2013-12-10 13:28:02
Απάντηση του Νέστορα Νικηφορίδη σε σχόλιο που έγινε στην ανάρτηση:
Ποιο ακριβώς είναι το ισχύον Σύνταγμα στη χώρα μας;
Απάντηση του Νέστορα Νικηφορίδη στον "α": Η ερμηνεία των περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος διατάξεων του ανωτέρω αναφερομένου άρθρου μου, δεν εκφράζει απλώς μία γνώμη "μου", αλλά ξεκινά από την φύση των όντων (συμβάλλετε αν θέλετε και εσείς) για να βρεί την αληθή και "βιώσιμη" διαχρονικώς έκφραση της βουλήσεώς τους, και όχι από την συγκυριακή βούλησή τους μόνον, πράγμα που γίνεται πρόξενος προχείρων αποφάσεων. Ειδικότερα:
_Ι) Είναι νομίζω λάθος να τίθεται τό θέμα εάν "μπορεί η πρώτη Βουλή να δεσμεύσει την δεύτερη Βουλή", διότι τότε βάση της Αναθεωρήσεως του Συντάγματος θα ήταν η βούληση δύο Βουλών (βουλησιαρχική εκδοχή περί λειτουργίας της ιδίας Βουλής και δη με δύο ενδεχομένως και αντιφάσκουσες αποφάσεις της) και ένα αόριστο "ναι" του λαοῦ με την ψήφο του στο μεταξύ χρονικό διάστημα.
Το ορθό είναι να εκκινούμε από αυτό που είναι, την φύση δηλαδή αυτού που υπάρχει, από το οποίο "είναι" προέρχεται φυσικά η βούληση των ελλόγων όντων, και συγκεκριμένα: Η Βουλή είναι το όργανο που αποφασίζει ως αντιπροσωπευτικό όργανο του λαού και του δημοκρατικού κράτους του, διαμορφώνοντας την ενιαία ( πλήρη και όχι αντιφάσκουσα) βούλησή της, περί της αναθεωρήσεως, μετά συνέσεως και περισκέψεως, ήτοι δύο φορές με αποφάσεις της απέχουσες χρονικώς μεταξύ τους.
Και δη τούτο, κατά τρόπον ώστε να έχουν μεσολαβήσει εκλογές, τουτέστιν ο λαός, ενήμερος για το τί και πώς ακριβώς προτείνεται να αναθεωρηθεί, να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την γνώμη του επί της προτάσεως της αναθεωρήσεως, ψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας υποψηφίους βουλευτές και κόμματα, που εκφράζονται συγκεκριμένως επί της μίας ή της άλλης αναθεωρήσιμης διατάξεως.
_ΙΙ) Μην ξεχνάμε, ότι ο λαός με την ψήφο του κρίνει με βάση πολλά κριτήρια και είναι φυσικό υπό μεν την ευρέως διαδεδομένη εκδοχή της βουλησιαρχίας που απηχείται στην γνώμη του "α", να αδιαφορεί για την προτεινόμενη από την πρώτη Βουλή αναθεώρηση (τούτο συμβαίνει πράγματι έτσι), καθ' όσον αυτή είναι αόριστα διατυπωμένη. Οπότε, καλείται ο λαός, αγνοώντας τί περιεχόμενο θα έχει πράγματι η αναθεώρηση, να δώσει στην δεύτερη Βουλή ουσιαστικώς λευκή εξουσιοδότηση για πώς θα αναθεωρηθεί αυτό που η πρώτη Βουλή όρισε ως αναθεωρητέο.
