2013-11-03 23:30:02
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Ως τα μέσα του 19ου αιώνα η ευρωπαϊκή αποικιακή επέκταση υπήρξε σχετικά αργή και γινόταν σταδιακά. Οι νέοι πολιτισμοί με τους οποίους έρχονταν σε επαφή οι Ευρωπαίοι πολλές φορές αποδεικνύονταν εξαιρετικά ανθεκτικοί και δύσκολα καταβάλλονταν αυτοκρατορίες με μακραίωνη ιστορία όπως η Κίνα ή η Ιαπωνία. Πάντως από τις πρώτες επαφές των ευρωπαϊκών πολιτισμών με τις αυτοκρατορίες και τους λαούς άλλων ηπείρων, εξ αρχής διαφάνηκε το τεχνολογικό τακτικό πλεονέκτημα των Ευρωπαίων.
Απέναντι στα δόρατα και τα τόξα νεολιθικών πολιτισμών, όπως των ιθαγενών Ινδιάνων της αμερικανικής ηπείρου ή των Ζουλού της Νοτίου Αφρικής, είχαν τη δυνατότητα να παρατάσσουν αρχικά τα δύσχρηστα και αναποτελεσματικά αναγεννησιακά «αρκεβούζια» αλλά με την αυγή της βιομηχανικής εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, η δύναμη πυρός τους ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες αξιοποιώντας τα τεχνολογικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της βιομηχανικής επανάστασης ξεκίνησαν από τις αρχές του 19ου αιώνα μια φρενήρη κούρσα επέκτασης και κυριαρχίας σε πλανητική κλίμακα πλέον.
Η αφρικανική ήπειρος και η νοτιοανατολική Ασία, κατά κύριο λόγο, φιλοξένησαν την εντυπωσιακή επέκταση των Ευρωπαίων μετά το 1870 και ως τα τέλη του 1914 ελάχιστες περιοχές παρέμεναν ελεύθερες. Κάθε ισχυρό ευρωπαϊκό έθνος αποζητούσε «μια θέση στον ήλιο». Ο Τζόζεφ Τσάμπερλαιν έγραφε στον σερ Τζωρτζ Ρέιντ, πρωθυπουργό της Αυστραλίας, στις 13 Ιουνίου 1902: «Τρέφω τη βεβαιότητα πως η εποχή των μικρών βασιλείων έχει παρέλθει. Το μέλλον ανήκει στις Αυτοκρατορίες, και εναπόκειται σ΄ εμάς να αποφασίσουμε εάν η δική μας θα λογίζεται επί μακρόν ως η μεγαλύτερη ή αν θα χωριστεί σε μικρά και συγκριτικά ασήμαντα έθνη».
Ο διαμοιρασμός της Αφρικής από από τους Ευρωπαίους
Η ανάγκη για επέκταση εξυπηρετούσε πρώτιστα τιςπαραγωγικές και οικονομικές ανάγκες των βιομηχανιών των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Οι νέες τεχνολογικές καινοτομίες απαιτούσαν νέες πρώτες ύλες, πολλές από τις οποίες ήταν δυσεύρετες στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως το πετρέλαιο και το καουτσούκ. Κύριο εργαλείο για την απρόσκοπτη ροή πρώτων υλών στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες αποτέλεσαν οι υπερπόντιες αποικίες. Η Βρετανία, επί παραδείγματι, προμηθευόταν μια τεράστια γκάμα πρώτων υλών από την αχανή αυτοκρατορία της.
Η Κεϋλάνη την προμήθευε με τσάι, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία με κρέας και η Ινδία με μετάξι. Παράλληλα με την προμήθεια πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, η αποικιακή εξάπλωση συνέβαλε καθοριστικά στην εξεύρεση νέων αγορών για τα προϊόντα που παράγονταν σε όλο και αυξανόμενους αριθμούς στις ευρωπαϊκές φάμπρικες. Μάλιστα από τα μέσα του 19ου αιώνα που μειώθηκε η ανάγκη κατασκευής νέων εργοστασίων, αφού τα ήδη υπάρχοντα υπερκάλυπταν τις εγχώριες ανάγκες, προέκυπτε εντονότερο το πρόβλημα της διάθεσης του επιπλέον κεφαλαίου και των προϊόντων. Ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Ζυλ Φερύ βεβαίωνε πως «η ευρωπαϊκή κατανάλωση είναι κορεσμένη».
Επιπρόσθετα οι δεκαετίες του 1870 και του 1880 ήταν μια περίοδος υποτονικών αγορών και πτώσης των τιμών, που συχνά αποκαλείται «η Μεγάλη Ύφεση». Αυτό σήμαινε χαμηλή κερδοφορία για το σύνολο του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η λύση βρισκόταν στις επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι μεγαλοαστοί κεφαλαιοκράτες πίεζαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για υπερπόντια επέκταση ώστε εν συνεχεία να επενδύουν υπό την ισχυρή σκέπη τους. Επένδυαν κυρίως σε χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου για την κατασκευή σιδηροδρόμων, γεφυρών, λιμανιών, δρόμων και γενικά σε έργα υποδομών ώστε οι περιοχές που αποίκιζαν να ενσωματώνονται γρηγορότερα στις ανάγκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Έτσι οι πρώτες ύλες έρεαν στα εργοστάσια, μετατρέπονταν σε ακριβά βιομηχανικά αγαθά και επανεξάγονταν πάλι με υψηλό κέρδος στις χώρες από τις οποίες είχαν προέλθει… Την απρόσκοπτη λειτουργία του όλου συστήματος αναλαμβάνουν σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιες οι εταιρείες όπως η αγγλική British Honorable East India Company και η ολλανδική Verenigde Oostindische Compagnie που φτάνουν να αποτελούν ουσιαστικά κράτος εν κράτει έχοντας τη δυνατότητα να εξοπλίζουν ιδιωτικούς στρατούς για την επιβολή των μητροπολιτικών νόμων στις αποικίες. Οι Καρλ Μαρξ καιΦρήντριχ Ένγκελς παρατηρούσαν έξυπνα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848: «Στη θέση των παλιών αναγκών που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, εισέρχονται καινούργιες που, για να ικανοποιηθούν, απαιτούν προϊόντα των πλέον απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας εισέρχεται μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση εθνών».
