2014-01-29 09:50:27
Ευθέως αμφισβητεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τη δυνατότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 2,9 δισ ευρώ το 2014, χαρακτηρίζοντας "αισιόδοξη" τη πρόβλεψη για βελτίωση κατά 264% των δημοσιονομικών επιδόσεων. Βασικό επιχείρημα των αναλυτών του Γραφείου, είναι ότι αυτός ο στόχος θα "σκοντάψει" πάνω στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων και στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο!
Κριτική
Στην έκθεση ασκείται κριτική για τη φορολόγηση, αναφέροντας ότι η ταυτόχρονη επιβολή πέρυσι του αναθεωρημένου ΕΕΤΗΔΕ, καθώς και των ΦΑΠ του 2011, του 2012 και του 2013 ενδέχεται να οδηγήσει σε υπερβολική φορολόγηση της περιουσίας των πολιτών «και αυτό με τη σειρά του να αυξήσει το κίνητρο της φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει πολλούς φορολογουμένους σε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο λόγω αδυναμίας πληρωμής».
Εκτιμάται πως η επιπλέον επιβάρυνση με νέους φόρους των ήδη φορολογούμενων πολιτών δεν βοηθά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την είσπραξη εσόδων. Απεναντίας αυξάνει το κίνητρο της φοροδιαφυγής και μειώνει τα φορολογικά έσοδα.
«Η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης με την ενδυνάμωση της Γενικής Γραμματείας Εσόδων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να συνεισφέρουν όλοι στα δημόσια έσοδα ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα είναι η πιο αποτελεσματική (και κοινωνικά δίκαιη) πολιτική», σύμφωνα με την έκθεση.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία που πιστοποιούν την υπερφορολόγηση των πολιτών:
Οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές για κάθε κατηγορία εισοδήματος στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτεροι, καθώς με την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται επιπλέον φόρος από 1% έως 4%.Ο φόρος εισοδήματος για μισθωτούς και συνταξιούχους έχει έως και επταπλασιαστεί από το 2010 μέχρι σήμερα, ενώ ο φόρος που θα πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα είναι αυξημένος έως και εννέα φορές.Το συνολικό ποσό που πληρώνουν οι φορολογούμενοι για τα ακίνητα επταπλασιάστηκε από το 2009 φτάνοντας τα 3,5 δισ. ευρώ από μόλις 500 εκατ. ευρώ.Στα ακίνητα προστέθηκε και ο φόρος υπεραξίας.Ο ΦΠΑ αυξήθηκε από το 2010 τέσσερις φορές.Τα τεκμήρια και τα τέλη κυκλοφορίας αυξήθηκαν από το 2010 δύο φορές, ενώ οι φόροι στα καύσιμα τρεις φορές.Από τον Μάιο του 2010 επιβλήθηκε για πρώτη φορά φόρος στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και από το 2011 και στο φυσικό αέριο. Η εξίσωση των φορολογικών συντελεστών στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης οδήγησε σε αύξηση των φόρων κατά 450%. Επίσης στην έκθεση σημειώνεται πως μέσα στην κρίση αυξήθηκαν δραματικά τα ποσοστά του φτωχού πληθυσμού.
«Οι φτωχοί έχουν γίνει ακόμη πιο φτωχοί και οι πλούσιοι πλουσιότεροι», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Τονίζεται δε πως σήμερα το 42% του πληθυσμού έχει πραγματικό εισόδημα χαμηλότερο από τη γραμμή φτώχειας του 2009.
Καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις
Την ίδια στιγμή, πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι «η δημοσιονομική σταθεροποίηση έχει συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας και τη βελτίωση επιχειρηματικού κλίματος και έχει εδραιώσει τη θέση της χώρας μας στην ευρωζώνη».
Όμως, τονίζεται, ότι ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα παρατηρείται ότι «η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα: προβλήματα τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την μετέπειτα πορεία της χώρας».
Αναφορικά με τον «ελλιπή, περιστασιακό και αποσπασματικό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων», όπως χαρακτηρίζεται, αναφέρεται ως παράδειγμα, ότι «ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών». «Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά», τονίζεται σχετικά.
Όσον αφορά την επαγγελλόμενη και επιδιωκόμενη άμεση έξοδο της χώρας μας στις αγορές για νέα δάνεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι «έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια για έναν απλό λόγο: τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ)».
Σε δυσθεώρητα ύψη το χρέος
Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει εξάλλου ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρά το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δημόσιο χρέος παραμένει στα δυσθεώρητα ύψη του 170% λειτουργώντας αποτρεπτικά για τους πιθανούς επενδυτές (άρα και για την ανάπτυξη)».
«Η Ελλάδα, από μόνη της, δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια ως το 2020 ή 2022 χωρίς μια διεθνή-Ευρωπαϊκή ρύθμιση αντιμετώπισης του χρέους», σημειώνεται.