Έτσι όμως οδηγούμαστε σε άτοπα: α) Ο λόγος της αναθεωρήσεως της πρώτης Βουλής για την μία ή την άλλη διάταξη δύναται να ριφθεί στον κάλαθο των αχρήστων από την δεύτερη Βουλή, β) Τούτο μπορεί να γίνει χωρίς νομική δέσμευση της δεύτερης Βουλής από την ψήφο του λαού, παρά το ότι πρόκειται, το πιθανότερο, για θεμελιωδέστατα ζητήματα, γ) Άρα μπορεί η αναθεώρηση να προσλάβει ευχερώς μορφές περιφρονήσεως της γνώμης του λαού, που όταν ψήφιζε, είχε υπ' όψη του μόνο την απόφαση της πρώτης βουλής και τις μη δεσμευτικές υποσχέσεις των κομμάτων, και δ) Υπό την βουλησιαρχική εκδοχή της ερμηνείας του Συντάγματος, που απηχείται και στον κύριο α", ακόμη και ένα ολόκληρο μνημόνιο, στις βασικές αρχές του, δύναται να περιληφθεί στο Σύνταγμα από την δεύτερη Βουλή, ως περιεχόμενο της αναθεωρήσεως της τάδε και της τάδε αναθεωρητέας διατάξεως του Συντάγματος, χωρίς ποτέ να έχει συμφωνήσει ο Ελληνικός λαός, και χωρίς να έχει αποφανθεί ομοίως η πρώτη Βουλή! Τούτο κείται πέραν πάσης δημοκρατικής λογικής.
Αντίθετα, υπό την οντολογική εκδοχή του ανωτέρω αναφερομένου άρθρου μου , κατά την οποία η βούληση είναι αποτέλεσμα διαφανείας, ενημερώσεως και διαλόγου όλων των εμπλεκομένων ως ελλόγων όντων (την οποία εκδοχή υποστήριξα και υποστηρίζω ως τήν μόνη αληθώς σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος), η πρόταση αναθεωρήσεως με την απόφαση της πρώτης Βουλής, πρέπει να είναι πλήρως προσδιορισμένη, έτσι ώστε ο λαός να είναι πράγματι κυρίαρχο όργανο του δημοκρατικού κράτους και όχι χειροκροτητής κομμάτων που εν κρυπτώ θα δύνανται μετεκλογικώς να αποφασίζουν ερήμην του λαού την μία ή την άλλη αναθεωρούμενη διάταξη.
_ ΙΙΙ) Δύναται να αντιστραφεί ευχερώς το επιχείρημα περί δυσχερείας της αναθεωρήσεως την οποία επικαλείται ο "α", για να αποκρούσει την ουσιαστική ή οντολογική ερμηνευτική εκδοχή του ανωτέρω άρθρου μου: Πρέπει να είναι δυσχερής η αναθεώρηση του Συντάγματος και προβλέφθηκε ως τέτοια από τον Συνταγματικό νομοθέτη. Αλλά δυστυχώς, κατέστη το Σύνταγμα διάτρητο με αναθεωρήσεις συνταγματικώς ανίσχυρες και εφαρμοζόμενες. Γι' αυτό και παρουσιάζει προβλήματα η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ακριβώς λόγω της βουλησιαρχίας που επικράτησε στην πολιτική ζωή, με τις πρόχειρες και μη μελετημένες εν γένει αποφάσεις αλλά και αναθεωρήσεις. Πρόχειρες αναθεωρήσεις από απόψεως τελικής δομής άνευ ισορροπιών του κράτους, και φυσικής άρα δυσλειτουργίας του συστήματος. Μελετημένες καλά όμως, με βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις των κομμάτων και την επιδίωξη "εκσυγχρονισμού μας" κατά προσαρμογή απλώς της κομματοκρατίας με την διαπλοκή της, στις συνθήκες της Ευρωπαϊκής συσσωματώσεώς μας άνευ εθνικών ανταλλαγμάτων....
