2014-02-03 01:58:07
Η Μαρία Πάουελ εργάζεται ως σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών (τελευταία δουλειά της η Λιμουζίνα του Ν. Παναγιωτόπουλου). Για το πρώτο της βιβλίο Δεσμά αίματος που έγραψε πριν από έντεκα χρόνια τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου από το περιοδικό Διαβάζω, ενώ το ίδιο έργο βγήκε και πριν από τρία χρόνια στο σινεμά. Στην Όξινη βροχή της δυο μοναχικά άτομα ανταμώνουν κάτω από ακραίες συνθήκες σε μια νουάρ κλειστοφοβική ιστορία, όπου η βροχή που πέφτει ασταμάτητα όπως και το παρελθόν δηλητηριάζουν τα πάντα.
Με ποια αφορμή φτιάξατε στο μυαλό σας αυτό τον μοναδικά μονόχνοτο απελπισμένο ωρομίσθιο καθηγητή Ιστορίας, τον πρωταγωνιστή σας, Άρη Βλασόπουλο; Τέτοιοι τύποι σαν να έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Ο Άρης Βλασόπουλος δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στο μυαλό μου, όπως όλοι οι ήρωές μου, και δεν εννοώ μόνο σ' αυτό το βιβλίο.
Στην Όξινη βροχή έγραψα το πρώτο κεφάλαιο χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη
. Μετά συνέχισα την ιστορία χωρίς να την τρέχω, πιο πολύ για να δω πού θα με πάει. Ο Άρης Βλασόπουλος έβγαινε από κάθε άποψη παγιδευμένος. Από τη μια εγκλωβισμένος σε έναν εαυτό ακινητοποιημένο, που έχει απωθήσει ό,τι τον έχει πονέσει. Από την άλλη προϊόν και θύμα μιας βαθιά συντηρητικής κοινωνίας με δομές που προκαλούν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Σαν χαρακτήρας δε μου άρεσε. Μάλλον με απωθούσε. Ίσως αυτό ακριβώς αποτέλεσε μια πρόκληση να συνεχίσω. Να αφηγηθώ την ιστορία ενός ανθρώπου που δε μου είναι οικείος, αλλά που αποτελεί μέρος μιας κατάστασης που μου είναι γνώριμη.
Η αλλαγή του αιώνα από 20ό σε 21ο είναι κάτι συμβολικό και αφηρημένο που δε σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Πίσω από την επιφάνεια δεν υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές. Από αυτή την άποψη δε θεωρώ ότι ο Α.Β. ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που έχει εξαφανιστεί.
Αυτή πάλι την άχρωμη γυναίκα του έργου σας, τη νοσοκόμα, την Άννα, την έχετε ανταμώσει, σε μια στάση κατάκοπη, σε ένα νοσοκομείο;
Το αν έχει ανταμώσει κανείς τους «ήρωές» του είναι ένα ερώτημα. Οι δικοί μου είναι πάντα και μόνο κατασκευές και προέρχονται από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι και επεξεργάζομαι τον κόσμο γύρω μου. Σε ένα αφήγημα μη ρεαλιστικό, όπως είναι το δικό μου, κάποια χαρακτηριστικά των «ηρώων» είναι υπερτονισμένα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον μύθο.
Η Άννα είναι ένα είδος γυναίκας που ζει μέσα από τους άλλους. Αν φαντάζει αληθινή, είναι στο ποσοστό που αποτελεί τη φαντασίωση του Άρη Βλασόπουλου για την οποία ντρέπεται. Είναι ένας κακός καθρέφτης του, υποθέτω, γι' αυτό και δεν τη θέλει. Επειδή πιστεύει ότι ο ίδιος είναι κάποιος άλλος και ότι του αξίζει ένα διαφορετικό είδος γυναίκας.
Λέτε στην αρχή της ιστορίας σας: «Έσφιξε τα δόντια και σκέφτηκε πως όλα αυτά ήταν προσωρινά... Πως κάπου αλλού διαδραματιζόταν η ζωή του». Και η σκέψη αυτή μονάχη της δημιουργεί ένα πνίξιμο, μια ασφυξία.
