2014-02-06 00:24:07
Γράφει ο Jοshua Stacher*
Όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει την πλήρη πολιτική δύναμη στην μετά-Μουμπάρακ Αίγυπτο λέει ψέματα. Αυτό ισχύει ακόμη και για τον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, τον αρχηγό τού στρατού και νυν υπουργό Άμυνας της Αιγύπτου, του οποίου η επικείμενη προεδρική υποψηφιότητα αποκαλύπτει περισσότερο την αδυναμία τού στρατού παρά την δύναμή του.
Όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει την πλήρη πολιτική δύναμη στην μετά-Μουμπάρακ Αίγυπτο λέει ψέματα. Αυτό ίσως είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, με δεδομένο το πόσο πολύ δεσπόζει ο στρατός αυτές τις μέρες. Αλλά, το όραμα ενός πανίσχυρου στρατιωτικού - πολλαπλασιαζόμενο από το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), τους υποστηρικτές του και εκείνους που απεγνωσμένα επιζητούν σταθερότητα - είναι μια ουτοπία. Σύντομα, θα διαλυθεί, αποκαλύπτοντας βαθιές εντάσεις στην Αίγυπτο και τις μειούμενες επιλογές αυτού που συχνά θεωρείται ότι είναι ισχυρότερος θεσμός τής Αιγύπτου.
Την Δευτέρα, το SCAF, το κυβερνών σώμα τού αιγυπτιακού στρατού, έδωσε ομόφωνα στον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, τον αρχηγό τού στρατού και νυν υπουργό Άμυνας της Αιγύπτου, την ευλογία του να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος. (Πράγματι, θεωρεί την ανακήρυξή του μια «εντολή και υποχρέωση»). Ο Σίσι, τον οποίον ο προσωρινός πρόεδρος προήγαγε στον βαθμό τού στρατάρχη την ίδια μέρα, δεν έχει ακόμη ανακοινώσει την υποψηφιότητά του. Ωστόσο, όλοι έχουν αποδεχθεί την εξέλιξη αυτή –και την ενδεχόμενη προεδρία του- ως τετελεσμένο γεγονός, το τελικό βήμα για ανακατάληψη της Αιγύπτου από τον στρατό και την επιστροφή τής χώρας στις ημέρες τού πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ.
Αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η ιστορία
Τον περασμένο Ιούνιο, υποστηρικτές τού Μουμπάρακ και κάποιοι επαναστάτες ήρθαν κοντά για να εκδιώξουν τον εκλεγμένο Αιγύπτιο πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι. Από τότε, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχουν συσπειρωθεί γύρω από τον Σίσι ως την προσωποποίηση ενός ανανεωμένου εθνικιστικού χαρακτήρα τής αιγυπτιακής εξουσίας. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης έχουν εξωραΐσει την εικόνα του και έχει επαινεθεί από προσωπικότητες του εν υπνώσει κυβερνώντος κόμματος του Μουμπάρακ και από δίκτυα παρεοκρατικού καπιταλισμού. Μεγάλο μέρος τού γενικού πληθυσμού, εκτός τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των επαναστατών, τον βλέπουν ως σαν να βρίσκεται πάνω από την πολιτική φθορά. Νύφες λένε ότι θέλουν να τον παντρευτούν, και άνδρες προβάλλουν την ανδρεία του για να ενισχυθεί η πατριαρχία τους. Και εκείνοι που φωνάζουν για σταθερότητα - από τους μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης μέχρι τον μέσο Αιγύπτιο και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι - μιλούν για δημοκρατικούς οδικούς χάρτες και για επερχόμενες εκλογές, ενώ σκουπίζουν την πολιτική πραγματικότητα τοποθετώντας την κάτω από το χαλί.
