2013-12-22 14:31:12
Μια συνολική συζήτηση που πρέπει να γίνει αλλά παρακάμπτεται από τον επικοινωνιακό θόρυβο της κοινοβουλευτικής διαμάχης
Του Θανάση Τζιούμπα
Τελικά υπερψηφίστηκε στις 27 Νοέμβρη στην ελληνική Βουλή η τροπολογία του υπουργείου Υγείας για τις τιμές των φαρμάκων, μετά από έναν «διάλογο» που αναδεικνύει την πτώχευση της πολιτικής συζήτησης στην πατρίδα μας, ακόμα κι αν το διακύβευμα είναι η ίδια η δημόσια υγεία:
Η κυβέρνηση, πιστή στους εντολείς της, νομοθετεί με νούμερα και εξαντλεί την επιχειρηματολογία της σε λαϊκισμούς του τύπου: «Είστε πράκτορες συμφερόντων, γιατί παίρνετε διαφημίσεις από φαρμακευτικές που θίγει η τροπολογία μας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντεπιτίθεται υπερασπιζόμενος μονοσήμαντα την εγχώρια παραγωγή και καταγγέλλει τον υπουργό ως ενεργούμενο συμφερόντων (υπονοώντας την ισραηλινών συμφερόντων και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα, παραγωγό γενοσήμων TEVA).
Το ΚΚΕ αποστασιοποιείται, καταγγέλλοντας τη διαπάλη ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, ενώ οι υπόλοιποι το στρίβουν αμήχανοι.
Ο καβγάς γίνεται για το πάπλωμα: Αν το ζήτημα είναι το κόστος της υγείας στα πλαίσια του κυρίαρχου εμπορευματοποιημένου βιοϊατρικού μοντέλου, η φαρμακευτική δαπάνη είχε όντως ξεφύγει:
Μια σύγκριση με άλλα συστήματα Υγείας μοιάζει να δικαιώνει την απαίτηση για μειώσεις:
Δύσκολα βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας στη Σουηδία, π.χ., είναι ανάλογη του μικρότερου ύψους της φαρμακευτικής δαπάνης, ή ότι η αύξηση της αντίστοιχης δαπάνης για την Ελλάδα συνοδεύτηκε από ανάλογη βελτίωση των δεικτών υγείας του πληθυσμού.
Η ιδιωτικοποίηση ενός κατ’ εξοχήν δημόσιου αγαθού
Εδώ βρίσκεται ακριβώς το πρόβλημα: η υγεία γίνεται προνομιακή αγορά, καθώς ιεραρχείται ως όλο και πιο σημαντικό αγαθό, ενώ παράλληλα, η επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης και η συνεπαγόμενη γήρανση του πληθυσμού των δυτικών χωρών, αυξάνει τις ανάγκες σε υπηρεσίες υγείας. Δίπλα στην αντικειμενική αυτή ανάγκη αναπτύσσεται η «προκλητή ζήτηση», προϊόν της επιθετικής πολιτικής των εταιρειών, της υπερσυνταγογράφησης, της σχεδόν βουλιμικής κατανάλωσης φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών σκευασμάτων και υπηρεσιών, στα πλαίσια μιας κοινωνικής συμπεριφοράς που εξισώνει την ευεξία με την κατανάλωση κάποιας ουσίας.
Κι όπως όλα, στην πατρίδα μας η κατάσταση παίρνει παροξυσμικά χαρακτηριστικά: Έξι γιατροί ανά 1000 κατοίκους (Γερμανία 3,6, Γαλλία 3,3, Ην. Βασίλειο 2,6, Ιταλία 4,2, Σουηδία 3,6). Ένα φαρμακείο ανά 1.200 κατοίκους (Γερμανία ανά 3.800, Γαλλία 2.800, Ην. Βασίλειο 4.700, Ιταλία 3.400, Σουηδία 7.600). Πηγή: OECD, 2010, ΣΦΕΕ, 2012.
Αυτά τα στοιχεία, ειρήσθω εν παρόδω, από μόνα τους καταρρίπτουν τις τροϊκανές ιδεοληψίες για τα «κλειστά επαγγέλματα» στον χώρο της υγείας.
