2013-11-17 21:27:56
Βουβή φωτογραφία,
γράφει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
(μέλος της European Film Academy)
Μια φωτογραφία ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Λένε..
Μια φωτογραφία όμως μπορεί και να μη «λέει» τίποτα, επειδή η γλώσσα της σιωπής αδυνατεί να περιορίσει σε χίλιες μόνο λεξούλες το μέγεθος και το περιεχόμενο αυτού που στη φωτογραφία απεικονίζεται.
Και τότε η σιωπή κι η βουβή φωτογραφία γίνονται ακατάσχετη φλυαρία Όπως στην περίπτωση αυτής της φωτογραφίας από την κηδεία της Αντιγόνης Βαλάκου όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η Αννα Συνοδινού κι ο τρόπος με τον οποίο την αποχαιρετά.
Είναι η φωτογραφία που για ένα 24ωρο δεν με άφησε να ησυχάσω, με παίδεψε, με αναστάτωσε, με συγκλόνισε, την «έκλεψα» όπως λέμε και στη διαδικτυακή μας πλέον γλώσσα, την «ποστάρισα» (από την ίδια νέα ορολογία νέων πραγμάτων) κι από την απήχηση που είχε το «κλέψιμο» αυτό, ένιωσα άλλα τόσα από όσα δεν θα έφταναν οι χίλιες ταπεινές κι ασήμαντες λέξεις να περιγράψουν αυτή τη φωτογραφία.
Με επηρέασε τόσο πολύ που ενώ είχα συγκλονιστεί από την είδηση του θανάτου της μεγάλης ηθοποιού μας, της Αντιγόνης Βαλάκου, κι αμέσως είχε αναπηδήσει ο πρόλογος ενός αφιερώματος, ενός φόρου τιμής καλύτερα, που ήθελα να της κάνω, ξαφνικά μου ανάτρεψε το σκηνικό.
Τι ήθελα να πω για τη Βαλάκου;
Θα άρχιζα με κάτι που έχω γράψει για την Μέριλ Στριπ, πως φαντάζομαι ότι δεν θα υπάρχει πιο βαρετή ταινία αν κάποτε αποφασίσουν να μεταφέρουν στο σινεμά τη βιογραφία της.
Διότι η βιογραφία της Στριπ περιλαμβάνει μόνο ρόλους και ταινίες αλλά κανένα παρασκήνιο, κανένα σκάνδαλο, καμία «ατασθαλία», να το πούμε έτσι, κανένα επεισόδιο κρεββατοκάμαρας, εραστών, κλπ κλπ.
Αυτό περί Μέριλ Στριπ μου είχε περάσει για πρώτη φορά από το νου όταν 2010 είχε πεθάνει μια άλλη μεγάλη, μέγιστη, Ελληνίδα ηθοποιός, η Βάσω Μανωλίδου.
Κάθισα να γράψω τότε για αυτήν και μου βγήκε ένας ποταμός ερμηνειών και ρόλων μιας καριέρας 50 ετών που το μόνο το οποίο είχε να επιδείξει ήταν ερμηνείες και ρόλοι. Πόσο βαρετό θα μπορούσε να ήταν αυτό για ένα αναγνώστη;
Το ίδιο πρόβλημα ετοιμαζόμουν να αντιμετωπίσω με τη Βαλάκου.
Θα έλεγα για ένα κορίτσι που πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, το καλοκαίρι του 1949, την βρίσκει ο Αιμίλιος Βεάκης, ο μέγιστος των κλασικών Ελλήνων ηθοποιών της σκηνής να τελειώνει τη σχολή του Βασίλη Ρώτα και να τη βγάζει αμέσως στο θέατρο, σε ένα νεοσύστατο θίασο που είχε ιδρύσει με την επωνυμία «Ρεαλιστικό Θέατρο» και τον είχε εγκαταστήσει στο «Περοκέ», στην πλατεία Καραισκάκη. Εκεί την εμφάνισε στο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη, ένα ποιητικό πόνημα επηρεασμένο άμεσα από τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, μετά τη χρησιμοποίησε και στο «Χρυσάφι» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και το κοινό έμεινε άφωνο με αυτό το πανέμορφο κορίτσι, που με τη μία έδειχνε ότι ήταν έτοιμο να εξουσιάσει τη σκηνή, όπως και το έκανε και να φανερώσει ένα τρομερό κι απεριόριστο νεύρο, που έδειχνε τον καλλιτεχνικό παλμό της.