Η μάχη της Ιζαντλουάνα
Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλαινεπιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στον Καναδά το 1895 υπογραμμίζει τα εξής: «Ναι, πιστεύω σε αυτήν την αγγλοσαξονική φυλή, την πιο μεγάλη απ΄ όλες τις φυλές που κυριάρχησαν στον κόσμο [...] και πιστεύω στο μέλλον αυτής της πλατιάς σαν τον κόσμο αυτοκρατορίας για την οποία κανένας Άγγλος δεν μπορεί να μιλήσει χωρίς να αισθανθεί ένα ρίγος ενθουσιασμού». Είναι μια δήλωση ενδεικτική του κλίματος υπερηφάνειας που αισθάνονταν οι ευρωπαϊκές εξουσιαστικές ελίτ υπό την επίδραση του καλπάζοντος εθνικισμού. Αποτυπώνει γλαφυρά την αίσθηση του γοήτρου που έδιναν οι ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις στα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη.
Παράλληλα η επαφή με διαφορετικές φυλές έδωσε ώθηση στις ρατσιστικές ιδέες, ιεραρχικοποιώντας τα έθνη σε ανώτερα και κατώτερα. Ψευδοεπιστημονικές θεωρίες ξεπήδησαν βασισμένες σε «πορίσματα» της κρανιολογίας ή της συγκριτικής ανατομίας που «αποδείκνυαν» την υπεροχή των «λευκών»… Ο «λευκός» άρχισε να αντιλαμβάνεται την αποικιοποίηση ως ένα χρέος που είχε απέναντι στις «υποδεέστερες» φυλές να τις εκπολιτίσει, να τις εξευρωπαίσει. Ο Άγγλος ποιητής Rudyard Kipling στο ποίημα του «The white man’sburden» περιγράφει ακριβώς αυτό το χρέος. Στην πατρίδα του μάλιστα η αποικιακή επέκταση γίνεται αντιληπτή και ως μια μορφή «αγώνα προς επιβίωση» με δαρβινιστικές προεκτάσεις.
Ο Ζυλ Φερύ σε λόγο του στη γαλλική Βουλή στα 1885 σημειώνει εξάλλου: «Πρέπει να πούμε καθαρά ότι οι ανώτεροι φυλετικά λαοί έχουν καθήκον απέναντι στους κατώτερους να τους εκπολιτίσουν». Τα κηρύγματα περί «θεόσταλτης αποστολής» του λευκού δεν αφήνουν βέβαια ασυγκίνητη και την εκκλησία που σπεύδει με ιεραποστόλους να κηρύξει στα πέρατα της οικουμένης το λόγο του «λευκού» Ιησού… Αν και ρητά η εκκλησία διαβεβαίωνε για το πραγματικό ενδιαφέρον της για τους ιθαγενείς πληθυσμούς, εν τοις πράγμασι απετέλεσε το όργανο καθαγιασμού των πλείστων όσων εγκλημάτων των Ευρωπαίων αποικιοκρατών στο όνομα της διάδοσης του πολιτισμού (τους…). Η αποικιακή εξάπλωση αποτέλεσε ουσιαστικά ένα μέσον ώστε τα έθνη της Ευρώπης να επιβεβαιώσουν την δύναμη τους και μέσω του ρατσισμού να ιδεολογικοποιήσουν την εκμετάλλευση των λιγότερο προηγμένων λαών.
Υπήρχε πάντως και ο αντίλογος των σοσιαλιστών, όπως του Ζαν Ζορές που αποδοκίμαζε την αποικιοκρατία ως «την απαισιότερη συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο εμποδίζει, στις χώρες που επικράτησε, την κατανάλωση με τους χαμηλούς μισθούς που προσφέρει στους εργάτες, ενώ αντίθετα αναγκάζεται να δημιουργεί σε μακρινές χώρες, με την κατάκτηση και τη βία, καινούργιες αγορές. Την αποδοκιμάζουμε τέλος γιατί σε όλες τις αποικιακές επιχειρήσεις η καπιταλιστική έννοια της δικαιοσύνης συνοδεύεται από μια πλήρη διαφθορά». Τέλος οι αποικίες εξυπηρετούσαν και ταγεωστρατηγικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Σε πολλές περιπτώσεις η κατάκτηση της ενδοχώρας ήταν αδύνατη ή ασύμφορη.
Έτσι η κατοχή μερικών σημαντικών σημείων-κλειδιών για την εξασφάλιση και τον έλεγχο των ναυτικών δρόμων ήταν στρατηγικά η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Οι στόλοι έπρεπε να διαθέτουν βάσεις για ανεφοδιασμό και επισκευές καθώς και τις κατάλληλες υποδομές για τη διακίνηση των στρατιωτικών τους μονάδων. Η Αγγλία διέθετε ένα παγκόσμιο δίκτυο βάσεων όπως το Γιβραλτάρ και η Μάλτα για τον έλεγχο της Μεσογείου ή το Χονγκ-Κονγκ και η Σιγκαπούρη στην αχανή Ασία. Η Γαλλία με τη σειρά της κατείχε την Τύνιδα στη Μεσόγειο, την Σαϊγκόν στην Ινδοκίνα και την Μαδαγασκάρη στη νότιο Αφρική.
