2014-02-06 22:07:08
Σαν σήμερα, 6 Φεβρουαρίου του 1932, γεννιέται ο Φρανσουά Τρυφώ, ο σπουδαίος Γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος.
«Το Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη... Το σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη» Φρανσουά Τρυφώ
Ο Φρανσουά Τρυφώ από νωρίς εκδηλώνει την αγάπη του για την 7η Τέχνη. Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο θρυλικό περιοδικό Cahiers du cinema.
Εκεί και μαζί με άλλους συναδέλφους του άνοιξαν τον δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958) και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, "Τα 400 χτυπήματα" (Les Quatres Cents Coups, 1959).
Μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πλέον σημαντικούς εκφραστές του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (nouvelle vague).
Ακολούθησαν οι ταινίες "Πυροβολείτε τον Πιανίστα" (Tirez sur le pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, "Απολαύστε το κορμί μου" (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, "Φαρενάιτ 451" (Fahrenheit 451, 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, "Η νύφη φορούσε μαύρα" (La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.
H θητεία του στο περιοδικό στο Cahiers Du Cinema, του προσέφερε το πιο σημαντικό στοιχείο, την κινηματογραφοφιλία. Όχι τόσο ως ένας εκλεκτικός θεατής ή ένας ψυχρός κριτής, αλλά κυρίως ως ένας εραστής ενός κινηματογράφου χωρίς όρια και σύνορα.
Για τον Τρυφώ η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος όπου τα προσωπικά φαντάσματα ενσαρκώνονται, όπου ασκείται μια παραμυθία για τις οδύνες και λύπες του βίου.
Ο Τρυφώ ως σκηνοθέτης επέλεξε έναν δρόμο που περισσότερο δοξάζει αυτές τις τελετουργίες της κινηματογραφικής αίθουσας και λιγότερο τη στοχαστική φύση του κινηματογράφου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο σινεμά του έτερου κορυφαίου του νέου κύματος, του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Το ιδιαίτερο ύφος του Φρανσουά Τρυφώ δεν δυναστεύει την αφήγηση, δεν της επιβάλλεται, αλλά αντίθετα αφήνει χώρο για να κινηθούν και να αναπνεύσουν τα φιλμικά πρόσωπα. Καθώς η αφήγηση παραμένει ένας ακρογωνιαίος λίθος της μυθοπλασίας, ο κινηματογραφικός φακός παρακολουθεί τα πρόσωπα με καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από τις όποιες πολιτικές ή ψυχαναλυτικές παρεμβολές που ταλανίζουν το έργο άλλων σκηνοθετών της εποχής.
Μαγεμένος από την τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας ο Τρυφώ εμμένει πεισματικά προσκολλημένος, σ' όλες τις ταινίες του, στην απόλαυση της αφήγησης. Αναζητά την γοητεία των προσώπων, επικεντρώνεται στις εντάσεις του διαλόγου, προσαρμόζει το κινηματογραφικό κάδρο στις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου. Αυτά είναι και κάποια από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την μαγεία των κινηματογραφικών του εικόνων.
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).
Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα» παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός Jean Pierre Leaud.
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal (Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια, 1979).
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κινηματογραφικό ρεύμα του νέου κύματος, μπορείτε να βρείτε στα σχετικά μας αφιερώματα: Νουβέλ Βαγκ: Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα: Μέρος 1ο και Μέρος 2ο.
Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι, με τους γονείς του. Η αδιαφορία των γονιών απέναντί του και η αυταρχική συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, προκαλεί στον Αντουάν μια μόνιμη τάση φυγής και απόδρασης από το καταπιεστικό σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον.
Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φτάσει στην ελευθερία της θάλασσας, που είναι και το κρυφό του όνειρο.
"Tα 400 χτυπήματα", είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φρανσουά Τρυφώ και μία από τις πρώτες της nouvelle vague. Αφηγείται την ιστορία ενός ευαίσθητου και ευάλωτου παιδιού, που ζει και μεγαλώνει σε έναν στενόμυαλο, μικρόψυχο και εν τέλει εχθρικό κόσμο.