Ο Σίσι έχει προσπαθήσει να παγιώσει την θέση του στην πολιτική με την έναρξη μιας αντιτρομοκρατικής εκστρατείας, η οποία ξεκίνησε στα τέλη Ιουλίου τού περασμένου έτους. Η κρατική κατασταλτική μηχανή έχει έκτοτε αυξήσει την στόχευσή της στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και τις καθιστικές διαμαρτυρίες, κάτι που έχει ανεβάσει τον αριθμό των νεκρών σε χιλιάδες. Είναι κάτι περισσότερο από καταστολή τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, την οποία η -υποστηριζόμενη από τον στρατό- κυβέρνηση της Αιγύπτου έχει κατονομάσει επίσημα ως τρομοκρατική οργάνωση. Η προσωρινή κυβέρνηση και οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν επίσης σκοτώσει και τραυματίσει διαδηλωτές που δεν ανήκουν στην Αδελφότητα, φυλάκισαν επαναστάτες ακτιβιστές και δημοσιογράφους μη ελεγχόμενους από το κράτος, απηύθυναν νομικές κατηγορίες εναντίον πολιτικών που ξεχώρισαν μετά την εξέγερση και συκοφάντησαν διαφωνούντες ακαδημαϊκούς. Η εκστρατεία συνέπεσε με την αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων, των δολοφονιών, και με την εξέγερση εναντίον τού κράτους από μια ισλαμική ομάδα με βάση στο Σινά, την Ansar Beit al-Maqdis. Καθώς η καταμέτρηση των πτωμάτων πληθαίνει (οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν περίπου 70 άτομα το περασμένο Σαββατοκύριακο), καθίσταται σαφές ότι το κράτος έχει πράγματι αποδυναμωθεί κατά την διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. Η πολιτική τής κυβέρνησης να χρησιμοποιεί βία κατά των διαφωνούντων είναι απλώς η τελευταία προσπάθεια για να επιδιορθώσει ένα καράβι που βάζει νερά. Αλλά θα κρατήσει την Αίγυπτο στα πρόθυρα της επανάστασης.
Για να γίνει κατανοητό το γιατί, σκεφτείτε τι συνέβη όταν οι διαδηλωτές έδιωξαν την τελευταία κυβέρνηση του Μουμπάρακ από την εξουσία, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2011: Ο στρατός παρενέβη για να προστατεύσει τις υποδομές και τα εργοστάσια και στη συνέχεια διέσπασε τον κυβερνώντα συνασπισμό τού Μουμπάρακ, ενώ όλοι οι άλλοι επικεντρώθηκαν στην παραίτηση του Μουμπάρακ. Το SCAF εξόρισε ή φυλάκισε κάποιους παρεοκράτες καπιταλιστές και την ομάδα υπέρ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων για την οικονομία, επειδή δεν τους ήλεγχε. Εξάλειψε πολλούς από τους ανταγωνιστές του στο υπουργείο Εσωτερικών και τους έθεσε υπό την εξουσία του. Για παράδειγμα, το SCAF μετονόμασε την Κρατική Υπηρεσία Ερευνών Ασφάλειας (Εσωτερική Ασφάλεια), τον δρακόντειο εγχώριο μηχανισμό κατασκοπείας τής Αιγύπτου, και αναδιάταξε την ηγεσία της τον Μάρτιο του 2011.
Άλλες ισχυρές και δυνητικά ανταγωνιστικές υπηρεσίες πληροφοριών επίσης δεν γλίτωσαν. Πάρτε, για παράδειγμα, την Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών τού Ομάρ Σουλεϊμάν. Μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στο Κάιρο κατά την διάρκεια της εξέγερσης ποτέ δεν εξηγήθηκε, και οι περισσότεροι εικάζουν ότι ο στρατός ήταν πίσω από την συνωμοσία, γιατί κανείς δεν συνελήφθη ποτέ. Μπορεί, λοιπόν, να δικαιολογηθεί για το ότι συνταξιοδοτήθηκε γρήγορα μετά την αποχώρηση του Μουμπάρακ. Ο διορισμός τον περασμένο Αύγουστο του Mohamed Farid el-Tohamy - πρώην στρατιωτικός αξιωματούχος τής υπηρεσίας πληροφοριών – ως επικεφαλής τής Γενικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αποδεικνύει με πόση πληρότητα ο στρατός διέλυσε τα παλιά δίκτυα του Σουλεϊμάν.
