2014-01-22 17:09:07
Η φωτογραφία χρονολογείται πιθανότατα από την δεκαετία του 1930, μετά την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία στην Γερμανία, όμως τραβήχτηκε στην άλλη άκρη του κόσμου "Τίποτα δεν εξηγούσε την παρουσία μιας σβάστικας εδώ", λέει ο Jose Ricardo Rosa Maciel, πρώην κτηματίας αγροκτήματος κοντά στο ράντζο όπου μια μέρα ανακάλυψε την φωτογραφία.
Αλλά στην πραγματικότητα αυτή ήταν η δεύτερη αινιγματική του ανακάλυψη. Η πρώτη συνέβη στο χοιροστάσιο.
"Μια μέρα οι χοίροι έσπασαν τον τοίχο και διέφυγαν από το χοιροστάσιο" λέει. "Παρατηρώντας τα πεσμένα τούβλα από τον τοίχο, νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις. Το κάτω μέρος του κάθε τούβλου ήταν σφραγισμένο με τη σβάστικα."
Είναι ευρέως γνωστό ότι πριν από τον πόλεμο η Βραζιλία είχε ισχυρούς δεσμούς με την ναζιστική Γερμανία. Οι δύο χώρες ήταν οικονομικοί εταίροι, ενώ η Βραζιλία είχε το μεγαλύτερο φασιστικό κόμμα έξω από την Ευρώπη, με περισσότερα από 40.000 μέλη.
Χάρη όμως στις έρευνες του καθηγητή ιστορίας Sidney Aguilar Filho, ο Maciel έμαθε την ιστορία των δεσμών του αγροκτήματός του με τους φασίστες της Βραζιλίας.
Ο Filho διαπίστωσε ότι το αγρόκτημα κάποτε άνηκε στους Rocha Mirandas, μια οικογένεια πλούσιων βιομηχάνων από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Τρία μέλη της οικογένεια και πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας Renato και δύο από τους γιους του, Otavio και Osvaldo ήταν μέλη μιας ακροδεξιάς οργάνωσης φιλικά προσκείμενης στους Ναζί.
Η οικογένεια συχνά διοργάνωνε συναθροίσεις στο αγρόκτημα, φιλοξενώντας χιλιάδες μέλη της οργάνωσης. Το αγρόκτημα λειτουργούσε όμως και σαν στρατόπεδο εργασίας για εγκαταλελειμμένα και μη-λευκά παιδιά.
"Ανακάλυψα την ιστορία 50 αγοριών ηλικίας περίπου 10 ετών που τα πήραν από ορφανοτροφείο στο Ρίο" λέει ο Filho. "Τα πήραν σε τρία κύματα. Η πρώτη ήταν μια ομάδα των 10 το 1933."
Ο Osvaldo Rocha Miranda είχε οριστεί ως επιστάτης των ορφανών, σύμφωνα με έγγραφα που ανακάλυψε ο Filho.
"Έστειλε τον οδηγό του, ο οποίος μας έβαλε σε μια γωνία", λέει ο 90χρονος Aloysio da Silva, ένα από τα πρώτα ορφανά που επιστρατεύτηκαν να εργαστούν στο ράντζο.
"Ο Osvaldo δείχνοντας με ένα ραβδί είπε, ""Βάλε αυτόν εδώ, αυτόν εκεί"" και από τα 20 αγόρια πήρε τα 10."
"Είχε υποσχεθεί στον κόσμο, ότι θα παίζαμε ποδόσφαιρο, θα κάναμε ιππασία, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Στους 10 μας δόθηκαν τσάπες και μας έβαλαν να καθαρίσουμε τα χορτάρια και γενικά το αγρόκτημα. Είχα εξαπατηθεί."
Τα παιδιά υπόκεινταν σε συχνούς ξυλοδαρμούς, με ένα ξύλινο κουπί με τρύπες ειδικά σχεδιασμένο ώστε να μειώνει την αντίσταση του αέρα και έτσι να αυξάνεται ο πόνος. Τα προσφωνούσαν, όχι με τα ονόματα τους, αλλά με αριθμούς. Ο Silva ήταν ο αριθμός 23.Τα φρουρούσαν σκυλιά για να εξασφαλίσουν ότι έμεναν στη γραμμή.
"Το ένα λεγόταν Poison (δηλητήριο) και ήταν αρσενικό και το θηλυκό ονομαζόταν Trust" λέει ο Silva, που εξακολουθεί να ζει στην περιοχή. "Προσπαθώ να αποφεύγω να μιλάς για αυτό."