Ναι, αυτό είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου και η συγκεκριμένη φράση συνοψίζει όλη την ιστορία. Είναι ο τρόπος που ο Άρης Βλασόπουλος βιώνει τον εαυτό του μέσα και συγχρόνως έξω από την πραγματικότητά του. Με απόλυτη συνέπεια μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο. Είναι παράξενο ότι υπήρχε γραμμένη ακριβώς έτσι από την αρχή, στο πρώτο κεφάλαιο που ουσιαστικά δεν άλλαξα καθόλου. Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι η ιστορία μου όπως ακολούθησε χτίστηκε γύρω από αυτή τη φράση.
«Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως ο θάνατος είναι κάτι τόσο γρήγορο όπως η επόμενη ανάσα που την περιμένεις και δεν έρχεται». Η αίσθηση της απώλειας, του ολέθρου, διάχυτες μέσα στο βιβλίο σας. Σας επηρέαζε όλη αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργήσατε όταν κλείνατε τον υπολογιστή ή ξαναπιάνατε το νήμα την επόμενη μέρα;
Ο πόνος και η απώλεια είναι κάτι που, αναπόφευκτα, όλοι βιώνουμε. Προσωπικά είναι κάτι που αντιμετωπίζω κατάματα και σε όλο του το βάθος. Δεν το απωθώ. Επομένως η ατμόσφαιρα στο βιβλίο είχε και μια θεραπευτική πλευρά. Μάλλον με ανακούφιζε, παρά με επηρέαζε αρνητικά.
Βάζοντας τελεία στην Όξινη βροχή, ξανασκεφτήκατε τον δάσκαλο, την Άννα, την κυρία Αλεξάνδρα, ή τους αφήσατε πίσω σας;
Δεν ξέρω αν έζησα πολύ καιρό μαζί τους και αυτό το πληρώνω, αλλά είναι ακόμη μέσα μου, σαν δικοί μου άνθρωποι, παρά το γεγονός ότι με είχαν κουράσει και ήθελα να τους ξεφορτωθώ.
Το πρώτο σας έργο, Δεσμά αίματος, μια άλλη ωραιότατη νουάρ ιστορία, έγινε ταινία από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Πώς προέκυψε η συνεργασία και ποια η αίσθηση η δική σας όταν είδατε αυτό που φανταστήκατε ζωντανεμένο στη μεγάλη οθόνη;
Όταν δημοσιεύτηκαν τα Δεσμά αίματος το 2003, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μου τηλεφώνησε ότι διάβασε το βιβλίο και του άρεσε πολύ. Αργότερα, το φθινόπωρο του 2010, μου είπε ότι θα ήθελε να το γυρίσει ταινία.
Με τον Νίκο είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία από κάθε άποψη. Γνώριζα από την αρχή πώς ήθελε να κάνει αυτή την ταινία και τι αίσθηση να δώσει. Ήταν η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς που περιέγραφα στο βιβλίο. Που τη μετέφερε κινηματογραφικά με αυστηρή λιτότητα και άψογη αισθητική. Φέρθηκε με μεγάλη τρυφερότητα στους ήρωες. Εγώ τους είχα αντιμετωπίσει πιο ψυχρά, ειδικά τον πατέρα. Αλλά αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον και σχεδόν μαγικό στις συνεργασίες: να ξαναβλέπεις κάτι δικό σου μέσα από τη ματιά ενός άλλου που έχει εμπνευστεί από κάτι που έχεις συλλάβει εσύ. Ιδανικοί ερμηνευτές η Μαρκέλλα Γιαννάτου, ο Γιάννης Στάνκογλου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, όπως και όλοι οι εξαιρετικοί ηθοποιοί που τους πλαισίωσαν και ήρθαν να παίξουν μικρούς ρόλους επειδή ήταν ταινία του Παναγιωτόπουλου.
Φυσικά δεν είδα ξαφνικά ένα έργο στη μεγάλη οθόνη σαν ένας ανυποψίαστος θεατής, αλλά ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία κυρίως να ακούω αποσπάσματα από το βιβλίο μου –τις σκέψεις της ηρωίδας– μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, με κόσμο γύρω μου.
