2013-11-10 11:20:48
Οι ανατριχιαστικές μνήμες από το φρικιαστικό έγκλημα που συγκλόνισε τη Σαντορίνη το 2008 «ζωντάνεψαν» ξανά στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Σύρου με τον δράστη να δηλώνει πως δεν... θυμάται τι συνέβη.
Τον Αύγουστο του 2008 η Σαντορίνη είχε συγκλονιστεί από τη δολοφονία μιας 25χρονης την οποία αποκεφάλισε ο σύζυγός της και περιέφερε το κεφάλι της στους δρόμους του νησιού.
Η πολύκροτη υπόθεση που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, με το Εφετείο να κρίνει ομόφωνα ένοχο τον 36χρονο δράστη για όλες τις κατηγορίες, για τις οποίες είχε καταδικαστεί και πρωτόδικα. Πιο συγκεκριμένα, για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε βάρος της συζύγου του, απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος δύο γιατρών, απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος αστυνομικού, οπλοχρησία κατά συρροή, περιύβριση νεκρού, διακεκριμένη αντίσταση και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με πρόθεση.
Το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία (6-1) ότι ο 36χρονος είχε πλήρη καταλογισμό. Όπως είχε συμβεί πρωτόδικα, έτσι και τώρα, ο δράστης καταδικάστηκε σε ισόβια και κάθειρξη 24 ετών.
Στα αξιοσημείωτα είναι ότι ο 36χρονος, ο οποίος στην πρώτη κατάθεση του είχε αναφερθεί με λεπτομέρειες στο ειδεχθές έγκλημα που τέλεσε, αν και παραδέχτηκε την πράξη του στο Εφετείο, δεν «θυμόταν» περισσότερα. Η συνήγορος υπεράσπισης έκανε λόγο για δολοφονία που έγινε εν βρασμώ ψυχής, καθώς ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια και ζήτησε από τους δικαστές να αποφασίσουν αν η ποινή του θα αφορά σε εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική ή σε αντίστοιχο τμήμα των φυλακών Δομοκού, όπου κρατείτο.
Την αποκεφάλισε ενώ ήταν ακόμη εν ζωή
Ο δράστης, που είχε γνωριστεί το 2003 με τη θανούσα και είχαν συνάψει σχέση, μετά από διαπληκτισμό που είχαν στην κατοικία που διέμεναν στη Σαντορίνη, τη μαχαίρωσε επτά φορές, με πέντε διαφορετικά μαχαίρια και ενώ ακόμη ήταν εν ζωή, την αποκεφάλισε, αφού πρώτα έκοψε το κεφάλι του σκύλου που είχαν ως κατοικίδιο.
Ο ίδιος, παρά τις ενέργειες και τις ερωτήσεις των γειτόνων να πληροφορηθούν τι γινόταν, καθώς άκουγαν την άτυχη κοπέλα που ζητούσε βοήθεια, τους είπε ότι δεν συνέβη τίποτε, κράτησε το κεφάλι του θύματος από τα μαλλιά πήρε το ένα μαχαίρι και περπάτησε αρκετά μέτρα έξω από το σπίτι κατευθυνόμενος προς τα Φηρά. Σε απόσταση 800 μέτρων εντοπίσθηκε από δύο περιπολικά, αφού οι περίοικοι είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συλλάβουν, ωστόσο ο ίδιος, κατάφερε προσποιούμενος πως παραδίδεται αρχικά, να ξεφύγει, παίρνοντας ξανά το κεφάλι του θύματος και το μαχαίρι και επιβιβαζόμενος σε ένα από τα τζιπ των αστυνομικών. Στη συνέχεια, επιχειρώντας να απομακρυνθεί από το σημείο ανέπτυξε ταχύτητα και προκάλεσε ατύχημα κάνοντας ελιγμό, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε ένα δίκυκλο που ερχόταν με αντίθετη κατεύθυνση στην επαρχιακή οδό Φηρών – Πύργου.
Από το ατύχημα, η μία κοπέλα εκτοξεύθηκε περίπου 15 μέτρα μακριά ενώ η οδηγός έπεσε στο οδόστρωμα. Στο σημείο εκείνο υπήρξαν νέες προσπάθειες σύλληψης του δράστη από τους αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων χρησιμοποιώντας όπλο και πυροβολώντας τον και στα πόδια κατάφερε να τον ακινητοποιήσει.
