2013-11-16 23:00:16
Μάθαμε όλοι τη μικρή Ολλανδέζα που έπαιξε Τσιτσάνη. Ας ακούσουμε και το αυθεντικό!
Μία ιστορία του Ηλία Πετρόπουλου... o Γιάννης Τσαρούχης για τον Τσιτσάνη, η αυθεντική εκτέλεση του Τσιτσάνη και η εκτέλεση της Emmy Storms.
Το αυθεντικό
Το σολάρισμα της Ολλανδής Emmy Storms
Ο προικισμένος, Ηλίας Πετρόπουλος
Δεν είμαι ο βιογράφος του Τσιτσάνη. Για να καταλάβεις την προσφορά του Τσιτσάνη πρέπει να τον δεις σε συσχετισμό με τον ανώνυμο κόσμο των παλιών μουρμούρικων και τους επώνυμους συνθέτες της ακμής του ρεμπέτικου. Από τη σύγκριση αναδεικνύεται ο Τσιτσάνης ως ο πιο προικισμένος λαϊκός δημιουργός.
Η ιστορία του ρεμπέτικου αρχίζει με τα μουρμούρικα τραγούδια που λέγανε οι μουρμούρηδες στους τεκέδες και τις φυλακές. Η περίοδος αυτή φαίνεται να καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τα πρώτα - πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Στα μουρμούρικα ενυπάρχουν αρκετοί κρίκοι που τα συνδέουν με το δημοτικό τραγούδι. Τα μουρμούρικα ήσανε αδέσποτα τραγούδια αγνώστων συνθετών και ποιητών. Πρόκειται για τα γνησιότερα ρεμπέτικα. Ελάχιστα μουρμούρικα σώθηκαν.
Λίγο μετά το 1930 εμφανίζονται οι επώνυμοι συνθέτες ρεμπέτικων. Και εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες των τραγουδιών τους. Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην εποχή των ποσοστών, καθώς και των εξωφρενικών αμοιβών διαφόρων τραγουδιστών. Γιατί, με το πέρασμα του χρόνου, μπήκανε στο παιχνίδι οι τραγουδιστές και, αργότερα, οι λόγηδες (δηλαδή, οι στιχουργοί).
Από το 1935-1936 έως το τέλος του Εμφυλίου παρελαύνει μια λαμπρή πλειάδα λαϊκών συνθετών, που συγχρόνως είναι βιρτουόζοι του μπουζουκιού και ικανότατοι τραγουδιστές. Η περίοδος της 4ης Αυγούστου τελεί κάτω από το πέλμα της Στρατιωτικής Λογοκρισίας και τις εκβιαστικές ίντριγκες των φωνογραφικών εταιρειών, που χορηγούσαν κάτι ψίχουλα στους συνθέτες, μεταξύ των οποίων τα διαβόητα εκτελεστικά.
Επί Κατοχής οι λαϊκοί συνθέτες απόχτησαν, εκ νέου, την ελευθερία τους, αφού δεν υπήρχαν μήτε δίσκοι μήτε λογοκρισία των δίσκων. Επί Κατοχής η οικονομική βάση των λαϊκών συνθετών ήτο το πάλκο. Τότε άνθησε το (άνευ δίσκων) ρεμπέτικο, που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, όπως ο Σαλταδόρος του Γενίτσαρη, τα χασικλίδικα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Καλδάρα κ.ά. Εδώ και πενήντα χρόνια το ρεμπέτικο έσβησε.
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ήταν από τους μεγάλους θαυμαστές του Βασίλη Τσιτσάνη
Μέσα στην πλειάδα των επωνύμων συνθετών αναμφιβόλως υπερέχει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Είναι ο καλλιτέχνης που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του χίλια χαρίσματα. Έγραφε ωραία μουσική και ωραίους στίχους, ήτο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, τραγούδαγε, είχε καλούς τρόπους, ήξερε γράμματα, κατάφερνε να ελίσσεται. Σήμερα, που οργιάζει η ανεύθυνη μυθολογία περί ρεμπέτικου, φορτώνουν τον Τσιτσάνη με προτερήματα και ελαττώματα που δεν είχε ο άνθρωπος.
