2013-11-04 07:00:10
Μετά τη σπουδή της γλώσσας, των μαθηματικών, των φυσικών επιστημών, της μουσικής και των βασικών αρχών της φιλοσοφίας, οι γίγαντες της σκέψης, οι σοφιστές της αρχαίας Αθήνας, θεωρούσαν κορωνίδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την επιστήμη της Λογικής και κυρίως τη μέθοδο των “δισσών λόγων”.
Τι σημαίνει “δισσοί λόγοι”; Του Μαζεστίξ στο toixo-toixo
Σημαίνει πως για κάθε θέμα υπάρχουν τουλάχιστον δύο απόψεις, αντίθετες, που αναμετρώνται μεταξύ τους και από την αναμέτρηση αυτή μπορεί να βγει νικήτρια η μία ή η άλλη, με βάση όχι απαραίτητα την αλήθεια αλλά την ωφελιμότητά της, ή μπορεί να προκριθεί η σύνθεση των δύο αντίθετων απόψεων.
Αυτό που δίδασκαν λοιπόν οι σοφιστές, και κυρίως οι ρητοροδιδάσκαλοι σοφιστές, στους μαθητές τους ήταν η ικανότητα να επιχειρηματολογούν για το ίδιο θέμα και υπέρ και κατά.
Να επιχειρηματολογούν και για τις δύο αντίθετες απόψεις εξίσου πειστικά και με πάθος να πείσουν για την καθεμία.
Διότι μόνο έτσι θα ήταν ικανοί να αξιολογήσουν σε βάθος κάθε άποψη και να την υποστηρίξουν τελικά ή να την αντικρούσουν.
Νομίζω πως αυτή η μέθοδος εκπαίδευσης είναι μία από τις βασικές κολώνες που λείπουν από το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα και επομένως από τον ευρύτερο δημόσιο λόγο.
Ο καθείς μας καταλαμβάνει θέση σε ένα στρατόπεδο και αντλεί την επιχειρηματολογία του, ως επί το πλείστον, από τη δική του πλευρά.
Ακόμη κι όταν καμιά φορά η άποψή του ξεφεύγει από τα στενά όρια του δικού του στρατοπέδου, πάλι αυτό γίνεται με όρους, φρασεολογία και λογική του στρατοπέδου του.
Προσπαθήστε σε κάποιο θέμα να επιχειρηματολογήσετε με το ίδιο πάθος και υπέρ και κατά!
Όποιος το προσπαθήσει, θα βρει ένα θησαυρό σκέψης που ενδεχομένως να αγνοούσε.
Γιατί κάθε άποψη κρύβει ένα θησαυρό.
Κι αυτός ο θησαυρός βρίσκεται μέσα στο σεντούκι στην άλλη όχθη του ποταμού, το οποίο αν δεν ανοίξει, δε θα το βρει ποτέ.
Θα πρέπει όμως νοητά, έστω και για λίγο, να περάσει στην άλλη όχθη του ποταμού πρώτα για να κατφέρει να το ανοίξει.
Δεν εξασκούμαστε στην πεμπτουσία της Δημοκρατίας, τον διάλογο, αλλά στην έκφραση παράλληλων μονολόγων, απευθυνόμενων σε κοινό που έχει προαπαφασίσει τη θέση του, πριν καν συγκρουστούν μεταξύ τους τα επιχειρήματα.
Μόλις ειπωθεί από κάποιον μια κουβέντα που ξεφεύγει από τα όρια του στρατοπέδου του, τότε συνήθως ακούγεται το “ώστε έτσι, ε; είσαι με τους άλλους! ξεπουλήθηκες κι εσύ!”
Αν σταθεί και αναλύσει απενοχοποιημένα και με ελεύθερη συνείδηση τα πράγματα, τότε ίσως να ξεμπλοκάρει τα τρωτά σημεία της σκέψης του.
Αυτή η στρατοπεδοποίηση είναι και το βασικό τρωτό του αμιγώς ιδεολογικού λόγου.
Δηλαδή, αν συζητείται κάπου π.χ. το θέμα της θανατικής ποινής, σήμερα που ο λόγος είναι στρατευμένος, θα αναγκαστεί ο ομιλητής να διαχωρίσει τη θέση του από την αντίθετη πλευρά.