Στο υπέδαφος της ταινίας υπάρχει έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, καθώς πολλές από τις περιπέτειες του μικρού Αντουάν (έξοχα ερμηνευμένος από τον Ζαν Πιερ Λεό – alter ego του σκηνοθέτη) είναι προσωπικά βιώματα του Τρυφώ, ο οποίος πράγματι, σε αυτήν την ηλικία κατέληξε στο αναμορφωτήριο, από όπου τον έσωσε ο σπoυδαίος θεωρητικός και συνιδρυτής των Cahiers du Cinéma, Αντρέ Μπαζέν, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η ταινία.
Ο συνοδοιπόρος και για χρόνια φίλος, του Τρυφώ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είχε γράψει: «Τα 400 χτυπήματα είναι το πιο περήφανο, το πιο πεισματάρικο, το πιο ξεροκέφαλο, με άλλα λόγια, το πιο ελεύθερο φιλμ του κόσμου». Η ταινία, απέσπασε το Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1959.
Σε έναν κόσμο απροσδιόριστο χωροχρονικά, στο εγγύς μέλλον, ο πυροσβέστης Μόνταγκ βάζει φωτιά αντί να τη σβήνει. Καίει τα βιβλία (ο τίτλος αφορά την απαιτούμενη θερμοκρασία καύσης), γιατί στην εν λόγω κοινωνία απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή βιβλίων.
Κάποια μέρα όμως, γοητευμένος από αυτό που καταστρέφει, υποκύπτει και ο ίδιος στη μαγεία της ανάγνωσης και όταν τον ανακαλύπτουν αναγκάζεται να καταφύγει στα δάση, όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι, έχοντας μάθει τα αγαπημένα τους βιβλία απέξω, για να μπορέσουν έτσι να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές.
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέυ Μπράντμπερυ, η ταινία αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη του Φρανσουά Τρυφώ και ταυτόχρονα η πρώτη του μεγάλη παραγωγή και σε αγγλική ομιλούσα. Το θέμα της είναι η αγάπη για τα βιβλία, η εξαφάνιση των οποίων σημαίνει τον αφανισμό της ιστορικής μνήμης, την απουσία κάθε μελλοντικού χρονικού ορίζοντα και το βάλτωμα της κοινωνίας σε ένα αιώνιο παρόν-κόλαση, όπου τα πάντα θα είναι ομοιόμορφα και απολύτως ελεγχόμενα, αφού κανείς δεν θα θυμάται τίποτα.
Έξυπνα, ο Τρυφώ αποκλείει τα εφέ της επιστημονικής φαντασίας, αποφεύγει τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους του είδους και κάνει μια ταινία με πολιτική θέση, στην οποία αρκεί η ανάγνωση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ από τον πυρομανή-πυροσβέστη Μόνταγκ, για να γκρεμιστεί ένας ζοφερός κόσμος. Έξοχη και πανέμορφη η Τζούλι Κρίστι στον διπλό της ρόλο.
Παρίσι, Φθινόπωρο 1942. Στο θέατρο της Μονμάρτης προσλαμβάνεται ως πρωταγωνιστής ο Μπερνάρ Γκρανζέ και αρχίζουν οι πρόβες ενός καινούριου έργου με τίτλο «Οι εξαφανισμένοι». Η Μάριον, διάσημη ηθοποιός του γαλλικού μπουλβάρ, διευθύνει μόνη της το θέατρο του Εβραίου συζύγου της Λούκα Στάινερ, ο οποίος είναι εξαφανισμένος για τις αρχές Κατοχής.
