2014-01-31 10:10:39
Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία είναι άφθονα τα παραδείγματα επικαιροποίησης εθνικών δανείων. Η επέτειος της τραγωδίας των Ιμίων, όμως, είναι η πραγματική ευκαιρία για επικαιροποίηση του εθνικού χρέους: Επειδή περισσότερο από ό,τι χρωστάει σε όσους της δάνεισαν, η Ελλάδα και κάθε άλλη χώρα χρωστάει σε όσους την πλήρωσαν, κάποιοι ακριβά.
Η παρακάτω συνέντευξη με τους συγγενείς του Παναγιώτη Βλαχάκου, του Έκτορα Γιαλοψού και του Χριστόδουλου Καραθανάση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική έκδοση του περιοδικού BBC History:
Κάποιες εκφράσεις είναι παράλογες. Ο όρος «παράπλευρες απώλειες», ο οποίος χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να περιγράψει με κυνικό τρόπο τις πιθανότητες της στρατιωτικής πραγματικότητας, χαρακτηρίζεται από μία εγγενή χυδαιότητα: Οι θυσίες των Ελλήνων στρατιωτών δεν είναι παράπλευρες. Οι επιλογές των Ελλήνων στρατιωτών είναι ευθύγραμμες. Οι οικογένειες και των τριών αξιωματικών, οι οποίοι θυσιάστηκαν στα Ίμια πριν 12, περίπου, χρόνια, διηγούνται πως οι συγγενείς τους δίπλωσαν τα ρούχα τους πριν απονηωθούν, έβγαλαν τα προσωπικά τους αντικείμενα, όπως τις βέρες τους, και ζήτησαν από τους συναδέλφους τους να τα παραδώσουν στις οικογένειές τους
. Γνώριζαν πού πήγαιναν και ποιες ήταν οι πιθανότητες. Το γνώριζαν όταν δέχτηκαν την αποστολή τους. Το γνώριζαν όταν αποφάσισαν την καριέρα τους, όταν αποφάσισαν ότι η πατρίδα τους θα μπορούσε να τους ζητήσει τις ζωές τους.
Η μητέρα του Έκτορα Γιαλοψού επιμένει: «Τα παιδιά τα στείλανε εκεί για να σκοτωθούν». «Δεν μπορεί να στέλνεις ένα ελικόπτερο άοπλο σε αποστολή αυτοκτονίας. Αυτά τα ελικόπτερα ξέρουμε ότι δεν έχουν όπλα επάνω τους, είναι αναγνωριστικά», συμπληρώνει ο αδελφός του. Ο αδελφός του Παναγιώτη Βλαχάκου σχολιάζει την «ατυχέστατη δήλωση του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας, του κυρίου Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος, πριν προλάβουν να βρουν πτώματα, πριν προλάβουν να βρουν το σκάφος, πριν καν προλάβουν να διερευνήσουν οτιδήποτε, βγήκε και έκανε τη δήλωση ότι προφανώς η πτώση του ελικοπτέρου οφείλεται σε vertigo των πιλότων. Ατυχέστατη, εκτός αν ήθελε κάτι να προκαταβάλει. Vertigo δεν μπορεί κανείς να πάθει τόσο εύκολα. Vertigo είθισται να συμβαίνει σε πιλότους μαχητικών αεροσκαφών, όχι σε πιλότους ελικοπτέρων». Και η αδελφή του Χριστόδουλου Καραθανάση σχολιάζει την ευρύτερη κατάπτωση εκείνης της νύχτας: «Εκείνο το βράδυ σκότωσαν ηθικά όλους τους Έλληνες και την πατρίδα. Καταλάβαμε ότι την Ελλάδα δεν τη διαχειρίζονται κάποιοι σαν να είναι ένα ιδανικό, αλλά σαν οικονομικό μέγεθος».
Και οι τρεις οικογένειες έχουν μεγάλη παράδοση στη στρατιωτική σταδιοδρομία. Η πατρίδα δεν είναι απομακρυσμένη έννοια για εκείνες. Σε μία εποχή, λοιπόν, η οποία συζητά πολύ για «θυσίες», μιλούν από τη θέση της υπέρτατης θυσίας. Συζητήσαμε με τον Νίκο Βλαχάκο, αδελφό του Παναγιώτη Βλαχάκου, με τον Γιώργο Γιαλοψό και τη Βούλα Γιαλοψού, αδελφό και νύφη του Έκτορα Γιαλοψού, και με τη Ντίνα Καραθανάση, αδελφή του Χριστόδουλου Καραθανάση.
Πώς αισθάνεστε όταν μιλάτε για τον αδελφό σας;
Γιώργος Γιαλοψός: Υπερηφάνεια. Δεν με πληγώνει να μιλάω για τον αδελφό μου. Με πληγώνει που δεν έχουμε μάθει ακόμα την επίσημη αλήθεια. Με πληγώνει ότι μετά από το περιστατικό αυτό που σκοτωθήκαν τα τρία παιδιά δεν βλέπουμε να έχει γίνει κάτι διαφορετικό στην Ελλάδα.
Νίκος Βλαχάκος: Πάντοτε έχω καλές αναμνήσεις. Ομολογουμένως αισθάνομαι και απέραντη πικρία πολλές φορές για τον τρόπο με τον οποίο έφυγε και, το χειρότερο από όλα, για την αντιμετώπιση της πολιτείας τότε, η οποία προσπάθησε να μηδενίσει το περιστατικό, για να μην δώσει μεγάλη έκταση και για να μην αφήσει να φανεί στο λαό και στην κοινωνία το τι ακριβώς συνέβη. Και βέβαια από την άλλη μία απέραντη υπερηφάνεια, γιατί έδωσα έναν αδερφό για την πατρίδα.
Ντίνα Καραθανάση: Σίγουρα είναι πάρα πολύ στενάχωρο. Κάθε θάνατος είναι δύσκολος. Το γεγονός είναι ή ουσία για την οικογένεια, αλλά και ο τρόπος κάνει μία μικρή διαφορά. Όχι στο μέγεθος του πόνου, αλλά κάνει μία μικρή διαφορά.
Ο δημόσιος χαρακτήρας της απώλειας σας βοήθησε ή σας δυσκόλεψε;
ΝΚ: Στην αρχή ήταν εξαιρετικά επώδυνο το ότι έπρεπε να χειριστούμε και τη δημοσιότητα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να χειριστούμε και τους δημοσιογράφους. Κάποιοι ερχόντουσαν έξω από το σπίτι, να κινηματογραφούν το παιδί του αδερφού μου, να προσπαθούν να μας προκαλέσουν να απαντήσουμε σε ερωτήσεις. Πρωτόγνωρο πράγμα και δύσκολο. Αυτό που ήταν παρήγορο ήταν ότι στην κηδεία του αδελφού μου, που ήταν η πρώτη, γιατί ήταν και ο πρώτος που είχε βρεθεί, είχε πολύ κόσμο. Αυτό που μπορώ να πω τώρα είναι ότι δεν ησυχάζεις. Κάθε χρόνο που γίνεται κάτι, το σέβομαι, αλλά εμένα αυτή η τιμή που προσπαθεί ο άλλος να αποδώσει, όταν είναι ένα θέμα το οποίο σε έχει ξεσκίσει και σε ξεσκίζει ψυχικά κάθε φορά, δεν μου είναι καθόλου εύκολη.
Αισθάνεστε την ανάγκη να πείτε «φτάνει, δεν είναι δημόσια υπόθεση, είναι οικογενειακή»;
ΝΚ: Φυσικά. Και το έχω κάνει. Και προσωπικώς αλλά και οικογενειακώς, επιλέξαμε και πηγαίναμε μόνο στην εκδήλωση που κάνει η βάση ελικοπτέρων του ναυτικού, η βάση του. Είναι λίγο δίκοπο μαχαίρι, γιατί από την άλλη θες να σεβαστείς και την κίνηση που κάνουν κάποιοι άνθρωποι, κάποιες ομάδες για να τιμήσουν αυτά τα τρία παιδιά. Αυτό που ήταν πολύ παρήγορο και δεν το περίμενα ήταν κάτι μηνύματα που παίρναμε, κάτι γράμματα από ανθρώπους που ήταν εντελώς άγνωστοι, από διάφορα σημεία της χώρας και από το εξωτερικό, λόγια συμπαράστασης, ποιήματα, κασέτες. Θα ήθελα να είναι πια μόνο δικό μου θέμα. Ξέρω ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Είναι και ένα εθνικό θέμα. Δεν έχω φτάσει σε ένα σημείο που να πω τέρμα, δεν πάω πουθενά, δεν απαντάω πουθενά, δεν κάνω τίποτα. Καμιά φορά νιώθω και ότι του το οφείλω.
Θα θέλατε να μπορούσαν να σταματήσουν οι τιμές που αποδίδουν οι ξένοι;
ΝΚ: Όχι βέβαια, αυτό θα ήταν πολύ εγωιστικό. Δεν μπορώ να πω στον άλλο ότι δεν θα τιμά τον αδελφό μου γιατί εγώ πονάω τόσο πολύ που δεν το αντέχω πια.