Θα έλεγα μετά πως την πήρε στο θίασο της για να την έχει ως ενζενύ η Κατερίνα, η άλλη μεγάλη ιέρεια-δασκάλα του ελληνικού θεάτρου, ύστερα θα πηγαίναμε στο Εθνικό όπου έπαιξε «Μάγισες του Σάλεμ» του Αρθουρ Μίλερ πλάι στον Γιώργο Παππά και την τότε νεότατη Τζένη Καρέζη, ύστερα την «Κολόμπ» του Ανούιγ, μετά δοκιμή στην τραγωδία, τότε που για να σε δοκιμάσουν έπρεπε να έχεις δείξει, και την κάνουν Ισμήνη στην ιστορική «Αντιγόνη» με την οποία έκανε θριαμβευτική πρωταγωνιστική είσοδο στην τραγωδία η Αννα Συνοδινού αφού προηγουμένως είχε κι αυτή δοκιμαστεί ως Πολυξένη στην «Εκάβη» δίπλα στην Κατίνα Παξινού
Α, να, μια διακοπή που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει στη ροή του κειμένου αυτή η φωτογραφία, ότι αυτές οι δύο είχαν παίξει μαζί στα νιάτα τους. Μα δεν ήταν μια τέτοια φωτογραφία..
Υστερα, θα συνέχιζα με το θέατρο των πρωταγωνιστριών, το θέατρο «Μουσούρη» όπου ο θιασάρχης Κώστας Μουσούρης που επέβαλε οριστικά καθιερωμένες ή εκκολαπτόμενες πρωταγωνίστριες, την πήρε από το Εθνικό, της έδωσε το «Ημερολόγιο της Αννας Φράνκ» και μαζί και το βραβείο Κοτοπούλη για την ερμηνεία της που της το παρέδωσε η προηγούμενη νικήτρια Αννα Συνοδινού και δυό χρόνια μετά η Βαλάκου της το «επέστρεψε» επειδή η Συνοδινού ξανατιμήθηκε με αυτό.
Να κι άλλα κοινά βιώματα των δύο, θα πρόσθετε η φωτογραφία, μόνο που η φωτογραφία ήταν πέρα κι από αυτά.
Θα συνέχιζα να απαριθμώ ρόλους , έργα, σχήματα, πότε στο Εθνικό, πότε στο Ελεύθερο Θέατρο με τον Κατράκη, με την «Φουέντε Οβεχούνα» και τον «Πραματευτή», τους δικούς της θιάσους που ανέβασε «Κυρά της θάλασσας» και σύγχρονο ρεπερτόριο, θα στεκόμουν ιδιιατέρως στην «Τάνια» του Αλεξέι Αρμπούζοφ που ήταν η πρώτη φορά που 12χρονο παιδάκι την έβλεπα στη σκηνή και βλέποντας την να παίζει έτσι όπως έπαιζε και να πάλλεται, πάλευαν μέσα μου για πρώτη ίσως φορά κάποιες έννοιες όπως «ηθοποιία», ειδικά σε μια σκηνή που προσπαθεί, στην παγωμένη Σιβηρία να σώσει το μωρό της από τη διφθερίτιδα… Απαπα, Παναγία μου!
Θα έλεγα πως μόλις το 1972 αποφασίζει να τολμήσει το πρωταγωνιστικό πέρασμα στο αρχαίο δράμα, κι όχι όπως τώρα που πάει στην Επίδαυρο και παίζει η κάθε παλαβιάρα, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και δεν θα πω τίποτε άλλο παρά αυτό που της είπε μια αυστηρή κι ενθουσιασμένη Κατίνα Παξινού που σηκώθηκε από το κάθισμα κι έσπευσε στο «κοίλον» να την χαιρετίσει , εις επήκοον όλων.
«Ησουν πολύ καλή. Εμένα να ακούς. Εγώ είμαι αυτή που γνωρίζει πόσο σκληρό κόκκαλο είναι αυτός ο ρόλος»
Από κει και πέρα η Βαλάκου του δίνει και καταλαβαίνει. Τι έπαιξε; Τι δεν έπαιξε; Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά μόνο να παίζει. Δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο από το να παίζει.