Η εκπαίδευση υπήρξε σημαντικό εργαλείο στον εξευρωπαϊσμό της Αφρικής
Ο έλεγχος των αποικιών ουσιαστικά πήρε τρεις μορφές με την πρώτη να αφορά τηδημογραφία. Σε πολλές από τις περιοχές που επεκτάθηκαν οι Ευρωπαίοι άποικοι οι ιθαγενείς ήταν σχετικά ολιγάριθμοι και διεσπαρμένοι σε αχανείς εκτάσεις όπως οι Aborigines της Αυστραλίας ή οι Ινδιάνοι της Βορείου Αμερικής. Με το τεχνολογικό τους πλεονέκτημα οι Ευρωπαίοι κυριολεκτικά τους εξόντωσαν αλλάζοντας τον δημογραφικό χάρτη ολόκληρων ηπείρων. Υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπου οι ντόπιοι υπερείχαν αριθμητικά ή απλώς δεν συνέφερε η εξόντωση τους. Έτσι σε τέτοιες συνθήκες προτιμήθηκε η πολιτική προσάρτηση των περιοχών αυτών.
Σε αυτή την περίπτωση οι ντόπιοι αξιοποιούνταν στην διοίκηση σε χαμηλά πόστα αφού προηγουμένως είχαν αποδεχτεί την κυρίαρχη κουλτούρα του κατακτητή, ενώ για να αποδυναμωθούν τα προϋπάρχοντα τοπικά εξουσιαστικά δίκτυα ακολουθήθηκε η δοκιμασμένη συνταγή του «διαίρει και βασίλευε». Σε άλλες περιπτώσεις προωθήθηκε ένα σύστημα μισοαποικιακό σε χώρες οικονομικά και στρατιωτικά ανίσχυρες. Η Περσία, η Κίνα και η Οθωμανική αυτοκρατορία, ναι μεν ήταν ανεξάρτητες, αλλά αποδεικνύονταν ευάλωτες στη θέληση των μεγάλων δυνάμεων που τις εκμεταλλεύονταν με διάφορους άμεσους ή έμμεσους τρόπους.
Ιδιαίτερη θέση σε όλες τις μορφές αποικιακού ελέγχού κατείχαν οι παντός είδους ευρωπαϊκές εταιρείες που επένδυαν υπό την προστασία των αντίστοιχων κρατών. Διοικούσαν αχανείς εκτάσεις, επέβαλαν φόρους στους ιθαγενείς και γενικά είχαν την οικονομική και διοικητική ευθύνη της αποικίας. Αυτό το σύστημα ήταν επωφελές όχι μόνο για τις εταιρείες αλλά και για τα κράτη, αφού εκμεταλλεύονταν τα πολιτικά οφέλη της κατοχής των ξένων περιοχών χωρίς όμως να επιβαρύνονται από τα λειτουργικά κόστη των αποικιών τα οποία αναλάμβαναν οι εταιρείες. Η British East Africa Company διοικούσε την Κένυα μέχρι το 1893, ενώ η British South Africa Company υπό την καθοδήγηση του John Cecil Rhodes αποίκησε δια της βίας το Μαλάουι, την βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και την νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) τις οποίες και διοίκησε μέχρι το 1923.
Η βασιλική εξουσιοδότηση στην εν λόγω εταιρεία περιελάμβανε επίσης το δικαίωμα της εταιρείας να συναλλάσσεται με ντόπιους φυλάρχους, να ιδρύει τράπεζες, να διαμοιράζει τη γη κατά το δοκούν και να διαθέτει δική της αστυνομία, την British South Africa Police. Κατά τη διάρκεια του διαμοιρασμού της Αφρικής, αυτού που οι Άγγλοι ονόμαζαν «Scramble for Africa», οι εταιρείες απετέλεσαν την αιχμή του δόρατος των ισχυρών κρατών στην προσπάθεια τους να ελέγξουν τα τελευταία παρθένα εδάφη της μαύρης ηπείρου.
Ευρωπαίοι άποικοι στο Κονγκό
Όπως είναι φυσικό η στρατιωτική και οικονομική επέκταση των Ευρωπαίων προκάλεσε σημαντικές και εκτεταμένες αντιδράσεις από την πλευρά των ιθαγενών που έβλεπαν τη γη τους, την κουλτούρα τους και τους ομοεθνείς τους να εξαφανίζονται και να συνθλίβονται κάτω από την ευρωπαϊκή αποικιακή μπότα. Η αντίδραση σε πολλές περιπτώσεις προσέλαβε διαστάσεις ανοιχτού πολέμου όπως στην περίπτωση του Σουδάν στα 1881 όπου ο ισλαμιστής Μαχντί κατάφερε να περιορίσει τους Άγγλους στο Χαρτούμ ιδρύοντας μάλιστα μια βραχύβια ισλαμική αυτοκρατορία που άντεξε μέχρι το 1898. Σε όλες τις περιοχές της Αφρικής ξεσπούσαν αντιαποικιακές αντιδράσεις. Οι Άγγλοι στην δυτική Αφρική αντιμετώπιζαν από το 1874 συνεχείς επαναστάσεις των Ασάντι, ενώ στα 1879 στην μάχη της Ιζαντλουάνα στη Νότιο Αφρική 1700 Άγγλοι «Red Coats» υπό τον λόρδο Τσέλμσφορντ εξολοθρεύτηκαν από δύναμη 20.000 Ζουλού…
Παράλληλα από το 1899 ως το 1902 στην Νότιο Αφρική οι Άγγλοι μπλέκονται σε ένα πόλεμο με τους Ευρωπαίους αποίκους της Ολλανδίας που προϋπήρχαν εκεί, τους περιβόητους«Μπόερς», για τον έλεγχο των χρυσοφόρων εκτάσεων της περιοχής. Αντίστοιχα στον ποταμό Σενεγάλη οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν από το 1884 ως το 1898 την αντίσταση των Μάντιγκο ενώ και οι Γερμανοί στη Γερμανική νοτιοδυτική Αφρική ένιωσαν τα επαναστατικά κύματα από τον ξεσηκωμό των Χερέρο και των Κόι ενάντια στην αποικιακή τους εξουσία. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισαν και οι Ολλανδοί στις Ολλανδικές ανατολικές Ινδίες (σημερινή Σουμάτρα, Βόρνεο και Ιάβα) με τους ντόπιους να εξαπολύουν ιερό πόλεμο ενάντια τους από το 1881 ως το 1908. Στην νοτιοανατολική Κίνα η ευρωπαϊκή επέκταση και η κακομεταχείριση του ντόπιου πληθυσμού προκάλεσε γενικό ξεσηκωμό ενάντια στους ξένους. Στα 1900 οι «Μπόξερ», γνώστες πολεμικών τεχνών που πίστευαν ότι είναι αλώβητοι, επιτέθηκαν στους χριστιανούς πολιορκώντας τους στο Πεκίνο τον Αύγουστο του 1900. Διεθνής στρατιωτική δύναμη συγκροτήθηκε τότε άμεσα που κυριολεκτικά διέλυσε το κίνημα των «Μπόξερ»…
Στις μεγάλες ασιατικές αυτοκρατορίες, όπως η Οθωμανική, η ευρωπαϊκή διείσδυση προκάλεσε την εξέγερση ενάντια στους ντόπιους ηγεμόνες που θεωρήθηκαν συνεργοί ή απλώς μαριονέτες των Ευρωπαίων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κίνημα των «Νεότουρκων» του 1908. Τα περισσότερα από τα αντιαποικιακά κινήματα δεν διέθεταν σταθερούς στόχους αλλά ούτε και ενότητα. Αποτελούσαν ξεσπάσματα ενάντια στην οργανωμένη εκμετάλλευση ανθρώπων και πόρων που επέβαλαν οι ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Πολλά από τα κινήματα είχαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως των ισλαμιστών Μαχντιστών του Σουδάν.