Μέχρι την στιγμή που η επανάσταση τελείωσε, σχεδόν όλος ο πολιτικός έλεγχος βρισκόταν στα χέρια τού SCAF. Σε εκείνο το σημείο, το Συμβούλιο είχε μια σειρά από επιλογές. Θα μπορούσε να κυβερνά από μόνο του, αλλά δεν ήθελε. Αντ’ αυτού, οι στρατηγοί αποφάσισαν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, αλλά κρυβόμενοι πίσω από ένα πολιτικό πρόσωπο. Έτσι, ο στρατός αναζήτησε μια πολιτική κυβέρνηση που δεν θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Κατά την διαδικασία αυτή, αναμόρφωσε το καθεστώς Μουμπάρακ, το οποίο είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί πολλαπλά εκλογικά σώματα και δίκτυα, σε ένα σύστημα που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του στρατού και μόνο.
Το SCAF προσέγγισε έναν προηγούμενο εχθρό, που, όπως πίστευε, θα μπορούσε να βοηθήσει να ηρεμήσει μια ανήσυχη κοινωνία. Στην Μουσουλμανική Αδελφότητα δόθηκε μια επιλογή μεταξύ του να συστρατευθεί με την επανάσταση ή με τον στρατό. Οι ηγέτες τής Αδελφότητας έκλιναν προς τους στρατηγούς, πιστεύοντας ότι αν ήταν αρκετά εύκαμπτοι, θα ήταν απαραίτητοι στον στρατό. Στο τέλος, όμως, ο Μόρσι και η ομάδα του δεν μπορούσαν να προσφέρουν αυτά που ήθελε ο στρατός: δημόσια σταθερότητα ή ένα τέλος στην συνεχιζόμενη δραστηριότητα στους δρόμους. Στην πραγματικότητα, η παρουσία τους και η κατάφωρα μεροληπτική διακυβέρνησή τους έκανε χειρότερες τις διαμαρτυρίες. Έτσι, ο στρατός και οι υποστηρικτές του διαβουλεύτηκαν με -και επέτρεψαν στους- διαδηλωτές Tamarod να αυξήσουν την πίεση στον Μόρσι. Οι διαδηλώσεις τους στα τέλη Ιουνίου, με την σειρά τους, ώθησαν τους στρατηγούς να αναλάβουν πάλι δράση.
Κατά μια έννοια, ο στρατός πήρε τον δρόμο του. Απέδειξε την επιρροή του πάνω στο αιγυπτιακό κράτος όταν ορισμένοι παρατηρητές πίστευαν ότι είχε παραγκωνιστεί από τον Μόρσι, ο οποίος εξανάγκασε σε συνταξιοδότηση μια χούφτα πρεσβύτερων στρατηγών τον Αύγουστο του 2012, περιλαμβανομένου και του τότε υπουργού Άμυνας και επικεφαλής τού SCAF, μάχιμου στρατάρχη Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι. Αλλά, κατά μια άλλη έννοια, ο στρατός έκανε ζημιά στα θεμέλια του καθεστώτος που κληρονόμησε. Με το να πιέσει για την ανατροπή ενός εκλεγμένου άρχοντα, απαξίωσε την έννοια των εκλογών ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την εναλλαγή και την μετάβαση της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Έτσι χάθηκε κάθε τελευταία υποψία ότι ο στρατός θα μπορούσε να μείνει ουδέτερος, επιτρέποντας την ανάδυση νικητών μέσω εκλογών, και να μην παρεμβαίνει στη διαδικασία.