Τι συνέβη στα Ίμια;
ΝΒ: Εκείνη τη νύχτα η Ελλάδα έσκυψε το κεφάλι της στον μόνιμο και παντοτινό εχθρό της. Μπορεί να ακούγεται πολύ εθνικιστικό αυτό που λέω, αλλά πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος λαός ήταν, είναι και θα παραμείνει βάρβαρος. Απλά κάθε φορά η Τουρκία έχει βλέψεις προς την Ελλάδα. Και αυτές οι βλέψεις καταλήγουν πάντοτε σε μοιραία γεγονότα. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ πληγώθηκε το φιλότιμο του Έλληνα στρατιώτη και δη του πολεμικού ναυτικού: Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του που υπέστειλε την ελληνική σημαία. Και αυτό πάλι εξαιτίας κάποιων ατυχών πολιτικών παρεμβάσεων. Πάνω από όλα, χάθηκαν τρεις Έλληνες αξιωματικοί. Και πιστεύω ότι χάθηκαν άδικα, γιατί ενώ είχαν φέρει εις πέρας την αποστολή τους, η τότε πολιτική ηγεσία συνέχισε με έναν επίμονο παράδοξο τρόπο να προσπαθεί, ενώ είχε λήξει όλο το συμβάν, να εντοπίσει ακριβώς το τι συνέβαινε στη δυτική Ίμια. Κάτι το οποίο δεν θα ωφελούσε και σε τίποτα τη χώρα, δεν θα έδινε μια λύση στις περαιτέρω διαπραγματεύσεις ή κάτι άλλο. Το θέμα είχε λυθεί. Η θυσία των τριών ηρώων, όμως, κράτησε ψηλά το γόητρο των ενόπλων δυνάμεων και του ελληνικού λαού. Έδειξε ότι υπάρχουν ακόμα αξιωματικοί οι οποίοι πράττουν αυτό για το οποίο ορκίστηκαν: Να φυλάττουν Θερμοπύλες.
Πώς ζήσατε στην οικογένειά σας την υπόθεση των Ιμίων πριν την τραγική τους εξέλιξη;
ΝΚ: Εγώ ήμουν μία νιόπαντρη νέα κοπέλα. Ο άντρας μου μόλις είχε πάει στο στρατό. Εργαζόμουν, αλλά ήταν μία εποχή που με ένοιαζαν άλλα πράγματα. Ο αδερφός μου είχε την οικογένεια του, είχε το μωρό του, μάλιστα το προηγούμενο βράδυ ήμασταν μαζί και βλέπαμε τις Τρεις Χάριτες. Ήταν σαφώς ευαισθητοποιημένος και γνώριζε τα ελληνοτουρκικά, τα οποία τον απασχολούσαν πάρα πολύ. Ήταν ένα θέμα που τον άγγιζε και ήθελε να κάνει και το μεταπτυχιακό του πάνω σε αυτό. Εμένα αντιθέτως δεν με άγγιζε. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν είχε συζητήσει κάτι με τον πατέρα μου για την κατάσταση, με εμένα δεν είχε κάνει κάποια συζήτηση.
ΝΒ: Εκείνη την περίοδο εγώ έκανα το αγροτικό μου. Ο πατέρας μου ζούσε τα γεγονότα από την Αθήνα. Ο δε αδελφός μου ήταν κατά διαστήματα μέσα-έξω στη μονάδα του. Πάντοτε υπήρχε ο φόβος μην καταλήξει σε κάποια σύρραξη, γιατί με τον συγκεκριμένο λαό δεν ξέρεις πού μπορεί να φτάσεις. Τέσσερεις ημέρες πριν το γεγονός είχα μιλήσει με τον αδελφό μου και το μόνο που του είπα τότε ήταν «πρόσεχε, γιατί δεν μου αρέσουνε πάρα πολύ οι συγκεκριμένες κινήσεις και δηλώσεις των πολιτικών μας αρχηγών». Το «πρόσεχε» ήταν από τα τελευταία λόγια που του είπα.
ΓΓ: Δεν υποψιαζόμασταν ότι θα φτάσει σε τέτοιο σημείο.
Βούλα Γιαλοψού: Επεισόδια λίγο πολύ ψιλογίνονται, έτσι το παίρνεις.
Είχατε κάποια αγωνία για τους συγγενείς σας, ότι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε όσα συνέβαιναν;
ΝΚ: Δεν το είχα καταλάβει. Εκείνος σίγουρα θα είχε. Το χρονικό διάστημα πριν την αποστολή του αδερφού μου ήταν και εκείνο περίεργο για εμάς γιατί δεν είχε βάρδια. Ο αξιωματικός που είχε βάρδια δεν είχε δεχτεί να πάει. Παλιά ομολογώ ότι το έλεγα κατηγορώντας τον. Τώρα πια το λέω θεωρώντας τον σοφό. Πραγματικά, δεν το λέω ειρωνικά, θεωρώ ότι ο άνθρωπος είχε ενδεχομένως την ωριμότητα και γνώριζε τις καταστάσεις και πώς κινούνται τα πράγματα. Ήταν και εκπαιδευτής του αδελφού μου, και δεν είχε δεχτεί να πάει. Είχε και την επιλογή, εφόσον η υπηρεσία του το δέχτηκε. Πραγματικά έχω αλλάξει το πώς σκέφτομαι γι αυτό το άτομο. Όχι με την έννοια «αν πήγαινες εσύ θα ήσουν εσύ και όχι ο αδερφός μου». Παλιά όμως το έβλεπα ότι «δεν αξίζει να φοράς εσύ γαλόνια, δεν είσαι στο ίδιο επίπεδο με τον αδελφό μου». Αυτό εξακολουθώ και το πιστεύω, ωστόσο καλά έκανε και θεωρώ ότι φέρθηκε σοφά. Όχι καλά, αλλά σοφά. Μετά ήταν ο on-call, ο οποίος ήταν και συμμαθητής του αδερφού μου. Η υπηρεσία, όμως, βρήκε τον αδερφό μου. Ήμασταν στο σπίτι του. Εγώ δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία όταν αρχικώς είπε «αν δεν βρείτε τον on call ξαναπάρτε με». Μετά πήρε ο ίδιος και είπε «αφού δεν βρίσκετε τον on call θα έρθω εγώ». Ήταν επιλογή του.
Τα αδέλφια σας, δηλαδή, γνώριζαν τους κινδύνους της ζωής τους. Πώς τους δέχονταν; Και πώς αισθάνεστε εσείς που είχαν διαλέξει κάτι επικίνδυνο;
ΓΓ: Ο αδελφός μου τους καταλάβαινε, μας το έλεγε συχνά. Δεν θα ήθελα να κάνει κάτι άλλο επαγγελματικά. Αυτό ήθελε να ακολουθήσει.
ΝΒ: Το να εξελιχθεί από αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού σε πιλότο ελικοπτέρου του πολεμικού ναυτικού ήταν το όνειρό του. Ήταν άριστος, από όσα μπορώ να γνωρίζω, όπως άριστος ήταν και ο Χριστόδουλος Καραθανάσης και ο Έκτορας Γιαλοψός. Γι αυτό και τους επέλεξαν. Και η πικρία που ανέφερα στην αρχή είναι ότι, παρόλο που έστειλαν συγκεκριμένο πλήρωμα γι αυτή την αποστολή, αργότερα βγήκαν να το κατηγορήσουν ότι έπασχε η καρδιά του Χριστόδουλου, ο αδερφός μου δεν άκουγε καλά και διάφορα άλλα τέτοια. Αυτό είναι ένα κομμάτι, το οποίο στιγμάτισε αρνητικά το οτιδήποτε θέλησαν να δικαιολογήσουν. Και είναι ένας πόνος για τις οικογένειες, το ότι θεωρήθηκαν οι άνθρωποί τους άχρηστοι για αυτό που έκαναν.
ΝΚ: Υπάρχει ένα βιντεάκι που βγάλανε με τον Βλαχάκο πάνω στο Ναβαρίνο και λένε ότι θα πάνε, θα τα κάνουν όλα όπως πρέπει και θα τα καταφέρουν, ένα βίντεο με ένταση. Πριν φύγει από εδώ, από το σπίτι του, για την υπηρεσία, ξημερώματα όταν έφευγε, κατέβηκε στον πατέρα μου και τον χαιρέτησε. Αυτό δεν το έκανε κάθε φορά που έφευγε στην υπηρεσία του. Και πήρε εμένα τηλέφωνο και μου είπε «να μου προσέχεις την Ειρήνη και το παιδί». Ποτέ δεν το έκανε αυτό γιατί εκείνος ήταν προστάτης μας, ποτέ δεν ήμουν εγώ. Πάλι, κι αυτά δεν τα εκτίμησα εκείνη την ώρα.
Θα αφήνατε το παιδί σας να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία;
ΓΓ: Αν το θέλει τόσο πολύ, δεν ξέρω. Θα το σκεφτόμουν πάντως.
ΝΒ: Η πρώτη επιλογή της μεγάλης μου κόρης στις πανελλήνιες ήταν η σχολή ναυτικών δοκίμων. Πέρασε στη δεύτερη επιλογή της, που ήταν η οδοντιατρική.
Ανακουφιστήκατε;
ΝΒ: Όχι. Εγώ απλώς ήθελα να ακολουθήσει το παιδί μου αυτό που νόμιζε ότι είναι καλύτερο για την ίδια. Η ίδια στενοχωρήθηκε πάρα πολύ που δεν πέρασε στη Σχολή. Ίσως, όμως, ορισμένα πράγματα να είναι και τυχερά σε αυτή τη ζωή.
ΝΚ: Εγώ μεγαλώνω τα παιδιά μου δημοκρατικά, για να έχουν άποψη δυναμική, να διεκδικούν, να ζητάνε, να μην δέχονται ότι όλα είναι έτσι επειδή το λέμε οι γονείς ή επειδή κάπου είναι γραμμένο. Να εξετάζουν, να κάνουν τις επιλογές τους. Αυτό, όμως, είναι το μόνο στο οποίο θα σταθώ εμπόδιο. Αν επιλέξουν, κάποιο από τα δύο αγόρια, ο γιος μου ή ο ανιψιός μου, στρατιωτική κατεύθυνση, δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσω.