Μετά το 1914 πάντως σε πλήθος αποικιών εμφανίζονται και τα πρώτα αντιαποικιακά εθνικιστικά κινήματα με κύριο γνώρισμα τους την σύσταση εθνικών συνδέσμων και κομμάτων που γρήγορα μαζικοποιήθηκαν. Στη Μέση Ανατολή ιδρύεται στα 1911 ο «Σύνδεσμος Νέων Αράβων», στην Ινδονησία στα 1912 η «Μουσουλμανική Εταιρεία» ενώ στο Βιετνάμ στα 1913 ο Φαν Μπόι Τσάου ιδρύει την «Επαναστατική Ένωση για την Παλινόρθωση του Βιετνάμ». Ο Ε. Γ. Μπράουνι στα 1910 στο έργο του «Περσική επανάσταση, 1905-1909» αναφέρει χαρακτηριστικά: «έχω την εντύπωση ότι στην ανατολή επέρχονται αλλαγές[...] Στην Κίνα είναι έκδηλο το κίνημα κατά των ξένων [...] Στην Αίγυπτο και τη Βόρειο Αφρική παρατηρείται όξυνση του φανατισμού, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του πανισλαμικού κινήματος [...] Ίσως η Ανατολή να ξυπνά πράγματι από τον αρχαίο ύπνο της, και να δούμε αυτά τα εκατομμύρια υπομονετικών κούληδων να εξεγείρονται κατά της Δύσης που τους εκμεταλλεύεται ανενδοίαστα».
Διάφοροι εξερευνητές, όπως ο Χ. Στ. Μόρτον άνοιξαν τους πρώτους δρόμους για τους Ευρωπαίους αποίκους
Η αποικιοκρατία ουσιαστικά, όπου και αν επιβλήθηκε, διέλυσε τις προϋπάρχουσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές δομές των ιθαγενών λειτουργώντας ως οδοστρωτήρας. Οι πληθυσμοί αλλοτριώθηκαν και συγχωνεύτηκαν με τους νεοφερμένους, πολλές φορές παρά την θέληση τους. Οι ιθαγενείς απεκδύθηκαν βίαια της κουλτούρας τους, εκχριστιανίστηκαν επίσης βίαια και εν τέλει αναμορφώθηκαν με βάση τα ευρωπαϊκά μέτρα και σταθμά όχι τόσο για να βγουν από την άγνοια και την οπισθοδρόμηση όσο για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του «ανώτερου λευκού».
Η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική στις αποικίες όλων των ευρωπαϊκών κρατών είχε βασικά δύο στόχους, πρώτον να διαρρήξει τους υφιστάμενους πολιτισμικούς δεσμούς των αποικιοκρατούμενων και δεύτερον να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη ποσότητα εξευρωπαϊσμένων ιθαγενών έμπιστων και αφοσιωμένων στα συμφέροντα των αποικιοκρατών. Παντού οι Δυτικοί αντιμετωπίζονταν ως ανώτεροι και ήταν κατ΄ ουσίαν τα αφεντικά με διαφορετικά κατά περιοχή ονόματα, όπως «εφέντι»στην Μέση Ανατολή, «μπουανά» στην Αφρική, «πατρόν» στη Λατινική Αμερική ή «σαχίμπ» στην Ινδία… Στο «διαμάντι» του στέμματος, υπήρξε τέτοιας έκτασης εκβρετανισμός από τα σχολεία που ίδρυαν οι Άγγλοι, ώστε πολλοί Ινδοί έγιναν πιο Άγγλοι από τους Άγγλους…
Γράφει ένας Ινδός εθνικιστής: «Οι πρόγονοι μας, οι πρώτοι καρποί της Αγγλικής εκπαίδευσης, ήταν φανατικοί Βρετανόφιλοι. Δεν μπορούσαν να βρουν κανένα ψεγάδι στον πολιτισμό και στην κουλτούρα της Δύσης. Ήταν γοητευμένοι από τον νεωτερισμό της κι από την παραξενιά της…Ο,τιδήποτε Αγγλικό ήταν και καλό, ακόμα και το να πίνεις κονιάκ ήταν αρετή. Ο,τιδήποτε μη Αγγλικό το έβλεπαν με καχυποψία» eranistis
logioshermes
Ως τα μέσα του 19ου αιώνα η ευρωπαϊκή αποικιακή επέκταση υπήρξε σχετικά αργή και γινόταν σταδιακά. Οι νέοι πολιτισμοί με τους οποίους έρχονταν σε επαφή οι Ευρωπαίοι πολλές φορές αποδεικνύονταν εξαιρετικά ανθεκτικοί και δύσκολα καταβάλλονταν αυτοκρατορίες με μακραίωνη ιστορία όπως η Κίνα ή η Ιαπωνία. Πάντως από τις πρώτες επαφές των ευρωπαϊκών πολιτισμών με τις αυτοκρατορίες και τους λαούς άλλων ηπείρων, εξ αρχής διαφάνηκε το τεχνολογικό τακτικό πλεονέκτημα των Ευρωπαίων.