Στην πραγματικότητα όμως, είναι κρυμμένος στο υπόγειο του θεάτρου, δίνοντας από κει τις σκηνοθετικές οδηγίες για το ανέβασμα των παραστάσεων, οι οποίες τελειώνουν πριν περάσει το τελευταίο μετρό. Η εμφάνιση του νέου και προικισμένου ηθοποιού Μπερνάρ, αναστατώνει συναισθηματικά την Μάριον και οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες.
Το πολυβραβευμένο με 10 Σεζάρ (τα γαλλικά Όσκαρ) “Τελευταίο Μετρό”, είναι μαζί με την “Αμερικανική νύχτα”, η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του Φρανσουά Τρυφώ. Δεν πρόκειται για μια ταινία για την εποχή της Κατοχής στη Γαλλία (παρόλο που υπάρχουν άμεσες αναφορές, ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, όπως ο αντισημίτης θεατρικός κριτικός Νταξιά), αλλά για την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή.
Οι ίντριγκες της θεατρικής σκηνής και των παρασκηνίων γίνονται μια μεταφορά της πραγματικής ζωής, το σκηνικό ενός παιχνιδιού όπου διαπλέκεται η μικρή και η μεγάλη Ιστορία, η παρουσία με την απουσία, το κρυφό με το φανερό και φυσικά ο έρωτας, που στήνει τον αόρατο συναισθηματικό ιστό της ταινίας.
Έχοντας στο κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Κατρίν Ντενέβ και Ζεράρ Ντεπαρντιέ, αλλά και τη θαυμάσια, «πνιγμένη» φωτογραφία του σπουδαίου Νέστορ Άλμεντρος, η ταινία αποτελεί μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του Τρυφώ.
Ο Ζυλιέν, κτηματομεσίτης στο επάγγελμα, είναι ο βασικός ύποπτος για το φόνο της γυναίκας του Μαρί-Κριστίν και του εραστή της Ζακ. Η πρώην γραμματέας του Μπάρμπαρα, η οποία είναι ερωτευμένη μαζί του, τον κρύβει στο υπόγειο του γραφείου του και αρχίζει τις έρευνες για να βρει τον πραγματικό δολοφόνο και να αποδείξει την αθωότητά του.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς σκοτώνονται μια ταμίας κινηματογράφου και ο μάνατζερ ενός οίκου ανοχής, που έχει σαν βιτρίνα ένα νυχτερινό κέντρο. Τελικά, η Μπάρμπαρα στήνοντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι, με την βοήθεια του Λαμπλάς, ντετέκτιβ παλαιάς σχολής, αλλά και του επιθεωρητή Σαντελί, καταφέρνει να ανακαλύψει τον ένοχο.
Στο κύκνειο άσμα του ο Φρανσουά Τρυφώ, μέγας γνώστης και θαυμαστής του φιλμ νουάρ, αποδίδει με μεγάλη αφηγηματική άνεση, σινεφίλ διάθεση και ειρωνικό βλέμμα το ύφος και το πνεύμα ενός κινηματογραφικού είδους, την μεγάλη αξία του οποίου ανέδειξαν οι δημιουργοί της nouvelle vague, ως κινηματογραφικοί κριτικοί στα Cahiers du Cinéma. ΄Έξοχη η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Νέστορ Άλμεντρος, συμβάλλει τα μέγιστα στην νουάρ ατμόσφαιρα της ταινίας και θαυμάσιοι στους κεντρικούς ρόλους η Φανί Αρντάν και ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν.
Ο Φρανσουά Τρυφώ έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην ιστορία στις 21 Οκτωβρίου του 1984. Υπήρξε ένας από τους βασικούς υπεύθυνους τόσο για τον τρόπο που βλέπουμε, όσο και για τον τρόπο που γράφουμε για το σινεμά. Ο «αιώνιος έφηβος» της 7ης Τέχνης, μπορεί να μην βρίσκεται πια μαζί μας, αλλά όντας ένας σκηνοθέτης που βιώνει διαρκώς και με έντονο τρόπο την κατάληξη της κινηματογραφικής πράξης, θα ταξιδεύει μαζί μας για πάντα μέσα από τις τελετουργίες και τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας left.gr
«Το Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη... Το σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη» Φρανσουά Τρυφώ
Ο Φρανσουά Τρυφώ από νωρίς εκδηλώνει την αγάπη του για την 7η Τέχνη. Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο θρυλικό περιοδικό Cahiers du cinema.