Τώρα, μην έχοντας απομείνει καμία άλλη οργανωμένη ομάδα πολιτών για να συνεργαστεί και με τις επιλογές του να περιορίζονται, το SCAF πέταξε τον Σίσι στο προσκήνιο και άρχισε να δημιουργεί έναν μύθο σαν του Μέγα και Παντοδύναμου Οζ που ελέγχει το κράτος. Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε κάποιο χρόνο για τους στρατηγούς τής Αιγύπτου, αλλά η δουλειά που έχουν μπροστά τους – να κατασκευάσουν ένα νέο καθεστώς - χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό. Όσο περισσότερο η διαδικασία μετάβασης τραβά σε μάκρος, τόσο πιο στριμωγμένο βρίσκεται το SCAF. Στην πραγματικότητα, αν και η ανακήρυξη τού Σίσι για την προεδρία μπορεί να φαίνεται αναπόφευκτη ή μοιραία, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ήταν η αυξανόμενη αδυναμία τού SCAF και η παράνοια που παρακίνησαν την επικείμενη υποψηφιότητά του. Στο κάτω-κάτω, δεδομένης τής δημοτικότητάς του, ο Σίσι θα μπορούσε να χρίσει τον οποιονδήποτε ως τον επόμενο προτιμώμενο πρόεδρο της Αιγύπτου. Οι ανοιχτές εκλογές θα ήταν πιθανότατα ένας περίπατος για τον επιλεγμένο από αυτόν υποψήφιο, και η διαδικασία θα συντηρούσε τόσο τα απομεινάρια τής διαδικαστικής δημοκρατίας όσο και την ικανότητα του SCAF να παρεμβαίνει. Ωστόσο, οι στρατηγοί ονομάτισαν τον Σίσι, αποβλέποντας σε αυτόν να αποτελειώσει την επανάσταση και να βασιλεύσει με την συμμετοχή τής Αδελφότητας στην πολιτική.
Αλλά, πέρα από τα ενοχλητικά πορτραίτα στον κρατικό Τύπο για την ανδρεία τού ίδιου του Σίσι και για τους Αιγύπτιους που παρελαύνουν φορώντας χρυσές μάσκες με την μορφή του, όπως ήταν πολλοί στην πλατεία Ταχρίρ κατά την τρίτη επέτειο της επανάστασης της 25ης Ιανουαρίου, η χούντα είχε ελάχιστα πάνω στα οποία θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα πραγματικό καθεστώς. Ο Σίσι δεν έχει οικονομικές πολιτικές ή πολιτικά προγράμματα για να διακηρύξει. Η βάση τής υποστηριζόμενης από τον στρατό κυβέρνησης είναι μικρή και, δεδομένου ότι δεν έχει τρόπο να ενσωματώσει διαφωνούντες, θα δημιουργήσει περισσότερες διαφωνίες και κρατική βία.
Προς το παρόν, ο Σίσι και το SCAF έχουν συγκεντρώσει την δημοτικότητα ενός άστατου κοινού. Αλλά οι άνεμοι μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Τα προηγούμενα χρόνια, ο στρατός ήταν σε θέση να κατευθύνεται κατά βούληση, δείχνοντας αξιοσημείωτη ευελιξία. Αλλά τώρα, με την ανάδειξη τού Σίσι, ο στρατός έχει γίνει κεντρικός παίκτης στο δράμα. Με τον ρόλο του στην πολιτική να έχει πλέον αναγνωριστεί δημοσίως, θα αντιμετωπίσει περισσότερο έλεγχο, καθώς θα προσπαθεί να τραβήξει τους μοχλούς. Δεν έχει κανέναν πολιτικό εταίρο στον οποίο να ρίξει το φταίξιμο, και χάνει την υποστήριξη του πάλαι ποτέ λαϊκού συμμάχου του, των Tamarod. Καθώς το υπό σχηματισμό καθεστώς βασίζεται όλο και πιο συχνά στην ισχύ, απλώς θα επιδεινώσει την πολιτική κρίση τής Αιγύπτου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μόνο θεσμικό όργανο που προέκυψε με κάποια ισχύ μετά την ανατροπή τού Μουμπάρακ όλο και περισσότερο παίζει με λίγα χαρτιά: όλο «σπαθιά» και καθόλου «μπαστούνια» «κούπες» ή «καρό». Αν και μπορεί να φαίνεται ότι έχει τον έλεγχο για την τώρα, το κοινό δεν θα ανεχθεί μια ολοένα και πιο σιδερένια γροθιά για πάντα. Η αστάθεια και η βία θα ροκανίσουν το μύθο τού παντοδύναμου, μόλις προαχθέντα στρατάρχη και την αφήγηση του συστήματος περί σταθερότητας. Μόλις συμβεί αυτό, η εξελισσόμενη κοινωνική πάλη θα περάσει στην επόμενη φάση.
*επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Kent State και ο συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο Adaptable Autocrats: Regime Power in Egypt and Syria.