Ο Argemiro dos Santos είναι άλλος ένας επιζών, είχε βρεθεί στους δρόμους και τον πήραν στο ορφανοτροφείο. Στην συνέχεια ο Rocha Miranda ήρθε και για αυτόν.
"Δεν συμπαθούσαν τους μαύρους ανθρώπους με τίποτα" λέει ο Santos, 89 ετών σήμερα. "Υπήρχαν τιμωρίες από στέρηση τροφής μέχρι χτυπήματα με το ξύλινο κουπί. Πόναγε πολύ. Μερικές φορές τα χτυπήματα ήταν δύο. Το περισσότερο ήταν πέντε γιατί ένας άνθρωπος δεν θα άντεχε περισσότερο."
"Υπήρχαν φωτογραφίες του Χίτλερ και μας ανάγκαζαν να τις χαιρετίζουμε. Δεν καταλάβαινα τίποτα."
Μερικά από τα επιζώντα μέλη της οικογένειας Rocha Miranda λένε ότι οι πρόγονοι τους σταμάτησαν να υποστηρίζουν τον ναζισμό πολύ πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Maurice Rocha Miranda, ανιψιός των Otavio και Osvaldo, αρνείται ότι τα παιδιά κρατούνταν ως σκλάβοι στο αγρόκτημα. Ο ίδιος δήλωσε σε εφημερίδα του Σάο Πάολο ότι τα ορφανά στο αγρόκτημα, "έπρεπε να συγκρατούνται, αλλά ποτέ δεν τιμωρήθηκαν ή υποδουλώθηκαν".
Αλλά ο Filho πιστεύει τις μαρτυρίες των επιζώντων, άλλωστε οι δηλώσεις του Silva και του Santos ταιριάζουν παρόλο που οι δυο τους δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.
Το μόνο διάλειμμα των ορφανών από τα βασανιστήρια ήταν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες που γίνονταν κόντρα σε ομάδες τοπικών γεωργικών εργατών, όπως αυτή απεικονίζεται στη φωτογραφία με τη σημαία με τη σβάστικα. Γενικά το ποδόσφαιρο είχε χρησιμοποιηθεί τακτικά για λόγους προπαγάνδας από τον τότε δικτάτορα της Βραζιλίας, Getulio Vargas.
Μετά από αρκετά χρόνια, ο Santos δεν άντεχε άλλο. "Υπήρχε μια μικρή πόρτα και την άφησα μισάνοιχτη. Αργότερα εκείνο το βράδυ ήμουν έξω. Κανείς δεν με είδε".
Ο Santos επέστρεψε στο Ρίο, όπου σε ηλικία 14 ετών, κοιμόταν όπου έβρισκε και πούλαγε εφημερίδες. Στην συνέχεια, το 1942 όταν η Βραζιλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, εντάχθηκε στο ναυτικό. Απέδρασε από την υποχρεωτική εργασία για τους Ναζί και τώρα τους πολεμούσε.
"Εγώ απλά πραγματοποίησα ότι με χρειαζόταν η Βραζιλία να κάνω", λέει ο Santos. "Δεν θα μπορούσα να μισώ τον Χίτλερ αφού δεν ήξερα καλά καλά ποιος ήταν."
Ο Santos πήγε σε περιπολία στην Ευρώπη και στην συνέχεια πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δουλεύοντας σε πλοία κυνηγώντας υποβρύχια στα ανοιχτά των βραζιλιάνικων ακτών.
Σήμερα ο Santos είναι γνωστός στους ντόπιους με το παρατσούκλι Marujo (ναύτης) και δείχνει με καμάρι τα πιστοποιητικά και τα μετάλλια που αναγνωρίζουν τις υπηρεσίες του στον πόλεμο. Αλλά είναι επίσης διάσημος και ως ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της Βραζιλίας την δεκαετία του 40', παίζοντας ως μέσος για μερικές από τις κορυφαίες ομάδες της χώρας.
"Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν επαγγελματίες παίκτες, ήταν όλοι ερασιτέχνες", λέει ο Santos. "Έπαιξα στις Fluminense, Botafogo, Vasco da Gama. Οι περισσότεροι παίχτες πούλαγαν εφημερίδες ή γυάλιζαν παπούτσια για τον βιοπορισμό τους."
Σήμερα ο Santos ζει μια ήσυχη ζωή στην βορειοδυτική Βραζιλία με την Guilhermina, την σύζυγό του 61 ετών.
"Μου αρέσει να παίζω την τρομπέτα μου, να κάθομαι στην βεράντα, να πίνω μια κρύα μπύρα. Έχω πολλούς φίλους που περνάνε και μιλάμε" λέει.