Θα προσπεράσω όλο το ρεπερτόριο, μα ΟΛΟ, που ερμηνεύει σε όλα αυτά τα χρόνια, και θα φτάσω στην δεκαετία των 00ς, που κάνει το μονόλογο της «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν.
Δεν θα μιλήσω για τη διαύγεια της να θυμάται όλο αυτό το κείμενο, δεν θα μιλήσω για τον παλμό, το πάθος, το περιβόητο ΝΕΥΡΟ της και την ανεπανάληπτη τεχνική, μα θα πω για το κοινό και το πώς την αποθέωνε.
Μέχρι τέλους αυτό συνέβαινε. Δεν ξέρω στην προσωπική της ζωή τι έκανε κι αν ήταν ευχαριστημένη αλλά δεν ξέρω στην περίπτωση της και τι είναι προσωπική ζωή. Το να είσαι περιζήτητη ως τα 83 σου χρόνια, να παίζεις ό, τι έχει γραφτεί στο παγκόσμιο θέατρο, να γεμίζεις τα θέατρα και να κρέμονται σαν τσαμπιά, ε, δεν βαριέσαι, ο θάνατος θα έρθει κάποτε για όλους. Νομίζω ότι η Βαλάκου καλλιτεχνικά τουλάχιστον έφυγε με τον πιο ζηλευτό τρόπο .
Να κάτι τέτοια θα έλεγα, αν δεν είχε μεσολαβήσει η φωτογραφία,
φίνος
Α, ναι, θα έλεγα και για τον κινηματογράφο. Εκανε πέντε ταινίες στη «Φίνος Φιλμ» εκ των οποίων οι 4 είναι κλασικές, δηλαδή «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», «Το αμαξάκι», «Χαμένα όνειρα» και την θρυλική «Γκόλφω» που η επιτυχία της την «υποχρέωσε» να μείνει κι άλλο στη «φουστανέλα», θα σταθώ, όμως, σε μια δική της κουβέντα πως «με τον κινηματογράφο ήταν αμοιβαία τα αισθήματα. Ούτε εγώ τον αγάπησα ιδιαιτέρως ούτε εκείνος με αγάπησε ιδιαιτέρως». Δεν έχει δίκιο, ο Φίνος τη λάτρευε. Ποιος ξέρει; Μπα, την ενδιέφερε τόσο πολύ το θέατρο οπότε ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να της προσφέρει τις θεατρικές συγκινήσεις που εκείνη αποζητούσε.
Ηρθε όμως η φωτογραφία. Και έμεινα ενεός να κοιτάζω την άκρη ενός φέρετρου, το οποίο ίσα – ίσα που διακρινόταν και κεντρικό πρόσωπο να είναι η Αννα Συνοδινού κι ο βουβός πόνος με τον οποίο την αποχαιρετούσε ενώ η ημιμαθής κι αμόρφωτη επίσημη Ελληνική Πολιτεία ήταν απούσα.
Αυτή η φωτογραφία με το χέρι της Συνοδινού σηκωμένο να χαιρετήσει αλλά με μια ελαφριά κάμψη σαν να το βαραίνει ο πόνος μου είπε τόσα μα τόσα πολλά. Μου είπε ότι οι γυναίκες αυτές που υπηρέτησαν προπάντων το αρχαίο δράμα, πραγματικά το διδάχτηκαν και κυριολεκτικά το εστερνίστηκαν. Πιο πολύ αισθάνθηκα την «Εκάβη» να αποχαιρετά την «Πολυξένη» παρά τη Συνοδινού να αποχαιρετά τη Βαλάκου.
Μου έβγαλε πένθος για ένα θέατρο αλλά και για ένα πολιτισμό που έχουν πάψει πιά να υφίστανται. Για μια Ελλάδα που δεν φτωχαίνει απλώς, αλλά παραδέρνει πεντάρφανη, που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τα παιδιά της, ούτε καν την ώρα που αναχωρούν για το χωρίς επιστροφή ταξίδι.
