2013-11-05 12:03:49
Στο άρθρο αυτό καταγράφονται κάποιοι προβληματισμοί σχετικά με το διάλογο περί του «είδους της λύσης του κυπριακού» και την παραδοσιακή συλλογιστική περί τη «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» ως την «μόνη εφικτή λύση». Υποστηρίζεται ότι παραδοσιακά (και όπως είθισται στις διεθνείς σχέσεις γενικότερα) η κατανομή ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών στο κυπριακό καθορίζεται κυρίως από τις κατά καιρούς ροπές των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων. Επιπλέον, οι όροι επίλυσης του κυπριακού προσαρμόζονται αργά η γρήγορα στην κατά καιρούς επικρατούσα κατανομή ισχύος, εάν και εφ’ όσον η πλευρά που ευνοείται από την κατανομή επιδιώξει αυτή την προσαρμογή.
Στην Κύπρο επικρατεί άγνοια (ή υποβάθμιση) αυτού του κεφαλαιώδους σημασίας παράγοντα. Τόσο η κυρίαρχη φιλο-διζωνική όσο και η εναλλακτική αντι-διζωνική[1] (τουλάχιστον ένα μέρος αυτής) σχολή σκέψης ερίζουν εβρισκόμενες σε ένα παλιό, σκονισμένο, κλειστό κουτί, αδυνατώντας να αντιληφθούν τα τεκταινόμενα εκτός αυτού και, κατά συνέπεια, αδυνατώντας να προσεγγίσουν το κυπριακό ζήτημα στις νέες του διαστάσεις. Κυρίως όμως, αδυνατώντας να αντιληφούν ποιες είναι οι μεταβλητές εκείνες που καθορίζουν τις εκάστοτε ισορροπίες στο κυπριακό.
1. Η φρούδα ελπίδα για μια «απο-ανανοποιημένη» διζωνική
Τα τελευταία χρόνια –και με αφορμή την συστηματική προσπάθεια της προηγούμενης διακυβέρνησης να εγκαταστήσει την «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» στο υποσυνείδητο των πολιτών ως τη «μόνη λύση» και «εναλλακτική της διχοτόμησης»- έχει φουντώσει ένας δημόσιος διάλογος για το κατά πόσον η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία μπορεί να λειτουργήσει στην Κύπρο, σεβόμενη τις βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κοινοτικού κεκτημένου. Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στο κυπριακό προάγει την εν λόγω κρατική διαμόρφωση ως την επιθυμητή φόρμουλα επίλυσης του κυπριακού, εκλογικεύοντάς την μέσω της αιτιολόγησης του αναγκαίου «οδυνηρού συμβιβασμού». Ως κυρίαρχη σχολή σκέψης δεν εννοώ μόνο την προηγούμενη κυβέρνηση ή την τωρινή. Πρόκειται για μια συλλογιστική, πολιτική ναυαρχίδα της οποίας συναποτελούν ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ και η οποία (με διαφορές στην έντασή της) διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα της Κύπρο (με εξαίρεση ένα ή δύο πολιτικά κόμματα και ορισμένες μονάδες εντός των υπολοίπων). Είναι δε γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας πραγματιποίησε μια ειλικρινή (αλλά εκ των πραγμάτων μάταιη) προσπάθεια να επιτύχει το πάντρεμα της διζωνικότητας με τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσπαθώντας παράλληλα να παραμείνει εντός των φοβαρά στενών διαπραγματευτικών πλαισίων στα οποία είχε αυτοεγκλωβιστεί με τη συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ της 23ης Μαΐου 2008.[2] Εξ’ ου και η απογοήτευσή του όταν –εν τω μέσω των συνομιλιών- συνειδητοποίησε ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (παλιός φίλος και «σύντροφος» του κ. Χριστόφια) δεν μοιραζόταν το ίδιο όραμα μαζί του, ούτε και απηχούσε τις απόψεις εκείνες τις οποίες εξέφραζε πριν καταστεί ηγέτης των Τουρκοκυπρίων.[3]
Σημείο αναφοράς για το βαθμό στον οποίο μπορεί μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας να καταστεί βιώσιμη και λειτουργική είναι, από το 2004 και εντεύθεν, το Σχέδιο Ανάν. Από τη μια η κυρίαρχη σχολή σκέψης (και οι διάφορες αποχρώσεις της, αναλόγως του πόσο «οδυνηρός» μπορεί να είναι ο συμβιβασμός που θα αποδεχτούμε), είτε αναφερόμαστε σε άτομα που είχαν υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν είτε σε άτομα που το είχαν απορρίψει, θεωρεί ότι η ετυμηγορία του λαού πρέπει να γίνει σεβαστή και ότι το σχέδιο Ανάν είναι «νεκρό». Εν τούτοις αποδέχεται και υιοθετεί την ίδια συνταγή η οποία είχε οδηγήσει τότε στο σχέδιο Ανάν (άραγε μπορεί το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό;): Συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, καθοδηγούμενες από άτομα τα οποία αποδεδειγμένα επιχειρούν την επαναφορά του σχεδίου Ανάν με διακοσμητικές αλλαγές (λέγε με Αλ. Ντάουνερ), στη λογική του πάρε-δώσε και στη βάση του συνόλου των υποχωρήσεων της πλευράς μας από το 1974 και εντεύθεν. Από την άλλη, η αντι-διζωνική σχολή απορρίπτει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία καθ’ ότι θεωρεί ότι παγιώνει τα τετελεσμένα της εισβολής, συνιστά μια νομιμοποιημένη μορφή διχοτόμησης και περιέχει το σπέρμα της αναζοπύρωσης του κυπριακού σε μελλοντική βάση και υπό δυσμενέστερα δεδομένα για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Εν τούτοις, τελεί εν μέσω κατηγοριών ότι δεν προτείνει κάποια εφικτή εναλλακτική.
2. Ο εσωτερικός διάλογος και οι κατά καιρούς επικρατούσες ισορροπίες στο κυπριακό
Πολλοί από τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης οι οποίοι εκφράζουν δημόσια τις θέσεις τους για την επιθυμητή λύση του κυπριακού έχουν διαγράψει πολλά χρόνια (ή και δεκαετίες) παρουσίας στα καθημερινά φύλλα, στα μικρόφωνα των ραδιοφώνων και τα τηλεοπτικά παράθυρα. Εν τούτοις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι απόψεις τους παραμένουν διαχρονικά οι ίδιες. Ακόμη και αν σε ορισμένα επί μέρους ζητήματα αλλάζουν κατά καιρούς απόψεις, ο βασικός κορμός των αντιλήψεών τους παραμένει αμετάβλητος. Ακόμη όμως και οι όποιες ριζικές αλλαγές αντιλήψεων παρατηρούνται, συντελούνται μέσα στο στενό πλαίσιο του ελληνοκυπριακού δημόσιου διαλόγου με τους όρους υπό τους οποίους αυτός διαχρονικά διεξάγεται και τις σκοπιμότητες που η διεξαγωγή του εξυπηρετεί: Ένας πρώην ανανιστής θα καταστεί αντι-ανανιστής ή το αντίστροφο, ένας πρώην αντι-ομοσπονδιακός θα καταστεί φιλο-ομοσπονδιακός ή το αντίστροφο και πάει λέγοντας. Σε ό,τι αφορά δε το παιχνίδι εξουσίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, το κυπριακό ήταν μέχρι πρόσφατα το βασικό πολιτικό και προεκλογικό διακύβευμα, μόνο όμως στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής και της δημόσιας εικόνας. Άλλωστε τα κατά καιρούς εκλογικά αποτελέσματα των κομμάτων –αν και οι προεκλογικές εκστρατείες ήταν «γεμάτες» από κυπριακό- καθορίζονταν από άλλους, σταθερούς παράγοντες, όπως η πειθαρχεία στις παγιωμένες κομματικές διαχωριστικές γραμμές και η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών συσπείρωσης κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων, ανεξαρτήτως της επικαιρότητας των θέσεών τους στο κυπριακό.[4] Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες προεδρικές εκλογικές αναμετρήσεις, των οποίων το αποτέλεσμα καθορίστηκε από κομματικούς συνασπισμούς για τη συγκρότηση των οποίων έπαιξαν σημαντικό ρόλο θέσεις και αντιλήψεις επί του κυπριακού, συνήθως όμως αυτοί αποδεικνύονταν βραχύβιοι ή ανακόλουθοι με τις προεκλογικές δεσμεύσεις.[5]
Εν τω μεταξύ –και εν’ όσο εμείς επιδιδόμασταν για δεκαετίες στον αεροστεγή διάλογό μας για το κυπριακό- γύρω μας τα πάντα μεταβάλλονταν, σε ένα διεθνές σύστημα όπου η αλλαγή αποτελεί μια ατέρμονη διαδικασία της οποίας βασική κινητήριος δύναμη είναι η άνιση ανάπτυξη των βασικών δρώντων και οι συνεπαγόμενες μεταβολές στο γόητρό τους, στις αντιλήψεις και στις μεταξύ τους συγκλίσεις συμφερόντων.[6] Η φράση «ολα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» δεν θα μπορούσε να βρει ακριβέστερη εφαρμογή από τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές ελίτ, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη στην ελεύθερη Κύπρο αλληλεπιδρούν σε σχέση με την επιθυμητή λύση του κυπριακού, την ώρα στο διεθνές επίπεδο οι όροι εξελίσσονταν και μεταβάλλονταν. Οι δημόσιος διάλογος διεξαγόταν πάντα με αποκλειστικά και μόνο τοπικούς όρους. Η δε πλέον πεπλανημένη θεώρηση των πραγμάτων προέτασσε την ανάγκη επίτευξης ενός καλού κλίματος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ως το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος. Αυτός ο ιδεολογικά καθορισμένος ευσεβοποθησμός βρήκε τον ιδανικό εκφραστή του στο πρόσωπο του τέως Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια, το δόγμα του οποίου βασιζόταν σε δύο αρχές: στη διεξαγωγή συνομιλιών σε «καλό κλίμα», το οποίο θα ήταν αποτέλεσμα της φιλικής σχέσης του με τον Ταλάτ.[7]