Μετά από ό,τι έγινε αισθάνεστε ότι έχετε έρθει πιο κοντά στην πατρίδα, μια και ο αδελφός σας θυσιάστηκε για εκείνη, ή αισθανθήκατε ότι ήταν τόσο δυσανάλογη η θυσία, ώστε κατέδειξε πόση απόσταση σας χωρίζει σαν άτομο από την πατρίδα;
ΓΓ: Αξίζει η θυσία. Προς Θεού, δεν λέμε ότι δεν αξίζει. Πάντα είμαστε κοντά στην πατρίδα. Ο αδερφός μου δεν ήταν να πάει στην αποστολή εκείνη τη βραδιά. Αρνήθηκαν άλλοι και πήγε ο αδελφός μου. Αυτό λέει πολλά. Βέβαια εγώ τώρα μετά από τόσα χρόνια λέω μακάρι να μην πήγαινε ο αδελφός μου και να ζούσε. Αλλά δεν ήταν ο αδερφός μου τέτοιος άνθρωπος. Ο αδελφός μου έβλεπε εδώ στην τηλεόραση που καίγανε τη σημαία του Πολυτεχνείου και έβαζε τα κλάματα. Ολόκληρος άντρας 30 χρονών και έβαζε τα κλάματα.
ΝΚ: Διαφορετική απάντηση θα σου έδινα πριν το 1996. Έχει κλείσει αυτό το θέμα για εμάς. Για εμένα προσωπικά η πατρίδα δεν υπάρχει από τις 31 Ιανουαρίου 1996. Έχω ακούσει πολλούς που λένε ότι ενδεχομένως αυτό προσβάλει το θάνατο του αδελφού μου. Δεν είναι έτσι. Ξέρω πάρα πολύ καλά γιατί πέθανε, τιμώ πάρα πολύ τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος πέθανε. Γιατί διάλεξε το θάνατο του. Πατρίδα, όμως, είναι το σπίτι μου και η οικογένεια μου. Όχι επειδή πέθανε ο αδερφός μου. Επειδή ξέρω πώς πέθανε.
Πώς;
ΝΚ: Σίγουρα άδικα. Εκείνο το βράδυ, χειρίστηκαν την υπόθεση κάποιοι άνθρωποι που ειδικά για εκείνη δεν στάθηκαν ικανοί και άξιοι. Άστοχα τελείως χειρίστηκαν τη ζωή του αδελφού μου και των άλλων δυο παιδιών.
Αξίζει η πατρίδα τη θυσία του αδερφού σας; Αξίζει θυσία αίματος;
ΓΓ: Το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν από την αρχή παράξενο. Ένα παιχνίδι ήταν. Μα είχε δώσει όρκο για αυτό που έκανε εκείνο το βράδυ: Πως αν χρειαστεί θα δώσει τη ζωή του. Πόσο άξιζε, όμως, για ένα παιχνίδι πολιτικό; Αποσύραμε και τη σημαία μας στο τέλος. Έπεσε για την πάρτη του και για κανέναν άλλον. Για την αξιοπρέπειά του, για την πατρίδα του, για κανέναν πολιτικό, για κανέναν εντολέα.
ΒΓ: Γιατί η πατρίδα την άξιζε τη θυσία, κάθε θυσία. Οι πολιτικοί δεν την αξίζανε. Που μας ντρόπιασαν μετά να πάρουμε τη σημαία μας και να φύγουμε. Να θυσιάσουμε τρεις ανθρώπους που ήξεραν πολύ καλά τι κάνανε. Για τους πολιτικούς δεν άξιζε η θυσία. Και δεν θα αξίζει καμία θυσία για κανέναν πολιτικό, ποτέ. Η πατρίδα αξίζει από όλους τις θυσίες. Αν παραστεί ανάγκη δεν θα μας κρατήσει πίσω η θυσία του Έκτορα, το ότι γνωρίζουμε τι σημαίνει να μένει κάποιος πίσω από κάποιον ο οποίος θυσιάζεται.
ΝΒ: Ορισμένες φορές αξίζει, αρκεί να αναγνωρίζεται.
Τι νόημα έχουν τα «κοινά» για μια οικογένεια, η οποία προσέφερε όσα περισσότερα θα μπορούσε; Θα μπορούσε κάποιος να γίνει αδιάφορος για όλα αυτά μετά από ένα γεγονός, όπως αυτό, το οποίο ζήσατε εσείς.
ΒΓ: Δεν είναι λύση να απομονωθεί κάποιος. Έχουμε και παιδιά πίσω. Κοιτάζεις και τι θα γίνει στο μέλλον, τι θα γίνουν κι αυτά. Δεν μπορείς να κλείσεις την πόρτα και να πεις τέρμα.
Έχετε ζήσει ποιο μπορεί να είναι το κόστος του πολέμου. Επειδή μόνο μία οικογένεια σαν τις δικές σας μπορεί να απαντήσει, πείτε μου πότε μπορεί κάποιος να πει «αυτό σηκώνει πόλεμο». Πότε δικαιολογείται ο πόλεμος;
ΝΒ: Ο πόλεμος σαφώς δεν είναι αρεστός σε κανέναν. Χάνονται ζωές και πάνω από όλα μπορεί να χαθούν εδάφη από μία χώρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να αφήσεις και κανέναν να σου στερήσει αυτό το οποίο σου ανήκει. Εφόσον υπάρχουνε τέτοιες συνθήκες, μόνον έτσι μπορείς να φτάσεις και να πεις ναι, θα γίνει πόλεμος. Και αν φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο, οι ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να προασπίσουν την πατρίδα, αρκεί να τις αφήσουν να κάνουν αυτό που ξέρουν. Στρατιωτικοί αναλυτές πολλών χωρών μετά από χρόνια από τη νύχτα των Ιμίων απέδειξαν ότι, εκείνο το βράδυ, η Ελλάδα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση ή πολεμικό επιχείρημα των Τούρκων. Η πολιτική λύση δεν ήταν η καλύτερη που δόθηκε, γιατί πλέον κομμάτια της ελληνικής γης έχουν χαρακτηριστεί πλέον γκρίζες ζώνες. Άρα είχες κάτι και το έχασες. Και το έχασες στα χαρτιά, δεν το έχασες υπερασπιζόμενός το.
ΓΓ: Εγώ δεν θέλω πόλεμο, ποτέ.
ΒΓ: Κανένας δεν θέλει να χαθούνε ζωές, να χαθούνε τα παιδιά μας. Αλλά όταν εισβάλλει γειτονική χώρα απειλητικά, εκεί θα πολεμήσεις.
ΓΓ: Αν έρθει ο άλλος στην πατρίδα σου και ζητάει να την πάρει, θα αντισταθείς. Τι θα κάνεις;
ΒΓ: Δεν τον αποφεύγεις τότε τον πόλεμο. Τι να πεις; «Για να μην σκοτωθεί κανείς, πάρε;» Η ιστορία μας δεν το επιτρέπει.
Στη στρατιωτική καθημερινότητα προϋπολογίζονται και κάποιες «παράπλευρες απώλειες», όπως έχει χαρακτηριστεί από κάποιους και η θυσία των δικών σας. Ο όρος φαίνεται να υποστηρίζει την ιδέα των «θυμάτων ειρήνης». Υπάρχει όριο στο πόσα θύματα χωρούν πριν τον πόλεμο;
ΝΒ: Δεν υπάρχει περιθώριο. Από τον πρώτο άνθρωπο. Αν τα υπολογίσουμε σαν παράπλευρες απώλειες, αν ανατάξουμε τις ανθρώπινες ζωές σε νούμερα, από τη στιγμή που χάνεις έστω και ένα νούμερο, το οποίο είναι υπολογίσιμο για εσένα, οφείλεις να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζεται. Δεν μπορείς να κλείνεις τα μάτια στις απώλειές σου, έστω και αν είναι μία η απώλειά σου.
Πώς αισθάνεστε για τη λύση Holbrooke για τα Ίμια; Το περίφημο «καμιά σημαία, κανένα πλοίο, κανένα στράτευμα»;
ΝΒ: Η Ελλάδα θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ακόμη πιο σκληρά και να δώσει μιαν άλλη απάντηση την εποχή εκείνη. Εντάξει. Να αποχωρήσουν τα πλοία. Αλλά να βγάλεις τη σημαία; Από πού; Από ένα κομμάτι δικό σου; Κακίστως υπεστάλη η ελληνική σημαία. Σου υπεδείκνυε κάποιος να φύγεις από τη χώρα σου.
ΓΓ: Για το «κανένα στράτευμα» συμφωνώ. Για να μην γίνει επεισόδιο. Αλλά να σου λέει και ο υπουργός τότε, ο Πάγκαλος, ότι την πήρε ο αέρας τη σημαία ΒΓ: Ή να μην μπορείς να πας με το καΐκι δίπλα να ρίξεις λουλούδια για τους νεκρούς...