Εκεί και μαζί με άλλους συναδέλφους του άνοιξαν τον δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958) και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, "Τα 400 χτυπήματα" (Les Quatres Cents Coups, 1959).
Μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πλέον σημαντικούς εκφραστές του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (nouvelle vague).
Ακολούθησαν οι ταινίες "Πυροβολείτε τον Πιανίστα" (Tirez sur le pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, "Απολαύστε το κορμί μου" (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, "Φαρενάιτ 451" (Fahrenheit 451, 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, "Η νύφη φορούσε μαύρα" (La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.
H θητεία του στο περιοδικό στο Cahiers Du Cinema, του προσέφερε το πιο σημαντικό στοιχείο, την κινηματογραφοφιλία. Όχι τόσο ως ένας εκλεκτικός θεατής ή ένας ψυχρός κριτής, αλλά κυρίως ως ένας εραστής ενός κινηματογράφου χωρίς όρια και σύνορα.
Για τον Τρυφώ η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος όπου τα προσωπικά φαντάσματα ενσαρκώνονται, όπου ασκείται μια παραμυθία για τις οδύνες και λύπες του βίου.
Ο Τρυφώ ως σκηνοθέτης επέλεξε έναν δρόμο που περισσότερο δοξάζει αυτές τις τελετουργίες της κινηματογραφικής αίθουσας και λιγότερο τη στοχαστική φύση του κινηματογράφου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο σινεμά του έτερου κορυφαίου του νέου κύματος, του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Το ιδιαίτερο ύφος του Φρανσουά Τρυφώ δεν δυναστεύει την αφήγηση, δεν της επιβάλλεται, αλλά αντίθετα αφήνει χώρο για να κινηθούν και να αναπνεύσουν τα φιλμικά πρόσωπα. Καθώς η αφήγηση παραμένει ένας ακρογωνιαίος λίθος της μυθοπλασίας, ο κινηματογραφικός φακός παρακολουθεί τα πρόσωπα με καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από τις όποιες πολιτικές ή ψυχαναλυτικές παρεμβολές που ταλανίζουν το έργο άλλων σκηνοθετών της εποχής.
Μαγεμένος από την τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας ο Τρυφώ εμμένει πεισματικά προσκολλημένος, σ' όλες τις ταινίες του, στην απόλαυση της αφήγησης. Αναζητά την γοητεία των προσώπων, επικεντρώνεται στις εντάσεις του διαλόγου, προσαρμόζει το κινηματογραφικό κάδρο στις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου. Αυτά είναι και κάποια από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την μαγεία των κινηματογραφικών του εικόνων.
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).
Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα» παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός Jean Pierre Leaud.
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal (Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια, 1979).
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κινηματογραφικό ρεύμα του νέου κύματος, μπορείτε να βρείτε στα σχετικά μας αφιερώματα: Νουβέλ Βαγκ: Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα: Μέρος 1ο και Μέρος 2ο.
Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι, με τους γονείς του. Η αδιαφορία των γονιών απέναντί του και η αυταρχική συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, προκαλεί στον Αντουάν μια μόνιμη τάση φυγής και απόδρασης από το καταπιεστικό σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον.
Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φτάσει στην ελευθερία της θάλασσας, που είναι και το κρυφό του όνειρο.
"Tα 400 χτυπήματα", είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φρανσουά Τρυφώ και μία από τις πρώτες της nouvelle vague. Αφηγείται την ιστορία ενός ευαίσθητου και ευάλωτου παιδιού, που ζει και μεγαλώνει σε έναν στενόμυαλο, μικρόψυχο και εν τέλει εχθρικό κόσμο.