«Την χρησιμοποιούσε»
Πρώτος κλήθηκε να καταθέσει ο πατέρας της άτυχης κοπέλας, ο οποίος εστίασε ιδιαίτερα στο σημείο που επικεντρώθηκε και η θεία του θύματος. Χαρακτηριστικά υποστήριξαν ότι είχαν γνωρίσει τον δράστη αρκετό καιρό πριν παντρευτεί με το θύμα, επισημαίνοντας ότι σταδιακά είχαν αντιληφθεί πως ο ίδιος τη χρησιμοποιούσε, προκειμένου να επιβιώσει οικονομικά και κοινωνικά. Επισημαίνεται ότι η άτυχη 25χρονη ήταν δασκάλα και εργαζόταν μόνιμα σε σχολείο της Σαντορίνης, ενώ ο ίδιος ήταν απόφοιτος Λυκείου και άλλαζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαγγελματικό περιβάλλον, αφού όπως επικαλέστηκε η γραμμή υπεράσπισής του, δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα περιβάλλον εξαιτίας σοβαρής ψυχωσικής διαταραχής – σχιζοφρένειας από την οποία - σύμφωνα με όσα υποστήριξε η δικηγόρος του εντός του δικαστηρίου -, έπασχε.
Στην ιδιαίτερα φορτισμένη κατάθεσή τους και οι δύο συγγενείς, σημείωσαν πως δεν ήταν γνώστες της ασθένειας του θύματος, καταθέτοντας ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο, ο οποίος είχε "αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στο θύμα". Η θεία της κοπέλας μάλιστα, απέδωσε τους χαρακτηρισμούς "τεμπέλης" και "ευκαιριακός" στον κατηγορούμενο, ισχυριζόμενη πως "πρόθεσή του ήταν να ανελιχθεί χρησιμοποιώντας τη σύζυγο του".
«Προσποιήθηκε υπακοή»
Την ημέρα του εγκλήματος, στην υπόθεση καταδίωξης και σύλληψης του δράστη συμμετείχαν τέσσερις αστυνομικοί, οι οποίοι αμέσως μόλις ειδοποιήθηκαν για τη στυγερή δολοφονία, ξεκίνησαν να αναζητούν το δράστη. Αρχικά και ενώ τον εντόπισαν, προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν καλώντας τον να παραδοθεί. Ο δράστης αντιστάθηκε χρησιμοποιώντας ως φόβητρο το κεφάλι του θύματος και το μαχαίρι, ωστόσο σημαδεύοντάς τον με το όπλο ο ένας αστυνομικός και ζητώντας του να παραδοθεί, ο ίδιος αρχικά έπεσε στο οδόστρωμα φέρνοντας σταδιακά τα χέρια πίσω από την πλάτη.
Στην προσπάθεια του αστυνομικού να του περάσει χειροπέδες, ο οποίος είχε το ένα πόδι στην πλάτη του κατηγορουμένου, ο δράστης αντέδρασε έντονα, πετάχτηκε όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε και πήρε στα χέρια του, το μαχαίρι και το κεφάλι του θύματος. Ο αστυνομικός σημαδεύοντας τον στο δεξί χέρι και πυροβολώντας μια φορά στον αέρα και μία φορά στο χέρι του, επιχείρησε να τον ακινητοποιήσει, ωστόσο ο δράστης κρύφτηκε ανάμεσα στα δύο περιπολικά οχήματα. Ανάμεσα σε άλλα, οι αστυνομικοί δήλωσαν πως ενώ τον χτύπησαν τρεις σφαίρες, ο ίδιος έδειξε ξεκάθαρα πως προσπαθούσε να ξεφύγει, όπως και έπραξε αρχικά, ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι επιχείρησε να τους παραπλανήσει, προσποιούμενος πως υπακούει στις εντολές τους. Σημειώνεται πως με το μαχαίρι ο δράστης τραυμάτισε στο πρόσωπο τον ένα αστυνομικό ενώ και ο αξιωματικός της υπηρεσίας, στο πλαίσιο της μαρτυρίας του δήλωσε ξεκάθαρα πως "έβριζε και πρόθεσή του ήταν να μας σκοτώσει".