Πέραν του κυπροκεντρικού ιδεολογήματος περί «καλού κλίματος» (το οποίο υποστήριζαν και όσα εξωκυπριακά συμφέροντα επεδίωκαν ένα σύντομο κλείσιμο του κυπριακού προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων) οι ξένοι εμπλεκόμενοι στο κυπριακό, ο «διεθνής παράγοντας» όπως επικράτησε να χαρακτηρίζονται, γίνονταν αντιληπτοί από το κυπριακό πολιτικό σύστημα σωρευτικά, χωρίς να εξετάζονται οι όποιες διαφοροποιήσεις στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα μεταξύ τους. Ούτε φυσικά λαμβάνονταν υπόψη οι όποιες διεθνείς και περιφερειακές δυναμικές αναπτύσσονταν γύρω μας. Αγνοόντας τις βασικές αρχές λειτουργίας του διεθνούς συστήματος, αλλά και την ίδια την ιστορία μας, ουδέποτε λαμβάναμε υπόψη τον εξής βασικό κανόνα: Ήδη από τη δεκαετία του ’50, οπότε και άρχισε να διαμορφώνεται το κυπριακό πρόβλημα, οι ισορροπίες στις διαδικασίες επίλυσής του αποτελούσαν αντανάκλαση μιας διεθνούς κατανομής ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (κυρίως Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο και Σοβιετική Ένωση/Ρωσία), της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η κατανομή ισχύος καθοριζόταν κυρίως από τις κατά καιρούς επικρατούσες συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των εμπλεκόμενων δρώντων. Ορισμένα ιστορικά παραδείγματα μπορούν να μας διαφωτίσουν:
1) Το 1958 οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τη μεγάλη στροφή, αποδεχόμενες το σχέδιο Μακμίλλαν για την επίλυση του κυπριακού. Προηγουμένως –και παρά την «ειδική σχέση» τους με το Ηνωμένο Βασίλειο- τηρούσαν μια ισορροπημένη στάση επιδιώκοντας τον περιορισμό της σύγκρουσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, λάμβαναν θέσεις οι οποίες έρχονταν σε ρήξη με αντίστοιχες βρετανικές θέσεις ή ενέργειες, όπως για παράδειγμα η ουδέτερη στάση τους έναντι των ελληνικών προσφυγών στον ΟΗΕ από το 1954 έως το 1956, ο καταλογισμός της ευθύνης για το αδιέξοδο στο κυπριακό στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Αμερικανό διαμεσολαβητή Τζιούλιους Χόλμς το 1956 και η σφοδρή αντίδρασή τους στην εξορία του Μακαρίου το ίδιο έτος.[8] Εν τούτοις, διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν, όπως η αλλαγή της βρετανικής περιφερειακής στρατηγικής μετά την κρίση του Σουέζ και η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας μέσω της ανάδειξής της σε πρωταρχικό πυλώνα της αμερικανικής στρατηγικής για τη διαχείριση της πυρηνικής ισορροπίας με τη Σοβιετική Ένωση, μετέβαλαν άρδην τα δεδομένα.[9] Ξεκίνησε έτσι μια πορεία σύγκλισης συμφερόντων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου στο κυπριακό, η οποία ενίοτε οδηγούσε σε ταύτιση απόψεων. Η σύγκλιση αυτή καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις στο κυπριακό προς όφελος πρωτίστως των τουρκικών επιδιώξεων.
2) Το 1964 οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστατούν στην υποβολή των σχεδίων Άτσεσον για την επίλυση του κυπριακού, τα οποία επιχειρούν να ισορροπήσουν μεταξύ του ελληνικού αιτήματος για ένωση και της τουρκικής αξίωσης για μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο νησί. Την ίδια περίοδο, εν μέσω διακοινοτικών ταραχών, οι αμερικανοί στέκονται ανάχωμα στα τουρκικά σχέδια εισβολής στην Κύπρο μέσω της αποτρεπτικής επιστολής του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον προς τον Τουρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού.[10] Δέκα χρόνια αργότερα, οι ενέργειες του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσσινγερ επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει ανενόχλητη στην Κύπρο και να καταλάβει το 37% του κυπριακού εδάφους.[11] Σε αντίθεση με τι συνέβαινε δέκα χρόνια προηγουμένως, το 1974 τα αμερικανικά συμφέροντα επέτρεψαν την υλοποίηση των τουρκικών αξιώσεων, μεταβάλλοντας δραματικά την κατανομή ισχύος στο κυπριακό προς όφελος της Τουρκίας. Για μια ακόμα φορά η κατανομή ισχύος στο κυπριακό θα καθοριζόταν από διεθνείς παράγοντες.
3) Πιο κοντά στις μέρες μας, συγκεκριμένα την περίοδο 2002-2004, οι ισορροπίες στο κυπριακό καθορίστηκαν και πάλιν από μια διεθνή κατανομή ισχύος. Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν αφόρητες πιέσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Επρόκειτο για άλλη μια περίοδο κατά την οποία ο τουρκικός ρόλος ήταν διεθνώς αναβαθμισμένως λόγω των εξελίξεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε με ενθουσιασμό την ανάδειξη στη διακυβέρνηση της Τουρκίας ενός μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα απο-ριζοσπαστικοποίησης για την ευρύτερη περιοχή. Ενώ εμείς ερίζαμε για το κατά πόσον το σχέδιο ήταν (ή θα μπορούσε να αποβεί) λειτουργικό ή για το κατά πόσο θα ήταν η τελευταία ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού, το παιχνίδι και πάλι στηνόταν εκτός Κύπρου. Διαμορφωνόταν ένα σχέδιο το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό από τους Ελληνοκύπριους για χίλιους δυο λόγους, ενώ την ίδια στιγμή ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Κόλιν Πάουελ τηλεφωνούσε σε Κύπριους πολιτικούς ηγέτες για να τους ζητήσει να το αποδεχτούν, παρακάμπτοντας τον τότε Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Μετά δε την απόρριψη του σχεδίου, αρκετοί εκ των ξένων εμπλεκομένων στο κυπριακό επιχείρησαν την επαναφορά του και την απονομιμοποίηση του Προέδρου Παπαδόπουλου.[12]
3. Μια νέα κατανομή ισχύος και οι υπό διαμόρφωση νέες ισορροπίες στο κυπριακό
Επανερχόμενοι στο παρόν, επίκειται η έναρξη ενός νέου γύρου συνομιλιών για την επίλυση του κυπριακού. Αν και οι συνομιλούντες θα είναι διαφορετικοί, εν τούτοις το πλαίσιο της διαδικασίας αναμένεται να παρεμείνει το ίδιο: Πρόκειται για συνέχιση της διαδικασίας Ντάουνερ, η οποία θα στηριχθεί στην «πρόοδο» που είχαν επιτύχει οι Χριστόφιας και Ταλάτ κατά την περίοδο 2008-2010. Αν θεωρήσουμε ότι η εν λόγω διαδικασία υπήρξε το εξελικτικό αποτέλεσμα μιας σειράς προγενέστερων διαδικασιών, αλλά και της σταδιακής επιβολής των τουρκικών όρων επίλυσης του κυπριακού δεδομένης τους ελληνοκυπριακής αδυναμίας να αναθεωρήσει αυτούς τους όρους λόγω της επικρατούσας κατανομής ισχύος, τότε εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι το τελικό παράγωγο –εάν υπάρξει τέτοιο- της διαδικασίας θα υπακούει στα δεδομένα των προηγούμενων ετών και δεκαετιών: Θα πρόκειται για ένα μόρφωμα ομοσπονδιακής φύσεως με έντονα συνομοσπονδιακά στοιχεία, χωρίς τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι πάγιες τουρκικές αξιώσεις για συγκυριαρχία και πολιτική ισότητα των δύο «συνιστωστώντων κρατών». Θα διέπεται από ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο θα παραχωρεί στις δύο κοινότητες πολλαπλές δυνατότητες μπλοκαρίσματος των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι η αδυναμία του κράτους να υπερβεί τις αδυναμίες της (συν)ομοσπονδιακής δομής του, ενώ η κυριαρχία δεν θα πηγάζει από το λαό, τους νόμιμους δηλαδή κάτοικους του νησιού, αλλά από τις δύο εθνοτικά καθορισμένες συνιστώσες πολιτείες. Με άλλα λόγια, όπως θα συνέβαινε και με το σχέδιο Ανάν, η μετά-τη-λύση κυπριακή πολιτεία θα αντανακλά τις δυνατότητες της Άγκυρας να επιβάλλει διαχρονικά τα συμφέροντά της κατά τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, παρέχοντας στην Τουρκία τη θεσμικά και νομικά κατοχυρωμένη δυνατότητα να βάζει το χέρι της βαθιά στα εσωτερικά του νέου κράτους. Το γεγονός αυτό θα της προσφέρει προϋποθέσεις αυξημένης επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Τρανό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι οι απόψεις του νυν Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, όπως αυτές περιγράφονται στο βιβλίο του με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος».[13]
Πώς όμως σχετίζεται η πιο πάνω, αναμενόμενη κατάληξη του κυπριακού στα πλαίσια της εκκολαπτόμενης νέας διαδικασίας διαπραγματεύσεων με την παρούσα κατανομή ισχύος στην περιοχή μας; Τα βασικά δεδομένα που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι τρία: Το πρώτο είναι η αποδεδειγμένη δυνατότητα της τουρκικής πλευράς να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού κατά τις κατά καιρούς διεξαγόμενες συνομιλίες στην κατανομή ισχύος, η οποία υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια ευνοϊκή γι’ αυτήν. Βασικός λόγος της υπεροχής της τουρκίας στις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού δεν ήταν η στρατιωτική της υπεροπλία και η στρατιωτική της παρουσία στο νησί (αυτό επενεργούσε έμμεσα, κυρίως ως μοχλός ψυχολογικής πίεσης εις βάρος της ελληνικής πλευράς, προκαλώντας παραστάσεις διασφαλισμένης ήττας και τάσεις υποχωρητικότητας). Όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει, η τουρκική υπεροχή βασιζόταν στην κατανομή ισχύος, όπως αυτή καθοριζόταν από τις συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που εμπλέκονταν στο κυπριακό (κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών) και της Τουρκίας. Η σύγκλιση αυτή υπερκάλυπτε το δίκαιον των αιτημάτων της ελληνικής πλευράς μέσω της επιρροής που ασκούσαν οι δύο αυτές δυνάμεις στον ΟΗΕ, αλλά και μέσω του περιεχομένου των εκάστοτε δικών τους διαμεσολαβήσεων.