ΓΓ: Αν έγινε αυτό για να μην υπάρξουν άλλα θύματα, τότε καλώς. Ίσως να έπρεπε να γίνει έτσι. Εμείς ξέρουμε τι έχει γίνει εκείνη τη νύχτα, μας τα έχουν πει και πολλοί που δεν θέλουν να μιλήσουν, ότι το ελικόπτερο το έριξαν. Αυτό είναι φως φανάρι. Αλλά σεβαστήκαμε ότι τότε δεν ήθελε η κυβέρνηση να το πει, για να μη γίνει θερμό επεισόδιο με τους Τούρκους. Γι αυτό δεν βγήκαμε να φωνάζουμε και να λέμε διάφορα. Είναι τυχαίο που δεν ζει κανένας από τους Τούρκους κομάντος που ήταν πάνω στα Ίμια; Νέα παιδιά και σκοτωθήκαν όλοι; Εγώ, τουλάχιστον, δεν πιστεύω ότι είναι σύμπτωση.
Και γιατί απλώς περιμένετε υπομονετικώς την αλήθεια και λέτε ότι έπρεπε να το αποσιωπήσει η κυβέρνηση;
ΓΓ: Δεν είχα την απαίτηση τότε, όταν ήταν φρέσκο το γεγονός, να βγει κάποιος στην τηλεόραση και να πει τι έγινε, αλλά τουλάχιστον στην οικογένεια έπρεπε κάποιος να το πει.
ΒΓ: Τότε δεχτήκαμε αυτή τη λύση για να μη θρηνήσουν άλλες μανάδες παιδιά ή για να μη γίνει πόλεμος. Τουλάχιστον, όμως, πες την αλήθεια στις οικογένειες, σε αυτούς που θυσίασαν τα παιδιά τους.
ΓΓ: Τότε, θυμάμαι, ο Αρσένης ούτε μια ώρα δεν είχε περάσει από το γεγονός και είπε «vertigo». Και τα παιδιά ήταν ακόμα στον πάτο της θάλασσας. Αυτό δείχνει ότι ήθελαν να καλύψουν το γεγονός.
Έπρεπε να ακολουθήσει η πολιτική λύση μετά το γεγονός ή κάποια κλιμάκωση;
ΓΓ: Εγώ λέω πολιτική λύση.
ΒΓ: Μα η πολιτική λύση ήταν να πάρουν τη σημαία και να φύγουν.
ΓΓ: Δηλαδή τι να λέγαμε; «Πόλεμος»; Να χαθούν άλλες χίλιες ζωές; Φαντάσου πόσες φρεγάτες ήταν εκεί και πόσες μανάδες θα κλαίγανε ακόμα μετά.
ΒΓ: Αυτό το ξέρουμε. Αλλά δεν ήταν και πολιτική λύση αυτό που είπε ο όποιος Πάγκαλος «την πήρε ο αέρας» ή «να πάρουμε τη σημαία να φύγουμε». Αυτό ήταν ντροπιαστική λύση, όχι πολιτική λύση.
ΓΓ: Μα εγώ λέω για πολιτική λύση, όχι για προδοσίες.
Είστε «ικανοποιημένοι» με το ότι χάσατε τον αδερφό σας, αν μπόρεσε να σταματήσει τα επόμενα θύματα ενός ενδεχόμενου πολέμου;
ΓΓ: Όχι βέβαια. Μακάρι να ζούσε ο αδερφός μου. Καταλαβαίνω ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να πουν κάτι διαφορετικό. Γι αυτό και μετά και ο Χόλμπρουκ είπε ό,τι είπε. Μπορεί εκεί να ξέσπασε το γεγονός. Όμως όχι, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, αλλά και όπως ξεκίνησαν, δεν είμαι ικανοποιημένος.
ΝΚ: Έχουμε ακούσει ότι καλύτερα που σκοτώθηκαν 3 και δεν σκοτώθηκαν 1013. Το δέχομαι. Αλλά αυτό μπορεί να το πει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τις τρεις οικογένειες. Θα ήταν δυνατό και εφικτό να μην πεθάνει κανείς. Δεν υπήρχε λόγος να σκοτωθούν. Με όποιον τρόπο και αν αυτό έγινε. Για εμένα δύο ήταν οι δολοφόνοι εκείνων των παιδιών. Οι ηθικοί ήταν Έλληνες. Και ήταν η πολιτική και, κατά ένα ποσοστό, η στρατιωτική ηγεσία της εποχής. Δεν είναι δυνατόν να φτάνει να σκοτώνεται ο αδελφός μου γιατί ο ένας δεν έφευγε από το σπίτι του να πάει στο ΚΥΣΕΑ ή γιατί ο ένας δεν συμπαθεί τον άλλον και δεν βρισκόντουσαν καν για να συνεννοηθούν τι πρέπει να γίνει. Φυσικά και είναι παρήγορο επιχείρημα, αν σταμάτησε έναν πόλεμο. Αλλά αυτό ήταν που σταμάτησε τον πόλεμο ή ήταν ένα ευχαριστώ που ακούστηκε μετά; Γιατί και τον θάνατο πήγαν να τον καπακώσουν μετά την ηθική εξέγερση των Ελλήνων. Σίγουρα είναι παρήγορο αν ήταν ο θάνατος των 3 να σταματήσει το θάνατο των 1013. Αλλά φτάνει; Δεν υπάρχει παρηγοριά. Απλώς, όπως έχεις μία ελιά στο χέρι, μαθαίνεις να ζεις με αυτό το πράγμα, που είναι ένα μαύρο και μελανό σύννεφο μέσα στην ψυχή σου πάντα.
Θα θέλατε να έχει πει όχι ο αδελφός σας;
ΝΚ: Φυσικά, σαν άνθρωπος θα ήθελα να είχε πει όχι, γιατί θα ήθελα να ήμασταν μαζί, γιατί θα ήθελα να είχε μεγαλώσει το παιδί του, γιατί θα ήθελα το παιδί του να έχει τον πατέρα του. Ξέρω ότι δεν θα το έκανε. Ήταν το ιδανικό του. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ: Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι θα ήθελα να έχει πεθάνει ο Χ, αλλά να ζούσε ο αδερφός μου, γιατί θεωρώ δεδομένο ότι το πλήρωμα του όποιου ελικοπτέρου πέταγε θα είχε φύγει.
Αισθάνεστε ποτέ ότι έχει εξοφλήσει η οικογένειά σας τα πατριωτικά της χρέη;
ΝΒ: Δεν πιστεύω ότι έχει εξοφλήσει. Από τη στιγμή που είμαι όρθιος, ζωντανός και μπορώ και λειτουργώ σε επαγγελματικό επίπεδο, πιστεύω ότι μπορώ να λειτουργήσω με τον ίδιο τρόπο και σε εθνικό επίπεδο και να δώσω και εγώ ότι περισσότερο μπορώ. Ο αδελφός μου έδωσε την ίδια του τη ζωή.
Το κράτος τι μπορεί να σας χρωστάει ακόμη σαν εξήγηση ή σαν τιμή για τον αδελφό σας; Ένα ακριβέστερο πόρισμα, ίσως;
ΓΓ: Δεν με ενδιαφέρει τώρα το πόρισμα. Είτε το πόρισμα λέει ότι το έριξαν το ελικόπτερο, είτε λέει ότι χάλασε ο κινητήρας, είτε οτιδήποτε, δεν παύει ο αδερφός μου να ήταν μάγκας και ήρωας που πήγε. Αλλά θα μπορούσαν να πουν μερικά πράγματα στην οικογένεια για όσα ακολούθησαν.
ΝΒ: Αυτό που χρωστάνε σε όλους εμάς, είναι ότι πρέπει να μας πουν την αλήθεια: Τι ακριβώς έγινε εκείνο το βράδυ. Μπορεί ενδόμυχα όλοι να πιστεύουμε αυτό που πιστεύουμε, ότι το ελικόπτερο το έριξαν, αλλά παραμένουμε όλοι μας με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το ηθικό κομμάτι, το γιατί θυσιάστηκαν αυτά τα άτομα, το ότι δεν πήγε χαμένη η θυσία τους.
Τι σας κάνει να νομίζετε ότι κάτι δεν σας έχουν πει;
ΝΒ: Πρώτον, τα κομμάτια του ελικοπτέρου, τα συντρίμμια του, δεν έχουν ανασυρθεί όλα από το βυθό. Δεύτερον, τα συντρίμμια του ελικοπτέρου δεν εστάλησαν ποτέ στο εργοστάσιο της Agusta. Παραμένουν κλειδωμένα σε υπόστεγο της βάσης ελικοπτέρων, ερμητικά κλειστά. Η ατυχής δήλωση του Γεράσιμου Αρσένη είναι ακόμα ένα κομμάτι από τα πράγματα που λένε ότι κάπου αλλού είναι η αλήθεια.
Αν μπορούσατε να κάνετε μόνο μία ερώτηση για τα Ίμια, σε κάποιον, ο οποίος θα ξέρατε ότι θα μπορούσε να απαντήσει και θα το έκανε, ποια θα ήταν αυτή η ερώτηση;
ΝΒ: Για ποιο λόγο δεν αντέδρασε η πατρίδα μας έτσι όπως έπρεπε να έχει αντιδράσει. Γιατί αν όντως ισχύει ότι το ελικόπτερο κατερρίφθη, η απάντηση της Ελλάδος θα έπρεπε να ήταν τελείως διαφορετική από αυτή, στην οποία εξελίχθηκε. Δεν θα έπρεπε να έχεις ευχαριστήσει κανέναν, δεν θα είχες προσέλθει σε κανένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και θα έπρεπε να έχεις κάνει υπηρεσιακά κάτι, στο οποίο να δείξεις ότι είμαι και εγώ εδώ. Όχι να σκύψεις το κεφάλι.