Απέναντι στα δόρατα και τα τόξα νεολιθικών πολιτισμών, όπως των ιθαγενών Ινδιάνων της αμερικανικής ηπείρου ή των Ζουλού της Νοτίου Αφρικής, είχαν τη δυνατότητα να παρατάσσουν αρχικά τα δύσχρηστα και αναποτελεσματικά αναγεννησιακά «αρκεβούζια» αλλά με την αυγή της βιομηχανικής εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, η δύναμη πυρός τους ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες αξιοποιώντας τα τεχνολογικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της βιομηχανικής επανάστασης ξεκίνησαν από τις αρχές του 19ου αιώνα μια φρενήρη κούρσα επέκτασης και κυριαρχίας σε πλανητική κλίμακα πλέον.
Η αφρικανική ήπειρος και η νοτιοανατολική Ασία, κατά κύριο λόγο, φιλοξένησαν την εντυπωσιακή επέκταση των Ευρωπαίων μετά το 1870 και ως τα τέλη του 1914 ελάχιστες περιοχές παρέμεναν ελεύθερες. Κάθε ισχυρό ευρωπαϊκό έθνος αποζητούσε «μια θέση στον ήλιο». Ο Τζόζεφ Τσάμπερλαιν έγραφε στον σερ Τζωρτζ Ρέιντ, πρωθυπουργό της Αυστραλίας, στις 13 Ιουνίου 1902: «Τρέφω τη βεβαιότητα πως η εποχή των μικρών βασιλείων έχει παρέλθει. Το μέλλον ανήκει στις Αυτοκρατορίες, και εναπόκειται σ΄ εμάς να αποφασίσουμε εάν η δική μας θα λογίζεται επί μακρόν ως η μεγαλύτερη ή αν θα χωριστεί σε μικρά και συγκριτικά ασήμαντα έθνη».
Ο διαμοιρασμός της Αφρικής από από τους Ευρωπαίους
Η ανάγκη για επέκταση εξυπηρετούσε πρώτιστα τιςπαραγωγικές και οικονομικές ανάγκες των βιομηχανιών των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Οι νέες τεχνολογικές καινοτομίες απαιτούσαν νέες πρώτες ύλες, πολλές από τις οποίες ήταν δυσεύρετες στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως το πετρέλαιο και το καουτσούκ. Κύριο εργαλείο για την απρόσκοπτη ροή πρώτων υλών στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες αποτέλεσαν οι υπερπόντιες αποικίες. Η Βρετανία, επί παραδείγματι, προμηθευόταν μια τεράστια γκάμα πρώτων υλών από την αχανή αυτοκρατορία της.
Η Κεϋλάνη την προμήθευε με τσάι, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία με κρέας και η Ινδία με μετάξι. Παράλληλα με την προμήθεια πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, η αποικιακή εξάπλωση συνέβαλε καθοριστικά στην εξεύρεση νέων αγορών για τα προϊόντα που παράγονταν σε όλο και αυξανόμενους αριθμούς στις ευρωπαϊκές φάμπρικες. Μάλιστα από τα μέσα του 19ου αιώνα που μειώθηκε η ανάγκη κατασκευής νέων εργοστασίων, αφού τα ήδη υπάρχοντα υπερκάλυπταν τις εγχώριες ανάγκες, προέκυπτε εντονότερο το πρόβλημα της διάθεσης του επιπλέον κεφαλαίου και των προϊόντων. Ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Ζυλ Φερύ βεβαίωνε πως «η ευρωπαϊκή κατανάλωση είναι κορεσμένη».
Επιπρόσθετα οι δεκαετίες του 1870 και του 1880 ήταν μια περίοδος υποτονικών αγορών και πτώσης των τιμών, που συχνά αποκαλείται «η Μεγάλη Ύφεση». Αυτό σήμαινε χαμηλή κερδοφορία για το σύνολο του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η λύση βρισκόταν στις επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι μεγαλοαστοί κεφαλαιοκράτες πίεζαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για υπερπόντια επέκταση ώστε εν συνεχεία να επενδύουν υπό την ισχυρή σκέπη τους. Επένδυαν κυρίως σε χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου για την κατασκευή σιδηροδρόμων, γεφυρών, λιμανιών, δρόμων και γενικά σε έργα υποδομών ώστε οι περιοχές που αποίκιζαν να ενσωματώνονται γρηγορότερα στις ανάγκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Έτσι οι πρώτες ύλες έρεαν στα εργοστάσια, μετατρέπονταν σε ακριβά βιομηχανικά αγαθά και επανεξάγονταν πάλι με υψηλό κέρδος στις χώρες από τις οποίες είχαν προέλθει… Την απρόσκοπτη λειτουργία του όλου συστήματος αναλαμβάνουν σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιες οι εταιρείες όπως η αγγλική British Honorable East India Company και η ολλανδική Verenigde Oostindische Compagnie που φτάνουν να αποτελούν ουσιαστικά κράτος εν κράτει έχοντας τη δυνατότητα να εξοπλίζουν ιδιωτικούς στρατούς για την επιβολή των μητροπολιτικών νόμων στις αποικίες. Οι Καρλ Μαρξ καιΦρήντριχ Ένγκελς παρατηρούσαν έξυπνα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848: «Στη θέση των παλιών αναγκών που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, εισέρχονται καινούργιες που, για να ικανοποιηθούν, απαιτούν προϊόντα των πλέον απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας εισέρχεται μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση εθνών».