Το δεύτερο δεδομένο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη είναι η σταδιακή διαμόρφωση μιας νέας κατανομής ισχύος στην περιοχή μας. Παρά την οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση της Τουρκίας και τις προϋποθέσεις αύξησης της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή,[14] η εν γένει εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν (κυρίως έναντι του Ισραήλ) έχει προκαλέσει σημαντική μεταβολή στις διεθνώς επικρατούσες αντιλήψεις για την Τουρκία, διαμορφώνοντας παράλληλα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα.[15] Ιδιαίτερα δε, προκαλεί προβληματισμό εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ήδη ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού συστήματος και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης αντιλαμβάνονται την Τουρκία περισσότερο ως απειλή για την περιοχή παρά ως παράγοντα σταθερότητας, ενώ αντικρίζουν με θέρμη την προοπτική δημιουργίας ενός στρατηγικού άξονα Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας.[16]
Το τρίτο δεδομένο είναι η κυριαρχία της ομάδας Ντάουνερ επί των διαδικασιών επίλυσης του κυπριακού και η εμφανής στήριξη της οποίας απολαμβάνει από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.[17] Η ομάδα Ντάουνερ, από κοινού με συγκεκριμένους διπλωματικούς κύκλους, επιβάλλει στο Γενικό Γραμματέα τη γραμμή της στο κυπριακό.[18] Eίναι δε γνωστή πλέον σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα η προκατάληψη της ομάδας Ντάουερ υπέρ των τουρκικών θέσεων, γεγονός που αποδεικνύεται σε μια σειρά από πρωτοβουλίες τις οποίες ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου γύρου συνομιλιών, επί διακυβέρνησης Χριστόφια.[19] Ποιο όμως είναι το υπόβαθρο ισχύος της συγκεκριμένης ομάδας; Πού δηλαδή στηρίζει την πολιτική και διπλωματική της δύναμη, η οποία της επιτρέπει να επιβάλλει καταστάσεις στις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού; Υποστηρίζουμε ότι αυτή οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες: Πρώτον, στην ταύτισή της με τα συμφέροντα εξωτερικών δρώντων, όπως η Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τα προηγούμενα χρόνια. Δεύτερον, στην αδυναμία ή έλλειψη βούλησης την ελληνική κυπριακή πλευράς να απαιτήσει την αντικατάσταση του κ. Ντάουνερ στη βάση των αποδεδειγμένα ετεροβαρών απόψεών του προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων.[20] Σε κάθε περίπτωση, αν λάβει κανείς υπόψη την αλλαγή των περιφερειακών δεδομένων που μεσολάβησε από το διορισμό του κ. Ντάουνερ μέχρι σήμερα, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω, εύλογα μπορεί να αντιληφθεί ότι ο κ. Ντάουνερ δεν απηχεί πλέον τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί Τουρκίας σε επίπεδο κυβερνήσεων, τόσο στην περιοχή μας, όσο και ευρύτερα.
4. Κάντο όπως η Τουρκία
Με βάση τα όσα περιγράψαμε και αναλύσαμε πιο πάνω, ένα βασικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξάγει είναι η δυνατότητα της Τουρκίας να προσαρμόζει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού στα κατά καιρούς διεθνή δεδομένα, τα οποία παραδοσιακά την ευνοούσαν λόγω της υψηλής στρατηγικής της αξίας για τη Δύση. Οι κατά καιρούς όροι επίλυσης του κυπριακού, όπως αυτοί παρουσιάζονταν σε προτάσεις, ιδέες και σχέδια λύσης, αλλά και σκιαγραφούνταν από τις απόψεις που εκφράζονταν από ισχυρούς διεθνείς δρώντες, αντανακλούσαν μια κατανομή ισχύος στο κυπριακό ευνοϊκή για την Τουρκία εξ’ αιτίας της δυτικής (κυρίως αμερικανικής) στήριξης της οποίας απολάμβανε. Ποτέ στο παρελθόν η Τουρκία δεν πορεύθηκε στο κυπριακό χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή του δυτικού παράγοντα. Σήμερα, το διεθνές σύστημα είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν πλέον «στρατόπεδα», όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ούτε και ένας παγκοσμίως ασυναγώνιστος πόλος, όπως κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία αναβαθμίζεται ο ρόλος του περιφερειακού υποσυστήματος έναντι του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς σύστηματος, εξ’ αιτίας κυρίως της μερικής υποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών από τα διεθνώς δρώμενα. Η Κύπρος καθίσταται αργά αλλά σταθερά περιφερειακός παίκτης, κυρίως λόγω της ανεύρεσης αποθεμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της, ενώ το κυπριακό πρόβλημα καθίσταται περιφερειακό πρόβλημα καθ΄ότι το περιεχόμενο της λύσης του δεν θα επηρεάσει μόνο τα της Κύπρου, αλλά και την ευρύτερη περιφέρεια. Η περιφερειακή κατανομή ισχύος στο τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής είναι δυνατό να επηρεάσει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, όπως είναι δυνατό να επηρεαστεί από την κατάληξή τους. Το γεγονός αυτό τείνει να ανατρέψει την παραδοσιακή κατανομή ισχύος στο κυπριακό λόγω της αντίδρασης ισχυρών περιφερειακών παραγόντων όπως το Ισραήλ και (μερικώς) οι Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες παρά τη μερική υποχώρησή τους παραμένουν σημαντικός παίκτης στην περιοχή) στην ισλαμογενή εξωτερική πολιτική του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου και στις εν γένει περιφερειακές αξιώσεις της Άγκυρας. Σε συνδυασμό με την ρευστότητα στην περιοχή μας εξ’ αιτίας των αποτελεσμάτων της «αραβικής άνοιξης», της συνεχιζόμενης κρίσης στη Συρία και της ολοένα και εντεινόμενης σύγκρουσης μεταξύ του σουνιτικού και του σιιτικού στοιχείου, η Κύπρος και το Ισραήλ αποτελούν ίσως τους μοναδικούς παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή. Τυχόν επιβολή τουρκικής επικυριαρχίας επί της Κύπρου (ως αποτέλεσμα μιας ανάλογης λύσης του κυπριακού) θα ανέτρεπε αυτό το δεδομένο: θα καθοστούσε την Άγκυρα κυρίαρχη δύναμη επί των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις περεταίρω αύξησης του εκτοπίσματος και της επιρροής της στην ευρήτερη περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για όσες μεγάλες δυνάμεις διατηρούν συμφέροντα στο εν λόγω περιφερειακό τόξο.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω και, κυρίως, στην προηγούμενη παράγραφο, η εντός της Κύπρου συζήτηση περί του «είδους της λύσης του κυπριακού» και του κατά πόσον θα πρέπει να υποχωρήσουμε σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό που θα καταστήσει αμφίβολη την κυριαρχία του κυπριακού λαού επί του κράτους του, καθίσταται εξαιρετικά παρωχημένη. Οι όροι επίλυσης του κυπριακού καθορίζονται όχι από τις εντός, αλλά από τις εκτός Κύπρου ισορροπίες. Βέβαια, ο παράγοντας εκείνος ο οποίος ευνοείται από αυτές τις ισορροπίες θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού στις ισορροπίες της δεδομένης στιγμής. Μέχρι τώρα η Τουρκία παρουσίαζει αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα στο να πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Το παράδειγμά της θα πρέπει να αποτελεί φάρο καθοδήγησης για την Κυπριακή Δημοκρατία: Η προσαρμογή των όρων επίλυσης του κυπριακού στα τωρινά περιφερειακά δεδομένα, τα οποία αντανακλούν μια κατανομή ισχύος που είναι ευνοϊκότερη παρά ποτέ για τα κυπριακά συμφέροντα, θα πρέπει να είναι ο απόλυτος στρατηγικός μας στόχος. Η εκδίωξη του κ. Ντάουνερ από το επίκεντρο της διαμόρφωσης των όρων διεξαγωγής των συνομιλιών και –κατ’ επέκταση- των όρων επίλυσης του κυπριακού και η αντικατάστασή του από έναν αμερόληπτο διαμεσολαβητή θα ήταν ένας σημαντικός δείκτης επιτυχίας προς αυτή την κατεύθυνση. Στη συνέχεια, ένας δεύτερος σημαντικός δείκτης επιτυχίας θα ήταν η έναρξης μιας νέας διαδικασίας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα της λύσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι πρωτογενείς στόχοι θα πρέπει όλα τα μέσα τα οποία διαθέτουμε (πολιτικά, διπλωματικά κ.α.) σε συνδυασμό με τους εξωτερικούς συντελεστές ισχύος που μπορούμε να κινητοποιήσουμε, να συνδυαστούν αρμονικά προς την κατεύθυνση αυτή. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν νοείται μια στρατηγική επίλυσης του κυπριακού που να μην είναι συνιστώσα μιας υψηλής στρατηγικής για την ασφάλεια και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μιας υψηλής στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τα ευρύτερα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα και θα βασίζεται στην εισαγωγή εξωτερικών συντελεστών ισχύος, οι οποίοι θα επενεργούν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας.[21]