Σε δύο δεκαετίες οι λαϊκοί συνθέτες που εδημιούργησαν τόσα και τόσα θαυμάσια τραγούδια άλλαξαν πολύ, λόγω της αφόρητης πίεσης που ασκεί η Δόξα και το Χρήμα. Τον παλιό καιρό όλοι οι συνθέτες και μπουζουξήδες ήσανε φιλαράκια. Μα, στο τέλος, κατέληξαν λυσσασμένοι εχθροί.
Αυτό το πλαίσιο ίσχυε και για τον Τσιτσάνη, που, ωστόσο, πάντα κατόρθωνε να γλιστράει, αποφεύγοντας τα θανάσιμα πλήγματα. Τη δεκαετία του '50 οι φωνογραφικές εταιρείες δολοφόνησαν, εν ψυχρώ, την παλιά φρουρά του ρεμπέτικου (Μάρκος, Παπαϊωάννου, Στράτος, Κερομύτης, Γενίτσαρης, Μητσάκης, Γεωργακοπούλου κ.ά.).
Ο Χιώτης επέζησε γιατί εγκατάλειψε το στιγματισμένο τρίχορδο μπουζούκι και το κλασικό ρεπερτόριο. Ο Τσιτσάνης κατάφερε να διατηρήσει μια μειωμένη θέση, με σχετική αξιοπρέπεια.
Ναι, θυμάμαι πολύ καλά τον Τσιτσάνη. Τον θυμάμαι να τραγουδάει, το 1945, σ' ένα κουτούκι με τρία τραπεζάκια. Θυμάμαι το τάβλι που παίζαμε στη Γλυφάδα. Τον θυμάμαι στο Φαληρικόν του Μαργωμένου, με τον Μητσάκη και την Χρυσάφη, τον Ευσταθίου και τον Γαβαλά. Τον θυμάμαι στο «Χίλτον», το 1968, που ήρθε και τραγούδησε στην έκθεση Ρεμπέτικα Τραγούδια - Τεκμήρια, που είχα οργανώσει. Θυμάμαι κάτι δίσκους που μου έστειλε στο Βερολίνο, το 1983 εκεί, λίγο αργότερα, έμαθα τον θάνατό του http://www.athensvoice.gr/
Μία ιστορία του Ηλία Πετρόπουλου... o Γιάννης Τσαρούχης για τον Τσιτσάνη, η αυθεντική εκτέλεση του Τσιτσάνη και η εκτέλεση της Emmy Storms.
Το αυθεντικό
Το σολάρισμα της Ολλανδής Emmy Storms
Ο προικισμένος, Ηλίας Πετρόπουλος
Δεν είμαι ο βιογράφος του Τσιτσάνη. Για να καταλάβεις την προσφορά του Τσιτσάνη πρέπει να τον δεις σε συσχετισμό με τον ανώνυμο κόσμο των παλιών μουρμούρικων και τους επώνυμους συνθέτες της ακμής του ρεμπέτικου. Από τη σύγκριση αναδεικνύεται ο Τσιτσάνης ως ο πιο προικισμένος λαϊκός δημιουργός.
Η ιστορία του ρεμπέτικου αρχίζει με τα μουρμούρικα τραγούδια που λέγανε οι μουρμούρηδες στους τεκέδες και τις φυλακές. Η περίοδος αυτή φαίνεται να καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τα πρώτα - πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Στα μουρμούρικα ενυπάρχουν αρκετοί κρίκοι που τα συνδέουν με το δημοτικό τραγούδι. Τα μουρμούρικα ήσανε αδέσποτα τραγούδια αγνώστων συνθετών και ποιητών. Πρόκειται για τα γνησιότερα ρεμπέτικα. Ελάχιστα μουρμούρικα σώθηκαν.
Λίγο μετά το 1930 εμφανίζονται οι επώνυμοι συνθέτες ρεμπέτικων. Και εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες των τραγουδιών τους. Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην εποχή των ποσοστών, καθώς και των εξωφρενικών αμοιβών διαφόρων τραγουδιστών. Γιατί, με το πέρασμα του χρόνου, μπήκανε στο παιχνίδι οι τραγουδιστές και, αργότερα, οι λόγηδες (δηλαδή, οι στιχουργοί).
