2012-04-15 11:51:29
του Κώστα Ροδινού
Ο παππούς μου έλεγε, πώς όπου και να πάω,όπου και να ταξιδέψω, όσα μέρη και να δώ, ακόμα και αν γυρίσω όλο τον κόσμο,στο τέλος θα επιστρέφω στο χωριό μου! Γιατί το χωριό μου είναι το ωραιότερομέρος του κόσμου! Εκεί βρίσκονται οι ρίζες μου.Όταν τα άκουγα αυτά μικρός, δεν έδινα καμιάσημασία. Πρώτον γιατί, όπως όλα τα παιδιά, ήθελα να και εγώ να φύγω απ’ τοχωριό μου. Να πάω να γνωρίσω και να ζήσω στις ωραίες πόλεις, που βλέπαμε στιςταινίες, που έπαιζε μια φορά το μήνα στην κεντρική πλατεία του χωριού έναστρατιωτικό συνεργείο. Δεύτερον, γιατί στο χωριό μου στον Έβρο, εκεί στηδεκαετία του ’60 περίσσευε η ανέχεια και η σκληρή δουλειά στα χωράφια. Το μισό χρόνοήμασταν βουτηγμένοι στις λάσπες και τα χιόνια, ενώ τα καλοκαίρια μας έκαιγαν ταλιοπύρια.
Όμως, όταν έρχονται οι γιορτές άλλαζαν ταπάντα. Κυρίως άλλαζε η διάθεση! Λές και ένα μαγικό χέρι (ο παππούλης, έλεγε ηγιαγιά μου και εννοούσε τον Θεό) απλώνονταν προστατευτικά πάνω μας και ταέδιωχνε όλα.Η Μεγάλη Εβδομάδα, μεταμόρφωνε όλα τασπίτια σ’ ένα απέραντο εργαστήριο παραγωγής φαγητών και γλυκών! Οι υπαίθριοιφούρνοι δούλευαν ασταμάτητα
. Ψηλές στήλες καπνού ανέβαιναν και έφταναν μέχρι τασύννεφα και γίνονταν ένα. Βλέπαμε τα τσουρέκια να βγαίνουνροδοκόκκινα απ΄ το φούρνο, έσπαγε η μύτη μας απ΄ τη μυρωδιά, αλλά έπρεπε ναπεριμένουμε μέχρι την Ανάσταση! Αν και πολλές φορές, την κάναμε κρυφά την….αμαρτία μας. Και η γιαγιά μου, που είχε το γενικό πρόσταγμα, προσποιόταν τάχαμου πως δεν μας έβλεπε…Η μάννα μου ασβέστωνε το σπίτι, τα περβάζιακαι τους κορμούς των δέντρων. Τα ζουμπούλια, οι πασχαλιές, τα κρίνα και κάποιεςπρώϊμες τριανταφυλλιές από τον κήπο, σε συνδυασμό με τις μυρωδιές από τα μπαχαρικά της γιαγιάς μου (Ανατολικές συνταγές),δημιουργούσαν μια αιθέρια αρωματική πανδαισία που δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου.Με τον παππού μου και το μπαμπά μου πηγαίναμε να δούμε τα χωράφια με το στάρι. Τα αγριολούλουδα είχαν και αυτάτην τιμητική τους. Καμάρωναν σαν το έβλεπαν να παίζει κυματίζοντας με το ανοιξιάτικο αεράκι. Με το δίκιο τουςγιατί ήταν η σοδειά που θα μας βοηθούσε να βγάλουμε το χρόνο. Να μείνουν καικάτι οικονομίες στην άκρη, αν ήταν καλή χρονιά.Τα λελέκια είχαν κτίσει τις φωλιές τους,ερχόταν ήδη από τον Μάρτη, κάθε λίγο και λιγάκι χτυπούσαν παρατεταμένα τα ράμφητους. Τα χελιδόνια και τα πετροχελίδονα, μαζί με τα σπουργίτιαπου άντεξαν το δύσκολο χειμώνα, έσκιζαν τον αέρα σε περίτεχνουςσχηματισμούς , ή λιάζονταν στο περβάζι τιτιβίζοντας χαρούμενα. Και στο ποτάμι, τα βατράχια δεν κουράζοντανποτέ! Μια έκρηξη ζωής παντού! Η φύσις «ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα»…Η εκκλησιά κάθε βράδυ ήταν γεμάτη κόσμο. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Σιωπηλοί, συγκινημένοι, καθηλωμένοι από τημυσταγωγία του Θείου Δράματος.Όταν ήμουν στην Έκτη Τάξη του Δημοτικού οδάσκαλος, σε συνεννόηση με τον παπά, αποφάσισε να ψάλλουν οι μαθητές το «Η ΖωήΕν Τάφω». Έκανε μια πρόχειρη ακρόαση, απέκλεισε δυο-τρείς κακόφωνους και απότον Φεβρουάριο αρχίσαμε τις δοκιμές. Πηγαίναμε κάθε απόγευμα στο σχολείο απότις 5, μέχρι που βράδιαζε. Έτσι μάθαμε απ’ έξω το «Η Ζωή εν Τάφω», το «Άξιον Εστί» και το «Αι γεννεαί αι πάσαι». Μερικές μέρες πριν τη Μ. Εβδομάδα, οι πρόβες έγιναν στηνΕκκλησία, για να εξοικειωθούμε με την ατμόσφαιρα.Την Μεγάλη Παρασκευή όλα τα παιδιά από τοσχολείο πηγαίναμε να περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο. Μετά την ολοκλήρωση της Σταύρωσης, στον Επιτάφιο υπήρχε φρουρά απόστρατιωτικό άγημα. Βλέπαμε τους φαντάρους, με τα όπλα υπό μάλης, να στέκονταιευθυτενείς, ακοίμητοι φρουροί του Σώματος του Χριστού και ζηλεύαμε! Βιαζόμαστανπολύ! Να μεγαλώσουμε και εμείς. Να πάμε φαντάροι.Να γίνουμε άντρες! Να μας κοιτάνε κρυφά τα κορίτσια και να χασκογελάνε! Ναέχουμε όπλα, γιατί απέναντι καραδοκεί ο τούρκος, όπως έλεγε ο παππούς μου.Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν θα τηνξεχάσω ποτέ μου. Ο δάσκαλος μας είχε βάλει ανά 7 σε κάθε γωνιά του Επιταφείου. Κορίτσια και αγόρια μαζί. Ολη μέρα με είχε καταβάλλει το άγχος και ο φόβος! Φοβόμουνα ότι θα δεν θαβγαίνει η φωνή μου. Ό,τι θα ξεχάσω τα λόγια. Ό,τι μόλις αρχίσουμε να ψέλνουμεοι άλλοι θα γελάνε σε βάρος μας. Όπως, μου εξομολογήθηκαν, το ίδιο άγχος είχαν και οι άλλοι της ομάδος!Όμως, μόλις έψαλλε πρώτος ο παππάς το «Ηζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…» και μας έκανε νεύμα να πάρουμε εμείς σειρά, αυτόήταν…Δεν θυμάμαι τίποτα….Ύστερα βγήκαμε έξω και άρχισε η περιφορά τουΕπιταφίου στο δρόμους του χωριού. Αλλά, ήταν πλέον αλλιώς… Ένα κρύο βοριαδάκι μας χτυπούσε το πρόσωπο, αλλά μας ζέσταιναν εκατοντάδες κεριά, το άγηματων στρατιωτών που περπατούσε δίπλα μας, οι συγχωριανοί που μας συνόδευαν καικυρίως η προσδοκία της Αναστάσεως…Στο χωριό μου υπήρχε Ελπίδα…Το βράδυ της Ανάστασης, βάζαμε τα καλά μαςρούχα και πηγαίναμε στην εκκλησιά. Με το κόκκινο αυγό στη τσέπη, διαλεγμένο απότη Μεγάλη Πέμπτη! Οπού και να γυρνούσες, χαρούμενα πρόσωπα. Χαραγμένα από το χρόνο και τα βάσανα, αλλά μ’ έναχαμόγελο ελπίδας! Γιατί «έχει ο Θεός για όλους»! Μετά το στοίχημα ήταν ναμεταφέρουμε πρώτοι το φώς της Αναστάσεως στο σπίτι, χωρίς να μας σβήσει στηδιαδρομή. Και έβλεπες παντού, μες το σκοτάδι, νησίδες φωτός, να μεταφέρουν την Ελπίδα.