Οι αριθμοί αυτοί σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδοθούν στον γεωγραφικό κατακερματισμό του ελλαδικού χώρου, καθώς η συντριπτικά μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα της τραγικής αναποτελεσματικότητας του δημόσιου συστήματος υγείας (πολλοί έχουμε βιώσει την «ιατρική» των πολυιατρείων του ΙΚΑ κι όλοι την τραγωδία να κλείσεις ραντεβού στον ΕΟΠΥΥ), που δημιουργεί και αναπαράγει έναν ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών.
Έτσι, παρά τη διόγκωσή τους, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία το 2010 κάλυπταν στην Ελλάδα το 60% των συνολικών δαπανών υγείας, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τη Σουηδία ήταν 80%, για τη Γερμανία και τη Γαλλία 75%.
Συνεχίζουμε: Οι μαγνητικές ανά 1000 κατοίκους το 2008 ήταν 98,1, διπλάσιες από τον μέσο όρο, του ΟΟΣΑ, οι αξονικές 320,9, δυόμισι φορές περισσότερες. Στη χώρα μας, επίσης, οι επεμβατικές χειρουργικές μέθοδοι έχουν την τιμητική τους: η καισαρική τομή θεωρείται ενδεδειγμένη στο 50% των γεννήσεων, στην Ιταλία στο 35%, στις ΗΠΑ στο 33%, στη Γαλλία στο 18%, στην Ολλανδία στο 14%.
Η δημόσια υγεία, διαμεσολαβημένη από την εμπορευματική σχέση, νόμιμη ή μαύρη, είχε πάρει τα χαρακτηριστικά φούσκας. Οι πολιτικές περιορισμού της δημόσιας δαπάνης για την υγεία απλώς μετακύλησαν το κόστος, αυξάνοντας το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης. Το ίδιο το ιατρικό σώμα, που σήμερα απεργεί και διαμαρτύρεται, πληρώνει τη στάση που είχε μέχρι τώρα, που κατά πλειοψηφία ήταν η άρνηση των συλλογικών διαδικασιών και οι ατομικές συμβάσεις με τον ΕΟΠΥΥ, μην τυχόν και μας πάρει την πελατεία ο διπλανός «συνάδελφος». Η θεραπευτική σχέση, όταν εκπίπτει σε πελατειακή, στερείται από την ηθική, που θα απέτρεπε π.χ. τους απεργούς γιατρούς από το να καλούν τους ασθενείς στο ιδιωτικό τους ιατρείο, για να τους γράψουν την αγωγή που χρειάζονται και να τσεπώσουν την επίσκεψη.
Ο ΕΟΠΥΥ, από πάροχος υπηρεσιών υγείας έχει μεταβληθεί σε αγοραστή υπηρεσιών. Και, βέβαια, οι ιδιώτες δεν κάνουν ψυχικό, έχουν κάθε λόγο να αυξήσουν τη δουλειά τους κι έχουν τον τρόπο τους να οδηγήσουν τους γιατρούς σε μια υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων και παραπεμπτικών για εξετάσεις, ειδικά όταν ο τυπικός ασθενής αξιολογεί τον γιατρό από την ευκολία που του δίνει την «ακριβή συνταγή» και την τομογραφία, που από εξειδικευμένη έχει γίνει εξέταση ρουτίνας.
Ο «ρεαλισμός» του μνημονίου
Σε ένα τέτοιο τοπίο, οι αρχές της δημόσιας υγείας του Π.Ο.Υ., αρχές που όριζαν την υγεία όχι απλώς ως απουσία αρρώστιας, αλλά ως ολιστική σωματική και ψυχική ευεξία, η έμφαση στην πρωτογενή και τη δευτερογενή πρόληψη, η αγωγή υγείας, η συσχέτιση της υγείας με κοινωνικούς παράγοντες, κατάντησαν ψιλά γράμματα. Ένα κύκλωμα που περιλαμβάνει έναν αριθμό από λευκές μπλούζες και τσαντάκια των ιατρικών επισκεπτών, μαζί με τους ιδιοκτήτες εργαστηρίων και κλινικών, βρήκαν την ευκαιρία να αλωνίσουν στις χρυσές εποχές.
Όταν έρχεται η ώρα της οικονομικής σπάνεως, τα κριτήρια είναι παρόμοια. Αν η αφειδής χορήγηση δεν έπαιρνε υπ’ όψη της την πραγματική ανάγκη των ασθενών και μεταβαλλόταν σε προκλητή ζήτηση, οι περικοπές έρχονται επί δικαίων και αδίκων, η πραγματική ανάγκη, όπως αυτή θα την όριζε η ορθή ιατρική πρακτική, παραμένει έξω από την εξίσωση.