Αναδημοσιευσα Από eimaimama.gr
γράφει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
(μέλος της European Film Academy)
Μια φωτογραφία ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Λένε..
Μια φωτογραφία όμως μπορεί και να μη «λέει» τίποτα, επειδή η γλώσσα της σιωπής αδυνατεί να περιορίσει σε χίλιες μόνο λεξούλες το μέγεθος και το περιεχόμενο αυτού που στη φωτογραφία απεικονίζεται.
Και τότε η σιωπή κι η βουβή φωτογραφία γίνονται ακατάσχετη φλυαρία Όπως στην περίπτωση αυτής της φωτογραφίας από την κηδεία της Αντιγόνης Βαλάκου όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η Αννα Συνοδινού κι ο τρόπος με τον οποίο την αποχαιρετά.
Είναι η φωτογραφία που για ένα 24ωρο δεν με άφησε να ησυχάσω, με παίδεψε, με αναστάτωσε, με συγκλόνισε, την «έκλεψα» όπως λέμε και στη διαδικτυακή μας πλέον γλώσσα, την «ποστάρισα» (από την ίδια νέα ορολογία νέων πραγμάτων) κι από την απήχηση που είχε το «κλέψιμο» αυτό, ένιωσα άλλα τόσα από όσα δεν θα έφταναν οι χίλιες ταπεινές κι ασήμαντες λέξεις να περιγράψουν αυτή τη φωτογραφία.
Με επηρέασε τόσο πολύ που ενώ είχα συγκλονιστεί από την είδηση του θανάτου της μεγάλης ηθοποιού μας, της Αντιγόνης Βαλάκου, κι αμέσως είχε αναπηδήσει ο πρόλογος ενός αφιερώματος, ενός φόρου τιμής καλύτερα, που ήθελα να της κάνω, ξαφνικά μου ανάτρεψε το σκηνικό.
Τι ήθελα να πω για τη Βαλάκου;
Θα άρχιζα με κάτι που έχω γράψει για την Μέριλ Στριπ, πως φαντάζομαι ότι δεν θα υπάρχει πιο βαρετή ταινία αν κάποτε αποφασίσουν να μεταφέρουν στο σινεμά τη βιογραφία της.
Διότι η βιογραφία της Στριπ περιλαμβάνει μόνο ρόλους και ταινίες αλλά κανένα παρασκήνιο, κανένα σκάνδαλο, καμία «ατασθαλία», να το πούμε έτσι, κανένα επεισόδιο κρεββατοκάμαρας, εραστών, κλπ κλπ.
Αυτό περί Μέριλ Στριπ μου είχε περάσει για πρώτη φορά από το νου όταν 2010 είχε πεθάνει μια άλλη μεγάλη, μέγιστη, Ελληνίδα ηθοποιός, η Βάσω Μανωλίδου.
Κάθισα να γράψω τότε για αυτήν και μου βγήκε ένας ποταμός ερμηνειών και ρόλων μιας καριέρας 50 ετών που το μόνο το οποίο είχε να επιδείξει ήταν ερμηνείες και ρόλοι. Πόσο βαρετό θα μπορούσε να ήταν αυτό για ένα αναγνώστη;
Το ίδιο πρόβλημα ετοιμαζόμουν να αντιμετωπίσω με τη Βαλάκου.
Θα έλεγα για ένα κορίτσι που πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, το καλοκαίρι του 1949, την βρίσκει ο Αιμίλιος Βεάκης, ο μέγιστος των κλασικών Ελλήνων ηθοποιών της σκηνής να τελειώνει τη σχολή του Βασίλη Ρώτα και να τη βγάζει αμέσως στο θέατρο, σε ένα νεοσύστατο θίασο που είχε ιδρύσει με την επωνυμία «Ρεαλιστικό Θέατρο» και τον είχε εγκαταστήσει στο «Περοκέ», στην πλατεία Καραισκάκη. Εκεί την εμφάνισε στο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη, ένα ποιητικό πόνημα επηρεασμένο άμεσα από τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, μετά τη χρησιμοποίησε και στο «Χρυσάφι» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και το κοινό έμεινε άφωνο με αυτό το πανέμορφο κορίτσι, που με τη μία έδειχνε ότι ήταν έτοιμο να εξουσιάσει τη σκηνή, όπως και το έκανε και να φανερώσει ένα τρομερό κι απεριόριστο νεύρο, που έδειχνε τον καλλιτεχνικό παλμό της.