Και συστήνεται ότι: «Η ελληνική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην Ε.Ε. και Ευρωζώνη που ορίζουν πλέον ολοένα και περισσότερο το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί μια εθνική κυβέρνηση να κινηθεί».
''The New Daily Mail''
TheNewDailyMail
Κριτική
Στην έκθεση ασκείται κριτική για τη φορολόγηση, αναφέροντας ότι η ταυτόχρονη επιβολή πέρυσι του αναθεωρημένου ΕΕΤΗΔΕ, καθώς και των ΦΑΠ του 2011, του 2012 και του 2013 ενδέχεται να οδηγήσει σε υπερβολική φορολόγηση της περιουσίας των πολιτών «και αυτό με τη σειρά του να αυξήσει το κίνητρο της φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει πολλούς φορολογουμένους σε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο λόγω αδυναμίας πληρωμής».
Εκτιμάται πως η επιπλέον επιβάρυνση με νέους φόρους των ήδη φορολογούμενων πολιτών δεν βοηθά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την είσπραξη εσόδων. Απεναντίας αυξάνει το κίνητρο της φοροδιαφυγής και μειώνει τα φορολογικά έσοδα.
«Η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης με την ενδυνάμωση της Γενικής Γραμματείας Εσόδων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να συνεισφέρουν όλοι στα δημόσια έσοδα ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα είναι η πιο αποτελεσματική (και κοινωνικά δίκαιη) πολιτική», σύμφωνα με την έκθεση.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία που πιστοποιούν την υπερφορολόγηση των πολιτών:
Οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές για κάθε κατηγορία εισοδήματος στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτεροι, καθώς με την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται επιπλέον φόρος από 1% έως 4%.Ο φόρος εισοδήματος για μισθωτούς και συνταξιούχους έχει έως και επταπλασιαστεί από το 2010 μέχρι σήμερα, ενώ ο φόρος που θα πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα είναι αυξημένος έως και εννέα φορές.Το συνολικό ποσό που πληρώνουν οι φορολογούμενοι για τα ακίνητα επταπλασιάστηκε από το 2009 φτάνοντας τα 3,5 δισ. ευρώ από μόλις 500 εκατ. ευρώ.Στα ακίνητα προστέθηκε και ο φόρος υπεραξίας.Ο ΦΠΑ αυξήθηκε από το 2010 τέσσερις φορές.Τα τεκμήρια και τα τέλη κυκλοφορίας αυξήθηκαν από το 2010 δύο φορές, ενώ οι φόροι στα καύσιμα τρεις φορές.Από τον Μάιο του 2010 επιβλήθηκε για πρώτη φορά φόρος στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και από το 2011 και στο φυσικό αέριο. Η εξίσωση των φορολογικών συντελεστών στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης οδήγησε σε αύξηση των φόρων κατά 450%. Επίσης στην έκθεση σημειώνεται πως μέσα στην κρίση αυξήθηκαν δραματικά τα ποσοστά του φτωχού πληθυσμού.
«Οι φτωχοί έχουν γίνει ακόμη πιο φτωχοί και οι πλούσιοι πλουσιότεροι», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Τονίζεται δε πως σήμερα το 42% του πληθυσμού έχει πραγματικό εισόδημα χαμηλότερο από τη γραμμή φτώχειας του 2009.
Καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις
Την ίδια στιγμή, πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι «η δημοσιονομική σταθεροποίηση έχει συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας και τη βελτίωση επιχειρηματικού κλίματος και έχει εδραιώσει τη θέση της χώρας μας στην ευρωζώνη».
Όμως, τονίζεται, ότι ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα παρατηρείται ότι «η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα: προβλήματα τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την μετέπειτα πορεία της χώρας».
Αναφορικά με τον «ελλιπή, περιστασιακό και αποσπασματικό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων», όπως χαρακτηρίζεται, αναφέρεται ως παράδειγμα, ότι «ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών». «Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά», τονίζεται σχετικά.
Όσον αφορά την επαγγελλόμενη και επιδιωκόμενη άμεση έξοδο της χώρας μας στις αγορές για νέα δάνεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι «έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια για έναν απλό λόγο: τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ)».
Σε δυσθεώρητα ύψη το χρέος
Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει εξάλλου ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρά το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δημόσιο χρέος παραμένει στα δυσθεώρητα ύψη του 170% λειτουργώντας αποτρεπτικά για τους πιθανούς επενδυτές (άρα και για την ανάπτυξη)».
«Η Ελλάδα, από μόνη της, δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια ως το 2020 ή 2022 χωρίς μια διεθνή-Ευρωπαϊκή ρύθμιση αντιμετώπισης του χρέους», σημειώνεται.
Και συστήνεται ότι: «Η ελληνική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην Ε.Ε. και Ευρωζώνη που ορίζουν πλέον ολοένα και περισσότερο το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί μια εθνική κυβέρνηση να κινηθεί».
''The New Daily Mail''
TheNewDailyMail
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Τα Ίμια και ο Οτζαλάν"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