Πάνω απ’ όλα όμως θα πρέπει να αντιληφθούμε πρώτα εμείς και στη συνέχεια να πείσουμε τους εταίρους και συνομιλητές μας για μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα των ημερών μας: Η επίλυση του κυπριακού δεν θα επηρεάσει μόνον εμάς, αλλά την ευρύτερη περιφέρεια. Και ως περιφερειακό πρόβλημα θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε και εμείς, αλλά και όλοι εκείνοι οι δρώντες οι οποίοι διατηρούν συμφέροντα στην περιοχή μας. Όσο όμως αδυνατούμε να αντιληφθούμε τις αλλαγές που συντελούνται γύρω μας -και το πώς οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν την κατανομή ισχύος στο κυπριακό- και αδυνατούμε να ενεργήσουμε καταλλήλως προς την κατεύθυνση της αναπροσαρμογής των διαπραγματευτικών δεδομένων, θα παραμένουμε προσκολλημένοι σε αδιέξοδες, κενές περιεχομένου συζητήσεις περασμένων δεκαετιών. Και το χειρότερο: Η προοπτική εξεύρεσης μιας πραγματικά βιώσιμης και λειτουργικής διευθέτησης του κυπριακού θα παραμένει όμηρος των τουρκικών ηγεμονικών αξιώσεων και των δικών μας αδυναμιών.
Ο Μιχάλης Κοντός είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Διεθνολόγος, Διευθυντής του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας
[1] Οι όροι «φιλο-διζωνική» και «αντι-διζωνική» σχολή σκέψης αποτελούν ιδεατούς τύπους προσεγγίσεων της επίλυσης του κυπριακού με κριτήριο την επιθυμητή ή επιδιωκόμενη μορφή λύσης. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι είναι απόλυτοι ή ότι εμπερικλείουν όλες τις εκφάνσεις της συζήτησης για το κυπριακό. Άλλωστε αν μετελήσει κανείς τις αντιλήψεις που υπάρχουν για το κυπριακό με κριτήριο το πώς ερμηνεύεται το περιεχόμενο (και όχι η ονομασία) της λύσης, τότε οι απόψεις διαφοροποιούνται και οι ιδεατοί αυτοί τύποι δεν υφίστανται.
[2] Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε ότι η βάση των συνομιλιών θα ήταν μια «διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτός ο συνεταιρισμός θα έχει μια Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, καθώς και μια Τουρκοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία και μια Ελληνοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία, οι οποίες θα έχουν ισότιμο καθεστώς».
[3] Σχετικά με την εν λόγω απογοήτευση Χριστόφια, αλλά και ορισμένα γλαφυρά στιγμιότυπα από τις συνομιλίες εκείνης της περιόδου τα οποία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, βλέπε Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, Μιχάλης Κοντός, Γιώργος Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα. Τα Απόρρητα Έγγραφα των Διαπραγματεύσεων Χριστόφια-Ταλάτ (Λευκωσία: Power Publishing, 2010).
[4] Για μια εκτενή ανάλυση επ’ αυτού βλέπε Michalis Kontos, “Left-Wing and Right-Wing Politics in Post-1974 Cyprus: A Story of Social Discord and Political Success.” Παρουσίαση στο 13ο διεθνές συνέδριο του the International Society for the Study of European Ideas (ISSEI), σε συνδιοργάνωση με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Ιούλιος 2012. Διαθέσιμο στο https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/6129. Βλέπε επίσης Michalis Kontos, “Cyprus Presidential Elections, February 2013: A Systemic Approach,” Hellenic Studies 21 (2013): 35-58.
[5] Ενδεικτικά βλέπε Νάταλη Μιχαϊλήδου, «Αναδρομή στα παιχνίδια της κάλπης», Special Elections Edition: Η κούρσα και οι δρομείς, περιοδικό Legacy, Ιανουάριος 2013, 4-10.
[6] Το ζήτημα αυτό αναλύεται εκτενώς στο Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική (Αθήνα: Ποιότητα, 2004).
[7] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα, 33.
[8] Μιχάλης Κοντός, «Αμερικανικά Συμφέροντα και Κύπρος, 1947-1956,» Το Χρονικό 183 (2 Οκτωβρίου 2011).
[9] Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Στρατηγικές του Κυπριακού: Η Δεκαετία του 1950 (Αθήνα: Πατάκης, 2004), 285-301.
[10] Νίκος Κρανιδιώτης , Ανοχύρωτη Πολιτεία: Κύπρος 1960-1974 (Αθήνα: Εστία, 1985), 99, 100-101.
[11] Ενδεικτικά βλέπε Κώστας Βενιζέλος, Μιχάλης Ιγνατίου, Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσσιντζερ: Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση (Αθήνα: Λιβάνης, 2002).
[12] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα, 18-19. Γενικότερα για το κλίμα της περιόδου εκείνης στις τάξεις διαφόρων παραγόντων της διεθνούς κοινότητας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου της παρουσιάζονται ενδεικτικές αναφορές σε σωρεία εγγράφων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας μέσω διαρροών.
[13] Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό Βάθος , 277-281.
[14] Μιχάλης Κοντός, «Οι Προοπτικές μιας Περιφερειακής Ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή», Εθνική Φρουρά και Ιστορία 31(υπό έκδοση).
[15] Ενδεικτικά βλέπε Kouskouvelis I. I., “Turkey, Past and Future: The Problem with Turkey’s ‘Zero Problems,’” Middle East Quarterly (2013) 10, 47-56. Μάριος Ευρυβιάδης, «Τριπλή Ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο», Foreign Affairs: The Hellenic Edition, Μάρτιος 2013,http://www.foreignaffairs.gr/articles/69217/marios-l-eyrybiadis/tripli-eykairia-gia-ellada-kai-kypro?page=show, 31/10/13.
[16] Ενδεικτικά βλέπε Μιχάλης Ιγνατίου, «Αλλάξτε Πολιτική στο Κυπριακό», Φιλελεύθερος, 03/04/13. Daniel Pipes, “Cyprus on the World Stage,”National Review Online, October 11, 2011, http://www.nationalreview.com/articles/279700/cyprus-world-stage-daniel-pipes, 31/10/2013. Seth Cropsey, “Will the US Choose the Right Side in the Eastern Mediterranean,” Hudson Institute, July 3, 2013, http://www.hudson.org/index.cfm?fuseaction=publication_details&id=9659, 31/10/13.
[17] «Μήνυμα Προέδρου: δεν δεχόμαστε εκβιασμούς και χρονοδιαγράμματα», http://www.livenews.com.cy/cgibin/hweb?-A=29922&-V=news, 03/11/13.
[18] Γιώργος Κέντας, «Η τραγική αποτυχία Αναστασιάδη στο Κυπριακό», Agora Dialogue, http://agora-dialogue.com/?p=76550, 03/11/13.
[19] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα.
[20] Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό ψήφισμα της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, της 2ας Φεβρουαρίου 2012, κατόπιν συζήτησης θέματος στην Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής με τίτλο «Η υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον ειδικό σύμβουλο του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Αλεξάντερ Ντάουνερ και η ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων από την κυπριακή κυβέρνηση». Παρά την σχετική πρόταση την οποία στήριξαν ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΕΥΡΩΚΟ και Οικολόγοι, όπως ζητηθεί από τη Βουλή η αποπομπή του κ. Ντάουνερ, η ολομέλεια αρκέστηκε στο σχετικό ψήφισμα σε μια επικριτική αναφορά για τις ενέργειές του. Βλέπε Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ι’ Βουλευτική Περίοδος-Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση 2ας Φεβρουαρίου 2012. Για μια αναδρομή στην κάλυψη του θέματος από τον τύπο βλέπε http://www.efylakas.com/archives/14499, 04/11/13.