Ποιο καλό βγήκε από τη θυσία του αδελφού σας για την πατρίδα και τα ιδανικά του;
ΓΓ: Βλέπεις κάτι καλό εσύ; Εγώ δεν βλέπω κάτι να άλλαξε.
ΒΓ: Έμειναν για τον ίδιο τα ιδανικά. Και για τις οικογένειες πίσω. Και για τον απλό λαό, γιατί ακόμα θυμάται.
Αλέξανδρος Μόρντουντακ
Πηγή: Δημοκρατία
InfoGnomon
Η παρακάτω συνέντευξη με τους συγγενείς του Παναγιώτη Βλαχάκου, του Έκτορα Γιαλοψού και του Χριστόδουλου Καραθανάση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική έκδοση του περιοδικού BBC History:
Κάποιες εκφράσεις είναι παράλογες. Ο όρος «παράπλευρες απώλειες», ο οποίος χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να περιγράψει με κυνικό τρόπο τις πιθανότητες της στρατιωτικής πραγματικότητας, χαρακτηρίζεται από μία εγγενή χυδαιότητα: Οι θυσίες των Ελλήνων στρατιωτών δεν είναι παράπλευρες. Οι επιλογές των Ελλήνων στρατιωτών είναι ευθύγραμμες. Οι οικογένειες και των τριών αξιωματικών, οι οποίοι θυσιάστηκαν στα Ίμια πριν 12, περίπου, χρόνια, διηγούνται πως οι συγγενείς τους δίπλωσαν τα ρούχα τους πριν απονηωθούν, έβγαλαν τα προσωπικά τους αντικείμενα, όπως τις βέρες τους, και ζήτησαν από τους συναδέλφους τους να τα παραδώσουν στις οικογένειές τους
Η μητέρα του Έκτορα Γιαλοψού επιμένει: «Τα παιδιά τα στείλανε εκεί για να σκοτωθούν». «Δεν μπορεί να στέλνεις ένα ελικόπτερο άοπλο σε αποστολή αυτοκτονίας. Αυτά τα ελικόπτερα ξέρουμε ότι δεν έχουν όπλα επάνω τους, είναι αναγνωριστικά», συμπληρώνει ο αδελφός του. Ο αδελφός του Παναγιώτη Βλαχάκου σχολιάζει την «ατυχέστατη δήλωση του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας, του κυρίου Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος, πριν προλάβουν να βρουν πτώματα, πριν προλάβουν να βρουν το σκάφος, πριν καν προλάβουν να διερευνήσουν οτιδήποτε, βγήκε και έκανε τη δήλωση ότι προφανώς η πτώση του ελικοπτέρου οφείλεται σε vertigo των πιλότων. Ατυχέστατη, εκτός αν ήθελε κάτι να προκαταβάλει. Vertigo δεν μπορεί κανείς να πάθει τόσο εύκολα. Vertigo είθισται να συμβαίνει σε πιλότους μαχητικών αεροσκαφών, όχι σε πιλότους ελικοπτέρων». Και η αδελφή του Χριστόδουλου Καραθανάση σχολιάζει την ευρύτερη κατάπτωση εκείνης της νύχτας: «Εκείνο το βράδυ σκότωσαν ηθικά όλους τους Έλληνες και την πατρίδα. Καταλάβαμε ότι την Ελλάδα δεν τη διαχειρίζονται κάποιοι σαν να είναι ένα ιδανικό, αλλά σαν οικονομικό μέγεθος».
Και οι τρεις οικογένειες έχουν μεγάλη παράδοση στη στρατιωτική σταδιοδρομία. Η πατρίδα δεν είναι απομακρυσμένη έννοια για εκείνες. Σε μία εποχή, λοιπόν, η οποία συζητά πολύ για «θυσίες», μιλούν από τη θέση της υπέρτατης θυσίας. Συζητήσαμε με τον Νίκο Βλαχάκο, αδελφό του Παναγιώτη Βλαχάκου, με τον Γιώργο Γιαλοψό και τη Βούλα Γιαλοψού, αδελφό και νύφη του Έκτορα Γιαλοψού, και με τη Ντίνα Καραθανάση, αδελφή του Χριστόδουλου Καραθανάση.
Πώς αισθάνεστε όταν μιλάτε για τον αδελφό σας;
Γιώργος Γιαλοψός: Υπερηφάνεια. Δεν με πληγώνει να μιλάω για τον αδελφό μου. Με πληγώνει που δεν έχουμε μάθει ακόμα την επίσημη αλήθεια. Με πληγώνει ότι μετά από το περιστατικό αυτό που σκοτωθήκαν τα τρία παιδιά δεν βλέπουμε να έχει γίνει κάτι διαφορετικό στην Ελλάδα.
Νίκος Βλαχάκος: Πάντοτε έχω καλές αναμνήσεις. Ομολογουμένως αισθάνομαι και απέραντη πικρία πολλές φορές για τον τρόπο με τον οποίο έφυγε και, το χειρότερο από όλα, για την αντιμετώπιση της πολιτείας τότε, η οποία προσπάθησε να μηδενίσει το περιστατικό, για να μην δώσει μεγάλη έκταση και για να μην αφήσει να φανεί στο λαό και στην κοινωνία το τι ακριβώς συνέβη. Και βέβαια από την άλλη μία απέραντη υπερηφάνεια, γιατί έδωσα έναν αδερφό για την πατρίδα.
Ντίνα Καραθανάση: Σίγουρα είναι πάρα πολύ στενάχωρο. Κάθε θάνατος είναι δύσκολος. Το γεγονός είναι ή ουσία για την οικογένεια, αλλά και ο τρόπος κάνει μία μικρή διαφορά. Όχι στο μέγεθος του πόνου, αλλά κάνει μία μικρή διαφορά.
Ο δημόσιος χαρακτήρας της απώλειας σας βοήθησε ή σας δυσκόλεψε;
ΝΚ: Στην αρχή ήταν εξαιρετικά επώδυνο το ότι έπρεπε να χειριστούμε και τη δημοσιότητα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να χειριστούμε και τους δημοσιογράφους. Κάποιοι ερχόντουσαν έξω από το σπίτι, να κινηματογραφούν το παιδί του αδερφού μου, να προσπαθούν να μας προκαλέσουν να απαντήσουμε σε ερωτήσεις. Πρωτόγνωρο πράγμα και δύσκολο. Αυτό που ήταν παρήγορο ήταν ότι στην κηδεία του αδελφού μου, που ήταν η πρώτη, γιατί ήταν και ο πρώτος που είχε βρεθεί, είχε πολύ κόσμο. Αυτό που μπορώ να πω τώρα είναι ότι δεν ησυχάζεις. Κάθε χρόνο που γίνεται κάτι, το σέβομαι, αλλά εμένα αυτή η τιμή που προσπαθεί ο άλλος να αποδώσει, όταν είναι ένα θέμα το οποίο σε έχει ξεσκίσει και σε ξεσκίζει ψυχικά κάθε φορά, δεν μου είναι καθόλου εύκολη.
Αισθάνεστε την ανάγκη να πείτε «φτάνει, δεν είναι δημόσια υπόθεση, είναι οικογενειακή»;
ΝΚ: Φυσικά. Και το έχω κάνει. Και προσωπικώς αλλά και οικογενειακώς, επιλέξαμε και πηγαίναμε μόνο στην εκδήλωση που κάνει η βάση ελικοπτέρων του ναυτικού, η βάση του. Είναι λίγο δίκοπο μαχαίρι, γιατί από την άλλη θες να σεβαστείς και την κίνηση που κάνουν κάποιοι άνθρωποι, κάποιες ομάδες για να τιμήσουν αυτά τα τρία παιδιά. Αυτό που ήταν πολύ παρήγορο και δεν το περίμενα ήταν κάτι μηνύματα που παίρναμε, κάτι γράμματα από ανθρώπους που ήταν εντελώς άγνωστοι, από διάφορα σημεία της χώρας και από το εξωτερικό, λόγια συμπαράστασης, ποιήματα, κασέτες. Θα ήθελα να είναι πια μόνο δικό μου θέμα. Ξέρω ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Είναι και ένα εθνικό θέμα. Δεν έχω φτάσει σε ένα σημείο που να πω τέρμα, δεν πάω πουθενά, δεν απαντάω πουθενά, δεν κάνω τίποτα. Καμιά φορά νιώθω και ότι του το οφείλω.
Θα θέλατε να μπορούσαν να σταματήσουν οι τιμές που αποδίδουν οι ξένοι;
ΝΚ: Όχι βέβαια, αυτό θα ήταν πολύ εγωιστικό. Δεν μπορώ να πω στον άλλο ότι δεν θα τιμά τον αδελφό μου γιατί εγώ πονάω τόσο πολύ που δεν το αντέχω πια.