Την ημέρα της Λαμπρής, το γλέντι στήνονταν στομεσοχώρι. Μπροστά από τον στρατώνα οι φαντάροι σούβλιζαν αρνιά…Υστερα άρχιζαν τα τραγούδια και οι χοροί….«Εδώ στα Λιανοχουρταρούδια, τι τρανός χορόςθα γένει! Τι τρανός χορός θα γένει, σαν γαϊτάνι θα παένει….»Παλληκάρια και ομορφονιές, με τιςπαραδοσιακές φορεσιές, έπιαναν το ζωναράδικο και τελειωμό δεν είχαν…Η θεϊκή φωνή του Χρόνη Αηδονίδη!«Με γέλασαν τα πουλιά της Ανοιξης τααηδόνια! Με γελάσανε και μου είπανε, ποτέ δεν θα πεθάνω..»Και ο Καριοφύλλης Δοϊτσίδης…Μετά αρχίζανε τα φαντάρια τους δικούς τουςχορούς. Τσάμικα, Καλαματιανά, Νησιώτικα, Κρητικά, Μακεδονίτικα …Οι χοροί και τα τραγούδια των Ελλήνων…Αχ, ρε πατρίδα…Μια κουκίδα στον χάρτη της γεωγραφίας, μιαχούφτα άνθρωποι και τα παιδιά σου έφτιαξαν τραγούδια και χορούς, ανά τους αιώνες, για τους αιώνες των αιώνων….Για χαρές και λύπες, για αποχωρισμούς καιανταμώματα, για νίκες και ήττες. Μ’ αυτά άντεξαν, αντρώθηκαν και επιβίωσαν…Και με την οικογένεια δίπλα, ο ένας στον άλλον και στις καλές και στις κακές στιγμές…Καιρούς να ξαναβρούμε εκείνο το νήμα πουμας ενώνει….Χρόνια Πολλά liberals10
Ο παππούς μου έλεγε, πώς όπου και να πάω,όπου και να ταξιδέψω, όσα μέρη και να δώ, ακόμα και αν γυρίσω όλο τον κόσμο,στο τέλος θα επιστρέφω στο χωριό μου! Γιατί το χωριό μου είναι το ωραιότερομέρος του κόσμου! Εκεί βρίσκονται οι ρίζες μου.Όταν τα άκουγα αυτά μικρός, δεν έδινα καμιάσημασία. Πρώτον γιατί, όπως όλα τα παιδιά, ήθελα να και εγώ να φύγω απ’ τοχωριό μου. Να πάω να γνωρίσω και να ζήσω στις ωραίες πόλεις, που βλέπαμε στιςταινίες, που έπαιζε μια φορά το μήνα στην κεντρική πλατεία του χωριού έναστρατιωτικό συνεργείο. Δεύτερον, γιατί στο χωριό μου στον Έβρο, εκεί στηδεκαετία του ’60 περίσσευε η ανέχεια και η σκληρή δουλειά στα χωράφια. Το μισό χρόνοήμασταν βουτηγμένοι στις λάσπες και τα χιόνια, ενώ τα καλοκαίρια μας έκαιγαν ταλιοπύρια.
Όμως, όταν έρχονται οι γιορτές άλλαζαν ταπάντα. Κυρίως άλλαζε η διάθεση! Λές και ένα μαγικό χέρι (ο παππούλης, έλεγε ηγιαγιά μου και εννοούσε τον Θεό) απλώνονταν προστατευτικά πάνω μας και ταέδιωχνε όλα.Η Μεγάλη Εβδομάδα, μεταμόρφωνε όλα τασπίτια σ’ ένα απέραντο εργαστήριο παραγωγής φαγητών και γλυκών! Οι υπαίθριοιφούρνοι δούλευαν ασταμάτητα
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άρτα: Τον έστειλαν στον Νοσοκομείο για ... 10 ευρώ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