Foreign Affairs
Greek Finance Forum Tromaktiko
Όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει την πλήρη πολιτική δύναμη στην μετά-Μουμπάρακ Αίγυπτο λέει ψέματα. Αυτό ισχύει ακόμη και για τον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, τον αρχηγό τού στρατού και νυν υπουργό Άμυνας της Αιγύπτου, του οποίου η επικείμενη προεδρική υποψηφιότητα αποκαλύπτει περισσότερο την αδυναμία τού στρατού παρά την δύναμή του.
Όποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει την πλήρη πολιτική δύναμη στην μετά-Μουμπάρακ Αίγυπτο λέει ψέματα. Αυτό ίσως είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, με δεδομένο το πόσο πολύ δεσπόζει ο στρατός αυτές τις μέρες. Αλλά, το όραμα ενός πανίσχυρου στρατιωτικού - πολλαπλασιαζόμενο από το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), τους υποστηρικτές του και εκείνους που απεγνωσμένα επιζητούν σταθερότητα - είναι μια ουτοπία. Σύντομα, θα διαλυθεί, αποκαλύπτοντας βαθιές εντάσεις στην Αίγυπτο και τις μειούμενες επιλογές αυτού που συχνά θεωρείται ότι είναι ισχυρότερος θεσμός τής Αιγύπτου.
Την Δευτέρα, το SCAF, το κυβερνών σώμα τού αιγυπτιακού στρατού, έδωσε ομόφωνα στον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, τον αρχηγό τού στρατού και νυν υπουργό Άμυνας της Αιγύπτου, την ευλογία του να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος. (Πράγματι, θεωρεί την ανακήρυξή του μια «εντολή και υποχρέωση»). Ο Σίσι, τον οποίον ο προσωρινός πρόεδρος προήγαγε στον βαθμό τού στρατάρχη την ίδια μέρα, δεν έχει ακόμη ανακοινώσει την υποψηφιότητά του. Ωστόσο, όλοι έχουν αποδεχθεί την εξέλιξη αυτή –και την ενδεχόμενη προεδρία του- ως τετελεσμένο γεγονός, το τελικό βήμα για ανακατάληψη της Αιγύπτου από τον στρατό και την επιστροφή τής χώρας στις ημέρες τού πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ.
Αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η ιστορία
Τον περασμένο Ιούνιο, υποστηρικτές τού Μουμπάρακ και κάποιοι επαναστάτες ήρθαν κοντά για να εκδιώξουν τον εκλεγμένο Αιγύπτιο πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι. Από τότε, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχουν συσπειρωθεί γύρω από τον Σίσι ως την προσωποποίηση ενός ανανεωμένου εθνικιστικού χαρακτήρα τής αιγυπτιακής εξουσίας. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης έχουν εξωραΐσει την εικόνα του και έχει επαινεθεί από προσωπικότητες του εν υπνώσει κυβερνώντος κόμματος του Μουμπάρακ και από δίκτυα παρεοκρατικού καπιταλισμού. Μεγάλο μέρος τού γενικού πληθυσμού, εκτός τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των επαναστατών, τον βλέπουν ως σαν να βρίσκεται πάνω από την πολιτική φθορά. Νύφες λένε ότι θέλουν να τον παντρευτούν, και άνδρες προβάλλουν την ανδρεία του για να ενισχυθεί η πατριαρχία τους. Και εκείνοι που φωνάζουν για σταθερότητα - από τους μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης μέχρι τον μέσο Αιγύπτιο και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι - μιλούν για δημοκρατικούς οδικούς χάρτες και για επερχόμενες εκλογές, ενώ σκουπίζουν την πολιτική πραγματικότητα τοποθετώντας την κάτω από το χαλί.