Τι συνέβη στα Ίμια;
ΝΒ: Εκείνη τη νύχτα η Ελλάδα έσκυψε το κεφάλι της στον μόνιμο και παντοτινό εχθρό της. Μπορεί να ακούγεται πολύ εθνικιστικό αυτό που λέω, αλλά πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος λαός ήταν, είναι και θα παραμείνει βάρβαρος. Απλά κάθε φορά η Τουρκία έχει βλέψεις προς την Ελλάδα. Και αυτές οι βλέψεις καταλήγουν πάντοτε σε μοιραία γεγονότα. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ πληγώθηκε το φιλότιμο του Έλληνα στρατιώτη και δη του πολεμικού ναυτικού: Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του που υπέστειλε την ελληνική σημαία. Και αυτό πάλι εξαιτίας κάποιων ατυχών πολιτικών παρεμβάσεων. Πάνω από όλα, χάθηκαν τρεις Έλληνες αξιωματικοί. Και πιστεύω ότι χάθηκαν άδικα, γιατί ενώ είχαν φέρει εις πέρας την αποστολή τους, η τότε πολιτική ηγεσία συνέχισε με έναν επίμονο παράδοξο τρόπο να προσπαθεί, ενώ είχε λήξει όλο το συμβάν, να εντοπίσει ακριβώς το τι συνέβαινε στη δυτική Ίμια. Κάτι το οποίο δεν θα ωφελούσε και σε τίποτα τη χώρα, δεν θα έδινε μια λύση στις περαιτέρω διαπραγματεύσεις ή κάτι άλλο. Το θέμα είχε λυθεί. Η θυσία των τριών ηρώων, όμως, κράτησε ψηλά το γόητρο των ενόπλων δυνάμεων και του ελληνικού λαού. Έδειξε ότι υπάρχουν ακόμα αξιωματικοί οι οποίοι πράττουν αυτό για το οποίο ορκίστηκαν: Να φυλάττουν Θερμοπύλες.
Πώς ζήσατε στην οικογένειά σας την υπόθεση των Ιμίων πριν την τραγική τους εξέλιξη;
ΝΚ: Εγώ ήμουν μία νιόπαντρη νέα κοπέλα. Ο άντρας μου μόλις είχε πάει στο στρατό. Εργαζόμουν, αλλά ήταν μία εποχή που με ένοιαζαν άλλα πράγματα. Ο αδερφός μου είχε την οικογένεια του, είχε το μωρό του, μάλιστα το προηγούμενο βράδυ ήμασταν μαζί και βλέπαμε τις Τρεις Χάριτες. Ήταν σαφώς ευαισθητοποιημένος και γνώριζε τα ελληνοτουρκικά, τα οποία τον απασχολούσαν πάρα πολύ. Ήταν ένα θέμα που τον άγγιζε και ήθελε να κάνει και το μεταπτυχιακό του πάνω σε αυτό. Εμένα αντιθέτως δεν με άγγιζε. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν είχε συζητήσει κάτι με τον πατέρα μου για την κατάσταση, με εμένα δεν είχε κάνει κάποια συζήτηση.
ΝΒ: Εκείνη την περίοδο εγώ έκανα το αγροτικό μου. Ο πατέρας μου ζούσε τα γεγονότα από την Αθήνα. Ο δε αδελφός μου ήταν κατά διαστήματα μέσα-έξω στη μονάδα του. Πάντοτε υπήρχε ο φόβος μην καταλήξει σε κάποια σύρραξη, γιατί με τον συγκεκριμένο λαό δεν ξέρεις πού μπορεί να φτάσεις. Τέσσερεις ημέρες πριν το γεγονός είχα μιλήσει με τον αδελφό μου και το μόνο που του είπα τότε ήταν «πρόσεχε, γιατί δεν μου αρέσουνε πάρα πολύ οι συγκεκριμένες κινήσεις και δηλώσεις των πολιτικών μας αρχηγών». Το «πρόσεχε» ήταν από τα τελευταία λόγια που του είπα.
ΓΓ: Δεν υποψιαζόμασταν ότι θα φτάσει σε τέτοιο σημείο.
Βούλα Γιαλοψού: Επεισόδια λίγο πολύ ψιλογίνονται, έτσι το παίρνεις.
Είχατε κάποια αγωνία για τους συγγενείς σας, ότι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε όσα συνέβαιναν;
ΝΚ: Δεν το είχα καταλάβει. Εκείνος σίγουρα θα είχε. Το χρονικό διάστημα πριν την αποστολή του αδερφού μου ήταν και εκείνο περίεργο για εμάς γιατί δεν είχε βάρδια. Ο αξιωματικός που είχε βάρδια δεν είχε δεχτεί να πάει. Παλιά ομολογώ ότι το έλεγα κατηγορώντας τον. Τώρα πια το λέω θεωρώντας τον σοφό. Πραγματικά, δεν το λέω ειρωνικά, θεωρώ ότι ο άνθρωπος είχε ενδεχομένως την ωριμότητα και γνώριζε τις καταστάσεις και πώς κινούνται τα πράγματα. Ήταν και εκπαιδευτής του αδελφού μου, και δεν είχε δεχτεί να πάει. Είχε και την επιλογή, εφόσον η υπηρεσία του το δέχτηκε. Πραγματικά έχω αλλάξει το πώς σκέφτομαι γι αυτό το άτομο. Όχι με την έννοια «αν πήγαινες εσύ θα ήσουν εσύ και όχι ο αδερφός μου». Παλιά όμως το έβλεπα ότι «δεν αξίζει να φοράς εσύ γαλόνια, δεν είσαι στο ίδιο επίπεδο με τον αδελφό μου». Αυτό εξακολουθώ και το πιστεύω, ωστόσο καλά έκανε και θεωρώ ότι φέρθηκε σοφά. Όχι καλά, αλλά σοφά. Μετά ήταν ο on-call, ο οποίος ήταν και συμμαθητής του αδερφού μου. Η υπηρεσία, όμως, βρήκε τον αδερφό μου. Ήμασταν στο σπίτι του. Εγώ δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία όταν αρχικώς είπε «αν δεν βρείτε τον on call ξαναπάρτε με». Μετά πήρε ο ίδιος και είπε «αφού δεν βρίσκετε τον on call θα έρθω εγώ». Ήταν επιλογή του.
Τα αδέλφια σας, δηλαδή, γνώριζαν τους κινδύνους της ζωής τους. Πώς τους δέχονταν; Και πώς αισθάνεστε εσείς που είχαν διαλέξει κάτι επικίνδυνο;
ΓΓ: Ο αδελφός μου τους καταλάβαινε, μας το έλεγε συχνά. Δεν θα ήθελα να κάνει κάτι άλλο επαγγελματικά. Αυτό ήθελε να ακολουθήσει.
ΝΒ: Το να εξελιχθεί από αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού σε πιλότο ελικοπτέρου του πολεμικού ναυτικού ήταν το όνειρό του. Ήταν άριστος, από όσα μπορώ να γνωρίζω, όπως άριστος ήταν και ο Χριστόδουλος Καραθανάσης και ο Έκτορας Γιαλοψός. Γι αυτό και τους επέλεξαν. Και η πικρία που ανέφερα στην αρχή είναι ότι, παρόλο που έστειλαν συγκεκριμένο πλήρωμα γι αυτή την αποστολή, αργότερα βγήκαν να το κατηγορήσουν ότι έπασχε η καρδιά του Χριστόδουλου, ο αδερφός μου δεν άκουγε καλά και διάφορα άλλα τέτοια. Αυτό είναι ένα κομμάτι, το οποίο στιγμάτισε αρνητικά το οτιδήποτε θέλησαν να δικαιολογήσουν. Και είναι ένας πόνος για τις οικογένειες, το ότι θεωρήθηκαν οι άνθρωποί τους άχρηστοι για αυτό που έκαναν.
ΝΚ: Υπάρχει ένα βιντεάκι που βγάλανε με τον Βλαχάκο πάνω στο Ναβαρίνο και λένε ότι θα πάνε, θα τα κάνουν όλα όπως πρέπει και θα τα καταφέρουν, ένα βίντεο με ένταση. Πριν φύγει από εδώ, από το σπίτι του, για την υπηρεσία, ξημερώματα όταν έφευγε, κατέβηκε στον πατέρα μου και τον χαιρέτησε. Αυτό δεν το έκανε κάθε φορά που έφευγε στην υπηρεσία του. Και πήρε εμένα τηλέφωνο και μου είπε «να μου προσέχεις την Ειρήνη και το παιδί». Ποτέ δεν το έκανε αυτό γιατί εκείνος ήταν προστάτης μας, ποτέ δεν ήμουν εγώ. Πάλι, κι αυτά δεν τα εκτίμησα εκείνη την ώρα.
Θα αφήνατε το παιδί σας να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία;
ΓΓ: Αν το θέλει τόσο πολύ, δεν ξέρω. Θα το σκεφτόμουν πάντως.
ΝΒ: Η πρώτη επιλογή της μεγάλης μου κόρης στις πανελλήνιες ήταν η σχολή ναυτικών δοκίμων. Πέρασε στη δεύτερη επιλογή της, που ήταν η οδοντιατρική.
Ανακουφιστήκατε;
ΝΒ: Όχι. Εγώ απλώς ήθελα να ακολουθήσει το παιδί μου αυτό που νόμιζε ότι είναι καλύτερο για την ίδια. Η ίδια στενοχωρήθηκε πάρα πολύ που δεν πέρασε στη Σχολή. Ίσως, όμως, ορισμένα πράγματα να είναι και τυχερά σε αυτή τη ζωή.
ΝΚ: Εγώ μεγαλώνω τα παιδιά μου δημοκρατικά, για να έχουν άποψη δυναμική, να διεκδικούν, να ζητάνε, να μην δέχονται ότι όλα είναι έτσι επειδή το λέμε οι γονείς ή επειδή κάπου είναι γραμμένο. Να εξετάζουν, να κάνουν τις επιλογές τους. Αυτό, όμως, είναι το μόνο στο οποίο θα σταθώ εμπόδιο. Αν επιλέξουν, κάποιο από τα δύο αγόρια, ο γιος μου ή ο ανιψιός μου, στρατιωτική κατεύθυνση, δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσω.
