2013-12-27 14:36:48
Στον κοινωνικό κανιβαλισμό της εποχής μας εύχομαι στον δοκιμαζόμενο λαό να βρει τη δύναμη να αντιπαλέψει όλους αυτούς που μας λεηλατούν τις ζωές.
Σʼ αυτό που αγαπήσαμε να επιμείνουμε... στην ωραία μας οικογένεια, στην ωραία μας συνοικία, στην ωραία μας πατρίδα... στους ωραίους μας ανθρώπους.
ΣΠΥΡΟΣ ΤΖΟΚΑΣ
……Και ένα «μνημονιακό» παραμύθι για μικρούς και μεγάλους…..
«Η ΓΙΑΓΙΑ»
«Εγώ είμαι ο Δημητράκης. Ο μπαμπάς μου ο Σταμάτης είχε ένα όμορφο μαγαζί με πολλά ρούχα. Η μαμά μου, η Ελένη εργάζονταν σε μια εταιρεία και έφευγε το πρωί και ερχόταν το απόγευμα. Έχω και μια μικρή αδελφή, την Ακριβούλα.
Δεν τους βλέπαμε και πολύ τους γονείς μας…..»
Τώρα, όμως, άλλαξαν τα πράγματα…. ο μπαμπάς του Δημητράκη και της Ακριβούλας έκλεισε το μαγαζί, γιατί κανείς δεν έμπαινε πια να ψωνίσει κι έτσι δεν μπορούσε να πληρώνει ούτε το νοίκι, ούτε το ΤΕΒΕ.
Και δεν έφτανε μόνον αυτό……τους βρήκε και άλλο κακό… κι η μαμά απολύθηκε από τη δουλειά της, γιατί η εταιρεία που δούλευε έκανε λέει περικοπές.
«Τώρα δεν έχουμε παράπονο…..τους βλέπουμε πολύ τους γονείς μας. Δεν είναι, όμως, ευχαριστημένοι, όπως εγώ και η Ακριβούλα. Είναι θλιμμένοι και μας μιλούν απότομα. Καμιά φορά λέω ότι καλύτερα ήταν πριν…και όταν το λέω αυτό κουνούν μελαγχολικά το κεφάλι τους, σαν να συμφωνούνε μου φαίνεται…»
-Θα φέρω τη μάνα μου από το χωριό….Κάτι πρέπει να κάνω..
Είπε ο Σταμάτης και το έκανε..
«Και ήρθε να μείνει μαζί μας η γιαγιά απ’ το χωριό. Η γιαγιά είναι πολύ καλή και πολύ πλούσια. Παίρνει 300 ευρώ σύνταξη απ’ τον ΟΓΑ και τώρα που μένει μαζί μας μας τα δίνει κι είμαστε κι εμείς πολύ πλούσιοι…..Χτες φάγαμε ψάρια, που είναι καλό και ακριβό φαί. Είμαστε όλοι χαρούμενοι και πλούσιοι…..και η γιαγιά μας λέει και παραμύθια.»
-Μα για όνομα! Χρυσόψαρα θα φάμε, βρε Σταμάτη;
Είπε η Ελένη στον Σταμάτη θυμωμένη
-Όλα τα κινέζικα είναι πιο φτηνά, ακόμα και τα ψάρια. Με τη σύνταξη της μάνας μου τι ήθελες να φάμε; Μπαρμπούνια;
Απάντησε με έντονο ύφος ο Σταμάτης….
Και μετά κάθισαν όλοι στο τραπέζι να φάνε τα χρυσόψαρα……και τα έφαγαν….
«Και περνούσαμε καλά…..ώσπου μας βρήκε η μεγάλη συμφορά…. η γιαγιά πέθανε. Δεν ξέρω αν έφταιγε το χρυσόψαρο που έφαγε ή αν πέθανε από μόνη της, ξέρω μονάχα πως ο Μπαμπάς και η Μαμά πολύ λυπηθήκανε και κλαίγανε…..την αγαπούσαν τόσο πολύ τη γιαγιά…μα τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να αντέξουν το χαμό της..»