Αν όμως προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει και υπέρ και κατά της θανατικής ποινής, θα δει πως η κάθε πλευρά έχει μια αποσπασματικότητα στην ανάλυσή της, όταν εξεταστεί μόνη της, χωρίς την παράλληλη απενοχοποιημένη εξέταση της άλλης πλευράς.
Και, το κυριότερο, που αφορά στην ικανότητά του να πείσει τους ακροατές, με το να μην επιχειρηματολογεί υπέρ της άλλης άποψης και αγνοώντας έτσι τη λογική της άλλης πλευράς σε βάθος, αδυνατεί να μιλήσει στη γλώσσα τους, να απαντήσει στους προβληματισμούς τους.
Και επομένως αδυνατεί να πείσει.
(Αυτή είναι, θεωρώ και μεγάλη αδυναμία ή και αρρώστια του πολιτικού λόγου και δη της αριστεράς, που μας ενδιαφέρει και περισσότερο.)
Αν συζητείται κάπου το πολιτειακό θέμα, λαϊκιστί το ”ε ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται”, αντί να καταφεύγει κανείς σε συναισθηματικές κορώνες απέναντι στους θιασώτες της άλλης άποψης, καλό είναι πρώτα να μάθει να επιχειρηματολογεί υπέρ της άλλης άποψης.
Δηλαδή να επιχειρηματολογήσει κάποιος σε τί βοηθά ένα απολυταρχικό καθεστώς και ποια είναι τα θετικά του.
Μόνο τότε, αναλύοντας με σύνεση τα θετικά και τα αρνητικά του, θα μπορέσει με αποτελεσματικότητα να αναδείξει τις ολέθριες συνέπειες ενός απολυταρχικού καθεστώτος.
Και μόνο τότε ενδεχομένως να μπορέσει να πείσει ή και να προβληματίσει τους εκφραστές της άλλης άποψης.
Γιατί ακολουθώντας τη δική τους συλλογιστική πορεία, μπορεί να τους οδηγήσει εύκολα στα αδιέξοδα της ίδιας της σκέψης τους.
Να οδηγήσει δηλαδή τον αντιδιαλεγόμενο στην “ακραία συνέπεια των θέσεών του”με σκοπό την αποδόμηση ολόκληρης της συλλογιστικής αυτής (διαλεκτική) και την γέννηση εξαρχής μιας άλλης συλλογιστικής πορείας (μαιευτική), στηριγμένης στις λύσεις των αδιεξόδων της προηγούμενης.
Αυτά έκανε ο σοφός Σωκράτης, ο μέγας αντίπαλος των σοφιστών, που όμως είχε τόσα κοινά με αυτούς…
Κάποτε, που λέτε, συζήτησα σε μια παρέα με αρκετές γυναίκες το ζήτημα της εργασίας της γυναίκας.
Εξέφρασα κάποιους προβληματισμούς περί συμβατότητας του μητρικού ρόλου και της εργασίας.
Όλες οι γυναίκες (πλην μιας) ξεσηκώθηκαν εναντίον μου, κατηγορώντας με για μεσαιωνικές αντιλήψεις για ρατσισμό και για… μισογυνισμό, μόνο και μόνο επειδή ανέφερα εύλογους προβληματισμούς και επιχειρήματα, τα οποία όμως έχουν ιστορικά συνδεθεί με το αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο.
Τους μίλησα τότε για τους “δισσούς λόγους” και για την απενοχοποίηση της πολύπλευρης έρευνας στη σκέψη. Μάταια όμως.
Μιλούσα εις ώτα μη ακουόντων.
Φαντάζομαι πώς θα ήταν η συζήτησή μας αν είχαμε εκπαιδευτεί όλοι απ’ το σχολείο στην ανάπτυξη αντίθετης επιχειρηματολογίας πάνω σ’ ένα θέμα, ώστε να εξετάζουμε κάθε θέμα διεξοδικά.
Θα μπορούσαμε να συζητάμε ήρεμα, ώριμα και πολιτισμένα επί οποιουδήποτε θέματος.