Η μάχη της Ιζαντλουάνα
Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλαινεπιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στον Καναδά το 1895 υπογραμμίζει τα εξής: «Ναι, πιστεύω σε αυτήν την αγγλοσαξονική φυλή, την πιο μεγάλη απ΄ όλες τις φυλές που κυριάρχησαν στον κόσμο [...] και πιστεύω στο μέλλον αυτής της πλατιάς σαν τον κόσμο αυτοκρατορίας για την οποία κανένας Άγγλος δεν μπορεί να μιλήσει χωρίς να αισθανθεί ένα ρίγος ενθουσιασμού». Είναι μια δήλωση ενδεικτική του κλίματος υπερηφάνειας που αισθάνονταν οι ευρωπαϊκές εξουσιαστικές ελίτ υπό την επίδραση του καλπάζοντος εθνικισμού. Αποτυπώνει γλαφυρά την αίσθηση του γοήτρου που έδιναν οι ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις στα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη.
Παράλληλα η επαφή με διαφορετικές φυλές έδωσε ώθηση στις ρατσιστικές ιδέες, ιεραρχικοποιώντας τα έθνη σε ανώτερα και κατώτερα. Ψευδοεπιστημονικές θεωρίες ξεπήδησαν βασισμένες σε «πορίσματα» της κρανιολογίας ή της συγκριτικής ανατομίας που «αποδείκνυαν» την υπεροχή των «λευκών»… Ο «λευκός» άρχισε να αντιλαμβάνεται την αποικιοποίηση ως ένα χρέος που είχε απέναντι στις «υποδεέστερες» φυλές να τις εκπολιτίσει, να τις εξευρωπαίσει. Ο Άγγλος ποιητής Rudyard Kipling στο ποίημα του «The white man’sburden» περιγράφει ακριβώς αυτό το χρέος. Στην πατρίδα του μάλιστα η αποικιακή επέκταση γίνεται αντιληπτή και ως μια μορφή «αγώνα προς επιβίωση» με δαρβινιστικές προεκτάσεις.
Ο Ζυλ Φερύ σε λόγο του στη γαλλική Βουλή στα 1885 σημειώνει εξάλλου: «Πρέπει να πούμε καθαρά ότι οι ανώτεροι φυλετικά λαοί έχουν καθήκον απέναντι στους κατώτερους να τους εκπολιτίσουν». Τα κηρύγματα περί «θεόσταλτης αποστολής» του λευκού δεν αφήνουν βέβαια ασυγκίνητη και την εκκλησία που σπεύδει με ιεραποστόλους να κηρύξει στα πέρατα της οικουμένης το λόγο του «λευκού» Ιησού… Αν και ρητά η εκκλησία διαβεβαίωνε για το πραγματικό ενδιαφέρον της για τους ιθαγενείς πληθυσμούς, εν τοις πράγμασι απετέλεσε το όργανο καθαγιασμού των πλείστων όσων εγκλημάτων των Ευρωπαίων αποικιοκρατών στο όνομα της διάδοσης του πολιτισμού (τους…). Η αποικιακή εξάπλωση αποτέλεσε ουσιαστικά ένα μέσον ώστε τα έθνη της Ευρώπης να επιβεβαιώσουν την δύναμη τους και μέσω του ρατσισμού να ιδεολογικοποιήσουν την εκμετάλλευση των λιγότερο προηγμένων λαών.
Υπήρχε πάντως και ο αντίλογος των σοσιαλιστών, όπως του Ζαν Ζορές που αποδοκίμαζε την αποικιοκρατία ως «την απαισιότερη συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο εμποδίζει, στις χώρες που επικράτησε, την κατανάλωση με τους χαμηλούς μισθούς που προσφέρει στους εργάτες, ενώ αντίθετα αναγκάζεται να δημιουργεί σε μακρινές χώρες, με την κατάκτηση και τη βία, καινούργιες αγορές. Την αποδοκιμάζουμε τέλος γιατί σε όλες τις αποικιακές επιχειρήσεις η καπιταλιστική έννοια της δικαιοσύνης συνοδεύεται από μια πλήρη διαφθορά». Τέλος οι αποικίες εξυπηρετούσαν και ταγεωστρατηγικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Σε πολλές περιπτώσεις η κατάκτηση της ενδοχώρας ήταν αδύνατη ή ασύμφορη.
Έτσι η κατοχή μερικών σημαντικών σημείων-κλειδιών για την εξασφάλιση και τον έλεγχο των ναυτικών δρόμων ήταν στρατηγικά η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Οι στόλοι έπρεπε να διαθέτουν βάσεις για ανεφοδιασμό και επισκευές καθώς και τις κατάλληλες υποδομές για τη διακίνηση των στρατιωτικών τους μονάδων. Η Αγγλία διέθετε ένα παγκόσμιο δίκτυο βάσεων όπως το Γιβραλτάρ και η Μάλτα για τον έλεγχο της Μεσογείου ή το Χονγκ-Κονγκ και η Σιγκαπούρη στην αχανή Ασία. Η Γαλλία με τη σειρά της κατείχε την Τύνιδα στη Μεσόγειο, την Σαϊγκόν στην Ινδοκίνα και την Μαδαγασκάρη στη νότιο Αφρική.