_ΙV ) Όσο συνεχίζεται η βουλησιαρχία του θετικισμού, εισαχθείσα εις τα καθ' ημάς τόσον ως πολιτική πρακτική όσο και ως σχολαστική νομική "επιστήμη" - ευρισκόμενη εκτός του δικού μας πολιτισμού, και στα νομικά προερχόμενη από τον γνωστό εβραιοαυστριακό καθηγητή Χ. Κέλσεν, θετικιστή της θεωρίας του δικαίου του μεσοπολέμου, ο οποίος, απολυτοποιώντας την βούληση των κρατικών οργάνων διατεταγμένη μάλιστα σε μορφή πυραμίδας από το Σύνταγμα μέχρι την ατομική διαταγή, χωρίς checks and balances μεταξύ κρατικών οργάνων, θεμελίωσε επί της ωμής αυθαιρεσίας του αντικειμενικού γράμματος του νόμου, του νόμου του οποιουδήποτε περιεχομένου, την γενική θεωρία του δικαίου του ναζισμού και ήδη του τεχνολογικού ολοκληρωτισμού), όσο λοιπόν αγνοείται η οντολογική βάση από την μία πλευρά των ζητημάτων, και από την άλλη πλευρά των αποφασιζόντων οργάνων της Πολιτείας με τις αναφορές της, όπως π.χ. η Βουλή και ο λαός ως όργανα της Πολιτείας προσεγγίσθηκαν στο ανωτέρω άρθρο μου περί ιχύοντος Συντάγματος και της δεούσης διαδικασίας αναθεωρήσεως αυτού (δείτε στην αρχή των "Μετά τα φυσικά" του Αριστοτέλη, τί πλούτο και τί αναφορές έχει η λήψις υπ' όψιν της φύσεως του όντος), η βούληση των κρατικών οργάνων θα διαμορφώνεται συχνά ελαττωματικά από απόψεως ουσίας, και με στοιχεία αυθαιρεσίας. Δεν είναι δε ούτε αναγκαίο ούτε καλό, νομίζω, η βουλησιαρχία, είτε υποκειμενική (πολιτική και κομματική) είτε αντικειμενοποιημένη νομικώς κατά Κέλσεν, να καλύπτει ακόμη και το Σύνταγμα και την διαδικασία αναθεωρήσεως του Συντάγματος.
_ V) Η θέση του "α", ότι οι ειδικές πλειψηφίες των δύο Βουλών εξασφαλίζουν και συναίνεση στο περιεχόμενο της αναθεωρήσεως, αλλά και σταθερή συμφωνία, διότι 3/5 δεν βγαίνουν εύκολα σε καμμία βουλή, συνιστά "λήψη του ζητουμένου": α) Δεν αρκεί η συγκυριακή κομματική σύμπλευση δύο Βουλών, για μία επιτυχή και εις βάθος χρόνου ορθή αναθεώρηση, αρκεί μόνο για την αναθεώρηση με βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις των συγκεκριμένων κομμάτων, και για κάποια "πασαλείμματα" εκσυγχρονισμού, που και άν έχουν κάποια καλά στοιχεία (όπως η περί της αρχής της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος) , στην συνέχεια δεν τελεσφορούν αφού στερούνται τήν αναγκαία εμβάθυνση στην φύση των προβλημάτων και την σύμπνοια μεταξύ δύο Βουλών και λαού, για την καλλίτερη επανασυγκρότηση ή εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του κράτους (δείτε π.χ. πώς περιόρισε την εμβέλεια της αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας). β) Θα βγούν τα 3/5 των βουλευτών, ως πλειοψηφία για αναθεώρηση πολύ πιό εύκολα, εάν η αναθεώρηση έχει διαφάνεια εξ αρχής, επαρκή θεμελίωση κατά κοινή αποδοχή, και όχι συγκυριακό χαρακτήρα, όπως απαιτείται άλλωστε ουσιαστικώς από το Σύνταγμα. Και στο τέλος-τέλος, αν είναι δύσκολη η αναθεώρηση ας μείνει δύσκολη ή και αδύνατη , υπάρχει το επίπεδο του νόμου. Το συνταγματικό επίπεδο της αναθεωρήσεως, δεν είναι για να χρησιμοποιείται βουλησιαρχικώς από τους κυβερνώντες για τον περιορισμό είτε τοῦ λαοῦ είτε των άλλων κομμάτων, είτε των δικαστηρίων, είτε των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε για την παρά φύσιν "διεύρυνση" των τελευταίων, αλλά υπάρχει γιά τήν καλλιτέρευση της δομής και της λειτουργίας της Πολιτείας και μόνον, υπό κοινωνικές συνθήκες γενικής πολιτικής συναινέσεως. Αυτοί που βιάζονται για εκσυγχρονισμούς που βολεύουν ιδίως αυτούς και μόνον, ας βιάζονται, διότι αν βιάζονται χωρίς γενική συναίνεση, τούτο σημαίνει ότι το θέμα δεν έχει ωριμάσει για αναθεώρηση.