Αν σας ζητούσαν και την Όξινη βροχή για να μεταφερθεί στο σινεμά, ποιους ηθοποιούς θα προτείνατε για τους κεντρικούς ρόλους;
Δεν έχω ιδέα. Συνήθως δε δίνω μια μορφή στους ήρωές μου – πουθενά δεν τους περιγράφω. Αφήνω τον αναγνώστη να τους φανταστεί όπως θέλει.
Αν η Όξινη βροχή γυριζόταν ταινία, θα έμπαινα σε μια διαδικασία να τους σκεφτώ αλλιώς. Προς το παρόν τους αφήνω ήσυχους μέσα στο χάρτινο περίβλημά τους.
Ένα από τα τρία έργα σας μεταφράστηκε στα γαλλικά. Θα μπορούσε άραγε η Γαλλίδα αναγνώστρια να μπει στο τριπ του «Ευαγγελισμού», του στενόχωρου διαμερίσματος, του καφενέ των λησμονημένων;
Τα μεγάλα νοσοκομεία, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στο Παρίσι είτε στο Λονδίνο, παραμένουν τόποι πόνου και φόβου. Σίγουρα όχι τόποι χαράς. Αυτό που με εμπνέει είναι ότι θυμίζουν πολιτείες αποκομμένες από την υπόλοιπη πόλη, γεμάτες με μια δική τους ζωή. Υπάρχουν οι ασθενείς, οι νοσηλευτές, οι γιατροί, οι συγγενείς, ένας ολόκληρος χορός ανθρώπων γύρω από την ελπίδα της ζωής και τον φόβο του θανάτου.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι άλλοι χώροι. Στενόχωρα διαμερίσματα υπάρχουν παντού στον κόσμο, όπως υπάρχει φτώχεια και αποξένωση.
Και φυσικά αν το καφενείο είναι χαρακτηρισμένο στο μυαλό μας ως τόπος συνάντησης των Ελλήνων ηλικιωμένων, η παραίτηση και η μοναξιά των γηρατειών δε διαφέρει ιδιαίτερα σε άλλες χώρες.
Οι εικόνες που περιγράφω είναι αυτές με τις οποίες ζω και που κουβαλάω μέσα μου. Ελπίζω αυτό που υπάρχει πίσω από αυτές να μην είναι ριζωμένο μόνο σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο.
Έχετε ζήσει στο Λονδίνο για χρόνια. Τι σας έφερε πίσω στη μίζερη πια πατρίδα μας;
Στο Λονδίνο έζησα μια πολύ χαρούμενη, ζωντανή εποχή με πολλές, διαφορετικές και πλούσιες εμπειρίες. Ήταν κυρίως μια χώρα όπου μπορούσε κανείς να εκφραστεί ελεύθερα και όπου ο κόσμος δεν είχε προκαταλήψεις. Μια εποχή όπου υπήρχε χώρος για παιχνίδι και φαντασία. Εκεί έμαθα τι σημαίνει να είναι κανείς ανοιχτός και δεκτικός στο καινούργιο, κι ας μην το καταλαβαίνει πάντα. Και να ζω χωρίς συμβάσεις.
Γύρισα πίσω στην Ελλάδα επειδή εδώ είναι ο τόπος μου, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Τη νέα μου οικογένεια, τα παιδιά μου, τα έφερα μαζί μου. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ πώς θα ήταν αν δεν είχα επιστρέψει.
Αν περνάμε τώρα στην Ελλάδα μια περίοδο «μιζέριας», όπως τη χαρακτηρίζετε, πραγματικά δεν ξέρω πώς κανείς μπορεί να προγραμματιστεί σε σημείο που να μείνει αλώβητος από το τι συμβαίνει γύρω του. Στο μυαλό μας ίσως πάντα θα αναρωτιόμαστε αν χάσαμε αλλού κάτι καλύτερο, κάτι που δεν το προλάβαμε ή μας έφυγε από τα χέρια. Αλλά αυτό ποιος το ξέρει;
Εκτός συγγραφής εργάζεστε ως παραγωγός ταινιών και σεναριογράφος. Πώς βλέπετε τις ταινίες μας να σκίζουν στο εξωτερικό και δε μιλάνε στον Έλληνα θεατή;
Επειδή αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, με πολλές προεκτάσεις, θα προτιμούσα να μην απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση στη συγκεκριμένη συνέντευξη.