«Εύκολος στόχος για να ξεφύγει της σύλληψης»
«Εύκολος στόχος» για τον δράστη, στις ενέργειές του να μη συλληφθεί αποτέλεσαν οι δύο γιατροί του Κέντρου Υγείας Θήρας, εκ των οποίων η μία που παρευρέθηκε και κατέθεσε, υποστήριξε ότι ο δράστης "επέλεξε" να συγκρουστεί με το δίκυκλο ώστε να απασχοληθούν οι αστυνομικοί που τον καταδίωκαν - αφότου επιβιβάστηκε στο περιπολικό - με τα νέα θύματα που θα προέκυπταν.
Οι δύο γιατροί κατευθυνόμενες προς το Κέντρο Υγείας, αντίκρισαν το δράστη να έρχεται επάνω τους. Οι ίδιες προσπάθησαν να τον αποφύγουν αλλά ο ίδιος, κάνοντας έναν ελιγμό προσέκρουσε στο δίκυκλο. Η συνεπιβάτιδα στη μηχανή, από τη σύγκρουση πετάχτηκε 15 μέτρα μακριά ενώ η οδηγός που εκπροσωπήθηκε από τον πατέρα της στο δικαστήριο, έπεσε στο οδόστρωμα. Οι δύο κοπέλες υποστήριξαν ότι "σώθηκαν από θαύμα" επισημαίνοντας ωστόσο πως έφεραν πολύ σοβαρά τραύματα και νοσηλεύθηκαν για σημαντικό χρονικό διάστημα σε Νοσοκομείο. Τονίσθηκε δε, το γεγονός πως η οδηγός πλέον φέρει μόνιμα τραύματα ενώ εν τέλει η συνοδηγός κατάφερε να σώσει το κάτω άκρο του δεξιού ποδιού της από σχεδόν βέβαιο ακρωτηριασμό.
Απέκρυψε τη σχιζοφρένεια, είχε σταματήσει την αγωγή
Από τους μάρτυρες, σημαντική ήταν και η κατάθεση του αγροτικού ιατρού, ο οποίος δύο ημέρες πριν το έγκλημα, είχε εξετάσει τον κατηγορούμενο, ο οποίος μαζί με το θύμα είχε προσέλθει στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Κέντρου Υγείας Θήρας καθώς όπως δήλωσε είχε αϋπνίες εξαιτίας του άγχους που βίωνε από την εργασία του. Διευκρινίζεται πως ο κατηγορούμενος, προσωρινά απασχολούνταν σε εστιατόριο ξενοδοχείου, ως βοηθός μάγειρα, με τον διευθυντή του οποίου όπως υποστήριξε στην πρωτοβάθμια κατάθεσή του, είχε κακή σχέση.
Ο αγροτικός ιατρός, του χορήγησε μία ένεση, αφού τον ρώτησε απαραίτητα στοιχεία, ζητώντας μάλιστα να πληροφορηθεί για το ιστορικό του. Ο δράστης ενώ μεταγενέστερα υποστήριξε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια, είχε αποκρύψει το γεγονός από τον αγροτικό ιατρό.
Άκρως σημαντική ωστόσο, ήταν η κατάθεση του ψυχιάτρου που τον παρακολουθούσε μέχρι το 2003, από τη χρονική στιγμή που το θύμα - όταν ήταν στο στρατό - είχε παρουσιάσει μία έντονη κρίση. Ο ψυχίατρος τόνισε ότι ο δράστης όφειλε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή συστηματικά καθώς έχρηζε και ψυχιατρικής παρακολούθησης. Όπως έγινε γνωστό ο θύτης, μετά τη γνωριμία του το 2003 με το θύμα, σταμάτησε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς να έχει ενημερώσει τον ιατρό που τον παρακολουθούσε μεταγενέστερα.
Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, τόνισε ότι ο δράστης εκτός από το ότι είχε κριθεί Ι5 στο στρατό, προσκομίζοντας γνωματεύσεις ειδικών, κάποιες από τις οποίες φέρουν και πρόσφατες χρονολογίες, υποστήριξε πως αποδεικνύεται ότι ο δράστης κατά τη διάρκεια που τελούσε την πράξη του δεν είχε καταλογισμό. Το συγκεκριμένο επιχείρημα αμφισβητήθηκε έντονα από την Πολιτική Αγωγή, οι δικηγόροι της οποίας έκαναν ξεκάθαρα λόγο για πράξεις που αρμόζουν σε εγκληματική φυσιογνωμία.