Είναι ένα απ’ τα κλειδιά της πολιτισμικής προόδου.
Κι εμείς εχουμε κλειστεί απ’ έξω.
Δεν κατηγορώ τους υπολοίπους.
Ούτε εγώ είμαι πάντα πιστός στην τακτική των ”δισσών λόγων”.
Δεν είναι εύκολο να ξερριζώσει κανείς αιώνες φανατισμού από μέσα του.
Αξίζει όμως να προσπαθήσει.
Στο μάθημα της Έκθεσης στο σχολείο μας μάθαινε το Σύστημα να επιχειρηματολογούμε επί μιας άποψης.
Μια άποψη ήταν (και είναι ακόμη) η δεδομένη αλήθεια κι εμείς πρέπει απλώς να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ αυτής.
Τυπικώς επιτρεπόταν να υποστηρίξουμε οποιαδήποτε άποψη, αλλά στην πράξη ουδέποτε επιτρεπόταν.
Ο ρόλος μας και η σκέψη μας περιοριζόταν στο καθήκον μας να βρούμε επιχειρήματα να στηρίξουμε μια (συνήθως γλυκανάλατη και ανώδυνη) σκέψη και μόνον αυτήν.
Σα να υπάρχει για κάθε θέμα μια πλευρά.
Ας αναρωτηθούμε τί πολίτες θα προέκυπταν αν μαθαίναμε να επιχειρηματολογούμε πολύπλευρα για κάθε άποψη!
Δεν ξέρω ακριβώς, όμως θα προέκυπταν τουλάχιστον πολίτες με αυτόνομη σκέψη και όχι υπήκοοι δεδομένων σκεπτικών.
Όπως, εξάλλου, έγραψε κι ο Καστοριάδης: «Η δημοκρατία είναι το καθεστώς που βασίζεται στην πολλαπλότητα των απόψεων (δόξαι) και λειτουργεί μέσω αυτής».
Και -προσθέτω εγώ- αν αυτό ισχύει για τη συλλογική ψυχή (δηλ. κοινωνία), τότε πρέπει να ισχύει και για την ατομική ψυχή (πολίτης).
Χρειάζεται δημοκρατία και πολλαπλότητα σκέψης και άποψης στο ίδιο το εσωτερικό του ατόμου-πολίτη.
paganeli
logioshermes
Τι σημαίνει “δισσοί λόγοι”; Του Μαζεστίξ στο toixo-toixo
Σημαίνει πως για κάθε θέμα υπάρχουν τουλάχιστον δύο απόψεις, αντίθετες, που αναμετρώνται μεταξύ τους και από την αναμέτρηση αυτή μπορεί να βγει νικήτρια η μία ή η άλλη, με βάση όχι απαραίτητα την αλήθεια αλλά την ωφελιμότητά της, ή μπορεί να προκριθεί η σύνθεση των δύο αντίθετων απόψεων.
Αυτό που δίδασκαν λοιπόν οι σοφιστές, και κυρίως οι ρητοροδιδάσκαλοι σοφιστές, στους μαθητές τους ήταν η ικανότητα να επιχειρηματολογούν για το ίδιο θέμα και υπέρ και κατά.
Να επιχειρηματολογούν και για τις δύο αντίθετες απόψεις εξίσου πειστικά και με πάθος να πείσουν για την καθεμία.
Διότι μόνο έτσι θα ήταν ικανοί να αξιολογήσουν σε βάθος κάθε άποψη και να την υποστηρίξουν τελικά ή να την αντικρούσουν.
Νομίζω πως αυτή η μέθοδος εκπαίδευσης είναι μία από τις βασικές κολώνες που λείπουν από το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα και επομένως από τον ευρύτερο δημόσιο λόγο.
Ο καθείς μας καταλαμβάνει θέση σε ένα στρατόπεδο και αντλεί την επιχειρηματολογία του, ως επί το πλείστον, από τη δική του πλευρά.
Ακόμη κι όταν καμιά φορά η άποψή του ξεφεύγει από τα στενά όρια του δικού του στρατοπέδου, πάλι αυτό γίνεται με όρους, φρασεολογία και λογική του στρατοπέδου του.