Οι αναμνήσεις από το αγρόκτημα όμως είναι αδύνατον να σβηστούν.
Tromaktiko
Αλλά στην πραγματικότητα αυτή ήταν η δεύτερη αινιγματική του ανακάλυψη. Η πρώτη συνέβη στο χοιροστάσιο.
"Μια μέρα οι χοίροι έσπασαν τον τοίχο και διέφυγαν από το χοιροστάσιο" λέει. "Παρατηρώντας τα πεσμένα τούβλα από τον τοίχο, νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις. Το κάτω μέρος του κάθε τούβλου ήταν σφραγισμένο με τη σβάστικα."
Είναι ευρέως γνωστό ότι πριν από τον πόλεμο η Βραζιλία είχε ισχυρούς δεσμούς με την ναζιστική Γερμανία. Οι δύο χώρες ήταν οικονομικοί εταίροι, ενώ η Βραζιλία είχε το μεγαλύτερο φασιστικό κόμμα έξω από την Ευρώπη, με περισσότερα από 40.000 μέλη.
Χάρη όμως στις έρευνες του καθηγητή ιστορίας Sidney Aguilar Filho, ο Maciel έμαθε την ιστορία των δεσμών του αγροκτήματός του με τους φασίστες της Βραζιλίας.
Ο Filho διαπίστωσε ότι το αγρόκτημα κάποτε άνηκε στους Rocha Mirandas, μια οικογένεια πλούσιων βιομηχάνων από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Τρία μέλη της οικογένεια και πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας Renato και δύο από τους γιους του, Otavio και Osvaldo ήταν μέλη μιας ακροδεξιάς οργάνωσης φιλικά προσκείμενης στους Ναζί.
Η οικογένεια συχνά διοργάνωνε συναθροίσεις στο αγρόκτημα, φιλοξενώντας χιλιάδες μέλη της οργάνωσης. Το αγρόκτημα λειτουργούσε όμως και σαν στρατόπεδο εργασίας για εγκαταλελειμμένα και μη-λευκά παιδιά.
"Ανακάλυψα την ιστορία 50 αγοριών ηλικίας περίπου 10 ετών που τα πήραν από ορφανοτροφείο στο Ρίο" λέει ο Filho. "Τα πήραν σε τρία κύματα. Η πρώτη ήταν μια ομάδα των 10 το 1933."
Ο Osvaldo Rocha Miranda είχε οριστεί ως επιστάτης των ορφανών, σύμφωνα με έγγραφα που ανακάλυψε ο Filho.
"Έστειλε τον οδηγό του, ο οποίος μας έβαλε σε μια γωνία", λέει ο 90χρονος Aloysio da Silva, ένα από τα πρώτα ορφανά που επιστρατεύτηκαν να εργαστούν στο ράντζο.
"Ο Osvaldo δείχνοντας με ένα ραβδί είπε, ""Βάλε αυτόν εδώ, αυτόν εκεί"" και από τα 20 αγόρια πήρε τα 10."
"Είχε υποσχεθεί στον κόσμο, ότι θα παίζαμε ποδόσφαιρο, θα κάναμε ιππασία, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Στους 10 μας δόθηκαν τσάπες και μας έβαλαν να καθαρίσουμε τα χορτάρια και γενικά το αγρόκτημα. Είχα εξαπατηθεί."
Τα παιδιά υπόκεινταν σε συχνούς ξυλοδαρμούς, με ένα ξύλινο κουπί με τρύπες ειδικά σχεδιασμένο ώστε να μειώνει την αντίσταση του αέρα και έτσι να αυξάνεται ο πόνος. Τα προσφωνούσαν, όχι με τα ονόματα τους, αλλά με αριθμούς. Ο Silva ήταν ο αριθμός 23.Τα φρουρούσαν σκυλιά για να εξασφαλίσουν ότι έμεναν στη γραμμή.
"Το ένα λεγόταν Poison (δηλητήριο) και ήταν αρσενικό και το θηλυκό ονομαζόταν Trust" λέει ο Silva, που εξακολουθεί να ζει στην περιοχή. "Προσπαθώ να αποφεύγω να μιλάς για αυτό."
Ο Argemiro dos Santos είναι άλλος ένας επιζών, είχε βρεθεί στους δρόμους και τον πήραν στο ορφανοτροφείο. Στην συνέχεια ο Rocha Miranda ήρθε και για αυτόν.