Η εκπαίδευση υπήρξε σημαντικό εργαλείο στον εξευρωπαϊσμό της Αφρικής
Ο έλεγχος των αποικιών ουσιαστικά πήρε τρεις μορφές με την πρώτη να αφορά τηδημογραφία. Σε πολλές από τις περιοχές που επεκτάθηκαν οι Ευρωπαίοι άποικοι οι ιθαγενείς ήταν σχετικά ολιγάριθμοι και διεσπαρμένοι σε αχανείς εκτάσεις όπως οι Aborigines της Αυστραλίας ή οι Ινδιάνοι της Βορείου Αμερικής. Με το τεχνολογικό τους πλεονέκτημα οι Ευρωπαίοι κυριολεκτικά τους εξόντωσαν αλλάζοντας τον δημογραφικό χάρτη ολόκληρων ηπείρων. Υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπου οι ντόπιοι υπερείχαν αριθμητικά ή απλώς δεν συνέφερε η εξόντωση τους. Έτσι σε τέτοιες συνθήκες προτιμήθηκε η πολιτική προσάρτηση των περιοχών αυτών.
Σε αυτή την περίπτωση οι ντόπιοι αξιοποιούνταν στην διοίκηση σε χαμηλά πόστα αφού προηγουμένως είχαν αποδεχτεί την κυρίαρχη κουλτούρα του κατακτητή, ενώ για να αποδυναμωθούν τα προϋπάρχοντα τοπικά εξουσιαστικά δίκτυα ακολουθήθηκε η δοκιμασμένη συνταγή του «διαίρει και βασίλευε». Σε άλλες περιπτώσεις προωθήθηκε ένα σύστημα μισοαποικιακό σε χώρες οικονομικά και στρατιωτικά ανίσχυρες. Η Περσία, η Κίνα και η Οθωμανική αυτοκρατορία, ναι μεν ήταν ανεξάρτητες, αλλά αποδεικνύονταν ευάλωτες στη θέληση των μεγάλων δυνάμεων που τις εκμεταλλεύονταν με διάφορους άμεσους ή έμμεσους τρόπους.
Ιδιαίτερη θέση σε όλες τις μορφές αποικιακού ελέγχού κατείχαν οι παντός είδους ευρωπαϊκές εταιρείες που επένδυαν υπό την προστασία των αντίστοιχων κρατών. Διοικούσαν αχανείς εκτάσεις, επέβαλαν φόρους στους ιθαγενείς και γενικά είχαν την οικονομική και διοικητική ευθύνη της αποικίας. Αυτό το σύστημα ήταν επωφελές όχι μόνο για τις εταιρείες αλλά και για τα κράτη, αφού εκμεταλλεύονταν τα πολιτικά οφέλη της κατοχής των ξένων περιοχών χωρίς όμως να επιβαρύνονται από τα λειτουργικά κόστη των αποικιών τα οποία αναλάμβαναν οι εταιρείες. Η British East Africa Company διοικούσε την Κένυα μέχρι το 1893, ενώ η British South Africa Company υπό την καθοδήγηση του John Cecil Rhodes αποίκησε δια της βίας το Μαλάουι, την βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και την νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) τις οποίες και διοίκησε μέχρι το 1923.
Η βασιλική εξουσιοδότηση στην εν λόγω εταιρεία περιελάμβανε επίσης το δικαίωμα της εταιρείας να συναλλάσσεται με ντόπιους φυλάρχους, να ιδρύει τράπεζες, να διαμοιράζει τη γη κατά το δοκούν και να διαθέτει δική της αστυνομία, την British South Africa Police. Κατά τη διάρκεια του διαμοιρασμού της Αφρικής, αυτού που οι Άγγλοι ονόμαζαν «Scramble for Africa», οι εταιρείες απετέλεσαν την αιχμή του δόρατος των ισχυρών κρατών στην προσπάθεια τους να ελέγξουν τα τελευταία παρθένα εδάφη της μαύρης ηπείρου.
Ευρωπαίοι άποικοι στο Κονγκό
Όπως είναι φυσικό η στρατιωτική και οικονομική επέκταση των Ευρωπαίων προκάλεσε σημαντικές και εκτεταμένες αντιδράσεις από την πλευρά των ιθαγενών που έβλεπαν τη γη τους, την κουλτούρα τους και τους ομοεθνείς τους να εξαφανίζονται και να συνθλίβονται κάτω από την ευρωπαϊκή αποικιακή μπότα. Η αντίδραση σε πολλές περιπτώσεις προσέλαβε διαστάσεις ανοιχτού πολέμου όπως στην περίπτωση του Σουδάν στα 1881 όπου ο ισλαμιστής Μαχντί κατάφερε να περιορίσει τους Άγγλους στο Χαρτούμ ιδρύοντας μάλιστα μια βραχύβια ισλαμική αυτοκρατορία που άντεξε μέχρι το 1898. Σε όλες τις περιοχές της Αφρικής ξεσπούσαν αντιαποικιακές αντιδράσεις. Οι Άγγλοι στην δυτική Αφρική αντιμετώπιζαν από το 1874 συνεχείς επαναστάσεις των Ασάντι, ενώ στα 1879 στην μάχη της Ιζαντλουάνα στη Νότιο Αφρική 1700 Άγγλοι «Red Coats» υπό τον λόρδο Τσέλμσφορντ εξολοθρεύτηκαν από δύναμη 20.000 Ζουλού…
Παράλληλα από το 1899 ως το 1902 στην Νότιο Αφρική οι Άγγλοι μπλέκονται σε ένα πόλεμο με τους Ευρωπαίους αποίκους της Ολλανδίας που προϋπήρχαν εκεί, τους περιβόητους«Μπόερς», για τον έλεγχο των χρυσοφόρων εκτάσεων της περιοχής. Αντίστοιχα στον ποταμό Σενεγάλη οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν από το 1884 ως το 1898 την αντίσταση των Μάντιγκο ενώ και οι Γερμανοί στη Γερμανική νοτιοδυτική Αφρική ένιωσαν τα επαναστατικά κύματα από τον ξεσηκωμό των Χερέρο και των Κόι ενάντια στην αποικιακή τους εξουσία. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισαν και οι Ολλανδοί στις Ολλανδικές ανατολικές Ινδίες (σημερινή Σουμάτρα, Βόρνεο και Ιάβα) με τους ντόπιους να εξαπολύουν ιερό πόλεμο ενάντια τους από το 1881 ως το 1908. Στην νοτιοανατολική Κίνα η ευρωπαϊκή επέκταση και η κακομεταχείριση του ντόπιου πληθυσμού προκάλεσε γενικό ξεσηκωμό ενάντια στους ξένους. Στα 1900 οι «Μπόξερ», γνώστες πολεμικών τεχνών που πίστευαν ότι είναι αλώβητοι, επιτέθηκαν στους χριστιανούς πολιορκώντας τους στο Πεκίνο τον Αύγουστο του 1900. Διεθνής στρατιωτική δύναμη συγκροτήθηκε τότε άμεσα που κυριολεκτικά διέλυσε το κίνημα των «Μπόξερ»…
Στις μεγάλες ασιατικές αυτοκρατορίες, όπως η Οθωμανική, η ευρωπαϊκή διείσδυση προκάλεσε την εξέγερση ενάντια στους ντόπιους ηγεμόνες που θεωρήθηκαν συνεργοί ή απλώς μαριονέτες των Ευρωπαίων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κίνημα των «Νεότουρκων» του 1908. Τα περισσότερα από τα αντιαποικιακά κινήματα δεν διέθεταν σταθερούς στόχους αλλά ούτε και ενότητα. Αποτελούσαν ξεσπάσματα ενάντια στην οργανωμένη εκμετάλλευση ανθρώπων και πόρων που επέβαλαν οι ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Πολλά από τα κινήματα είχαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως των ισλαμιστών Μαχντιστών του Σουδάν.