Πηγή: new247 με πληροφορίες απ¨ο koinignomi
xespao
Τον Αύγουστο του 2008 η Σαντορίνη είχε συγκλονιστεί από τη δολοφονία μιας 25χρονης την οποία αποκεφάλισε ο σύζυγός της και περιέφερε το κεφάλι της στους δρόμους του νησιού.
Η πολύκροτη υπόθεση που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, με το Εφετείο να κρίνει ομόφωνα ένοχο τον 36χρονο δράστη για όλες τις κατηγορίες, για τις οποίες είχε καταδικαστεί και πρωτόδικα. Πιο συγκεκριμένα, για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε βάρος της συζύγου του, απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος δύο γιατρών, απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος αστυνομικού, οπλοχρησία κατά συρροή, περιύβριση νεκρού, διακεκριμένη αντίσταση και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με πρόθεση.
Το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία (6-1) ότι ο 36χρονος είχε πλήρη καταλογισμό. Όπως είχε συμβεί πρωτόδικα, έτσι και τώρα, ο δράστης καταδικάστηκε σε ισόβια και κάθειρξη 24 ετών.
Στα αξιοσημείωτα είναι ότι ο 36χρονος, ο οποίος στην πρώτη κατάθεση του είχε αναφερθεί με λεπτομέρειες στο ειδεχθές έγκλημα που τέλεσε, αν και παραδέχτηκε την πράξη του στο Εφετείο, δεν «θυμόταν» περισσότερα. Η συνήγορος υπεράσπισης έκανε λόγο για δολοφονία που έγινε εν βρασμώ ψυχής, καθώς ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια και ζήτησε από τους δικαστές να αποφασίσουν αν η ποινή του θα αφορά σε εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική ή σε αντίστοιχο τμήμα των φυλακών Δομοκού, όπου κρατείτο.
Την αποκεφάλισε ενώ ήταν ακόμη εν ζωή
Ο δράστης, που είχε γνωριστεί το 2003 με τη θανούσα και είχαν συνάψει σχέση, μετά από διαπληκτισμό που είχαν στην κατοικία που διέμεναν στη Σαντορίνη, τη μαχαίρωσε επτά φορές, με πέντε διαφορετικά μαχαίρια και ενώ ακόμη ήταν εν ζωή, την αποκεφάλισε, αφού πρώτα έκοψε το κεφάλι του σκύλου που είχαν ως κατοικίδιο.
Ο ίδιος, παρά τις ενέργειες και τις ερωτήσεις των γειτόνων να πληροφορηθούν τι γινόταν, καθώς άκουγαν την άτυχη κοπέλα που ζητούσε βοήθεια, τους είπε ότι δεν συνέβη τίποτε, κράτησε το κεφάλι του θύματος από τα μαλλιά πήρε το ένα μαχαίρι και περπάτησε αρκετά μέτρα έξω από το σπίτι κατευθυνόμενος προς τα Φηρά. Σε απόσταση 800 μέτρων εντοπίσθηκε από δύο περιπολικά, αφού οι περίοικοι είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συλλάβουν, ωστόσο ο ίδιος, κατάφερε προσποιούμενος πως παραδίδεται αρχικά, να ξεφύγει, παίρνοντας ξανά το κεφάλι του θύματος και το μαχαίρι και επιβιβαζόμενος σε ένα από τα τζιπ των αστυνομικών. Στη συνέχεια, επιχειρώντας να απομακρυνθεί από το σημείο ανέπτυξε ταχύτητα και προκάλεσε ατύχημα κάνοντας ελιγμό, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε ένα δίκυκλο που ερχόταν με αντίθετη κατεύθυνση στην επαρχιακή οδό Φηρών – Πύργου.
Από το ατύχημα, η μία κοπέλα εκτοξεύθηκε περίπου 15 μέτρα μακριά ενώ η οδηγός έπεσε στο οδόστρωμα. Στο σημείο εκείνο υπήρξαν νέες προσπάθειες σύλληψης του δράστη από τους αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων χρησιμοποιώντας όπλο και πυροβολώντας τον και στα πόδια κατάφερε να τον ακινητοποιήσει.