InfoGnomon
Ποιο ακριβώς είναι το ισχύον Σύνταγμα στη χώρα μας;
Απάντηση του Νέστορα Νικηφορίδη στον "α": Η ερμηνεία των περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος διατάξεων του ανωτέρω αναφερομένου άρθρου μου, δεν εκφράζει απλώς μία γνώμη "μου", αλλά ξεκινά από την φύση των όντων (συμβάλλετε αν θέλετε και εσείς) για να βρεί την αληθή και "βιώσιμη" διαχρονικώς έκφραση της βουλήσεώς τους, και όχι από την συγκυριακή βούλησή τους μόνον, πράγμα που γίνεται πρόξενος προχείρων αποφάσεων. Ειδικότερα:
_Ι) Είναι νομίζω λάθος να τίθεται τό θέμα εάν "μπορεί η πρώτη Βουλή να δεσμεύσει την δεύτερη Βουλή", διότι τότε βάση της Αναθεωρήσεως του Συντάγματος θα ήταν η βούληση δύο Βουλών (βουλησιαρχική εκδοχή περί λειτουργίας της ιδίας Βουλής και δη με δύο ενδεχομένως και αντιφάσκουσες αποφάσεις της) και ένα αόριστο "ναι" του λαοῦ με την ψήφο του στο μεταξύ χρονικό διάστημα.
Το ορθό είναι να εκκινούμε από αυτό που είναι, την φύση δηλαδή αυτού που υπάρχει, από το οποίο "είναι" προέρχεται φυσικά η βούληση των ελλόγων όντων, και συγκεκριμένα: Η Βουλή είναι το όργανο που αποφασίζει ως αντιπροσωπευτικό όργανο του λαού και του δημοκρατικού κράτους του, διαμορφώνοντας την ενιαία ( πλήρη και όχι αντιφάσκουσα) βούλησή της, περί της αναθεωρήσεως, μετά συνέσεως και περισκέψεως, ήτοι δύο φορές με αποφάσεις της απέχουσες χρονικώς μεταξύ τους.
Και δη τούτο, κατά τρόπον ώστε να έχουν μεσολαβήσει εκλογές, τουτέστιν ο λαός, ενήμερος για το τί και πώς ακριβώς προτείνεται να αναθεωρηθεί, να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την γνώμη του επί της προτάσεως της αναθεωρήσεως, ψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας υποψηφίους βουλευτές και κόμματα, που εκφράζονται συγκεκριμένως επί της μίας ή της άλλης αναθεωρήσιμης διατάξεως.
_ΙΙ) Μην ξεχνάμε, ότι ο λαός με την ψήφο του κρίνει με βάση πολλά κριτήρια και είναι φυσικό υπό μεν την ευρέως διαδεδομένη εκδοχή της βουλησιαρχίας που απηχείται στην γνώμη του "α", να αδιαφορεί για την προτεινόμενη από την πρώτη Βουλή αναθεώρηση (τούτο συμβαίνει πράγματι έτσι), καθ' όσον αυτή είναι αόριστα διατυπωμένη. Οπότε, καλείται ο λαός, αγνοώντας τί περιεχόμενο θα έχει πράγματι η αναθεώρηση, να δώσει στην δεύτερη Βουλή ουσιαστικώς λευκή εξουσιοδότηση για πώς θα αναθεωρηθεί αυτό που η πρώτη Βουλή όρισε ως αναθεωρητέο.