Μετά το 1914 πάντως σε πλήθος αποικιών εμφανίζονται και τα πρώτα αντιαποικιακά εθνικιστικά κινήματα με κύριο γνώρισμα τους την σύσταση εθνικών συνδέσμων και κομμάτων που γρήγορα μαζικοποιήθηκαν. Στη Μέση Ανατολή ιδρύεται στα 1911 ο «Σύνδεσμος Νέων Αράβων», στην Ινδονησία στα 1912 η «Μουσουλμανική Εταιρεία» ενώ στο Βιετνάμ στα 1913 ο Φαν Μπόι Τσάου ιδρύει την «Επαναστατική Ένωση για την Παλινόρθωση του Βιετνάμ». Ο Ε. Γ. Μπράουνι στα 1910 στο έργο του «Περσική επανάσταση, 1905-1909» αναφέρει χαρακτηριστικά: «έχω την εντύπωση ότι στην ανατολή επέρχονται αλλαγές[...] Στην Κίνα είναι έκδηλο το κίνημα κατά των ξένων [...] Στην Αίγυπτο και τη Βόρειο Αφρική παρατηρείται όξυνση του φανατισμού, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του πανισλαμικού κινήματος [...] Ίσως η Ανατολή να ξυπνά πράγματι από τον αρχαίο ύπνο της, και να δούμε αυτά τα εκατομμύρια υπομονετικών κούληδων να εξεγείρονται κατά της Δύσης που τους εκμεταλλεύεται ανενδοίαστα».
Διάφοροι εξερευνητές, όπως ο Χ. Στ. Μόρτον άνοιξαν τους πρώτους δρόμους για τους Ευρωπαίους αποίκους
Η αποικιοκρατία ουσιαστικά, όπου και αν επιβλήθηκε, διέλυσε τις προϋπάρχουσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές δομές των ιθαγενών λειτουργώντας ως οδοστρωτήρας. Οι πληθυσμοί αλλοτριώθηκαν και συγχωνεύτηκαν με τους νεοφερμένους, πολλές φορές παρά την θέληση τους. Οι ιθαγενείς απεκδύθηκαν βίαια της κουλτούρας τους, εκχριστιανίστηκαν επίσης βίαια και εν τέλει αναμορφώθηκαν με βάση τα ευρωπαϊκά μέτρα και σταθμά όχι τόσο για να βγουν από την άγνοια και την οπισθοδρόμηση όσο για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του «ανώτερου λευκού».
Η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική στις αποικίες όλων των ευρωπαϊκών κρατών είχε βασικά δύο στόχους, πρώτον να διαρρήξει τους υφιστάμενους πολιτισμικούς δεσμούς των αποικιοκρατούμενων και δεύτερον να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη ποσότητα εξευρωπαϊσμένων ιθαγενών έμπιστων και αφοσιωμένων στα συμφέροντα των αποικιοκρατών. Παντού οι Δυτικοί αντιμετωπίζονταν ως ανώτεροι και ήταν κατ΄ ουσίαν τα αφεντικά με διαφορετικά κατά περιοχή ονόματα, όπως «εφέντι»στην Μέση Ανατολή, «μπουανά» στην Αφρική, «πατρόν» στη Λατινική Αμερική ή «σαχίμπ» στην Ινδία… Στο «διαμάντι» του στέμματος, υπήρξε τέτοιας έκτασης εκβρετανισμός από τα σχολεία που ίδρυαν οι Άγγλοι, ώστε πολλοί Ινδοί έγιναν πιο Άγγλοι από τους Άγγλους…
Γράφει ένας Ινδός εθνικιστής: «Οι πρόγονοι μας, οι πρώτοι καρποί της Αγγλικής εκπαίδευσης, ήταν φανατικοί Βρετανόφιλοι. Δεν μπορούσαν να βρουν κανένα ψεγάδι στον πολιτισμό και στην κουλτούρα της Δύσης. Ήταν γοητευμένοι από τον νεωτερισμό της κι από την παραξενιά της…Ο,τιδήποτε Αγγλικό ήταν και καλό, ακόμα και το να πίνεις κονιάκ ήταν αρετή. Ο,τιδήποτε μη Αγγλικό το έβλεπαν με καχυποψία» eranistis
logioshermes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καταγγελία αναγνώστη "Μας εξαπάτησε η Cosmote"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