[21] Για μια ανάλυση του πώς οι εξωτερικοί συντελεστές ισχύος μπορούν να επενεργήσουν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας βλέπε Μιχάλης Κοντός, «Η Μίνι Κρίση του Σεπτέμβρίου 2011: Συγκριτική Αποτίμηση των Συντελεστών Ισχύος της Τουρκίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας», Εθνική Φρουρά και Ιστορία 31 (2013): 19-25.
http://agora-dialogue.com/?p=76739
Στην Κύπρο επικρατεί άγνοια (ή υποβάθμιση) αυτού του κεφαλαιώδους σημασίας παράγοντα. Τόσο η κυρίαρχη φιλο-διζωνική όσο και η εναλλακτική αντι-διζωνική[1] (τουλάχιστον ένα μέρος αυτής) σχολή σκέψης ερίζουν εβρισκόμενες σε ένα παλιό, σκονισμένο, κλειστό κουτί, αδυνατώντας να αντιληφθούν τα τεκταινόμενα εκτός αυτού και, κατά συνέπεια, αδυνατώντας να προσεγγίσουν το κυπριακό ζήτημα στις νέες του διαστάσεις. Κυρίως όμως, αδυνατώντας να αντιληφούν ποιες είναι οι μεταβλητές εκείνες που καθορίζουν τις εκάστοτε ισορροπίες στο κυπριακό.
1. Η φρούδα ελπίδα για μια «απο-ανανοποιημένη» διζωνική
Τα τελευταία χρόνια –και με αφορμή την συστηματική προσπάθεια της προηγούμενης διακυβέρνησης να εγκαταστήσει την «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» στο υποσυνείδητο των πολιτών ως τη «μόνη λύση» και «εναλλακτική της διχοτόμησης»- έχει φουντώσει ένας δημόσιος διάλογος για το κατά πόσον η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία μπορεί να λειτουργήσει στην Κύπρο, σεβόμενη τις βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κοινοτικού κεκτημένου. Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στο κυπριακό προάγει την εν λόγω κρατική διαμόρφωση ως την επιθυμητή φόρμουλα επίλυσης του κυπριακού, εκλογικεύοντάς την μέσω της αιτιολόγησης του αναγκαίου «οδυνηρού συμβιβασμού». Ως κυρίαρχη σχολή σκέψης δεν εννοώ μόνο την προηγούμενη κυβέρνηση ή την τωρινή. Πρόκειται για μια συλλογιστική, πολιτική ναυαρχίδα της οποίας συναποτελούν ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ και η οποία (με διαφορές στην έντασή της) διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα της Κύπρο (με εξαίρεση ένα ή δύο πολιτικά κόμματα και ορισμένες μονάδες εντός των υπολοίπων). Είναι δε γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας πραγματιποίησε μια ειλικρινή (αλλά εκ των πραγμάτων μάταιη) προσπάθεια να επιτύχει το πάντρεμα της διζωνικότητας με τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσπαθώντας παράλληλα να παραμείνει εντός των φοβαρά στενών διαπραγματευτικών πλαισίων στα οποία είχε αυτοεγκλωβιστεί με τη συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ της 23ης Μαΐου 2008.[2] Εξ’ ου και η απογοήτευσή του όταν –εν τω μέσω των συνομιλιών- συνειδητοποίησε ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (παλιός φίλος και «σύντροφος» του κ. Χριστόφια) δεν μοιραζόταν το ίδιο όραμα μαζί του, ούτε και απηχούσε τις απόψεις εκείνες τις οποίες εξέφραζε πριν καταστεί ηγέτης των Τουρκοκυπρίων.[3]
Σημείο αναφοράς για το βαθμό στον οποίο μπορεί μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας να καταστεί βιώσιμη και λειτουργική είναι, από το 2004 και εντεύθεν, το Σχέδιο Ανάν. Από τη μια η κυρίαρχη σχολή σκέψης (και οι διάφορες αποχρώσεις της, αναλόγως του πόσο «οδυνηρός» μπορεί να είναι ο συμβιβασμός που θα αποδεχτούμε), είτε αναφερόμαστε σε άτομα που είχαν υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν είτε σε άτομα που το είχαν απορρίψει, θεωρεί ότι η ετυμηγορία του λαού πρέπει να γίνει σεβαστή και ότι το σχέδιο Ανάν είναι «νεκρό». Εν τούτοις αποδέχεται και υιοθετεί την ίδια συνταγή η οποία είχε οδηγήσει τότε στο σχέδιο Ανάν (άραγε μπορεί το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό;): Συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, καθοδηγούμενες από άτομα τα οποία αποδεδειγμένα επιχειρούν την επαναφορά του σχεδίου Ανάν με διακοσμητικές αλλαγές (λέγε με Αλ. Ντάουνερ), στη λογική του πάρε-δώσε και στη βάση του συνόλου των υποχωρήσεων της πλευράς μας από το 1974 και εντεύθεν. Από την άλλη, η αντι-διζωνική σχολή απορρίπτει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία καθ’ ότι θεωρεί ότι παγιώνει τα τετελεσμένα της εισβολής, συνιστά μια νομιμοποιημένη μορφή διχοτόμησης και περιέχει το σπέρμα της αναζοπύρωσης του κυπριακού σε μελλοντική βάση και υπό δυσμενέστερα δεδομένα για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Εν τούτοις, τελεί εν μέσω κατηγοριών ότι δεν προτείνει κάποια εφικτή εναλλακτική.
2. Ο εσωτερικός διάλογος και οι κατά καιρούς επικρατούσες ισορροπίες στο κυπριακό
Πολλοί από τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης οι οποίοι εκφράζουν δημόσια τις θέσεις τους για την επιθυμητή λύση του κυπριακού έχουν διαγράψει πολλά χρόνια (ή και δεκαετίες) παρουσίας στα καθημερινά φύλλα, στα μικρόφωνα των ραδιοφώνων και τα τηλεοπτικά παράθυρα. Εν τούτοις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι απόψεις τους παραμένουν διαχρονικά οι ίδιες. Ακόμη και αν σε ορισμένα επί μέρους ζητήματα αλλάζουν κατά καιρούς απόψεις, ο βασικός κορμός των αντιλήψεών τους παραμένει αμετάβλητος. Ακόμη όμως και οι όποιες ριζικές αλλαγές αντιλήψεων παρατηρούνται, συντελούνται μέσα στο στενό πλαίσιο του ελληνοκυπριακού δημόσιου διαλόγου με τους όρους υπό τους οποίους αυτός διαχρονικά διεξάγεται και τις σκοπιμότητες που η διεξαγωγή του εξυπηρετεί: Ένας πρώην ανανιστής θα καταστεί αντι-ανανιστής ή το αντίστροφο, ένας πρώην αντι-ομοσπονδιακός θα καταστεί φιλο-ομοσπονδιακός ή το αντίστροφο και πάει λέγοντας. Σε ό,τι αφορά δε το παιχνίδι εξουσίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, το κυπριακό ήταν μέχρι πρόσφατα το βασικό πολιτικό και προεκλογικό διακύβευμα, μόνο όμως στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής και της δημόσιας εικόνας. Άλλωστε τα κατά καιρούς εκλογικά αποτελέσματα των κομμάτων –αν και οι προεκλογικές εκστρατείες ήταν «γεμάτες» από κυπριακό- καθορίζονταν από άλλους, σταθερούς παράγοντες, όπως η πειθαρχεία στις παγιωμένες κομματικές διαχωριστικές γραμμές και η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών συσπείρωσης κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων, ανεξαρτήτως της επικαιρότητας των θέσεών τους στο κυπριακό.[4] Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες προεδρικές εκλογικές αναμετρήσεις, των οποίων το αποτέλεσμα καθορίστηκε από κομματικούς συνασπισμούς για τη συγκρότηση των οποίων έπαιξαν σημαντικό ρόλο θέσεις και αντιλήψεις επί του κυπριακού, συνήθως όμως αυτοί αποδεικνύονταν βραχύβιοι ή ανακόλουθοι με τις προεκλογικές δεσμεύσεις.[5]
Εν τω μεταξύ –και εν’ όσο εμείς επιδιδόμασταν για δεκαετίες στον αεροστεγή διάλογό μας για το κυπριακό- γύρω μας τα πάντα μεταβάλλονταν, σε ένα διεθνές σύστημα όπου η αλλαγή αποτελεί μια ατέρμονη διαδικασία της οποίας βασική κινητήριος δύναμη είναι η άνιση ανάπτυξη των βασικών δρώντων και οι συνεπαγόμενες μεταβολές στο γόητρό τους, στις αντιλήψεις και στις μεταξύ τους συγκλίσεις συμφερόντων.[6] Η φράση «ολα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» δεν θα μπορούσε να βρει ακριβέστερη εφαρμογή από τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές ελίτ, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη στην ελεύθερη Κύπρο αλληλεπιδρούν σε σχέση με την επιθυμητή λύση του κυπριακού, την ώρα στο διεθνές επίπεδο οι όροι εξελίσσονταν και μεταβάλλονταν. Οι δημόσιος διάλογος διεξαγόταν πάντα με αποκλειστικά και μόνο τοπικούς όρους. Η δε πλέον πεπλανημένη θεώρηση των πραγμάτων προέτασσε την ανάγκη επίτευξης ενός καλού κλίματος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ως το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος. Αυτός ο ιδεολογικά καθορισμένος ευσεβοποθησμός βρήκε τον ιδανικό εκφραστή του στο πρόσωπο του τέως Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια, το δόγμα του οποίου βασιζόταν σε δύο αρχές: στη διεξαγωγή συνομιλιών σε «καλό κλίμα», το οποίο θα ήταν αποτέλεσμα της φιλικής σχέσης του με τον Ταλάτ.[7]