Η πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι το κατ’ εξοχήν θύμα. Η υποδομή των ασφαλιστικών ταμείων, και κυρίως του ΙΚΑ, αντί να αποκαθαρθεί από τις παθογένειες της, καταστράφηκε.
Το ίδιο το μέλλον των Κέντρων Υγείας φαντάζει αβέβαιο, καθώς ακούγονται (ημιεπίσημες) φωνές για την κατάργησή τους και την αντικατάστασή τους από… τα Κοινωνικά Ιατρεία, τα οποία θα υποχρεωθούν να μετεξελιχθούν σε Κοινωνικές Επιχειρήσεις. Τα νοσοκομεία, ήδη σε κατάρρευση κάτω από την πίεση της μετατροπής των εξωτερικών τους ιατρείων σε δομές πρωτοβάθμιας περίθαλψης και τον μεγάλο όγκο των ανασφάλιστων (μεταναστών και ημεδαπών) που προσέρχεται σε αυτά, με αποψιλωμένους τους προϋπολογισμούς και το προσωπικό τους, γίνονται θύματα των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων, με κριτήρια όχι βέβαια ιατρικά, αλλά μείωσης κόστους. Όσο για την ψυχική υγεία, ο Άδωνης μετατρέπει το όνειρο του Μπαζάλια σε εφιάλτη, επιχειρώντας την κοινωνική ενσωμάτωση των ψυχικά πασχόντων στα παγκάκια των αστέγων.
Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα, στηριγμένη στα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό, βλέπει τους πυλώνες της να αποσυντίθενται: τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν στεγνώσει μετά τη ληστεία των αποθεματικών τους από μια σειρά επεισόδια, με κορυφαίο αυτό του κουρέματος των ομόλογων που υποχρεώθηκαν να αγοράσουν, ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία ακολουθεί μια ανάλογη ελεύθερη πτώση. Και μια που είναι επίκαιρος ο εξορκισμός των «οριζόντιων μέτρων», τι πιο οριζόντιο από το 25ευρο για την εισαγωγή σε ένα νοσοκομείο, για υπηρεσίες που το ίδιο άτομο έχει πληρώσει πολλαπλά με τις ασφαλιστικές του εισφορές και τον φόρο;
Το επεισόδιο των γενοσήμων που παρακολουθήσαμε είναι μόνο μια σελίδα αυτής της πονεμένης ιστορίας. Γιατί το ζήτημα αφ’ ενός δεν είναι να εξισώνουμε την πατέντα με το αποτελεσματικό φάρμακο και το γενόσημο με το αναποτελεσματικό –ιμιτασιόν, αλλά να βρεθούν τα αξιόπιστα κριτήρια που θα αξιολογήσουν ιατρικά, και όχι απλώς κοστολογικά το κάθε φάρμακο. Και, αφ’ ετέρου, το σημαντικότερο, η υπερκατανάλωση φαρμάκων και υπηρεσιών δεν βλάπτει μόνο την τσέπη, αλλά και την υγεία.
Υπάρχει διέξοδος;
Είναι σαφές πως η παροξυσμική εφαρμογή του εμπορευματικού–βιοϊατρικού μοντέλου δεν μπορεί πια να συνεχιστεί. Και η στιγμή είναι κρίσιμη για την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Όταν η πολιτική εξουσία, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, ωθεί έναν ολόκληρο λαό στην υποβάθμιση της υγείας και στην ανθρωπιστική κρίση, δεν μπορεί να υπερασπιζόμαστε απλώς τον (διε)φθαρμένο παλιό κόσμο. Το ζήτημα είναι κυριολεκτικά θέμα ζωής ή θανάτου: Η κατάρρευση του συστήματος υγείας, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των κοινωνικών, οικονομικών και διατροφικών συνθηκών, μπορεί να επιφέρει συνέπειες ανάλογες με αυτές που υπήρξαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όταν, για παράδειγμα, το προσδόκιμο επιβίωσης στη Ρωσία για τους άνδρες έπεσε στα πενήντα οχτώ χρόνια.