Θα έλεγα μετά πως την πήρε στο θίασο της για να την έχει ως ενζενύ η Κατερίνα, η άλλη μεγάλη ιέρεια-δασκάλα του ελληνικού θεάτρου, ύστερα θα πηγαίναμε στο Εθνικό όπου έπαιξε «Μάγισες του Σάλεμ» του Αρθουρ Μίλερ πλάι στον Γιώργο Παππά και την τότε νεότατη Τζένη Καρέζη, ύστερα την «Κολόμπ» του Ανούιγ, μετά δοκιμή στην τραγωδία, τότε που για να σε δοκιμάσουν έπρεπε να έχεις δείξει, και την κάνουν Ισμήνη στην ιστορική «Αντιγόνη» με την οποία έκανε θριαμβευτική πρωταγωνιστική είσοδο στην τραγωδία η Αννα Συνοδινού αφού προηγουμένως είχε κι αυτή δοκιμαστεί ως Πολυξένη στην «Εκάβη» δίπλα στην Κατίνα Παξινού
Α, να, μια διακοπή που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει στη ροή του κειμένου αυτή η φωτογραφία, ότι αυτές οι δύο είχαν παίξει μαζί στα νιάτα τους. Μα δεν ήταν μια τέτοια φωτογραφία..
Υστερα, θα συνέχιζα με το θέατρο των πρωταγωνιστριών, το θέατρο «Μουσούρη» όπου ο θιασάρχης Κώστας Μουσούρης που επέβαλε οριστικά καθιερωμένες ή εκκολαπτόμενες πρωταγωνίστριες, την πήρε από το Εθνικό, της έδωσε το «Ημερολόγιο της Αννας Φράνκ» και μαζί και το βραβείο Κοτοπούλη για την ερμηνεία της που της το παρέδωσε η προηγούμενη νικήτρια Αννα Συνοδινού και δυό χρόνια μετά η Βαλάκου της το «επέστρεψε» επειδή η Συνοδινού ξανατιμήθηκε με αυτό.
Να κι άλλα κοινά βιώματα των δύο, θα πρόσθετε η φωτογραφία, μόνο που η φωτογραφία ήταν πέρα κι από αυτά.
Θα συνέχιζα να απαριθμώ ρόλους , έργα, σχήματα, πότε στο Εθνικό, πότε στο Ελεύθερο Θέατρο με τον Κατράκη, με την «Φουέντε Οβεχούνα» και τον «Πραματευτή», τους δικούς της θιάσους που ανέβασε «Κυρά της θάλασσας» και σύγχρονο ρεπερτόριο, θα στεκόμουν ιδιιατέρως στην «Τάνια» του Αλεξέι Αρμπούζοφ που ήταν η πρώτη φορά που 12χρονο παιδάκι την έβλεπα στη σκηνή και βλέποντας την να παίζει έτσι όπως έπαιζε και να πάλλεται, πάλευαν μέσα μου για πρώτη ίσως φορά κάποιες έννοιες όπως «ηθοποιία», ειδικά σε μια σκηνή που προσπαθεί, στην παγωμένη Σιβηρία να σώσει το μωρό της από τη διφθερίτιδα… Απαπα, Παναγία μου!
Θα έλεγα πως μόλις το 1972 αποφασίζει να τολμήσει το πρωταγωνιστικό πέρασμα στο αρχαίο δράμα, κι όχι όπως τώρα που πάει στην Επίδαυρο και παίζει η κάθε παλαβιάρα, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και δεν θα πω τίποτε άλλο παρά αυτό που της είπε μια αυστηρή κι ενθουσιασμένη Κατίνα Παξινού που σηκώθηκε από το κάθισμα κι έσπευσε στο «κοίλον» να την χαιρετίσει , εις επήκοον όλων.
«Ησουν πολύ καλή. Εμένα να ακούς. Εγώ είμαι αυτή που γνωρίζει πόσο σκληρό κόκκαλο είναι αυτός ο ρόλος»
Από κει και πέρα η Βαλάκου του δίνει και καταλαβαίνει. Τι έπαιξε; Τι δεν έπαιξε; Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά μόνο να παίζει. Δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο από το να παίζει.