"Δεν συμπαθούσαν τους μαύρους ανθρώπους με τίποτα" λέει ο Santos, 89 ετών σήμερα. "Υπήρχαν τιμωρίες από στέρηση τροφής μέχρι χτυπήματα με το ξύλινο κουπί. Πόναγε πολύ. Μερικές φορές τα χτυπήματα ήταν δύο. Το περισσότερο ήταν πέντε γιατί ένας άνθρωπος δεν θα άντεχε περισσότερο."
"Υπήρχαν φωτογραφίες του Χίτλερ και μας ανάγκαζαν να τις χαιρετίζουμε. Δεν καταλάβαινα τίποτα."
Μερικά από τα επιζώντα μέλη της οικογένειας Rocha Miranda λένε ότι οι πρόγονοι τους σταμάτησαν να υποστηρίζουν τον ναζισμό πολύ πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Maurice Rocha Miranda, ανιψιός των Otavio και Osvaldo, αρνείται ότι τα παιδιά κρατούνταν ως σκλάβοι στο αγρόκτημα. Ο ίδιος δήλωσε σε εφημερίδα του Σάο Πάολο ότι τα ορφανά στο αγρόκτημα, "έπρεπε να συγκρατούνται, αλλά ποτέ δεν τιμωρήθηκαν ή υποδουλώθηκαν".
Αλλά ο Filho πιστεύει τις μαρτυρίες των επιζώντων, άλλωστε οι δηλώσεις του Silva και του Santos ταιριάζουν παρόλο που οι δυο τους δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.
Το μόνο διάλειμμα των ορφανών από τα βασανιστήρια ήταν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες που γίνονταν κόντρα σε ομάδες τοπικών γεωργικών εργατών, όπως αυτή απεικονίζεται στη φωτογραφία με τη σημαία με τη σβάστικα. Γενικά το ποδόσφαιρο είχε χρησιμοποιηθεί τακτικά για λόγους προπαγάνδας από τον τότε δικτάτορα της Βραζιλίας, Getulio Vargas.
Μετά από αρκετά χρόνια, ο Santos δεν άντεχε άλλο. "Υπήρχε μια μικρή πόρτα και την άφησα μισάνοιχτη. Αργότερα εκείνο το βράδυ ήμουν έξω. Κανείς δεν με είδε".
Ο Santos επέστρεψε στο Ρίο, όπου σε ηλικία 14 ετών, κοιμόταν όπου έβρισκε και πούλαγε εφημερίδες. Στην συνέχεια, το 1942 όταν η Βραζιλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, εντάχθηκε στο ναυτικό. Απέδρασε από την υποχρεωτική εργασία για τους Ναζί και τώρα τους πολεμούσε.
"Εγώ απλά πραγματοποίησα ότι με χρειαζόταν η Βραζιλία να κάνω", λέει ο Santos. "Δεν θα μπορούσα να μισώ τον Χίτλερ αφού δεν ήξερα καλά καλά ποιος ήταν."
Ο Santos πήγε σε περιπολία στην Ευρώπη και στην συνέχεια πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δουλεύοντας σε πλοία κυνηγώντας υποβρύχια στα ανοιχτά των βραζιλιάνικων ακτών.
Σήμερα ο Santos είναι γνωστός στους ντόπιους με το παρατσούκλι Marujo (ναύτης) και δείχνει με καμάρι τα πιστοποιητικά και τα μετάλλια που αναγνωρίζουν τις υπηρεσίες του στον πόλεμο. Αλλά είναι επίσης διάσημος και ως ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της Βραζιλίας την δεκαετία του 40', παίζοντας ως μέσος για μερικές από τις κορυφαίες ομάδες της χώρας.
"Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν επαγγελματίες παίκτες, ήταν όλοι ερασιτέχνες", λέει ο Santos. "Έπαιξα στις Fluminense, Botafogo, Vasco da Gama. Οι περισσότεροι παίχτες πούλαγαν εφημερίδες ή γυάλιζαν παπούτσια για τον βιοπορισμό τους."
Σήμερα ο Santos ζει μια ήσυχη ζωή στην βορειοδυτική Βραζιλία με την Guilhermina, την σύζυγό του 61 ετών.
"Μου αρέσει να παίζω την τρομπέτα μου, να κάθομαι στην βεράντα, να πίνω μια κρύα μπύρα. Έχω πολλούς φίλους που περνάνε και μιλάμε" λέει.
Οι αναμνήσεις από το αγρόκτημα όμως είναι αδύνατον να σβηστούν.
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παραβατικότητα 5,8% διαπιστώθηκε σε προληπτικούς ελέγχους των ΔΟΥ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