Από το 1935-1936 έως το τέλος του Εμφυλίου παρελαύνει μια λαμπρή πλειάδα λαϊκών συνθετών, που συγχρόνως είναι βιρτουόζοι του μπουζουκιού και ικανότατοι τραγουδιστές. Η περίοδος της 4ης Αυγούστου τελεί κάτω από το πέλμα της Στρατιωτικής Λογοκρισίας και τις εκβιαστικές ίντριγκες των φωνογραφικών εταιρειών, που χορηγούσαν κάτι ψίχουλα στους συνθέτες, μεταξύ των οποίων τα διαβόητα εκτελεστικά.
Επί Κατοχής οι λαϊκοί συνθέτες απόχτησαν, εκ νέου, την ελευθερία τους, αφού δεν υπήρχαν μήτε δίσκοι μήτε λογοκρισία των δίσκων. Επί Κατοχής η οικονομική βάση των λαϊκών συνθετών ήτο το πάλκο. Τότε άνθησε το (άνευ δίσκων) ρεμπέτικο, που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, όπως ο Σαλταδόρος του Γενίτσαρη, τα χασικλίδικα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Καλδάρα κ.ά. Εδώ και πενήντα χρόνια το ρεμπέτικο έσβησε.
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ήταν από τους μεγάλους θαυμαστές του Βασίλη Τσιτσάνη
Μέσα στην πλειάδα των επωνύμων συνθετών αναμφιβόλως υπερέχει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Είναι ο καλλιτέχνης που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του χίλια χαρίσματα. Έγραφε ωραία μουσική και ωραίους στίχους, ήτο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, τραγούδαγε, είχε καλούς τρόπους, ήξερε γράμματα, κατάφερνε να ελίσσεται. Σήμερα, που οργιάζει η ανεύθυνη μυθολογία περί ρεμπέτικου, φορτώνουν τον Τσιτσάνη με προτερήματα και ελαττώματα που δεν είχε ο άνθρωπος.
Σε δύο δεκαετίες οι λαϊκοί συνθέτες που εδημιούργησαν τόσα και τόσα θαυμάσια τραγούδια άλλαξαν πολύ, λόγω της αφόρητης πίεσης που ασκεί η Δόξα και το Χρήμα. Τον παλιό καιρό όλοι οι συνθέτες και μπουζουξήδες ήσανε φιλαράκια. Μα, στο τέλος, κατέληξαν λυσσασμένοι εχθροί.
Αυτό το πλαίσιο ίσχυε και για τον Τσιτσάνη, που, ωστόσο, πάντα κατόρθωνε να γλιστράει, αποφεύγοντας τα θανάσιμα πλήγματα. Τη δεκαετία του '50 οι φωνογραφικές εταιρείες δολοφόνησαν, εν ψυχρώ, την παλιά φρουρά του ρεμπέτικου (Μάρκος, Παπαϊωάννου, Στράτος, Κερομύτης, Γενίτσαρης, Μητσάκης, Γεωργακοπούλου κ.ά.).
Ο Χιώτης επέζησε γιατί εγκατάλειψε το στιγματισμένο τρίχορδο μπουζούκι και το κλασικό ρεπερτόριο. Ο Τσιτσάνης κατάφερε να διατηρήσει μια μειωμένη θέση, με σχετική αξιοπρέπεια.
Ναι, θυμάμαι πολύ καλά τον Τσιτσάνη. Τον θυμάμαι να τραγουδάει, το 1945, σ' ένα κουτούκι με τρία τραπεζάκια. Θυμάμαι το τάβλι που παίζαμε στη Γλυφάδα. Τον θυμάμαι στο Φαληρικόν του Μαργωμένου, με τον Μητσάκη και την Χρυσάφη, τον Ευσταθίου και τον Γαβαλά. Τον θυμάμαι στο «Χίλτον», το 1968, που ήρθε και τραγούδησε στην έκθεση Ρεμπέτικα Τραγούδια - Τεκμήρια, που είχα οργανώσει. Θυμάμαι κάτι δίσκους που μου έστειλε στο Βερολίνο, το 1983 εκεί, λίγο αργότερα, έμαθα τον θάνατό του http://www.athensvoice.gr/
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πόσες κρέμες προσώπου χρειάζεται μια 40άρα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