Στο κάτω κάτω υπάρχουν παραδείγματα κοινωνιών που αντιμετώπισαν το ζήτημα της δημόσιας υγείας όχι με τον τομογράφο και το αντιβιοτικό για ψύλλου πήδημα, αλλά με την πρόληψη, τις εναλλακτικές ιατρικές, τα διατροφικά πρότυπα, την αγωγή υγείας της κοινότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η συμβατική ιατρική πρέπει να εκτελεστεί, ότι οι ασθενείς από AIDS ή από ηπατίτιδα C θα πρέπει να κάνουν ομοιοπαθητική υποχρεωτικά, ή ότι οι εγχειρήσεις θα υποκατασταθούν από βουντού, σημαίνει όμως ότι η δημόσια υγεία είναι ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό ζήτημα, πολυπαραγοντικό, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον από ένα κίνημα υπεράσπισης της ως αγαθού.
Και εδώ υπάρχει ένα πεδίον δόξης λαμπρό για κάθε εμπλεκόμενο, από τον φοιτητή και τον γιατρό ως τον πολιτικό, και πάνω από όλα τον άρρωστο (τον καθένα μας, δηλαδή, γιατί όλοι ήμασταν ή θα είμαστε άρρωστοι κάποια στιγμή του βίου). Αυτός ο προβληματισμός πρέπει επί τέλους να ξεκινήσει.
Η «πανάκεια» υπάρχει μόνο στα μυαλά αυτών που, η άγνοια ή το συμφέρον, οδηγούν στο να καταγράφουν τον ανθρώπινο πόνο στις παραμορφωτικές καμπύλες των εταιρικών ισολογισμών, ή των δημόσιων μακροοικονομικών μεγεθών.
Η αγορά του φαρμάκου
Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου, που σχεδιάστηκε ώστε να αποτελέσει ένα εργαλείο άσκησης κρατικής πολικής και ελέγχου της αγοράς, παράγοντας ο ίδιος φάρμακα (Εθνική Φαρμακοβιομηχανία, κρατικοποίηση της ΧΡΩΠΕΙ), πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε σε έναν απλό οργανισμό ελέγχου της καταλληλότητας και τιμολόγησης του φαρμάκου, αφήνοντας όλο το πεδίο ανοιχτό στους ιδιώτες.
Εκατόν έξι μεγάλες ή μικρές εταιρείες αποτελούν σήμερα τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, παράγοντας κατά πλειοψηφία φάρμακα εκτός πατέντας (γενόσημα).
Οι πωλήσεις τους, από 337 εκατ. ευρώ το 2000, έφτασαν τα 910 εκατ. το 2010, ενώ στη συνέχεια άρχισαν να μειώνονται. Το ποσοστό κάλυψης της εγχώριας ζήτησης κυμαίνεται γύρω στο 10%. Απασχολούν άμεσα περί τις 13.000 εργαζόμενους και έμμεσα έναν περίπου διπλάσιο αριθμό.
Κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, πέρα από τη μείωση της ζήτησης, είναι τα φέσια του δημοσίου (το χρέος, από 950 εκατ. τον Σεπτέμβρη του 2010, έφτασε το 1,5 δισ. τον ίδιο μήνα του 2012), όπως και το κούρεμα των κρατικών ομολόγων με τα οποία είχαν πληρωθεί παλιότερα χρέη που, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ, οδήγησαν σε απώλειες 1 δισ. ευρώ.
Το πρόβλημα που δημιουργείται στον κλάδο αυτό από τις πρόσφατες ρυθμίσεις του υπουργείου Υγείας είναι αυτό της ανταγωνιστικότητας που προκαλούν οι επιλογές φαρμάκου με βάση την τιμή και μόνο. Μια εταιρεία που λειτουργεί στην Ελλάδα έχει επί πλέον κόστος, που προκύπτει από τις προδιαγραφές της παραγωγής, την υποχρέωση να διατηρεί μηχανισμούς φαρμακοεπαγρύπνησης (μελέτες και έλεγχοι για πιθανές παρενέργειες) και το αυξημένο εργατικό κόστος.
Εταιρείες όπως η ισραηλινή TEVA (μέτοχος της οποίας φέρεται και ο κύριος Τ. Σόρος, γιγαντωμένη μετά την εξαγορά της Γερμανικής Ratiopharm), οι οποίες παράγουν φάρμακα οπουδήποτε και δεν επιβαρύνονται με τίποτε από τα παραπάνω, αποκτούν τις δυνατότητες να σαρώσουν την αγορά με φάρμακα που δεν εγγυώνται καν την ιδιότητά τους.