Μετά από ό,τι έγινε αισθάνεστε ότι έχετε έρθει πιο κοντά στην πατρίδα, μια και ο αδελφός σας θυσιάστηκε για εκείνη, ή αισθανθήκατε ότι ήταν τόσο δυσανάλογη η θυσία, ώστε κατέδειξε πόση απόσταση σας χωρίζει σαν άτομο από την πατρίδα;
ΓΓ: Αξίζει η θυσία. Προς Θεού, δεν λέμε ότι δεν αξίζει. Πάντα είμαστε κοντά στην πατρίδα. Ο αδερφός μου δεν ήταν να πάει στην αποστολή εκείνη τη βραδιά. Αρνήθηκαν άλλοι και πήγε ο αδελφός μου. Αυτό λέει πολλά. Βέβαια εγώ τώρα μετά από τόσα χρόνια λέω μακάρι να μην πήγαινε ο αδελφός μου και να ζούσε. Αλλά δεν ήταν ο αδερφός μου τέτοιος άνθρωπος. Ο αδελφός μου έβλεπε εδώ στην τηλεόραση που καίγανε τη σημαία του Πολυτεχνείου και έβαζε τα κλάματα. Ολόκληρος άντρας 30 χρονών και έβαζε τα κλάματα.
ΝΚ: Διαφορετική απάντηση θα σου έδινα πριν το 1996. Έχει κλείσει αυτό το θέμα για εμάς. Για εμένα προσωπικά η πατρίδα δεν υπάρχει από τις 31 Ιανουαρίου 1996. Έχω ακούσει πολλούς που λένε ότι ενδεχομένως αυτό προσβάλει το θάνατο του αδελφού μου. Δεν είναι έτσι. Ξέρω πάρα πολύ καλά γιατί πέθανε, τιμώ πάρα πολύ τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος πέθανε. Γιατί διάλεξε το θάνατο του. Πατρίδα, όμως, είναι το σπίτι μου και η οικογένεια μου. Όχι επειδή πέθανε ο αδερφός μου. Επειδή ξέρω πώς πέθανε.
Πώς;
ΝΚ: Σίγουρα άδικα. Εκείνο το βράδυ, χειρίστηκαν την υπόθεση κάποιοι άνθρωποι που ειδικά για εκείνη δεν στάθηκαν ικανοί και άξιοι. Άστοχα τελείως χειρίστηκαν τη ζωή του αδελφού μου και των άλλων δυο παιδιών.
Αξίζει η πατρίδα τη θυσία του αδερφού σας; Αξίζει θυσία αίματος;
ΓΓ: Το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν από την αρχή παράξενο. Ένα παιχνίδι ήταν. Μα είχε δώσει όρκο για αυτό που έκανε εκείνο το βράδυ: Πως αν χρειαστεί θα δώσει τη ζωή του. Πόσο άξιζε, όμως, για ένα παιχνίδι πολιτικό; Αποσύραμε και τη σημαία μας στο τέλος. Έπεσε για την πάρτη του και για κανέναν άλλον. Για την αξιοπρέπειά του, για την πατρίδα του, για κανέναν πολιτικό, για κανέναν εντολέα.
ΒΓ: Γιατί η πατρίδα την άξιζε τη θυσία, κάθε θυσία. Οι πολιτικοί δεν την αξίζανε. Που μας ντρόπιασαν μετά να πάρουμε τη σημαία μας και να φύγουμε. Να θυσιάσουμε τρεις ανθρώπους που ήξεραν πολύ καλά τι κάνανε. Για τους πολιτικούς δεν άξιζε η θυσία. Και δεν θα αξίζει καμία θυσία για κανέναν πολιτικό, ποτέ. Η πατρίδα αξίζει από όλους τις θυσίες. Αν παραστεί ανάγκη δεν θα μας κρατήσει πίσω η θυσία του Έκτορα, το ότι γνωρίζουμε τι σημαίνει να μένει κάποιος πίσω από κάποιον ο οποίος θυσιάζεται.
ΝΒ: Ορισμένες φορές αξίζει, αρκεί να αναγνωρίζεται.
Τι νόημα έχουν τα «κοινά» για μια οικογένεια, η οποία προσέφερε όσα περισσότερα θα μπορούσε; Θα μπορούσε κάποιος να γίνει αδιάφορος για όλα αυτά μετά από ένα γεγονός, όπως αυτό, το οποίο ζήσατε εσείς.
ΒΓ: Δεν είναι λύση να απομονωθεί κάποιος. Έχουμε και παιδιά πίσω. Κοιτάζεις και τι θα γίνει στο μέλλον, τι θα γίνουν κι αυτά. Δεν μπορείς να κλείσεις την πόρτα και να πεις τέρμα.
Έχετε ζήσει ποιο μπορεί να είναι το κόστος του πολέμου. Επειδή μόνο μία οικογένεια σαν τις δικές σας μπορεί να απαντήσει, πείτε μου πότε μπορεί κάποιος να πει «αυτό σηκώνει πόλεμο». Πότε δικαιολογείται ο πόλεμος;
ΝΒ: Ο πόλεμος σαφώς δεν είναι αρεστός σε κανέναν. Χάνονται ζωές και πάνω από όλα μπορεί να χαθούν εδάφη από μία χώρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να αφήσεις και κανέναν να σου στερήσει αυτό το οποίο σου ανήκει. Εφόσον υπάρχουνε τέτοιες συνθήκες, μόνον έτσι μπορείς να φτάσεις και να πεις ναι, θα γίνει πόλεμος. Και αν φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο, οι ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να προασπίσουν την πατρίδα, αρκεί να τις αφήσουν να κάνουν αυτό που ξέρουν. Στρατιωτικοί αναλυτές πολλών χωρών μετά από χρόνια από τη νύχτα των Ιμίων απέδειξαν ότι, εκείνο το βράδυ, η Ελλάδα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση ή πολεμικό επιχείρημα των Τούρκων. Η πολιτική λύση δεν ήταν η καλύτερη που δόθηκε, γιατί πλέον κομμάτια της ελληνικής γης έχουν χαρακτηριστεί πλέον γκρίζες ζώνες. Άρα είχες κάτι και το έχασες. Και το έχασες στα χαρτιά, δεν το έχασες υπερασπιζόμενός το.
ΓΓ: Εγώ δεν θέλω πόλεμο, ποτέ.
ΒΓ: Κανένας δεν θέλει να χαθούνε ζωές, να χαθούνε τα παιδιά μας. Αλλά όταν εισβάλλει γειτονική χώρα απειλητικά, εκεί θα πολεμήσεις.
ΓΓ: Αν έρθει ο άλλος στην πατρίδα σου και ζητάει να την πάρει, θα αντισταθείς. Τι θα κάνεις;
ΒΓ: Δεν τον αποφεύγεις τότε τον πόλεμο. Τι να πεις; «Για να μην σκοτωθεί κανείς, πάρε;» Η ιστορία μας δεν το επιτρέπει.
Στη στρατιωτική καθημερινότητα προϋπολογίζονται και κάποιες «παράπλευρες απώλειες», όπως έχει χαρακτηριστεί από κάποιους και η θυσία των δικών σας. Ο όρος φαίνεται να υποστηρίζει την ιδέα των «θυμάτων ειρήνης». Υπάρχει όριο στο πόσα θύματα χωρούν πριν τον πόλεμο;
ΝΒ: Δεν υπάρχει περιθώριο. Από τον πρώτο άνθρωπο. Αν τα υπολογίσουμε σαν παράπλευρες απώλειες, αν ανατάξουμε τις ανθρώπινες ζωές σε νούμερα, από τη στιγμή που χάνεις έστω και ένα νούμερο, το οποίο είναι υπολογίσιμο για εσένα, οφείλεις να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζεται. Δεν μπορείς να κλείνεις τα μάτια στις απώλειές σου, έστω και αν είναι μία η απώλειά σου.
Πώς αισθάνεστε για τη λύση Holbrooke για τα Ίμια; Το περίφημο «καμιά σημαία, κανένα πλοίο, κανένα στράτευμα»;
ΝΒ: Η Ελλάδα θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ακόμη πιο σκληρά και να δώσει μιαν άλλη απάντηση την εποχή εκείνη. Εντάξει. Να αποχωρήσουν τα πλοία. Αλλά να βγάλεις τη σημαία; Από πού; Από ένα κομμάτι δικό σου; Κακίστως υπεστάλη η ελληνική σημαία. Σου υπεδείκνυε κάποιος να φύγεις από τη χώρα σου.
ΓΓ: Για το «κανένα στράτευμα» συμφωνώ. Για να μην γίνει επεισόδιο. Αλλά να σου λέει και ο υπουργός τότε, ο Πάγκαλος, ότι την πήρε ο αέρας τη σημαία ΒΓ: Ή να μην μπορείς να πας με το καΐκι δίπλα να ρίξεις λουλούδια για τους νεκρούς...
ΓΓ: Αν έγινε αυτό για να μην υπάρξουν άλλα θύματα, τότε καλώς. Ίσως να έπρεπε να γίνει έτσι. Εμείς ξέρουμε τι έχει γίνει εκείνη τη νύχτα, μας τα έχουν πει και πολλοί που δεν θέλουν να μιλήσουν, ότι το ελικόπτερο το έριξαν. Αυτό είναι φως φανάρι. Αλλά σεβαστήκαμε ότι τότε δεν ήθελε η κυβέρνηση να το πει, για να μη γίνει θερμό επεισόδιο με τους Τούρκους. Γι αυτό δεν βγήκαμε να φωνάζουμε και να λέμε διάφορα. Είναι τυχαίο που δεν ζει κανένας από τους Τούρκους κομάντος που ήταν πάνω στα Ίμια; Νέα παιδιά και σκοτωθήκαν όλοι; Εγώ, τουλάχιστον, δεν πιστεύω ότι είναι σύμπτωση.