Ο Σίσι έχει προσπαθήσει να παγιώσει την θέση του στην πολιτική με την έναρξη μιας αντιτρομοκρατικής εκστρατείας, η οποία ξεκίνησε στα τέλη Ιουλίου τού περασμένου έτους. Η κρατική κατασταλτική μηχανή έχει έκτοτε αυξήσει την στόχευσή της στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και τις καθιστικές διαμαρτυρίες, κάτι που έχει ανεβάσει τον αριθμό των νεκρών σε χιλιάδες. Είναι κάτι περισσότερο από καταστολή τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, την οποία η -υποστηριζόμενη από τον στρατό- κυβέρνηση της Αιγύπτου έχει κατονομάσει επίσημα ως τρομοκρατική οργάνωση. Η προσωρινή κυβέρνηση και οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν επίσης σκοτώσει και τραυματίσει διαδηλωτές που δεν ανήκουν στην Αδελφότητα, φυλάκισαν επαναστάτες ακτιβιστές και δημοσιογράφους μη ελεγχόμενους από το κράτος, απηύθυναν νομικές κατηγορίες εναντίον πολιτικών που ξεχώρισαν μετά την εξέγερση και συκοφάντησαν διαφωνούντες ακαδημαϊκούς. Η εκστρατεία συνέπεσε με την αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων, των δολοφονιών, και με την εξέγερση εναντίον τού κράτους από μια ισλαμική ομάδα με βάση στο Σινά, την Ansar Beit al-Maqdis. Καθώς η καταμέτρηση των πτωμάτων πληθαίνει (οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν περίπου 70 άτομα το περασμένο Σαββατοκύριακο), καθίσταται σαφές ότι το κράτος έχει πράγματι αποδυναμωθεί κατά την διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. Η πολιτική τής κυβέρνησης να χρησιμοποιεί βία κατά των διαφωνούντων είναι απλώς η τελευταία προσπάθεια για να επιδιορθώσει ένα καράβι που βάζει νερά. Αλλά θα κρατήσει την Αίγυπτο στα πρόθυρα της επανάστασης.
Για να γίνει κατανοητό το γιατί, σκεφτείτε τι συνέβη όταν οι διαδηλωτές έδιωξαν την τελευταία κυβέρνηση του Μουμπάρακ από την εξουσία, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2011: Ο στρατός παρενέβη για να προστατεύσει τις υποδομές και τα εργοστάσια και στη συνέχεια διέσπασε τον κυβερνώντα συνασπισμό τού Μουμπάρακ, ενώ όλοι οι άλλοι επικεντρώθηκαν στην παραίτηση του Μουμπάρακ. Το SCAF εξόρισε ή φυλάκισε κάποιους παρεοκράτες καπιταλιστές και την ομάδα υπέρ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων για την οικονομία, επειδή δεν τους ήλεγχε. Εξάλειψε πολλούς από τους ανταγωνιστές του στο υπουργείο Εσωτερικών και τους έθεσε υπό την εξουσία του. Για παράδειγμα, το SCAF μετονόμασε την Κρατική Υπηρεσία Ερευνών Ασφάλειας (Εσωτερική Ασφάλεια), τον δρακόντειο εγχώριο μηχανισμό κατασκοπείας τής Αιγύπτου, και αναδιάταξε την ηγεσία της τον Μάρτιο του 2011.
Άλλες ισχυρές και δυνητικά ανταγωνιστικές υπηρεσίες πληροφοριών επίσης δεν γλίτωσαν. Πάρτε, για παράδειγμα, την Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών τού Ομάρ Σουλεϊμάν. Μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στο Κάιρο κατά την διάρκεια της εξέγερσης ποτέ δεν εξηγήθηκε, και οι περισσότεροι εικάζουν ότι ο στρατός ήταν πίσω από την συνωμοσία, γιατί κανείς δεν συνελήφθη ποτέ. Μπορεί, λοιπόν, να δικαιολογηθεί για το ότι συνταξιοδοτήθηκε γρήγορα μετά την αποχώρηση του Μουμπάρακ. Ο διορισμός τον περασμένο Αύγουστο του Mohamed Farid el-Tohamy - πρώην στρατιωτικός αξιωματούχος τής υπηρεσίας πληροφοριών – ως επικεφαλής τής Γενικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αποδεικνύει με πόση πληρότητα ο στρατός διέλυσε τα παλιά δίκτυα του Σουλεϊμάν.