Παρ' όλ' αυτά θα έλεγα εντελώς επιγραμματικά ότι κάθε δημιουργός δικαιούται να επιλέγει το θέμα του και να κάνει την ταινία του με όποιον τρόπο αποφασίζει ο ίδιος, γιατί τα πράγματα προχωράνε μόνο μέσα από την ελευθερία έκφρασης.
Κλείνοντας, μια κλισέ ερώτηση. Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Αυτή την εποχή δεν έχω ξεκινήσει να γράφω κάποιο καινούργιο δικό μου μυθιστόρημα. Κάνω άλλα πράγματα σε σχέση με τον κινηματογράφο.
diastixo.gr
Με ποια αφορμή φτιάξατε στο μυαλό σας αυτό τον μοναδικά μονόχνοτο απελπισμένο ωρομίσθιο καθηγητή Ιστορίας, τον πρωταγωνιστή σας, Άρη Βλασόπουλο; Τέτοιοι τύποι σαν να έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Ο Άρης Βλασόπουλος δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στο μυαλό μου, όπως όλοι οι ήρωές μου, και δεν εννοώ μόνο σ' αυτό το βιβλίο.
Στην Όξινη βροχή έγραψα το πρώτο κεφάλαιο χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη
Η αλλαγή του αιώνα από 20ό σε 21ο είναι κάτι συμβολικό και αφηρημένο που δε σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Πίσω από την επιφάνεια δεν υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές. Από αυτή την άποψη δε θεωρώ ότι ο Α.Β. ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που έχει εξαφανιστεί.
Αυτή πάλι την άχρωμη γυναίκα του έργου σας, τη νοσοκόμα, την Άννα, την έχετε ανταμώσει, σε μια στάση κατάκοπη, σε ένα νοσοκομείο;
Το αν έχει ανταμώσει κανείς τους «ήρωές» του είναι ένα ερώτημα. Οι δικοί μου είναι πάντα και μόνο κατασκευές και προέρχονται από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι και επεξεργάζομαι τον κόσμο γύρω μου. Σε ένα αφήγημα μη ρεαλιστικό, όπως είναι το δικό μου, κάποια χαρακτηριστικά των «ηρώων» είναι υπερτονισμένα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον μύθο.
Η Άννα είναι ένα είδος γυναίκας που ζει μέσα από τους άλλους. Αν φαντάζει αληθινή, είναι στο ποσοστό που αποτελεί τη φαντασίωση του Άρη Βλασόπουλου για την οποία ντρέπεται. Είναι ένας κακός καθρέφτης του, υποθέτω, γι' αυτό και δεν τη θέλει. Επειδή πιστεύει ότι ο ίδιος είναι κάποιος άλλος και ότι του αξίζει ένα διαφορετικό είδος γυναίκας.
Λέτε στην αρχή της ιστορίας σας: «Έσφιξε τα δόντια και σκέφτηκε πως όλα αυτά ήταν προσωρινά... Πως κάπου αλλού διαδραματιζόταν η ζωή του». Και η σκέψη αυτή μονάχη της δημιουργεί ένα πνίξιμο, μια ασφυξία.
Ναι, αυτό είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου και η συγκεκριμένη φράση συνοψίζει όλη την ιστορία. Είναι ο τρόπος που ο Άρης Βλασόπουλος βιώνει τον εαυτό του μέσα και συγχρόνως έξω από την πραγματικότητά του. Με απόλυτη συνέπεια μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο. Είναι παράξενο ότι υπήρχε γραμμένη ακριβώς έτσι από την αρχή, στο πρώτο κεφάλαιο που ουσιαστικά δεν άλλαξα καθόλου. Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι η ιστορία μου όπως ακολούθησε χτίστηκε γύρω από αυτή τη φράση.
«Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως ο θάνατος είναι κάτι τόσο γρήγορο όπως η επόμενη ανάσα που την περιμένεις και δεν έρχεται». Η αίσθηση της απώλειας, του ολέθρου, διάχυτες μέσα στο βιβλίο σας. Σας επηρέαζε όλη αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργήσατε όταν κλείνατε τον υπολογιστή ή ξαναπιάνατε το νήμα την επόμενη μέρα;
Ο πόνος και η απώλεια είναι κάτι που, αναπόφευκτα, όλοι βιώνουμε. Προσωπικά είναι κάτι που αντιμετωπίζω κατάματα και σε όλο του το βάθος. Δεν το απωθώ. Επομένως η ατμόσφαιρα στο βιβλίο είχε και μια θεραπευτική πλευρά. Μάλλον με ανακούφιζε, παρά με επηρέαζε αρνητικά.
Βάζοντας τελεία στην Όξινη βροχή, ξανασκεφτήκατε τον δάσκαλο, την Άννα, την κυρία Αλεξάνδρα, ή τους αφήσατε πίσω σας;
Δεν ξέρω αν έζησα πολύ καιρό μαζί τους και αυτό το πληρώνω, αλλά είναι ακόμη μέσα μου, σαν δικοί μου άνθρωποι, παρά το γεγονός ότι με είχαν κουράσει και ήθελα να τους ξεφορτωθώ.
Το πρώτο σας έργο, Δεσμά αίματος, μια άλλη ωραιότατη νουάρ ιστορία, έγινε ταινία από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Πώς προέκυψε η συνεργασία και ποια η αίσθηση η δική σας όταν είδατε αυτό που φανταστήκατε ζωντανεμένο στη μεγάλη οθόνη;
Όταν δημοσιεύτηκαν τα Δεσμά αίματος το 2003, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μου τηλεφώνησε ότι διάβασε το βιβλίο και του άρεσε πολύ. Αργότερα, το φθινόπωρο του 2010, μου είπε ότι θα ήθελε να το γυρίσει ταινία.
Με τον Νίκο είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία από κάθε άποψη. Γνώριζα από την αρχή πώς ήθελε να κάνει αυτή την ταινία και τι αίσθηση να δώσει. Ήταν η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς που περιέγραφα στο βιβλίο. Που τη μετέφερε κινηματογραφικά με αυστηρή λιτότητα και άψογη αισθητική. Φέρθηκε με μεγάλη τρυφερότητα στους ήρωες. Εγώ τους είχα αντιμετωπίσει πιο ψυχρά, ειδικά τον πατέρα. Αλλά αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον και σχεδόν μαγικό στις συνεργασίες: να ξαναβλέπεις κάτι δικό σου μέσα από τη ματιά ενός άλλου που έχει εμπνευστεί από κάτι που έχεις συλλάβει εσύ. Ιδανικοί ερμηνευτές η Μαρκέλλα Γιαννάτου, ο Γιάννης Στάνκογλου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, όπως και όλοι οι εξαιρετικοί ηθοποιοί που τους πλαισίωσαν και ήρθαν να παίξουν μικρούς ρόλους επειδή ήταν ταινία του Παναγιωτόπουλου.
Φυσικά δεν είδα ξαφνικά ένα έργο στη μεγάλη οθόνη σαν ένας ανυποψίαστος θεατής, αλλά ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία κυρίως να ακούω αποσπάσματα από το βιβλίο μου –τις σκέψεις της ηρωίδας– μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, με κόσμο γύρω μου.
Αν σας ζητούσαν και την Όξινη βροχή για να μεταφερθεί στο σινεμά, ποιους ηθοποιούς θα προτείνατε για τους κεντρικούς ρόλους;
Δεν έχω ιδέα. Συνήθως δε δίνω μια μορφή στους ήρωές μου – πουθενά δεν τους περιγράφω. Αφήνω τον αναγνώστη να τους φανταστεί όπως θέλει.
Αν η Όξινη βροχή γυριζόταν ταινία, θα έμπαινα σε μια διαδικασία να τους σκεφτώ αλλιώς. Προς το παρόν τους αφήνω ήσυχους μέσα στο χάρτινο περίβλημά τους.