Πέραν του κυπροκεντρικού ιδεολογήματος περί «καλού κλίματος» (το οποίο υποστήριζαν και όσα εξωκυπριακά συμφέροντα επεδίωκαν ένα σύντομο κλείσιμο του κυπριακού προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων) οι ξένοι εμπλεκόμενοι στο κυπριακό, ο «διεθνής παράγοντας» όπως επικράτησε να χαρακτηρίζονται, γίνονταν αντιληπτοί από το κυπριακό πολιτικό σύστημα σωρευτικά, χωρίς να εξετάζονται οι όποιες διαφοροποιήσεις στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα μεταξύ τους. Ούτε φυσικά λαμβάνονταν υπόψη οι όποιες διεθνείς και περιφερειακές δυναμικές αναπτύσσονταν γύρω μας. Αγνοόντας τις βασικές αρχές λειτουργίας του διεθνούς συστήματος, αλλά και την ίδια την ιστορία μας, ουδέποτε λαμβάναμε υπόψη τον εξής βασικό κανόνα: Ήδη από τη δεκαετία του ’50, οπότε και άρχισε να διαμορφώνεται το κυπριακό πρόβλημα, οι ισορροπίες στις διαδικασίες επίλυσής του αποτελούσαν αντανάκλαση μιας διεθνούς κατανομής ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (κυρίως Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο και Σοβιετική Ένωση/Ρωσία), της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η κατανομή ισχύος καθοριζόταν κυρίως από τις κατά καιρούς επικρατούσες συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των εμπλεκόμενων δρώντων. Ορισμένα ιστορικά παραδείγματα μπορούν να μας διαφωτίσουν:
1) Το 1958 οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τη μεγάλη στροφή, αποδεχόμενες το σχέδιο Μακμίλλαν για την επίλυση του κυπριακού. Προηγουμένως –και παρά την «ειδική σχέση» τους με το Ηνωμένο Βασίλειο- τηρούσαν μια ισορροπημένη στάση επιδιώκοντας τον περιορισμό της σύγκρουσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, λάμβαναν θέσεις οι οποίες έρχονταν σε ρήξη με αντίστοιχες βρετανικές θέσεις ή ενέργειες, όπως για παράδειγμα η ουδέτερη στάση τους έναντι των ελληνικών προσφυγών στον ΟΗΕ από το 1954 έως το 1956, ο καταλογισμός της ευθύνης για το αδιέξοδο στο κυπριακό στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Αμερικανό διαμεσολαβητή Τζιούλιους Χόλμς το 1956 και η σφοδρή αντίδρασή τους στην εξορία του Μακαρίου το ίδιο έτος.[8] Εν τούτοις, διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν, όπως η αλλαγή της βρετανικής περιφερειακής στρατηγικής μετά την κρίση του Σουέζ και η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας μέσω της ανάδειξής της σε πρωταρχικό πυλώνα της αμερικανικής στρατηγικής για τη διαχείριση της πυρηνικής ισορροπίας με τη Σοβιετική Ένωση, μετέβαλαν άρδην τα δεδομένα.[9] Ξεκίνησε έτσι μια πορεία σύγκλισης συμφερόντων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου στο κυπριακό, η οποία ενίοτε οδηγούσε σε ταύτιση απόψεων. Η σύγκλιση αυτή καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις στο κυπριακό προς όφελος πρωτίστως των τουρκικών επιδιώξεων.
2) Το 1964 οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστατούν στην υποβολή των σχεδίων Άτσεσον για την επίλυση του κυπριακού, τα οποία επιχειρούν να ισορροπήσουν μεταξύ του ελληνικού αιτήματος για ένωση και της τουρκικής αξίωσης για μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο νησί. Την ίδια περίοδο, εν μέσω διακοινοτικών ταραχών, οι αμερικανοί στέκονται ανάχωμα στα τουρκικά σχέδια εισβολής στην Κύπρο μέσω της αποτρεπτικής επιστολής του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον προς τον Τουρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού.[10] Δέκα χρόνια αργότερα, οι ενέργειες του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσσινγερ επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει ανενόχλητη στην Κύπρο και να καταλάβει το 37% του κυπριακού εδάφους.[11] Σε αντίθεση με τι συνέβαινε δέκα χρόνια προηγουμένως, το 1974 τα αμερικανικά συμφέροντα επέτρεψαν την υλοποίηση των τουρκικών αξιώσεων, μεταβάλλοντας δραματικά την κατανομή ισχύος στο κυπριακό προς όφελος της Τουρκίας. Για μια ακόμα φορά η κατανομή ισχύος στο κυπριακό θα καθοριζόταν από διεθνείς παράγοντες.
3) Πιο κοντά στις μέρες μας, συγκεκριμένα την περίοδο 2002-2004, οι ισορροπίες στο κυπριακό καθορίστηκαν και πάλιν από μια διεθνή κατανομή ισχύος. Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν αφόρητες πιέσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Επρόκειτο για άλλη μια περίοδο κατά την οποία ο τουρκικός ρόλος ήταν διεθνώς αναβαθμισμένως λόγω των εξελίξεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε με ενθουσιασμό την ανάδειξη στη διακυβέρνηση της Τουρκίας ενός μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα απο-ριζοσπαστικοποίησης για την ευρύτερη περιοχή. Ενώ εμείς ερίζαμε για το κατά πόσον το σχέδιο ήταν (ή θα μπορούσε να αποβεί) λειτουργικό ή για το κατά πόσο θα ήταν η τελευταία ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού, το παιχνίδι και πάλι στηνόταν εκτός Κύπρου. Διαμορφωνόταν ένα σχέδιο το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό από τους Ελληνοκύπριους για χίλιους δυο λόγους, ενώ την ίδια στιγμή ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Κόλιν Πάουελ τηλεφωνούσε σε Κύπριους πολιτικούς ηγέτες για να τους ζητήσει να το αποδεχτούν, παρακάμπτοντας τον τότε Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Μετά δε την απόρριψη του σχεδίου, αρκετοί εκ των ξένων εμπλεκομένων στο κυπριακό επιχείρησαν την επαναφορά του και την απονομιμοποίηση του Προέδρου Παπαδόπουλου.[12]
3. Μια νέα κατανομή ισχύος και οι υπό διαμόρφωση νέες ισορροπίες στο κυπριακό
Επανερχόμενοι στο παρόν, επίκειται η έναρξη ενός νέου γύρου συνομιλιών για την επίλυση του κυπριακού. Αν και οι συνομιλούντες θα είναι διαφορετικοί, εν τούτοις το πλαίσιο της διαδικασίας αναμένεται να παρεμείνει το ίδιο: Πρόκειται για συνέχιση της διαδικασίας Ντάουνερ, η οποία θα στηριχθεί στην «πρόοδο» που είχαν επιτύχει οι Χριστόφιας και Ταλάτ κατά την περίοδο 2008-2010. Αν θεωρήσουμε ότι η εν λόγω διαδικασία υπήρξε το εξελικτικό αποτέλεσμα μιας σειράς προγενέστερων διαδικασιών, αλλά και της σταδιακής επιβολής των τουρκικών όρων επίλυσης του κυπριακού δεδομένης τους ελληνοκυπριακής αδυναμίας να αναθεωρήσει αυτούς τους όρους λόγω της επικρατούσας κατανομής ισχύος, τότε εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι το τελικό παράγωγο –εάν υπάρξει τέτοιο- της διαδικασίας θα υπακούει στα δεδομένα των προηγούμενων ετών και δεκαετιών: Θα πρόκειται για ένα μόρφωμα ομοσπονδιακής φύσεως με έντονα συνομοσπονδιακά στοιχεία, χωρίς τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι πάγιες τουρκικές αξιώσεις για συγκυριαρχία και πολιτική ισότητα των δύο «συνιστωστώντων κρατών». Θα διέπεται από ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο θα παραχωρεί στις δύο κοινότητες πολλαπλές δυνατότητες μπλοκαρίσματος των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι η αδυναμία του κράτους να υπερβεί τις αδυναμίες της (συν)ομοσπονδιακής δομής του, ενώ η κυριαρχία δεν θα πηγάζει από το λαό, τους νόμιμους δηλαδή κάτοικους του νησιού, αλλά από τις δύο εθνοτικά καθορισμένες συνιστώσες πολιτείες. Με άλλα λόγια, όπως θα συνέβαινε και με το σχέδιο Ανάν, η μετά-τη-λύση κυπριακή πολιτεία θα αντανακλά τις δυνατότητες της Άγκυρας να επιβάλλει διαχρονικά τα συμφέροντά της κατά τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, παρέχοντας στην Τουρκία τη θεσμικά και νομικά κατοχυρωμένη δυνατότητα να βάζει το χέρι της βαθιά στα εσωτερικά του νέου κράτους. Το γεγονός αυτό θα της προσφέρει προϋποθέσεις αυξημένης επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Τρανό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι οι απόψεις του νυν Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, όπως αυτές περιγράφονται στο βιβλίο του με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος».[13]
Πώς όμως σχετίζεται η πιο πάνω, αναμενόμενη κατάληξη του κυπριακού στα πλαίσια της εκκολαπτόμενης νέας διαδικασίας διαπραγματεύσεων με την παρούσα κατανομή ισχύος στην περιοχή μας; Τα βασικά δεδομένα που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι τρία: Το πρώτο είναι η αποδεδειγμένη δυνατότητα της τουρκικής πλευράς να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού κατά τις κατά καιρούς διεξαγόμενες συνομιλίες στην κατανομή ισχύος, η οποία υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια ευνοϊκή γι’ αυτήν. Βασικός λόγος της υπεροχής της τουρκίας στις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού δεν ήταν η στρατιωτική της υπεροπλία και η στρατιωτική της παρουσία στο νησί (αυτό επενεργούσε έμμεσα, κυρίως ως μοχλός ψυχολογικής πίεσης εις βάρος της ελληνικής πλευράς, προκαλώντας παραστάσεις διασφαλισμένης ήττας και τάσεις υποχωρητικότητας). Όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει, η τουρκική υπεροχή βασιζόταν στην κατανομή ισχύος, όπως αυτή καθοριζόταν από τις συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που εμπλέκονταν στο κυπριακό (κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών) και της Τουρκίας. Η σύγκλιση αυτή υπερκάλυπτε το δίκαιον των αιτημάτων της ελληνικής πλευράς μέσω της επιρροής που ασκούσαν οι δύο αυτές δυνάμεις στον ΟΗΕ, αλλά και μέσω του περιεχομένου των εκάστοτε δικών τους διαμεσολαβήσεων.