Προσπαθήστε σε κάποιο θέμα να επιχειρηματολογήσετε με το ίδιο πάθος και υπέρ και κατά!
Όποιος το προσπαθήσει, θα βρει ένα θησαυρό σκέψης που ενδεχομένως να αγνοούσε.
Γιατί κάθε άποψη κρύβει ένα θησαυρό.
Κι αυτός ο θησαυρός βρίσκεται μέσα στο σεντούκι στην άλλη όχθη του ποταμού, το οποίο αν δεν ανοίξει, δε θα το βρει ποτέ.
Θα πρέπει όμως νοητά, έστω και για λίγο, να περάσει στην άλλη όχθη του ποταμού πρώτα για να κατφέρει να το ανοίξει.
Δεν εξασκούμαστε στην πεμπτουσία της Δημοκρατίας, τον διάλογο, αλλά στην έκφραση παράλληλων μονολόγων, απευθυνόμενων σε κοινό που έχει προαπαφασίσει τη θέση του, πριν καν συγκρουστούν μεταξύ τους τα επιχειρήματα.
Μόλις ειπωθεί από κάποιον μια κουβέντα που ξεφεύγει από τα όρια του στρατοπέδου του, τότε συνήθως ακούγεται το “ώστε έτσι, ε; είσαι με τους άλλους! ξεπουλήθηκες κι εσύ!”
Αν σταθεί και αναλύσει απενοχοποιημένα και με ελεύθερη συνείδηση τα πράγματα, τότε ίσως να ξεμπλοκάρει τα τρωτά σημεία της σκέψης του.
Αυτή η στρατοπεδοποίηση είναι και το βασικό τρωτό του αμιγώς ιδεολογικού λόγου.
Δηλαδή, αν συζητείται κάπου π.χ. το θέμα της θανατικής ποινής, σήμερα που ο λόγος είναι στρατευμένος, θα αναγκαστεί ο ομιλητής να διαχωρίσει τη θέση του από την αντίθετη πλευρά.
Αν όμως προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει και υπέρ και κατά της θανατικής ποινής, θα δει πως η κάθε πλευρά έχει μια αποσπασματικότητα στην ανάλυσή της, όταν εξεταστεί μόνη της, χωρίς την παράλληλη απενοχοποιημένη εξέταση της άλλης πλευράς.
Και, το κυριότερο, που αφορά στην ικανότητά του να πείσει τους ακροατές, με το να μην επιχειρηματολογεί υπέρ της άλλης άποψης και αγνοώντας έτσι τη λογική της άλλης πλευράς σε βάθος, αδυνατεί να μιλήσει στη γλώσσα τους, να απαντήσει στους προβληματισμούς τους.
Και επομένως αδυνατεί να πείσει.
(Αυτή είναι, θεωρώ και μεγάλη αδυναμία ή και αρρώστια του πολιτικού λόγου και δη της αριστεράς, που μας ενδιαφέρει και περισσότερο.)
Αν συζητείται κάπου το πολιτειακό θέμα, λαϊκιστί το ”ε ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται”, αντί να καταφεύγει κανείς σε συναισθηματικές κορώνες απέναντι στους θιασώτες της άλλης άποψης, καλό είναι πρώτα να μάθει να επιχειρηματολογεί υπέρ της άλλης άποψης.
Δηλαδή να επιχειρηματολογήσει κάποιος σε τί βοηθά ένα απολυταρχικό καθεστώς και ποια είναι τα θετικά του.
Μόνο τότε, αναλύοντας με σύνεση τα θετικά και τα αρνητικά του, θα μπορέσει με αποτελεσματικότητα να αναδείξει τις ολέθριες συνέπειες ενός απολυταρχικού καθεστώτος.
Και μόνο τότε ενδεχομένως να μπορέσει να πείσει ή και να προβληματίσει τους εκφραστές της άλλης άποψης.
Γιατί ακολουθώντας τη δική τους συλλογιστική πορεία, μπορεί να τους οδηγήσει εύκολα στα αδιέξοδα της ίδιας της σκέψης τους.