Μέχρι την στιγμή που η επανάσταση τελείωσε, σχεδόν όλος ο πολιτικός έλεγχος βρισκόταν στα χέρια τού SCAF. Σε εκείνο το σημείο, το Συμβούλιο είχε μια σειρά από επιλογές. Θα μπορούσε να κυβερνά από μόνο του, αλλά δεν ήθελε. Αντ’ αυτού, οι στρατηγοί αποφάσισαν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, αλλά κρυβόμενοι πίσω από ένα πολιτικό πρόσωπο. Έτσι, ο στρατός αναζήτησε μια πολιτική κυβέρνηση που δεν θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Κατά την διαδικασία αυτή, αναμόρφωσε το καθεστώς Μουμπάρακ, το οποίο είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί πολλαπλά εκλογικά σώματα και δίκτυα, σε ένα σύστημα που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του στρατού και μόνο.
Το SCAF προσέγγισε έναν προηγούμενο εχθρό, που, όπως πίστευε, θα μπορούσε να βοηθήσει να ηρεμήσει μια ανήσυχη κοινωνία. Στην Μουσουλμανική Αδελφότητα δόθηκε μια επιλογή μεταξύ του να συστρατευθεί με την επανάσταση ή με τον στρατό. Οι ηγέτες τής Αδελφότητας έκλιναν προς τους στρατηγούς, πιστεύοντας ότι αν ήταν αρκετά εύκαμπτοι, θα ήταν απαραίτητοι στον στρατό. Στο τέλος, όμως, ο Μόρσι και η ομάδα του δεν μπορούσαν να προσφέρουν αυτά που ήθελε ο στρατός: δημόσια σταθερότητα ή ένα τέλος στην συνεχιζόμενη δραστηριότητα στους δρόμους. Στην πραγματικότητα, η παρουσία τους και η κατάφωρα μεροληπτική διακυβέρνησή τους έκανε χειρότερες τις διαμαρτυρίες. Έτσι, ο στρατός και οι υποστηρικτές του διαβουλεύτηκαν με -και επέτρεψαν στους- διαδηλωτές Tamarod να αυξήσουν την πίεση στον Μόρσι. Οι διαδηλώσεις τους στα τέλη Ιουνίου, με την σειρά τους, ώθησαν τους στρατηγούς να αναλάβουν πάλι δράση.
Κατά μια έννοια, ο στρατός πήρε τον δρόμο του. Απέδειξε την επιρροή του πάνω στο αιγυπτιακό κράτος όταν ορισμένοι παρατηρητές πίστευαν ότι είχε παραγκωνιστεί από τον Μόρσι, ο οποίος εξανάγκασε σε συνταξιοδότηση μια χούφτα πρεσβύτερων στρατηγών τον Αύγουστο του 2012, περιλαμβανομένου και του τότε υπουργού Άμυνας και επικεφαλής τού SCAF, μάχιμου στρατάρχη Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι. Αλλά, κατά μια άλλη έννοια, ο στρατός έκανε ζημιά στα θεμέλια του καθεστώτος που κληρονόμησε. Με το να πιέσει για την ανατροπή ενός εκλεγμένου άρχοντα, απαξίωσε την έννοια των εκλογών ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την εναλλαγή και την μετάβαση της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Έτσι χάθηκε κάθε τελευταία υποψία ότι ο στρατός θα μπορούσε να μείνει ουδέτερος, επιτρέποντας την ανάδυση νικητών μέσω εκλογών, και να μην παρεμβαίνει στη διαδικασία.