Και γιατί απλώς περιμένετε υπομονετικώς την αλήθεια και λέτε ότι έπρεπε να το αποσιωπήσει η κυβέρνηση;
ΓΓ: Δεν είχα την απαίτηση τότε, όταν ήταν φρέσκο το γεγονός, να βγει κάποιος στην τηλεόραση και να πει τι έγινε, αλλά τουλάχιστον στην οικογένεια έπρεπε κάποιος να το πει.
ΒΓ: Τότε δεχτήκαμε αυτή τη λύση για να μη θρηνήσουν άλλες μανάδες παιδιά ή για να μη γίνει πόλεμος. Τουλάχιστον, όμως, πες την αλήθεια στις οικογένειες, σε αυτούς που θυσίασαν τα παιδιά τους.
ΓΓ: Τότε, θυμάμαι, ο Αρσένης ούτε μια ώρα δεν είχε περάσει από το γεγονός και είπε «vertigo». Και τα παιδιά ήταν ακόμα στον πάτο της θάλασσας. Αυτό δείχνει ότι ήθελαν να καλύψουν το γεγονός.
Έπρεπε να ακολουθήσει η πολιτική λύση μετά το γεγονός ή κάποια κλιμάκωση;
ΓΓ: Εγώ λέω πολιτική λύση.
ΒΓ: Μα η πολιτική λύση ήταν να πάρουν τη σημαία και να φύγουν.
ΓΓ: Δηλαδή τι να λέγαμε; «Πόλεμος»; Να χαθούν άλλες χίλιες ζωές; Φαντάσου πόσες φρεγάτες ήταν εκεί και πόσες μανάδες θα κλαίγανε ακόμα μετά.
ΒΓ: Αυτό το ξέρουμε. Αλλά δεν ήταν και πολιτική λύση αυτό που είπε ο όποιος Πάγκαλος «την πήρε ο αέρας» ή «να πάρουμε τη σημαία να φύγουμε». Αυτό ήταν ντροπιαστική λύση, όχι πολιτική λύση.
ΓΓ: Μα εγώ λέω για πολιτική λύση, όχι για προδοσίες.
Είστε «ικανοποιημένοι» με το ότι χάσατε τον αδερφό σας, αν μπόρεσε να σταματήσει τα επόμενα θύματα ενός ενδεχόμενου πολέμου;
ΓΓ: Όχι βέβαια. Μακάρι να ζούσε ο αδερφός μου. Καταλαβαίνω ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να πουν κάτι διαφορετικό. Γι αυτό και μετά και ο Χόλμπρουκ είπε ό,τι είπε. Μπορεί εκεί να ξέσπασε το γεγονός. Όμως όχι, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, αλλά και όπως ξεκίνησαν, δεν είμαι ικανοποιημένος.
ΝΚ: Έχουμε ακούσει ότι καλύτερα που σκοτώθηκαν 3 και δεν σκοτώθηκαν 1013. Το δέχομαι. Αλλά αυτό μπορεί να το πει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τις τρεις οικογένειες. Θα ήταν δυνατό και εφικτό να μην πεθάνει κανείς. Δεν υπήρχε λόγος να σκοτωθούν. Με όποιον τρόπο και αν αυτό έγινε. Για εμένα δύο ήταν οι δολοφόνοι εκείνων των παιδιών. Οι ηθικοί ήταν Έλληνες. Και ήταν η πολιτική και, κατά ένα ποσοστό, η στρατιωτική ηγεσία της εποχής. Δεν είναι δυνατόν να φτάνει να σκοτώνεται ο αδελφός μου γιατί ο ένας δεν έφευγε από το σπίτι του να πάει στο ΚΥΣΕΑ ή γιατί ο ένας δεν συμπαθεί τον άλλον και δεν βρισκόντουσαν καν για να συνεννοηθούν τι πρέπει να γίνει. Φυσικά και είναι παρήγορο επιχείρημα, αν σταμάτησε έναν πόλεμο. Αλλά αυτό ήταν που σταμάτησε τον πόλεμο ή ήταν ένα ευχαριστώ που ακούστηκε μετά; Γιατί και τον θάνατο πήγαν να τον καπακώσουν μετά την ηθική εξέγερση των Ελλήνων. Σίγουρα είναι παρήγορο αν ήταν ο θάνατος των 3 να σταματήσει το θάνατο των 1013. Αλλά φτάνει; Δεν υπάρχει παρηγοριά. Απλώς, όπως έχεις μία ελιά στο χέρι, μαθαίνεις να ζεις με αυτό το πράγμα, που είναι ένα μαύρο και μελανό σύννεφο μέσα στην ψυχή σου πάντα.
Θα θέλατε να έχει πει όχι ο αδελφός σας;
ΝΚ: Φυσικά, σαν άνθρωπος θα ήθελα να είχε πει όχι, γιατί θα ήθελα να ήμασταν μαζί, γιατί θα ήθελα να είχε μεγαλώσει το παιδί του, γιατί θα ήθελα το παιδί του να έχει τον πατέρα του. Ξέρω ότι δεν θα το έκανε. Ήταν το ιδανικό του. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ: Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι θα ήθελα να έχει πεθάνει ο Χ, αλλά να ζούσε ο αδερφός μου, γιατί θεωρώ δεδομένο ότι το πλήρωμα του όποιου ελικοπτέρου πέταγε θα είχε φύγει.
Αισθάνεστε ποτέ ότι έχει εξοφλήσει η οικογένειά σας τα πατριωτικά της χρέη;
ΝΒ: Δεν πιστεύω ότι έχει εξοφλήσει. Από τη στιγμή που είμαι όρθιος, ζωντανός και μπορώ και λειτουργώ σε επαγγελματικό επίπεδο, πιστεύω ότι μπορώ να λειτουργήσω με τον ίδιο τρόπο και σε εθνικό επίπεδο και να δώσω και εγώ ότι περισσότερο μπορώ. Ο αδελφός μου έδωσε την ίδια του τη ζωή.
Το κράτος τι μπορεί να σας χρωστάει ακόμη σαν εξήγηση ή σαν τιμή για τον αδελφό σας; Ένα ακριβέστερο πόρισμα, ίσως;
ΓΓ: Δεν με ενδιαφέρει τώρα το πόρισμα. Είτε το πόρισμα λέει ότι το έριξαν το ελικόπτερο, είτε λέει ότι χάλασε ο κινητήρας, είτε οτιδήποτε, δεν παύει ο αδερφός μου να ήταν μάγκας και ήρωας που πήγε. Αλλά θα μπορούσαν να πουν μερικά πράγματα στην οικογένεια για όσα ακολούθησαν.
ΝΒ: Αυτό που χρωστάνε σε όλους εμάς, είναι ότι πρέπει να μας πουν την αλήθεια: Τι ακριβώς έγινε εκείνο το βράδυ. Μπορεί ενδόμυχα όλοι να πιστεύουμε αυτό που πιστεύουμε, ότι το ελικόπτερο το έριξαν, αλλά παραμένουμε όλοι μας με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το ηθικό κομμάτι, το γιατί θυσιάστηκαν αυτά τα άτομα, το ότι δεν πήγε χαμένη η θυσία τους.
Τι σας κάνει να νομίζετε ότι κάτι δεν σας έχουν πει;
ΝΒ: Πρώτον, τα κομμάτια του ελικοπτέρου, τα συντρίμμια του, δεν έχουν ανασυρθεί όλα από το βυθό. Δεύτερον, τα συντρίμμια του ελικοπτέρου δεν εστάλησαν ποτέ στο εργοστάσιο της Agusta. Παραμένουν κλειδωμένα σε υπόστεγο της βάσης ελικοπτέρων, ερμητικά κλειστά. Η ατυχής δήλωση του Γεράσιμου Αρσένη είναι ακόμα ένα κομμάτι από τα πράγματα που λένε ότι κάπου αλλού είναι η αλήθεια.
Αν μπορούσατε να κάνετε μόνο μία ερώτηση για τα Ίμια, σε κάποιον, ο οποίος θα ξέρατε ότι θα μπορούσε να απαντήσει και θα το έκανε, ποια θα ήταν αυτή η ερώτηση;
ΝΒ: Για ποιο λόγο δεν αντέδρασε η πατρίδα μας έτσι όπως έπρεπε να έχει αντιδράσει. Γιατί αν όντως ισχύει ότι το ελικόπτερο κατερρίφθη, η απάντηση της Ελλάδος θα έπρεπε να ήταν τελείως διαφορετική από αυτή, στην οποία εξελίχθηκε. Δεν θα έπρεπε να έχεις ευχαριστήσει κανέναν, δεν θα είχες προσέλθει σε κανένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και θα έπρεπε να έχεις κάνει υπηρεσιακά κάτι, στο οποίο να δείξεις ότι είμαι και εγώ εδώ. Όχι να σκύψεις το κεφάλι.
Ποιο καλό βγήκε από τη θυσία του αδελφού σας για την πατρίδα και τα ιδανικά του;
ΓΓ: Βλέπεις κάτι καλό εσύ; Εγώ δεν βλέπω κάτι να άλλαξε.
ΒΓ: Έμειναν για τον ίδιο τα ιδανικά. Και για τις οικογένειες πίσω. Και για τον απλό λαό, γιατί ακόμα θυμάται.
Αλέξανδρος Μόρντουντακ
Πηγή: Δημοκρατία
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καφές vs. τσάι: Τα υπέρ και τα κατά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