Να οδηγήσει δηλαδή τον αντιδιαλεγόμενο στην “ακραία συνέπεια των θέσεών του”με σκοπό την αποδόμηση ολόκληρης της συλλογιστικής αυτής (διαλεκτική) και την γέννηση εξαρχής μιας άλλης συλλογιστικής πορείας (μαιευτική), στηριγμένης στις λύσεις των αδιεξόδων της προηγούμενης.
Αυτά έκανε ο σοφός Σωκράτης, ο μέγας αντίπαλος των σοφιστών, που όμως είχε τόσα κοινά με αυτούς…
Κάποτε, που λέτε, συζήτησα σε μια παρέα με αρκετές γυναίκες το ζήτημα της εργασίας της γυναίκας.
Εξέφρασα κάποιους προβληματισμούς περί συμβατότητας του μητρικού ρόλου και της εργασίας.
Όλες οι γυναίκες (πλην μιας) ξεσηκώθηκαν εναντίον μου, κατηγορώντας με για μεσαιωνικές αντιλήψεις για ρατσισμό και για… μισογυνισμό, μόνο και μόνο επειδή ανέφερα εύλογους προβληματισμούς και επιχειρήματα, τα οποία όμως έχουν ιστορικά συνδεθεί με το αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο.
Τους μίλησα τότε για τους “δισσούς λόγους” και για την απενοχοποίηση της πολύπλευρης έρευνας στη σκέψη. Μάταια όμως.
Μιλούσα εις ώτα μη ακουόντων.
Φαντάζομαι πώς θα ήταν η συζήτησή μας αν είχαμε εκπαιδευτεί όλοι απ’ το σχολείο στην ανάπτυξη αντίθετης επιχειρηματολογίας πάνω σ’ ένα θέμα, ώστε να εξετάζουμε κάθε θέμα διεξοδικά.
Θα μπορούσαμε να συζητάμε ήρεμα, ώριμα και πολιτισμένα επί οποιουδήποτε θέματος.
Είναι ένα απ’ τα κλειδιά της πολιτισμικής προόδου.
Κι εμείς εχουμε κλειστεί απ’ έξω.
Δεν κατηγορώ τους υπολοίπους.
Ούτε εγώ είμαι πάντα πιστός στην τακτική των ”δισσών λόγων”.
Δεν είναι εύκολο να ξερριζώσει κανείς αιώνες φανατισμού από μέσα του.
Αξίζει όμως να προσπαθήσει.
Στο μάθημα της Έκθεσης στο σχολείο μας μάθαινε το Σύστημα να επιχειρηματολογούμε επί μιας άποψης.
Μια άποψη ήταν (και είναι ακόμη) η δεδομένη αλήθεια κι εμείς πρέπει απλώς να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ αυτής.
Τυπικώς επιτρεπόταν να υποστηρίξουμε οποιαδήποτε άποψη, αλλά στην πράξη ουδέποτε επιτρεπόταν.
Ο ρόλος μας και η σκέψη μας περιοριζόταν στο καθήκον μας να βρούμε επιχειρήματα να στηρίξουμε μια (συνήθως γλυκανάλατη και ανώδυνη) σκέψη και μόνον αυτήν.
Σα να υπάρχει για κάθε θέμα μια πλευρά.
Ας αναρωτηθούμε τί πολίτες θα προέκυπταν αν μαθαίναμε να επιχειρηματολογούμε πολύπλευρα για κάθε άποψη!
Δεν ξέρω ακριβώς, όμως θα προέκυπταν τουλάχιστον πολίτες με αυτόνομη σκέψη και όχι υπήκοοι δεδομένων σκεπτικών.
Όπως, εξάλλου, έγραψε κι ο Καστοριάδης: «Η δημοκρατία είναι το καθεστώς που βασίζεται στην πολλαπλότητα των απόψεων (δόξαι) και λειτουργεί μέσω αυτής».
Και -προσθέτω εγώ- αν αυτό ισχύει για τη συλλογική ψυχή (δηλ. κοινωνία), τότε πρέπει να ισχύει και για την ατομική ψυχή (πολίτης).
Χρειάζεται δημοκρατία και πολλαπλότητα σκέψης και άποψης στο ίδιο το εσωτερικό του ατόμου-πολίτη.
paganeli
logioshermes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