Έτσι όμως οδηγούμαστε σε άτοπα: α) Ο λόγος της αναθεωρήσεως της πρώτης Βουλής για την μία ή την άλλη διάταξη δύναται να ριφθεί στον κάλαθο των αχρήστων από την δεύτερη Βουλή, β) Τούτο μπορεί να γίνει χωρίς νομική δέσμευση της δεύτερης Βουλής από την ψήφο του λαού, παρά το ότι πρόκειται, το πιθανότερο, για θεμελιωδέστατα ζητήματα, γ) Άρα μπορεί η αναθεώρηση να προσλάβει ευχερώς μορφές περιφρονήσεως της γνώμης του λαού, που όταν ψήφιζε, είχε υπ' όψη του μόνο την απόφαση της πρώτης βουλής και τις μη δεσμευτικές υποσχέσεις των κομμάτων, και δ) Υπό την βουλησιαρχική εκδοχή της ερμηνείας του Συντάγματος, που απηχείται και στον κύριο α", ακόμη και ένα ολόκληρο μνημόνιο, στις βασικές αρχές του, δύναται να περιληφθεί στο Σύνταγμα από την δεύτερη Βουλή, ως περιεχόμενο της αναθεωρήσεως της τάδε και της τάδε αναθεωρητέας διατάξεως του Συντάγματος, χωρίς ποτέ να έχει συμφωνήσει ο Ελληνικός λαός, και χωρίς να έχει αποφανθεί ομοίως η πρώτη Βουλή! Τούτο κείται πέραν πάσης δημοκρατικής λογικής.
Αντίθετα, υπό την οντολογική εκδοχή του ανωτέρω αναφερομένου άρθρου μου , κατά την οποία η βούληση είναι αποτέλεσμα διαφανείας, ενημερώσεως και διαλόγου όλων των εμπλεκομένων ως ελλόγων όντων (την οποία εκδοχή υποστήριξα και υποστηρίζω ως τήν μόνη αληθώς σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος), η πρόταση αναθεωρήσεως με την απόφαση της πρώτης Βουλής, πρέπει να είναι πλήρως προσδιορισμένη, έτσι ώστε ο λαός να είναι πράγματι κυρίαρχο όργανο του δημοκρατικού κράτους και όχι χειροκροτητής κομμάτων που εν κρυπτώ θα δύνανται μετεκλογικώς να αποφασίζουν ερήμην του λαού την μία ή την άλλη αναθεωρούμενη διάταξη.
_ ΙΙΙ) Δύναται να αντιστραφεί ευχερώς το επιχείρημα περί δυσχερείας της αναθεωρήσεως την οποία επικαλείται ο "α", για να αποκρούσει την ουσιαστική ή οντολογική ερμηνευτική εκδοχή του ανωτέρω άρθρου μου: Πρέπει να είναι δυσχερής η αναθεώρηση του Συντάγματος και προβλέφθηκε ως τέτοια από τον Συνταγματικό νομοθέτη. Αλλά δυστυχώς, κατέστη το Σύνταγμα διάτρητο με αναθεωρήσεις συνταγματικώς ανίσχυρες και εφαρμοζόμενες. Γι' αυτό και παρουσιάζει προβλήματα η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ακριβώς λόγω της βουλησιαρχίας που επικράτησε στην πολιτική ζωή, με τις πρόχειρες και μη μελετημένες εν γένει αποφάσεις αλλά και αναθεωρήσεις. Πρόχειρες αναθεωρήσεις από απόψεως τελικής δομής άνευ ισορροπιών του κράτους, και φυσικής άρα δυσλειτουργίας του συστήματος. Μελετημένες καλά όμως, με βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις των κομμάτων και την επιδίωξη "εκσυγχρονισμού μας" κατά προσαρμογή απλώς της κομματοκρατίας με την διαπλοκή της, στις συνθήκες της Ευρωπαϊκής συσσωματώσεώς μας άνευ εθνικών ανταλλαγμάτων....