Στο υπέδαφος της ταινίας υπάρχει έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, καθώς πολλές από τις περιπέτειες του μικρού Αντουάν (έξοχα ερμηνευμένος από τον Ζαν Πιερ Λεό – alter ego του σκηνοθέτη) είναι προσωπικά βιώματα του Τρυφώ, ο οποίος πράγματι, σε αυτήν την ηλικία κατέληξε στο αναμορφωτήριο, από όπου τον έσωσε ο σπoυδαίος θεωρητικός και συνιδρυτής των Cahiers du Cinéma, Αντρέ Μπαζέν, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η ταινία.
Ο συνοδοιπόρος και για χρόνια φίλος, του Τρυφώ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είχε γράψει: «Τα 400 χτυπήματα είναι το πιο περήφανο, το πιο πεισματάρικο, το πιο ξεροκέφαλο, με άλλα λόγια, το πιο ελεύθερο φιλμ του κόσμου». Η ταινία, απέσπασε το Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1959.
Σε έναν κόσμο απροσδιόριστο χωροχρονικά, στο εγγύς μέλλον, ο πυροσβέστης Μόνταγκ βάζει φωτιά αντί να τη σβήνει. Καίει τα βιβλία (ο τίτλος αφορά την απαιτούμενη θερμοκρασία καύσης), γιατί στην εν λόγω κοινωνία απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή βιβλίων.
Κάποια μέρα όμως, γοητευμένος από αυτό που καταστρέφει, υποκύπτει και ο ίδιος στη μαγεία της ανάγνωσης και όταν τον ανακαλύπτουν αναγκάζεται να καταφύγει στα δάση, όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι, έχοντας μάθει τα αγαπημένα τους βιβλία απέξω, για να μπορέσουν έτσι να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές.
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέυ Μπράντμπερυ, η ταινία αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη του Φρανσουά Τρυφώ και ταυτόχρονα η πρώτη του μεγάλη παραγωγή και σε αγγλική ομιλούσα. Το θέμα της είναι η αγάπη για τα βιβλία, η εξαφάνιση των οποίων σημαίνει τον αφανισμό της ιστορικής μνήμης, την απουσία κάθε μελλοντικού χρονικού ορίζοντα και το βάλτωμα της κοινωνίας σε ένα αιώνιο παρόν-κόλαση, όπου τα πάντα θα είναι ομοιόμορφα και απολύτως ελεγχόμενα, αφού κανείς δεν θα θυμάται τίποτα.
Έξυπνα, ο Τρυφώ αποκλείει τα εφέ της επιστημονικής φαντασίας, αποφεύγει τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους του είδους και κάνει μια ταινία με πολιτική θέση, στην οποία αρκεί η ανάγνωση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ από τον πυρομανή-πυροσβέστη Μόνταγκ, για να γκρεμιστεί ένας ζοφερός κόσμος. Έξοχη και πανέμορφη η Τζούλι Κρίστι στον διπλό της ρόλο.
Παρίσι, Φθινόπωρο 1942. Στο θέατρο της Μονμάρτης προσλαμβάνεται ως πρωταγωνιστής ο Μπερνάρ Γκρανζέ και αρχίζουν οι πρόβες ενός καινούριου έργου με τίτλο «Οι εξαφανισμένοι». Η Μάριον, διάσημη ηθοποιός του γαλλικού μπουλβάρ, διευθύνει μόνη της το θέατρο του Εβραίου συζύγου της Λούκα Στάινερ, ο οποίος είναι εξαφανισμένος για τις αρχές Κατοχής.
Στην πραγματικότητα όμως, είναι κρυμμένος στο υπόγειο του θεάτρου, δίνοντας από κει τις σκηνοθετικές οδηγίες για το ανέβασμα των παραστάσεων, οι οποίες τελειώνουν πριν περάσει το τελευταίο μετρό. Η εμφάνιση του νέου και προικισμένου ηθοποιού Μπερνάρ, αναστατώνει συναισθηματικά την Μάριον και οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες.
