω τα τσιγάρα μου για να μην ξεφτιλίζομαι στην παρέα». «Είμαστε τρεις, μας συντηρεί ο πατέρας μου, 70 χρονών, άντε γράψε το αυτό, θα φύγω έξω και δεν γυρνάω, τέλος». Η πόρτα των 78 τετραγωνικών έκλεισε, κατέβηκα με μαύρη την ψυχή κι έφυγα. Ποιο είναι Αργυρούπολη και ποιο Κηπούπολη;
Σαν τον περιηγητή του Walter Benjamin ζήσαμε περπατώντας τις παραπάνω περιοχές και μπήκαμε στα σπίτια τους. Διαπιστώσαμε τον έντονο προβληματισμό των πολιτών σε ένα διαφορετικό -μα τόσο ίδιο- χωρικό πλαίσιο. Αυτό που ως επιστημονικό αντικείμενο είναι ποθητό δεν είναι καλό για την πολιτεία μας. Και εννοώ αυτή τη λανθάνουσα ροπή προς τη βία, και όχι προς την πρόοδο και την ανατροπή των δεδομένων που μας έφεραν ως εδώ. Θεωρούμε ότι η κοινωνική έρευνα είναι αναγκαιότητα. Στηρίξτε τη την επόμενη φορά που θα σας χτυπήσει ένας ερευνητής. Είναι ένας από εσάς!
thepressproject
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σύλληψη Κινέζου στην Πύλη Τρικάλων για παραεμπόριο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΝΟΚ ΑΟΥΤ ΜΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ Ο ΒΙΤΟΡ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