Και η TEVA δεν είναι βέβαια η μοναδική περίπτωση, υπάρχουν μια σειρά παρόμοιες εταιρείες με προϊόντα made in nowhere, που αλώνουν την αγορά.
http://ardin-rixi.gr/archives/15548
Του Θανάση Τζιούμπα
Τελικά υπερψηφίστηκε στις 27 Νοέμβρη στην ελληνική Βουλή η τροπολογία του υπουργείου Υγείας για τις τιμές των φαρμάκων, μετά από έναν «διάλογο» που αναδεικνύει την πτώχευση της πολιτικής συζήτησης στην πατρίδα μας, ακόμα κι αν το διακύβευμα είναι η ίδια η δημόσια υγεία:
Η κυβέρνηση, πιστή στους εντολείς της, νομοθετεί με νούμερα και εξαντλεί την επιχειρηματολογία της σε λαϊκισμούς του τύπου: «Είστε πράκτορες συμφερόντων, γιατί παίρνετε διαφημίσεις από φαρμακευτικές που θίγει η τροπολογία μας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντεπιτίθεται υπερασπιζόμενος μονοσήμαντα την εγχώρια παραγωγή και καταγγέλλει τον υπουργό ως ενεργούμενο συμφερόντων (υπονοώντας την ισραηλινών συμφερόντων και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα, παραγωγό γενοσήμων TEVA).
Το ΚΚΕ αποστασιοποιείται, καταγγέλλοντας τη διαπάλη ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, ενώ οι υπόλοιποι το στρίβουν αμήχανοι.
Ο καβγάς γίνεται για το πάπλωμα: Αν το ζήτημα είναι το κόστος της υγείας στα πλαίσια του κυρίαρχου εμπορευματοποιημένου βιοϊατρικού μοντέλου, η φαρμακευτική δαπάνη είχε όντως ξεφύγει:
Μια σύγκριση με άλλα συστήματα Υγείας μοιάζει να δικαιώνει την απαίτηση για μειώσεις:
Δύσκολα βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας στη Σουηδία, π.χ., είναι ανάλογη του μικρότερου ύψους της φαρμακευτικής δαπάνης, ή ότι η αύξηση της αντίστοιχης δαπάνης για την Ελλάδα συνοδεύτηκε από ανάλογη βελτίωση των δεικτών υγείας του πληθυσμού.
Η ιδιωτικοποίηση ενός κατ’ εξοχήν δημόσιου αγαθού
Εδώ βρίσκεται ακριβώς το πρόβλημα: η υγεία γίνεται προνομιακή αγορά, καθώς ιεραρχείται ως όλο και πιο σημαντικό αγαθό, ενώ παράλληλα, η επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης και η συνεπαγόμενη γήρανση του πληθυσμού των δυτικών χωρών, αυξάνει τις ανάγκες σε υπηρεσίες υγείας. Δίπλα στην αντικειμενική αυτή ανάγκη αναπτύσσεται η «προκλητή ζήτηση», προϊόν της επιθετικής πολιτικής των εταιρειών, της υπερσυνταγογράφησης, της σχεδόν βουλιμικής κατανάλωσης φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών σκευασμάτων και υπηρεσιών, στα πλαίσια μιας κοινωνικής συμπεριφοράς που εξισώνει την ευεξία με την κατανάλωση κάποιας ουσίας.
Κι όπως όλα, στην πατρίδα μας η κατάσταση παίρνει παροξυσμικά χαρακτηριστικά: Έξι γιατροί ανά 1000 κατοίκους (Γερμανία 3,6, Γαλλία 3,3, Ην. Βασίλειο 2,6, Ιταλία 4,2, Σουηδία 3,6). Ένα φαρμακείο ανά 1.200 κατοίκους (Γερμανία ανά 3.800, Γαλλία 2.800, Ην. Βασίλειο 4.700, Ιταλία 3.400, Σουηδία 7.600). Πηγή: OECD, 2010, ΣΦΕΕ, 2012.
Αυτά τα στοιχεία, ειρήσθω εν παρόδω, από μόνα τους καταρρίπτουν τις τροϊκανές ιδεοληψίες για τα «κλειστά επαγγέλματα» στον χώρο της υγείας.
Οι αριθμοί αυτοί σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδοθούν στον γεωγραφικό κατακερματισμό του ελλαδικού χώρου, καθώς η συντριπτικά μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα της τραγικής αναποτελεσματικότητας του δημόσιου συστήματος υγείας (πολλοί έχουμε βιώσει την «ιατρική» των πολυιατρείων του ΙΚΑ κι όλοι την τραγωδία να κλείσεις ραντεβού στον ΕΟΠΥΥ), που δημιουργεί και αναπαράγει έναν ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών.