-Τι θα κάνουμε, τώρα, χωρίς την σύνταξη, Παναγία μου;
Αναστέναζε η Ελένη και θρηνούσε τη γιαγιά -Πως θα ζήσουμε χωρίς τη μάνα μου …..
Συμπλήρωνε ο Σταμάτης..
Και τότε…..τότε τους ήρθε η θεία έμπνευση..
-Δεν θα αφήσουμε τη γιαγιά να πεθάνει….
Μουρμούρισε ο Σταμάτης, ενώ η Ελένη τον κοιτούσε εμβρόντητη και γεμάτη απορία…
-Δεν θα την αφήσουμε….Θα την βαλσαμώσουμε.
Αποφάνθηκε….και το έκανε..
«Ναι το έκανε……όπως ο θείος Λεωνίδας είχε βαλσαμώσει εκείνο το κεφάλι από το γουρούνι το άγριο που είχε σκοτώσει στο κυνήγι και το είχε βάλει στον τοίχο της σάλας, στο σπίτι του στο χωριό. Εμείς της γιαγιάς δεν της βαλσαμώσαμε μόνο το κεφάλι. Ολόκληρη τη βαλσαμώσαμε γιατί, όπως είπε κι ο μπαμπάς «δική μας είναι η γιαγιά κι ό,τι θέλουμε την κάνουμε……».
Η γιαγιά τώρα είναι συνέχεια εκεί…..μαζί τους….και συνεχίζουν να παίρνουν την παχυλή σύνταξη της και να ζουν στη χλιδή. Μόνο που τα βράδια, όταν μαζεύονται τα παιδιά κοντά στο τζάκι, η γιαγιά δεν τους λέει παραμύθια, παρά κάθεται ακούνητη, αμίλητη κι αγέλαστη…..΄
«Και τώρα δεν μπορούμε ούτε να την δούμε καλά…. καλά, γιατί μας έχουν κόψει το ρεύμα. Για κάποια βλάβη μας είπε ο μπαμπάς…..αλλά όταν μιλάει με τη μαμά βρίζει….όλους τους βρίζει….και συνέχεια είναι σκεπτικός…δεν μας μιλάει πια όπως παλιά….Κάθεται ώρες ατέλειωτες στην πολυθρόνα αμίλητος….και όταν τον ρωτάω, δεν μου απαντάει. Όταν είναι πολύ θυμωμένος μου λέει ότι περιμένει το χάρο…να έρθει να τον πάρει. Κάτι πρέπει να έχει, γιατί και η μάμα μου του λέει μήπως πρέπει να πάνε στο γιατρό…»
-Μην ξεχάσεις να βγάλεις τη γιαγιά στην αυλόπορτα……
Φώναξε ο Σταμάτης στην Ελένη..
Και η Ελένη έβγαλε τη γιαγιά στην αυλόπορτα…..μισή μέσα και μισή έξω, για να την βλέπει η γειτονιά..
«Και μια φορά ξεχάσαμε να τη μαζέψουμε κι έβρεξε πολύ κι έγινε μούσκεμα. Και ύστερα τη βάλαμε κοντά στο τζάκι να στεγνώσει, αλλά μάλλον τη βάλαμε πολύ κοντά κι άρπαξε φωτιά. Ευτυχώς ο Μπαμπάς πρόλαβε και την έσβησε γρήγορα, αλλά μας μάλωσε γιατί «κοντέψαμε να αφανίσουμε το μοναδικό μας εισόδημα».
Και έτσι πέρναγαν αυτοί…..όπως πέρναγαν και κάποιοι άλλοι καλύτερα.
communenews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καλάβρυτα: Στα Λευκά ο Χελμός - Δείτε φωτο από το Χιονοδρομικό Κέντρο!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