Το δεύτερο δεδομένο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη είναι η σταδιακή διαμόρφωση μιας νέας κατανομής ισχύος στην περιοχή μας. Παρά την οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση της Τουρκίας και τις προϋποθέσεις αύξησης της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή,[14] η εν γένει εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν (κυρίως έναντι του Ισραήλ) έχει προκαλέσει σημαντική μεταβολή στις διεθνώς επικρατούσες αντιλήψεις για την Τουρκία, διαμορφώνοντας παράλληλα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα.[15] Ιδιαίτερα δε, προκαλεί προβληματισμό εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ήδη ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού συστήματος και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης αντιλαμβάνονται την Τουρκία περισσότερο ως απειλή για την περιοχή παρά ως παράγοντα σταθερότητας, ενώ αντικρίζουν με θέρμη την προοπτική δημιουργίας ενός στρατηγικού άξονα Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας.[16]
Το τρίτο δεδομένο είναι η κυριαρχία της ομάδας Ντάουνερ επί των διαδικασιών επίλυσης του κυπριακού και η εμφανής στήριξη της οποίας απολαμβάνει από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.[17] Η ομάδα Ντάουνερ, από κοινού με συγκεκριμένους διπλωματικούς κύκλους, επιβάλλει στο Γενικό Γραμματέα τη γραμμή της στο κυπριακό.[18] Eίναι δε γνωστή πλέον σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα η προκατάληψη της ομάδας Ντάουερ υπέρ των τουρκικών θέσεων, γεγονός που αποδεικνύεται σε μια σειρά από πρωτοβουλίες τις οποίες ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου γύρου συνομιλιών, επί διακυβέρνησης Χριστόφια.[19] Ποιο όμως είναι το υπόβαθρο ισχύος της συγκεκριμένης ομάδας; Πού δηλαδή στηρίζει την πολιτική και διπλωματική της δύναμη, η οποία της επιτρέπει να επιβάλλει καταστάσεις στις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού; Υποστηρίζουμε ότι αυτή οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες: Πρώτον, στην ταύτισή της με τα συμφέροντα εξωτερικών δρώντων, όπως η Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τα προηγούμενα χρόνια. Δεύτερον, στην αδυναμία ή έλλειψη βούλησης την ελληνική κυπριακή πλευράς να απαιτήσει την αντικατάσταση του κ. Ντάουνερ στη βάση των αποδεδειγμένα ετεροβαρών απόψεών του προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων.[20] Σε κάθε περίπτωση, αν λάβει κανείς υπόψη την αλλαγή των περιφερειακών δεδομένων που μεσολάβησε από το διορισμό του κ. Ντάουνερ μέχρι σήμερα, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω, εύλογα μπορεί να αντιληφθεί ότι ο κ. Ντάουνερ δεν απηχεί πλέον τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί Τουρκίας σε επίπεδο κυβερνήσεων, τόσο στην περιοχή μας, όσο και ευρύτερα.
4. Κάντο όπως η Τουρκία
Με βάση τα όσα περιγράψαμε και αναλύσαμε πιο πάνω, ένα βασικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξάγει είναι η δυνατότητα της Τουρκίας να προσαρμόζει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού στα κατά καιρούς διεθνή δεδομένα, τα οποία παραδοσιακά την ευνοούσαν λόγω της υψηλής στρατηγικής της αξίας για τη Δύση. Οι κατά καιρούς όροι επίλυσης του κυπριακού, όπως αυτοί παρουσιάζονταν σε προτάσεις, ιδέες και σχέδια λύσης, αλλά και σκιαγραφούνταν από τις απόψεις που εκφράζονταν από ισχυρούς διεθνείς δρώντες, αντανακλούσαν μια κατανομή ισχύος στο κυπριακό ευνοϊκή για την Τουρκία εξ’ αιτίας της δυτικής (κυρίως αμερικανικής) στήριξης της οποίας απολάμβανε. Ποτέ στο παρελθόν η Τουρκία δεν πορεύθηκε στο κυπριακό χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή του δυτικού παράγοντα. Σήμερα, το διεθνές σύστημα είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν πλέον «στρατόπεδα», όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ούτε και ένας παγκοσμίως ασυναγώνιστος πόλος, όπως κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία αναβαθμίζεται ο ρόλος του περιφερειακού υποσυστήματος έναντι του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς σύστηματος, εξ’ αιτίας κυρίως της μερικής υποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών από τα διεθνώς δρώμενα. Η Κύπρος καθίσταται αργά αλλά σταθερά περιφερειακός παίκτης, κυρίως λόγω της ανεύρεσης αποθεμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της, ενώ το κυπριακό πρόβλημα καθίσταται περιφερειακό πρόβλημα καθ΄ότι το περιεχόμενο της λύσης του δεν θα επηρεάσει μόνο τα της Κύπρου, αλλά και την ευρύτερη περιφέρεια. Η περιφερειακή κατανομή ισχύος στο τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής είναι δυνατό να επηρεάσει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, όπως είναι δυνατό να επηρεαστεί από την κατάληξή τους. Το γεγονός αυτό τείνει να ανατρέψει την παραδοσιακή κατανομή ισχύος στο κυπριακό λόγω της αντίδρασης ισχυρών περιφερειακών παραγόντων όπως το Ισραήλ και (μερικώς) οι Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες παρά τη μερική υποχώρησή τους παραμένουν σημαντικός παίκτης στην περιοχή) στην ισλαμογενή εξωτερική πολιτική του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου και στις εν γένει περιφερειακές αξιώσεις της Άγκυρας. Σε συνδυασμό με την ρευστότητα στην περιοχή μας εξ’ αιτίας των αποτελεσμάτων της «αραβικής άνοιξης», της συνεχιζόμενης κρίσης στη Συρία και της ολοένα και εντεινόμενης σύγκρουσης μεταξύ του σουνιτικού και του σιιτικού στοιχείου, η Κύπρος και το Ισραήλ αποτελούν ίσως τους μοναδικούς παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή. Τυχόν επιβολή τουρκικής επικυριαρχίας επί της Κύπρου (ως αποτέλεσμα μιας ανάλογης λύσης του κυπριακού) θα ανέτρεπε αυτό το δεδομένο: θα καθοστούσε την Άγκυρα κυρίαρχη δύναμη επί των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις περεταίρω αύξησης του εκτοπίσματος και της επιρροής της στην ευρήτερη περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για όσες μεγάλες δυνάμεις διατηρούν συμφέροντα στο εν λόγω περιφερειακό τόξο.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω και, κυρίως, στην προηγούμενη παράγραφο, η εντός της Κύπρου συζήτηση περί του «είδους της λύσης του κυπριακού» και του κατά πόσον θα πρέπει να υποχωρήσουμε σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό που θα καταστήσει αμφίβολη την κυριαρχία του κυπριακού λαού επί του κράτους του, καθίσταται εξαιρετικά παρωχημένη. Οι όροι επίλυσης του κυπριακού καθορίζονται όχι από τις εντός, αλλά από τις εκτός Κύπρου ισορροπίες. Βέβαια, ο παράγοντας εκείνος ο οποίος ευνοείται από αυτές τις ισορροπίες θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού στις ισορροπίες της δεδομένης στιγμής. Μέχρι τώρα η Τουρκία παρουσίαζει αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα στο να πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Το παράδειγμά της θα πρέπει να αποτελεί φάρο καθοδήγησης για την Κυπριακή Δημοκρατία: Η προσαρμογή των όρων επίλυσης του κυπριακού στα τωρινά περιφερειακά δεδομένα, τα οποία αντανακλούν μια κατανομή ισχύος που είναι ευνοϊκότερη παρά ποτέ για τα κυπριακά συμφέροντα, θα πρέπει να είναι ο απόλυτος στρατηγικός μας στόχος. Η εκδίωξη του κ. Ντάουνερ από το επίκεντρο της διαμόρφωσης των όρων διεξαγωγής των συνομιλιών και –κατ’ επέκταση- των όρων επίλυσης του κυπριακού και η αντικατάστασή του από έναν αμερόληπτο διαμεσολαβητή θα ήταν ένας σημαντικός δείκτης επιτυχίας προς αυτή την κατεύθυνση. Στη συνέχεια, ένας δεύτερος σημαντικός δείκτης επιτυχίας θα ήταν η έναρξης μιας νέας διαδικασίας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα της λύσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι πρωτογενείς στόχοι θα πρέπει όλα τα μέσα τα οποία διαθέτουμε (πολιτικά, διπλωματικά κ.α.) σε συνδυασμό με τους εξωτερικούς συντελεστές ισχύος που μπορούμε να κινητοποιήσουμε, να συνδυαστούν αρμονικά προς την κατεύθυνση αυτή. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν νοείται μια στρατηγική επίλυσης του κυπριακού που να μην είναι συνιστώσα μιας υψηλής στρατηγικής για την ασφάλεια και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μιας υψηλής στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τα ευρύτερα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα και θα βασίζεται στην εισαγωγή εξωτερικών συντελεστών ισχύος, οι οποίοι θα επενεργούν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας.[21]
Πάνω απ’ όλα όμως θα πρέπει να αντιληφθούμε πρώτα εμείς και στη συνέχεια να πείσουμε τους εταίρους και συνομιλητές μας για μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα των ημερών μας: Η επίλυση του κυπριακού δεν θα επηρεάσει μόνον εμάς, αλλά την ευρύτερη περιφέρεια. Και ως περιφερειακό πρόβλημα θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε και εμείς, αλλά και όλοι εκείνοι οι δρώντες οι οποίοι διατηρούν συμφέροντα στην περιοχή μας. Όσο όμως αδυνατούμε να αντιληφθούμε τις αλλαγές που συντελούνται γύρω μας -και το πώς οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν την κατανομή ισχύος στο κυπριακό- και αδυνατούμε να ενεργήσουμε καταλλήλως προς την κατεύθυνση της αναπροσαρμογής των διαπραγματευτικών δεδομένων, θα παραμένουμε προσκολλημένοι σε αδιέξοδες, κενές περιεχομένου συζητήσεις περασμένων δεκαετιών. Και το χειρότερο: Η προοπτική εξεύρεσης μιας πραγματικά βιώσιμης και λειτουργικής διευθέτησης του κυπριακού θα παραμένει όμηρος των τουρκικών ηγεμονικών αξιώσεων και των δικών μας αδυναμιών.