«Την χρησιμοποιούσε»
Πρώτος κλήθηκε να καταθέσει ο πατέρας της άτυχης κοπέλας, ο οποίος εστίασε ιδιαίτερα στο σημείο που επικεντρώθηκε και η θεία του θύματος. Χαρακτηριστικά υποστήριξαν ότι είχαν γνωρίσει τον δράστη αρκετό καιρό πριν παντρευτεί με το θύμα, επισημαίνοντας ότι σταδιακά είχαν αντιληφθεί πως ο ίδιος τη χρησιμοποιούσε, προκειμένου να επιβιώσει οικονομικά και κοινωνικά. Επισημαίνεται ότι η άτυχη 25χρονη ήταν δασκάλα και εργαζόταν μόνιμα σε σχολείο της Σαντορίνης, ενώ ο ίδιος ήταν απόφοιτος Λυκείου και άλλαζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαγγελματικό περιβάλλον, αφού όπως επικαλέστηκε η γραμμή υπεράσπισής του, δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα περιβάλλον εξαιτίας σοβαρής ψυχωσικής διαταραχής – σχιζοφρένειας από την οποία - σύμφωνα με όσα υποστήριξε η δικηγόρος του εντός του δικαστηρίου -, έπασχε.
Στην ιδιαίτερα φορτισμένη κατάθεσή τους και οι δύο συγγενείς, σημείωσαν πως δεν ήταν γνώστες της ασθένειας του θύματος, καταθέτοντας ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο, ο οποίος είχε "αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στο θύμα". Η θεία της κοπέλας μάλιστα, απέδωσε τους χαρακτηρισμούς "τεμπέλης" και "ευκαιριακός" στον κατηγορούμενο, ισχυριζόμενη πως "πρόθεσή του ήταν να ανελιχθεί χρησιμοποιώντας τη σύζυγο του".
«Προσποιήθηκε υπακοή»
Την ημέρα του εγκλήματος, στην υπόθεση καταδίωξης και σύλληψης του δράστη συμμετείχαν τέσσερις αστυνομικοί, οι οποίοι αμέσως μόλις ειδοποιήθηκαν για τη στυγερή δολοφονία, ξεκίνησαν να αναζητούν το δράστη. Αρχικά και ενώ τον εντόπισαν, προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν καλώντας τον να παραδοθεί. Ο δράστης αντιστάθηκε χρησιμοποιώντας ως φόβητρο το κεφάλι του θύματος και το μαχαίρι, ωστόσο σημαδεύοντάς τον με το όπλο ο ένας αστυνομικός και ζητώντας του να παραδοθεί, ο ίδιος αρχικά έπεσε στο οδόστρωμα φέρνοντας σταδιακά τα χέρια πίσω από την πλάτη.
Στην προσπάθεια του αστυνομικού να του περάσει χειροπέδες, ο οποίος είχε το ένα πόδι στην πλάτη του κατηγορουμένου, ο δράστης αντέδρασε έντονα, πετάχτηκε όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε και πήρε στα χέρια του, το μαχαίρι και το κεφάλι του θύματος. Ο αστυνομικός σημαδεύοντας τον στο δεξί χέρι και πυροβολώντας μια φορά στον αέρα και μία φορά στο χέρι του, επιχείρησε να τον ακινητοποιήσει, ωστόσο ο δράστης κρύφτηκε ανάμεσα στα δύο περιπολικά οχήματα. Ανάμεσα σε άλλα, οι αστυνομικοί δήλωσαν πως ενώ τον χτύπησαν τρεις σφαίρες, ο ίδιος έδειξε ξεκάθαρα πως προσπαθούσε να ξεφύγει, όπως και έπραξε αρχικά, ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι επιχείρησε να τους παραπλανήσει, προσποιούμενος πως υπακούει στις εντολές τους. Σημειώνεται πως με το μαχαίρι ο δράστης τραυμάτισε στο πρόσωπο τον ένα αστυνομικό ενώ και ο αξιωματικός της υπηρεσίας, στο πλαίσιο της μαρτυρίας του δήλωσε ξεκάθαρα πως "έβριζε και πρόθεσή του ήταν να μας σκοτώσει".