Το πολυβραβευμένο με 10 Σεζάρ (τα γαλλικά Όσκαρ) “Τελευταίο Μετρό”, είναι μαζί με την “Αμερικανική νύχτα”, η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του Φρανσουά Τρυφώ. Δεν πρόκειται για μια ταινία για την εποχή της Κατοχής στη Γαλλία (παρόλο που υπάρχουν άμεσες αναφορές, ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, όπως ο αντισημίτης θεατρικός κριτικός Νταξιά), αλλά για την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή.
Οι ίντριγκες της θεατρικής σκηνής και των παρασκηνίων γίνονται μια μεταφορά της πραγματικής ζωής, το σκηνικό ενός παιχνιδιού όπου διαπλέκεται η μικρή και η μεγάλη Ιστορία, η παρουσία με την απουσία, το κρυφό με το φανερό και φυσικά ο έρωτας, που στήνει τον αόρατο συναισθηματικό ιστό της ταινίας.
Έχοντας στο κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Κατρίν Ντενέβ και Ζεράρ Ντεπαρντιέ, αλλά και τη θαυμάσια, «πνιγμένη» φωτογραφία του σπουδαίου Νέστορ Άλμεντρος, η ταινία αποτελεί μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του Τρυφώ.
Ο Ζυλιέν, κτηματομεσίτης στο επάγγελμα, είναι ο βασικός ύποπτος για το φόνο της γυναίκας του Μαρί-Κριστίν και του εραστή της Ζακ. Η πρώην γραμματέας του Μπάρμπαρα, η οποία είναι ερωτευμένη μαζί του, τον κρύβει στο υπόγειο του γραφείου του και αρχίζει τις έρευνες για να βρει τον πραγματικό δολοφόνο και να αποδείξει την αθωότητά του.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς σκοτώνονται μια ταμίας κινηματογράφου και ο μάνατζερ ενός οίκου ανοχής, που έχει σαν βιτρίνα ένα νυχτερινό κέντρο. Τελικά, η Μπάρμπαρα στήνοντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι, με την βοήθεια του Λαμπλάς, ντετέκτιβ παλαιάς σχολής, αλλά και του επιθεωρητή Σαντελί, καταφέρνει να ανακαλύψει τον ένοχο.
Στο κύκνειο άσμα του ο Φρανσουά Τρυφώ, μέγας γνώστης και θαυμαστής του φιλμ νουάρ, αποδίδει με μεγάλη αφηγηματική άνεση, σινεφίλ διάθεση και ειρωνικό βλέμμα το ύφος και το πνεύμα ενός κινηματογραφικού είδους, την μεγάλη αξία του οποίου ανέδειξαν οι δημιουργοί της nouvelle vague, ως κινηματογραφικοί κριτικοί στα Cahiers du Cinéma. ΄Έξοχη η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Νέστορ Άλμεντρος, συμβάλλει τα μέγιστα στην νουάρ ατμόσφαιρα της ταινίας και θαυμάσιοι στους κεντρικούς ρόλους η Φανί Αρντάν και ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν.
Ο Φρανσουά Τρυφώ έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην ιστορία στις 21 Οκτωβρίου του 1984. Υπήρξε ένας από τους βασικούς υπεύθυνους τόσο για τον τρόπο που βλέπουμε, όσο και για τον τρόπο που γράφουμε για το σινεμά. Ο «αιώνιος έφηβος» της 7ης Τέχνης, μπορεί να μην βρίσκεται πια μαζί μας, αλλά όντας ένας σκηνοθέτης που βιώνει διαρκώς και με έντονο τρόπο την κατάληξη της κινηματογραφικής πράξης, θα ταξιδεύει μαζί μας για πάντα μέσα από τις τελετουργίες και τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας left.gr
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σεμινάριο έντιμης συμπεριφοράς στον Ατρόμητο Αθηνών
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