Θα προσπεράσω όλο το ρεπερτόριο, μα ΟΛΟ, που ερμηνεύει σε όλα αυτά τα χρόνια, και θα φτάσω στην δεκαετία των 00ς, που κάνει το μονόλογο της «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν.
Δεν θα μιλήσω για τη διαύγεια της να θυμάται όλο αυτό το κείμενο, δεν θα μιλήσω για τον παλμό, το πάθος, το περιβόητο ΝΕΥΡΟ της και την ανεπανάληπτη τεχνική, μα θα πω για το κοινό και το πώς την αποθέωνε.
Μέχρι τέλους αυτό συνέβαινε. Δεν ξέρω στην προσωπική της ζωή τι έκανε κι αν ήταν ευχαριστημένη αλλά δεν ξέρω στην περίπτωση της και τι είναι προσωπική ζωή. Το να είσαι περιζήτητη ως τα 83 σου χρόνια, να παίζεις ό, τι έχει γραφτεί στο παγκόσμιο θέατρο, να γεμίζεις τα θέατρα και να κρέμονται σαν τσαμπιά, ε, δεν βαριέσαι, ο θάνατος θα έρθει κάποτε για όλους. Νομίζω ότι η Βαλάκου καλλιτεχνικά τουλάχιστον έφυγε με τον πιο ζηλευτό τρόπο .
Να κάτι τέτοια θα έλεγα, αν δεν είχε μεσολαβήσει η φωτογραφία,
φίνος
Α, ναι, θα έλεγα και για τον κινηματογράφο. Εκανε πέντε ταινίες στη «Φίνος Φιλμ» εκ των οποίων οι 4 είναι κλασικές, δηλαδή «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», «Το αμαξάκι», «Χαμένα όνειρα» και την θρυλική «Γκόλφω» που η επιτυχία της την «υποχρέωσε» να μείνει κι άλλο στη «φουστανέλα», θα σταθώ, όμως, σε μια δική της κουβέντα πως «με τον κινηματογράφο ήταν αμοιβαία τα αισθήματα. Ούτε εγώ τον αγάπησα ιδιαιτέρως ούτε εκείνος με αγάπησε ιδιαιτέρως». Δεν έχει δίκιο, ο Φίνος τη λάτρευε. Ποιος ξέρει; Μπα, την ενδιέφερε τόσο πολύ το θέατρο οπότε ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να της προσφέρει τις θεατρικές συγκινήσεις που εκείνη αποζητούσε.
Ηρθε όμως η φωτογραφία. Και έμεινα ενεός να κοιτάζω την άκρη ενός φέρετρου, το οποίο ίσα – ίσα που διακρινόταν και κεντρικό πρόσωπο να είναι η Αννα Συνοδινού κι ο βουβός πόνος με τον οποίο την αποχαιρετούσε ενώ η ημιμαθής κι αμόρφωτη επίσημη Ελληνική Πολιτεία ήταν απούσα.
Αυτή η φωτογραφία με το χέρι της Συνοδινού σηκωμένο να χαιρετήσει αλλά με μια ελαφριά κάμψη σαν να το βαραίνει ο πόνος μου είπε τόσα μα τόσα πολλά. Μου είπε ότι οι γυναίκες αυτές που υπηρέτησαν προπάντων το αρχαίο δράμα, πραγματικά το διδάχτηκαν και κυριολεκτικά το εστερνίστηκαν. Πιο πολύ αισθάνθηκα την «Εκάβη» να αποχαιρετά την «Πολυξένη» παρά τη Συνοδινού να αποχαιρετά τη Βαλάκου.
Μου έβγαλε πένθος για ένα θέατρο αλλά και για ένα πολιτισμό που έχουν πάψει πιά να υφίστανται. Για μια Ελλάδα που δεν φτωχαίνει απλώς, αλλά παραδέρνει πεντάρφανη, που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τα παιδιά της, ούτε καν την ώρα που αναχωρούν για το χωρίς επιστροφή ταξίδι.
Αναδημοσιευσα Από eimaimama.gr
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Youtube: Ζητάει πνευματικά δικαιώματα για τον Εθνικό μας Ύμνο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