«Εύκολος στόχος για να ξεφύγει της σύλληψης»
«Εύκολος στόχος» για τον δράστη, στις ενέργειές του να μη συλληφθεί αποτέλεσαν οι δύο γιατροί του Κέντρου Υγείας Θήρας, εκ των οποίων η μία που παρευρέθηκε και κατέθεσε, υποστήριξε ότι ο δράστης "επέλεξε" να συγκρουστεί με το δίκυκλο ώστε να απασχοληθούν οι αστυνομικοί που τον καταδίωκαν - αφότου επιβιβάστηκε στο περιπολικό - με τα νέα θύματα που θα προέκυπταν.
Οι δύο γιατροί κατευθυνόμενες προς το Κέντρο Υγείας, αντίκρισαν το δράστη να έρχεται επάνω τους. Οι ίδιες προσπάθησαν να τον αποφύγουν αλλά ο ίδιος, κάνοντας έναν ελιγμό προσέκρουσε στο δίκυκλο. Η συνεπιβάτιδα στη μηχανή, από τη σύγκρουση πετάχτηκε 15 μέτρα μακριά ενώ η οδηγός που εκπροσωπήθηκε από τον πατέρα της στο δικαστήριο, έπεσε στο οδόστρωμα. Οι δύο κοπέλες υποστήριξαν ότι "σώθηκαν από θαύμα" επισημαίνοντας ωστόσο πως έφεραν πολύ σοβαρά τραύματα και νοσηλεύθηκαν για σημαντικό χρονικό διάστημα σε Νοσοκομείο. Τονίσθηκε δε, το γεγονός πως η οδηγός πλέον φέρει μόνιμα τραύματα ενώ εν τέλει η συνοδηγός κατάφερε να σώσει το κάτω άκρο του δεξιού ποδιού της από σχεδόν βέβαιο ακρωτηριασμό.
Απέκρυψε τη σχιζοφρένεια, είχε σταματήσει την αγωγή
Από τους μάρτυρες, σημαντική ήταν και η κατάθεση του αγροτικού ιατρού, ο οποίος δύο ημέρες πριν το έγκλημα, είχε εξετάσει τον κατηγορούμενο, ο οποίος μαζί με το θύμα είχε προσέλθει στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Κέντρου Υγείας Θήρας καθώς όπως δήλωσε είχε αϋπνίες εξαιτίας του άγχους που βίωνε από την εργασία του. Διευκρινίζεται πως ο κατηγορούμενος, προσωρινά απασχολούνταν σε εστιατόριο ξενοδοχείου, ως βοηθός μάγειρα, με τον διευθυντή του οποίου όπως υποστήριξε στην πρωτοβάθμια κατάθεσή του, είχε κακή σχέση.
Ο αγροτικός ιατρός, του χορήγησε μία ένεση, αφού τον ρώτησε απαραίτητα στοιχεία, ζητώντας μάλιστα να πληροφορηθεί για το ιστορικό του. Ο δράστης ενώ μεταγενέστερα υποστήριξε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια, είχε αποκρύψει το γεγονός από τον αγροτικό ιατρό.
Άκρως σημαντική ωστόσο, ήταν η κατάθεση του ψυχιάτρου που τον παρακολουθούσε μέχρι το 2003, από τη χρονική στιγμή που το θύμα - όταν ήταν στο στρατό - είχε παρουσιάσει μία έντονη κρίση. Ο ψυχίατρος τόνισε ότι ο δράστης όφειλε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή συστηματικά καθώς έχρηζε και ψυχιατρικής παρακολούθησης. Όπως έγινε γνωστό ο θύτης, μετά τη γνωριμία του το 2003 με το θύμα, σταμάτησε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς να έχει ενημερώσει τον ιατρό που τον παρακολουθούσε μεταγενέστερα.
Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, τόνισε ότι ο δράστης εκτός από το ότι είχε κριθεί Ι5 στο στρατό, προσκομίζοντας γνωματεύσεις ειδικών, κάποιες από τις οποίες φέρουν και πρόσφατες χρονολογίες, υποστήριξε πως αποδεικνύεται ότι ο δράστης κατά τη διάρκεια που τελούσε την πράξη του δεν είχε καταλογισμό. Το συγκεκριμένο επιχείρημα αμφισβητήθηκε έντονα από την Πολιτική Αγωγή, οι δικηγόροι της οποίας έκαναν ξεκάθαρα λόγο για πράξεις που αρμόζουν σε εγκληματική φυσιογνωμία.
Πηγή: new247 με πληροφορίες απ¨ο koinignomi
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