_ΙV ) Όσο συνεχίζεται η βουλησιαρχία του θετικισμού, εισαχθείσα εις τα καθ' ημάς τόσον ως πολιτική πρακτική όσο και ως σχολαστική νομική "επιστήμη" - ευρισκόμενη εκτός του δικού μας πολιτισμού, και στα νομικά προερχόμενη από τον γνωστό εβραιοαυστριακό καθηγητή Χ. Κέλσεν, θετικιστή της θεωρίας του δικαίου του μεσοπολέμου, ο οποίος, απολυτοποιώντας την βούληση των κρατικών οργάνων διατεταγμένη μάλιστα σε μορφή πυραμίδας από το Σύνταγμα μέχρι την ατομική διαταγή, χωρίς checks and balances μεταξύ κρατικών οργάνων, θεμελίωσε επί της ωμής αυθαιρεσίας του αντικειμενικού γράμματος του νόμου, του νόμου του οποιουδήποτε περιεχομένου, την γενική θεωρία του δικαίου του ναζισμού και ήδη του τεχνολογικού ολοκληρωτισμού), όσο λοιπόν αγνοείται η οντολογική βάση από την μία πλευρά των ζητημάτων, και από την άλλη πλευρά των αποφασιζόντων οργάνων της Πολιτείας με τις αναφορές της, όπως π.χ. η Βουλή και ο λαός ως όργανα της Πολιτείας προσεγγίσθηκαν στο ανωτέρω άρθρο μου περί ιχύοντος Συντάγματος και της δεούσης διαδικασίας αναθεωρήσεως αυτού (δείτε στην αρχή των "Μετά τα φυσικά" του Αριστοτέλη, τί πλούτο και τί αναφορές έχει η λήψις υπ' όψιν της φύσεως του όντος), η βούληση των κρατικών οργάνων θα διαμορφώνεται συχνά ελαττωματικά από απόψεως ουσίας, και με στοιχεία αυθαιρεσίας. Δεν είναι δε ούτε αναγκαίο ούτε καλό, νομίζω, η βουλησιαρχία, είτε υποκειμενική (πολιτική και κομματική) είτε αντικειμενοποιημένη νομικώς κατά Κέλσεν, να καλύπτει ακόμη και το Σύνταγμα και την διαδικασία αναθεωρήσεως του Συντάγματος.
_ V) Η θέση του "α", ότι οι ειδικές πλειψηφίες των δύο Βουλών εξασφαλίζουν και συναίνεση στο περιεχόμενο της αναθεωρήσεως, αλλά και σταθερή συμφωνία, διότι 3/5 δεν βγαίνουν εύκολα σε καμμία βουλή, συνιστά "λήψη του ζητουμένου": α) Δεν αρκεί η συγκυριακή κομματική σύμπλευση δύο Βουλών, για μία επιτυχή και εις βάθος χρόνου ορθή αναθεώρηση, αρκεί μόνο για την αναθεώρηση με βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις των συγκεκριμένων κομμάτων, και για κάποια "πασαλείμματα" εκσυγχρονισμού, που και άν έχουν κάποια καλά στοιχεία (όπως η περί της αρχής της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος) , στην συνέχεια δεν τελεσφορούν αφού στερούνται τήν αναγκαία εμβάθυνση στην φύση των προβλημάτων και την σύμπνοια μεταξύ δύο Βουλών και λαού, για την καλλίτερη επανασυγκρότηση ή εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του κράτους (δείτε π.χ. πώς περιόρισε την εμβέλεια της αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας). β) Θα βγούν τα 3/5 των βουλευτών, ως πλειοψηφία για αναθεώρηση πολύ πιό εύκολα, εάν η αναθεώρηση έχει διαφάνεια εξ αρχής, επαρκή θεμελίωση κατά κοινή αποδοχή, και όχι συγκυριακό χαρακτήρα, όπως απαιτείται άλλωστε ουσιαστικώς από το Σύνταγμα. Και στο τέλος-τέλος, αν είναι δύσκολη η αναθεώρηση ας μείνει δύσκολη ή και αδύνατη , υπάρχει το επίπεδο του νόμου. Το συνταγματικό επίπεδο της αναθεωρήσεως, δεν είναι για να χρησιμοποιείται βουλησιαρχικώς από τους κυβερνώντες για τον περιορισμό είτε τοῦ λαοῦ είτε των άλλων κομμάτων, είτε των δικαστηρίων, είτε των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε για την παρά φύσιν "διεύρυνση" των τελευταίων, αλλά υπάρχει γιά τήν καλλιτέρευση της δομής και της λειτουργίας της Πολιτείας και μόνον, υπό κοινωνικές συνθήκες γενικής πολιτικής συναινέσεως. Αυτοί που βιάζονται για εκσυγχρονισμούς που βολεύουν ιδίως αυτούς και μόνον, ας βιάζονται, διότι αν βιάζονται χωρίς γενική συναίνεση, τούτο σημαίνει ότι το θέμα δεν έχει ωριμάσει για αναθεώρηση.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