Ένα από τα τρία έργα σας μεταφράστηκε στα γαλλικά. Θα μπορούσε άραγε η Γαλλίδα αναγνώστρια να μπει στο τριπ του «Ευαγγελισμού», του στενόχωρου διαμερίσματος, του καφενέ των λησμονημένων;
Τα μεγάλα νοσοκομεία, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στο Παρίσι είτε στο Λονδίνο, παραμένουν τόποι πόνου και φόβου. Σίγουρα όχι τόποι χαράς. Αυτό που με εμπνέει είναι ότι θυμίζουν πολιτείες αποκομμένες από την υπόλοιπη πόλη, γεμάτες με μια δική τους ζωή. Υπάρχουν οι ασθενείς, οι νοσηλευτές, οι γιατροί, οι συγγενείς, ένας ολόκληρος χορός ανθρώπων γύρω από την ελπίδα της ζωής και τον φόβο του θανάτου.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι άλλοι χώροι. Στενόχωρα διαμερίσματα υπάρχουν παντού στον κόσμο, όπως υπάρχει φτώχεια και αποξένωση.
Και φυσικά αν το καφενείο είναι χαρακτηρισμένο στο μυαλό μας ως τόπος συνάντησης των Ελλήνων ηλικιωμένων, η παραίτηση και η μοναξιά των γηρατειών δε διαφέρει ιδιαίτερα σε άλλες χώρες.
Οι εικόνες που περιγράφω είναι αυτές με τις οποίες ζω και που κουβαλάω μέσα μου. Ελπίζω αυτό που υπάρχει πίσω από αυτές να μην είναι ριζωμένο μόνο σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο.
Έχετε ζήσει στο Λονδίνο για χρόνια. Τι σας έφερε πίσω στη μίζερη πια πατρίδα μας;
Στο Λονδίνο έζησα μια πολύ χαρούμενη, ζωντανή εποχή με πολλές, διαφορετικές και πλούσιες εμπειρίες. Ήταν κυρίως μια χώρα όπου μπορούσε κανείς να εκφραστεί ελεύθερα και όπου ο κόσμος δεν είχε προκαταλήψεις. Μια εποχή όπου υπήρχε χώρος για παιχνίδι και φαντασία. Εκεί έμαθα τι σημαίνει να είναι κανείς ανοιχτός και δεκτικός στο καινούργιο, κι ας μην το καταλαβαίνει πάντα. Και να ζω χωρίς συμβάσεις.
Γύρισα πίσω στην Ελλάδα επειδή εδώ είναι ο τόπος μου, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Τη νέα μου οικογένεια, τα παιδιά μου, τα έφερα μαζί μου. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ πώς θα ήταν αν δεν είχα επιστρέψει.
Αν περνάμε τώρα στην Ελλάδα μια περίοδο «μιζέριας», όπως τη χαρακτηρίζετε, πραγματικά δεν ξέρω πώς κανείς μπορεί να προγραμματιστεί σε σημείο που να μείνει αλώβητος από το τι συμβαίνει γύρω του. Στο μυαλό μας ίσως πάντα θα αναρωτιόμαστε αν χάσαμε αλλού κάτι καλύτερο, κάτι που δεν το προλάβαμε ή μας έφυγε από τα χέρια. Αλλά αυτό ποιος το ξέρει;
Εκτός συγγραφής εργάζεστε ως παραγωγός ταινιών και σεναριογράφος. Πώς βλέπετε τις ταινίες μας να σκίζουν στο εξωτερικό και δε μιλάνε στον Έλληνα θεατή;
Επειδή αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, με πολλές προεκτάσεις, θα προτιμούσα να μην απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση στη συγκεκριμένη συνέντευξη.
Παρ' όλ' αυτά θα έλεγα εντελώς επιγραμματικά ότι κάθε δημιουργός δικαιούται να επιλέγει το θέμα του και να κάνει την ταινία του με όποιον τρόπο αποφασίζει ο ίδιος, γιατί τα πράγματα προχωράνε μόνο μέσα από την ελευθερία έκφρασης.
Κλείνοντας, μια κλισέ ερώτηση. Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Αυτή την εποχή δεν έχω ξεκινήσει να γράφω κάποιο καινούργιο δικό μου μυθιστόρημα. Κάνω άλλα πράγματα σε σχέση με τον κινηματογράφο.
diastixo.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μελαμψοί γαλανομάτηδες οι Ευρωπαίοι πριν 7.000 χρόνια!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