Ο Μιχάλης Κοντός είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Διεθνολόγος, Διευθυντής του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας
[1] Οι όροι «φιλο-διζωνική» και «αντι-διζωνική» σχολή σκέψης αποτελούν ιδεατούς τύπους προσεγγίσεων της επίλυσης του κυπριακού με κριτήριο την επιθυμητή ή επιδιωκόμενη μορφή λύσης. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι είναι απόλυτοι ή ότι εμπερικλείουν όλες τις εκφάνσεις της συζήτησης για το κυπριακό. Άλλωστε αν μετελήσει κανείς τις αντιλήψεις που υπάρχουν για το κυπριακό με κριτήριο το πώς ερμηνεύεται το περιεχόμενο (και όχι η ονομασία) της λύσης, τότε οι απόψεις διαφοροποιούνται και οι ιδεατοί αυτοί τύποι δεν υφίστανται.
[2] Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε ότι η βάση των συνομιλιών θα ήταν μια «διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτός ο συνεταιρισμός θα έχει μια Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, καθώς και μια Τουρκοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία και μια Ελληνοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία, οι οποίες θα έχουν ισότιμο καθεστώς».
[3] Σχετικά με την εν λόγω απογοήτευση Χριστόφια, αλλά και ορισμένα γλαφυρά στιγμιότυπα από τις συνομιλίες εκείνης της περιόδου τα οποία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, βλέπε Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, Μιχάλης Κοντός, Γιώργος Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα. Τα Απόρρητα Έγγραφα των Διαπραγματεύσεων Χριστόφια-Ταλάτ (Λευκωσία: Power Publishing, 2010).
[4] Για μια εκτενή ανάλυση επ’ αυτού βλέπε Michalis Kontos, “Left-Wing and Right-Wing Politics in Post-1974 Cyprus: A Story of Social Discord and Political Success.” Παρουσίαση στο 13ο διεθνές συνέδριο του the International Society for the Study of European Ideas (ISSEI), σε συνδιοργάνωση με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Ιούλιος 2012. Διαθέσιμο στο https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/6129. Βλέπε επίσης Michalis Kontos, “Cyprus Presidential Elections, February 2013: A Systemic Approach,” Hellenic Studies 21 (2013): 35-58.
[5] Ενδεικτικά βλέπε Νάταλη Μιχαϊλήδου, «Αναδρομή στα παιχνίδια της κάλπης», Special Elections Edition: Η κούρσα και οι δρομείς, περιοδικό Legacy, Ιανουάριος 2013, 4-10.
[6] Το ζήτημα αυτό αναλύεται εκτενώς στο Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική (Αθήνα: Ποιότητα, 2004).
[7] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα, 33.
[8] Μιχάλης Κοντός, «Αμερικανικά Συμφέροντα και Κύπρος, 1947-1956,» Το Χρονικό 183 (2 Οκτωβρίου 2011).
[9] Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Στρατηγικές του Κυπριακού: Η Δεκαετία του 1950 (Αθήνα: Πατάκης, 2004), 285-301.
[10] Νίκος Κρανιδιώτης , Ανοχύρωτη Πολιτεία: Κύπρος 1960-1974 (Αθήνα: Εστία, 1985), 99, 100-101.
[11] Ενδεικτικά βλέπε Κώστας Βενιζέλος, Μιχάλης Ιγνατίου, Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσσιντζερ: Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση (Αθήνα: Λιβάνης, 2002).
[12] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα, 18-19. Γενικότερα για το κλίμα της περιόδου εκείνης στις τάξεις διαφόρων παραγόντων της διεθνούς κοινότητας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου της παρουσιάζονται ενδεικτικές αναφορές σε σωρεία εγγράφων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας μέσω διαρροών.
[13] Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό Βάθος , 277-281.
[14] Μιχάλης Κοντός, «Οι Προοπτικές μιας Περιφερειακής Ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή», Εθνική Φρουρά και Ιστορία 31(υπό έκδοση).
[15] Ενδεικτικά βλέπε Kouskouvelis I. I., “Turkey, Past and Future: The Problem with Turkey’s ‘Zero Problems,’” Middle East Quarterly (2013) 10, 47-56. Μάριος Ευρυβιάδης, «Τριπλή Ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο», Foreign Affairs: The Hellenic Edition, Μάρτιος 2013,http://www.foreignaffairs.gr/articles/69217/marios-l-eyrybiadis/tripli-eykairia-gia-ellada-kai-kypro?page=show, 31/10/13.
[16] Ενδεικτικά βλέπε Μιχάλης Ιγνατίου, «Αλλάξτε Πολιτική στο Κυπριακό», Φιλελεύθερος, 03/04/13. Daniel Pipes, “Cyprus on the World Stage,”National Review Online, October 11, 2011, http://www.nationalreview.com/articles/279700/cyprus-world-stage-daniel-pipes, 31/10/2013. Seth Cropsey, “Will the US Choose the Right Side in the Eastern Mediterranean,” Hudson Institute, July 3, 2013, http://www.hudson.org/index.cfm?fuseaction=publication_details&id=9659, 31/10/13.
[17] «Μήνυμα Προέδρου: δεν δεχόμαστε εκβιασμούς και χρονοδιαγράμματα», http://www.livenews.com.cy/cgibin/hweb?-A=29922&-V=news, 03/11/13.
[18] Γιώργος Κέντας, «Η τραγική αποτυχία Αναστασιάδη στο Κυπριακό», Agora Dialogue, http://agora-dialogue.com/?p=76550, 03/11/13.
[19] Αιμιλιανίδης, Κοντός, Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα.
[20] Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό ψήφισμα της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, της 2ας Φεβρουαρίου 2012, κατόπιν συζήτησης θέματος στην Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής με τίτλο «Η υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον ειδικό σύμβουλο του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Αλεξάντερ Ντάουνερ και η ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων από την κυπριακή κυβέρνηση». Παρά την σχετική πρόταση την οποία στήριξαν ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΕΥΡΩΚΟ και Οικολόγοι, όπως ζητηθεί από τη Βουλή η αποπομπή του κ. Ντάουνερ, η ολομέλεια αρκέστηκε στο σχετικό ψήφισμα σε μια επικριτική αναφορά για τις ενέργειές του. Βλέπε Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ι’ Βουλευτική Περίοδος-Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση 2ας Φεβρουαρίου 2012. Για μια αναδρομή στην κάλυψη του θέματος από τον τύπο βλέπε http://www.efylakas.com/archives/14499, 04/11/13.
[21] Για μια ανάλυση του πώς οι εξωτερικοί συντελεστές ισχύος μπορούν να επενεργήσουν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας βλέπε Μιχάλης Κοντός, «Η Μίνι Κρίση του Σεπτέμβρίου 2011: Συγκριτική Αποτίμηση των Συντελεστών Ισχύος της Τουρκίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας», Εθνική Φρουρά και Ιστορία 31 (2013): 19-25.
http://agora-dialogue.com/?p=76739
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μήτρογλου κράτησε την υπόσχεση του
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κάτοικος Ιωαννίνων και επίσημα ο Τσιώλης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