Τώρα, μην έχοντας απομείνει καμία άλλη οργανωμένη ομάδα πολιτών για να συνεργαστεί και με τις επιλογές του να περιορίζονται, το SCAF πέταξε τον Σίσι στο προσκήνιο και άρχισε να δημιουργεί έναν μύθο σαν του Μέγα και Παντοδύναμου Οζ που ελέγχει το κράτος. Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε κάποιο χρόνο για τους στρατηγούς τής Αιγύπτου, αλλά η δουλειά που έχουν μπροστά τους – να κατασκευάσουν ένα νέο καθεστώς - χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό. Όσο περισσότερο η διαδικασία μετάβασης τραβά σε μάκρος, τόσο πιο στριμωγμένο βρίσκεται το SCAF. Στην πραγματικότητα, αν και η ανακήρυξη τού Σίσι για την προεδρία μπορεί να φαίνεται αναπόφευκτη ή μοιραία, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ήταν η αυξανόμενη αδυναμία τού SCAF και η παράνοια που παρακίνησαν την επικείμενη υποψηφιότητά του. Στο κάτω-κάτω, δεδομένης τής δημοτικότητάς του, ο Σίσι θα μπορούσε να χρίσει τον οποιονδήποτε ως τον επόμενο προτιμώμενο πρόεδρο της Αιγύπτου. Οι ανοιχτές εκλογές θα ήταν πιθανότατα ένας περίπατος για τον επιλεγμένο από αυτόν υποψήφιο, και η διαδικασία θα συντηρούσε τόσο τα απομεινάρια τής διαδικαστικής δημοκρατίας όσο και την ικανότητα του SCAF να παρεμβαίνει. Ωστόσο, οι στρατηγοί ονομάτισαν τον Σίσι, αποβλέποντας σε αυτόν να αποτελειώσει την επανάσταση και να βασιλεύσει με την συμμετοχή τής Αδελφότητας στην πολιτική.
Αλλά, πέρα από τα ενοχλητικά πορτραίτα στον κρατικό Τύπο για την ανδρεία τού ίδιου του Σίσι και για τους Αιγύπτιους που παρελαύνουν φορώντας χρυσές μάσκες με την μορφή του, όπως ήταν πολλοί στην πλατεία Ταχρίρ κατά την τρίτη επέτειο της επανάστασης της 25ης Ιανουαρίου, η χούντα είχε ελάχιστα πάνω στα οποία θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα πραγματικό καθεστώς. Ο Σίσι δεν έχει οικονομικές πολιτικές ή πολιτικά προγράμματα για να διακηρύξει. Η βάση τής υποστηριζόμενης από τον στρατό κυβέρνησης είναι μικρή και, δεδομένου ότι δεν έχει τρόπο να ενσωματώσει διαφωνούντες, θα δημιουργήσει περισσότερες διαφωνίες και κρατική βία.
Προς το παρόν, ο Σίσι και το SCAF έχουν συγκεντρώσει την δημοτικότητα ενός άστατου κοινού. Αλλά οι άνεμοι μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Τα προηγούμενα χρόνια, ο στρατός ήταν σε θέση να κατευθύνεται κατά βούληση, δείχνοντας αξιοσημείωτη ευελιξία. Αλλά τώρα, με την ανάδειξη τού Σίσι, ο στρατός έχει γίνει κεντρικός παίκτης στο δράμα. Με τον ρόλο του στην πολιτική να έχει πλέον αναγνωριστεί δημοσίως, θα αντιμετωπίσει περισσότερο έλεγχο, καθώς θα προσπαθεί να τραβήξει τους μοχλούς. Δεν έχει κανέναν πολιτικό εταίρο στον οποίο να ρίξει το φταίξιμο, και χάνει την υποστήριξη του πάλαι ποτέ λαϊκού συμμάχου του, των Tamarod. Καθώς το υπό σχηματισμό καθεστώς βασίζεται όλο και πιο συχνά στην ισχύ, απλώς θα επιδεινώσει την πολιτική κρίση τής Αιγύπτου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μόνο θεσμικό όργανο που προέκυψε με κάποια ισχύ μετά την ανατροπή τού Μουμπάρακ όλο και περισσότερο παίζει με λίγα χαρτιά: όλο «σπαθιά» και καθόλου «μπαστούνια» «κούπες» ή «καρό». Αν και μπορεί να φαίνεται ότι έχει τον έλεγχο για την τώρα, το κοινό δεν θα ανεχθεί μια ολοένα και πιο σιδερένια γροθιά για πάντα. Η αστάθεια και η βία θα ροκανίσουν το μύθο τού παντοδύναμου, μόλις προαχθέντα στρατάρχη και την αφήγηση του συστήματος περί σταθερότητας. Μόλις συμβεί αυτό, η εξελισσόμενη κοινωνική πάλη θα περάσει στην επόμενη φάση.
*επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Kent State και ο συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο Adaptable Autocrats: Regime Power in Egypt and Syria.
Foreign Affairs
Greek Finance Forum Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Καρυπίδης για την οικονομία, τον Τσίπρα και τους άλλους... [video]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