Έτσι, παρά τη διόγκωσή τους, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία το 2010 κάλυπταν στην Ελλάδα το 60% των συνολικών δαπανών υγείας, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τη Σουηδία ήταν 80%, για τη Γερμανία και τη Γαλλία 75%.
Συνεχίζουμε: Οι μαγνητικές ανά 1000 κατοίκους το 2008 ήταν 98,1, διπλάσιες από τον μέσο όρο, του ΟΟΣΑ, οι αξονικές 320,9, δυόμισι φορές περισσότερες. Στη χώρα μας, επίσης, οι επεμβατικές χειρουργικές μέθοδοι έχουν την τιμητική τους: η καισαρική τομή θεωρείται ενδεδειγμένη στο 50% των γεννήσεων, στην Ιταλία στο 35%, στις ΗΠΑ στο 33%, στη Γαλλία στο 18%, στην Ολλανδία στο 14%.
Η δημόσια υγεία, διαμεσολαβημένη από την εμπορευματική σχέση, νόμιμη ή μαύρη, είχε πάρει τα χαρακτηριστικά φούσκας. Οι πολιτικές περιορισμού της δημόσιας δαπάνης για την υγεία απλώς μετακύλησαν το κόστος, αυξάνοντας το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης. Το ίδιο το ιατρικό σώμα, που σήμερα απεργεί και διαμαρτύρεται, πληρώνει τη στάση που είχε μέχρι τώρα, που κατά πλειοψηφία ήταν η άρνηση των συλλογικών διαδικασιών και οι ατομικές συμβάσεις με τον ΕΟΠΥΥ, μην τυχόν και μας πάρει την πελατεία ο διπλανός «συνάδελφος». Η θεραπευτική σχέση, όταν εκπίπτει σε πελατειακή, στερείται από την ηθική, που θα απέτρεπε π.χ. τους απεργούς γιατρούς από το να καλούν τους ασθενείς στο ιδιωτικό τους ιατρείο, για να τους γράψουν την αγωγή που χρειάζονται και να τσεπώσουν την επίσκεψη.
Ο ΕΟΠΥΥ, από πάροχος υπηρεσιών υγείας έχει μεταβληθεί σε αγοραστή υπηρεσιών. Και, βέβαια, οι ιδιώτες δεν κάνουν ψυχικό, έχουν κάθε λόγο να αυξήσουν τη δουλειά τους κι έχουν τον τρόπο τους να οδηγήσουν τους γιατρούς σε μια υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων και παραπεμπτικών για εξετάσεις, ειδικά όταν ο τυπικός ασθενής αξιολογεί τον γιατρό από την ευκολία που του δίνει την «ακριβή συνταγή» και την τομογραφία, που από εξειδικευμένη έχει γίνει εξέταση ρουτίνας.
Ο «ρεαλισμός» του μνημονίου
Σε ένα τέτοιο τοπίο, οι αρχές της δημόσιας υγείας του Π.Ο.Υ., αρχές που όριζαν την υγεία όχι απλώς ως απουσία αρρώστιας, αλλά ως ολιστική σωματική και ψυχική ευεξία, η έμφαση στην πρωτογενή και τη δευτερογενή πρόληψη, η αγωγή υγείας, η συσχέτιση της υγείας με κοινωνικούς παράγοντες, κατάντησαν ψιλά γράμματα. Ένα κύκλωμα που περιλαμβάνει έναν αριθμό από λευκές μπλούζες και τσαντάκια των ιατρικών επισκεπτών, μαζί με τους ιδιοκτήτες εργαστηρίων και κλινικών, βρήκαν την ευκαιρία να αλωνίσουν στις χρυσές εποχές.
Όταν έρχεται η ώρα της οικονομικής σπάνεως, τα κριτήρια είναι παρόμοια. Αν η αφειδής χορήγηση δεν έπαιρνε υπ’ όψη της την πραγματική ανάγκη των ασθενών και μεταβαλλόταν σε προκλητή ζήτηση, οι περικοπές έρχονται επί δικαίων και αδίκων, η πραγματική ανάγκη, όπως αυτή θα την όριζε η ορθή ιατρική πρακτική, παραμένει έξω από την εξίσωση.
Η πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι το κατ’ εξοχήν θύμα. Η υποδομή των ασφαλιστικών ταμείων, και κυρίως του ΙΚΑ, αντί να αποκαθαρθεί από τις παθογένειες της, καταστράφηκε.
Το ίδιο το μέλλον των Κέντρων Υγείας φαντάζει αβέβαιο, καθώς ακούγονται (ημιεπίσημες) φωνές για την κατάργησή τους και την αντικατάστασή τους από… τα Κοινωνικά Ιατρεία, τα οποία θα υποχρεωθούν να μετεξελιχθούν σε Κοινωνικές Επιχειρήσεις. Τα νοσοκομεία, ήδη σε κατάρρευση κάτω από την πίεση της μετατροπής των εξωτερικών τους ιατρείων σε δομές πρωτοβάθμιας περίθαλψης και τον μεγάλο όγκο των ανασφάλιστων (μεταναστών και ημεδαπών) που προσέρχεται σε αυτά, με αποψιλωμένους τους προϋπολογισμούς και το προσωπικό τους, γίνονται θύματα των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων, με κριτήρια όχι βέβαια ιατρικά, αλλά μείωσης κόστους. Όσο για την ψυχική υγεία, ο Άδωνης μετατρέπει το όνειρο του Μπαζάλια σε εφιάλτη, επιχειρώντας την κοινωνική ενσωμάτωση των ψυχικά πασχόντων στα παγκάκια των αστέγων.
Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα, στηριγμένη στα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό, βλέπει τους πυλώνες της να αποσυντίθενται: τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν στεγνώσει μετά τη ληστεία των αποθεματικών τους από μια σειρά επεισόδια, με κορυφαίο αυτό του κουρέματος των ομόλογων που υποχρεώθηκαν να αγοράσουν, ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία ακολουθεί μια ανάλογη ελεύθερη πτώση. Και μια που είναι επίκαιρος ο εξορκισμός των «οριζόντιων μέτρων», τι πιο οριζόντιο από το 25ευρο για την εισαγωγή σε ένα νοσοκομείο, για υπηρεσίες που το ίδιο άτομο έχει πληρώσει πολλαπλά με τις ασφαλιστικές του εισφορές και τον φόρο;
Το επεισόδιο των γενοσήμων που παρακολουθήσαμε είναι μόνο μια σελίδα αυτής της πονεμένης ιστορίας. Γιατί το ζήτημα αφ’ ενός δεν είναι να εξισώνουμε την πατέντα με το αποτελεσματικό φάρμακο και το γενόσημο με το αναποτελεσματικό –ιμιτασιόν, αλλά να βρεθούν τα αξιόπιστα κριτήρια που θα αξιολογήσουν ιατρικά, και όχι απλώς κοστολογικά το κάθε φάρμακο. Και, αφ’ ετέρου, το σημαντικότερο, η υπερκατανάλωση φαρμάκων και υπηρεσιών δεν βλάπτει μόνο την τσέπη, αλλά και την υγεία.
Υπάρχει διέξοδος;
Είναι σαφές πως η παροξυσμική εφαρμογή του εμπορευματικού–βιοϊατρικού μοντέλου δεν μπορεί πια να συνεχιστεί. Και η στιγμή είναι κρίσιμη για την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Όταν η πολιτική εξουσία, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, ωθεί έναν ολόκληρο λαό στην υποβάθμιση της υγείας και στην ανθρωπιστική κρίση, δεν μπορεί να υπερασπιζόμαστε απλώς τον (διε)φθαρμένο παλιό κόσμο. Το ζήτημα είναι κυριολεκτικά θέμα ζωής ή θανάτου: Η κατάρρευση του συστήματος υγείας, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των κοινωνικών, οικονομικών και διατροφικών συνθηκών, μπορεί να επιφέρει συνέπειες ανάλογες με αυτές που υπήρξαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όταν, για παράδειγμα, το προσδόκιμο επιβίωσης στη Ρωσία για τους άνδρες έπεσε στα πενήντα οχτώ χρόνια.
Στο κάτω κάτω υπάρχουν παραδείγματα κοινωνιών που αντιμετώπισαν το ζήτημα της δημόσιας υγείας όχι με τον τομογράφο και το αντιβιοτικό για ψύλλου πήδημα, αλλά με την πρόληψη, τις εναλλακτικές ιατρικές, τα διατροφικά πρότυπα, την αγωγή υγείας της κοινότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η συμβατική ιατρική πρέπει να εκτελεστεί, ότι οι ασθενείς από AIDS ή από ηπατίτιδα C θα πρέπει να κάνουν ομοιοπαθητική υποχρεωτικά, ή ότι οι εγχειρήσεις θα υποκατασταθούν από βουντού, σημαίνει όμως ότι η δημόσια υγεία είναι ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό ζήτημα, πολυπαραγοντικό, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον από ένα κίνημα υπεράσπισης της ως αγαθού.
Και εδώ υπάρχει ένα πεδίον δόξης λαμπρό για κάθε εμπλεκόμενο, από τον φοιτητή και τον γιατρό ως τον πολιτικό, και πάνω από όλα τον άρρωστο (τον καθένα μας, δηλαδή, γιατί όλοι ήμασταν ή θα είμαστε άρρωστοι κάποια στιγμή του βίου). Αυτός ο προβληματισμός πρέπει επί τέλους να ξεκινήσει.
Η «πανάκεια» υπάρχει μόνο στα μυαλά αυτών που, η άγνοια ή το συμφέρον, οδηγούν στο να καταγράφουν τον ανθρώπινο πόνο στις παραμορφωτικές καμπύλες των εταιρικών ισολογισμών, ή των δημόσιων μακροοικονομικών μεγεθών.
Η αγορά του φαρμάκου
Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου, που σχεδιάστηκε ώστε να αποτελέσει ένα εργαλείο άσκησης κρατικής πολικής και ελέγχου της αγοράς, παράγοντας ο ίδιος φάρμακα (Εθνική Φαρμακοβιομηχανία, κρατικοποίηση της ΧΡΩΠΕΙ), πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε σε έναν απλό οργανισμό ελέγχου της καταλληλότητας και τιμολόγησης του φαρμάκου, αφήνοντας όλο το πεδίο ανοιχτό στους ιδιώτες.
Εκατόν έξι μεγάλες ή μικρές εταιρείες αποτελούν σήμερα τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, παράγοντας κατά πλειοψηφία φάρμακα εκτός πατέντας (γενόσημα).
Οι πωλήσεις τους, από 337 εκατ. ευρώ το 2000, έφτασαν τα 910 εκατ. το 2010, ενώ στη συνέχεια άρχισαν να μειώνονται. Το ποσοστό κάλυψης της εγχώριας ζήτησης κυμαίνεται γύρω στο 10%. Απασχολούν άμεσα περί τις 13.000 εργαζόμενους και έμμεσα έναν περίπου διπλάσιο αριθμό.
Κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, πέρα από τη μείωση της ζήτησης, είναι τα φέσια του δημοσίου (το χρέος, από 950 εκατ. τον Σεπτέμβρη του 2010, έφτασε το 1,5 δισ. τον ίδιο μήνα του 2012), όπως και το κούρεμα των κρατικών ομολόγων με τα οποία είχαν πληρωθεί παλιότερα χρέη που, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ, οδήγησαν σε απώλειες 1 δισ. ευρώ.
Το πρόβλημα που δημιουργείται στον κλάδο αυτό από τις πρόσφατες ρυθμίσεις του υπουργείου Υγείας είναι αυτό της ανταγωνιστικότητας που προκαλούν οι επιλογές φαρμάκου με βάση την τιμή και μόνο. Μια εταιρεία που λειτουργεί στην Ελλάδα έχει επί πλέον κόστος, που προκύπτει από τις προδιαγραφές της παραγωγής, την υποχρέωση να διατηρεί μηχανισμούς φαρμακοεπαγρύπνησης (μελέτες και έλεγχοι για πιθανές παρενέργειες) και το αυξημένο εργατικό κόστος.
Εταιρείες όπως η ισραηλινή TEVA (μέτοχος της οποίας φέρεται και ο κύριος Τ. Σόρος, γιγαντωμένη μετά την εξαγορά της Γερμανικής Ratiopharm), οι οποίες παράγουν φάρμακα οπουδήποτε και δεν επιβαρύνονται με τίποτε από τα παραπάνω, αποκτούν τις δυνατότητες να σαρώσουν την αγορά με φάρμακα που δεν εγγυώνται καν την ιδιότητά τους.
Και η TEVA δεν είναι βέβαια η μοναδική περίπτωση, υπάρχουν μια σειρά παρόμοιες εταιρείες με προϊόντα made in nowhere, που αλώνουν την αγορά.
http://ardin-rixi.gr/archives/15548
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέες συλλήψεις για παράνομο εμπόριο τσιγάρων στο Ηράκλειο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