2014-02-07 15:52:11
Γράφει ο Χρήστος Ηλ.Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών
Κατατέθηκε αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση, λόγω υπέρβασης της... εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο εκτός του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς, και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής κατά κύριο λόγο βλάβης που υπέστησαν οι διάδικοι λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Κριτήρια για την εκτίμηση της εύλογης χρονικής διάρκειας της διοικητικής δίκης.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών ζητεί, κατά τα άρθρα 53 και επόμενα του ν. 4055/2012 (φ. 51 Α), να του επιδικασθεί δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
. Η δίκη αυτή που αφορούσε την εκλογή του αιτούντος, ως μέλους του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) στη βαθμίδα του Καθηγητή του Τμήματος Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών, άρχισε με την κατάθεση, στις 19-4-2005 και στις 2-10-2006, δύο συναφών αιτήσεων ακυρώσεως και περατώθηκε με την δημοσίευση της 1679/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Γ). Συγκεκριμένα, ο αιτών ζητεί να του επιδικασθεί ως δίκαιη ικανοποίηση για ηθική βλάβη, για μεν την καθυστέρηση εκδικάσεως της πρώτης αιτήσεως το ποσό των 28.000 ευρώ, για δε την καθυστέρηση εκδικάσεως της δεύτερης αιτήσεως το ποσό των 6.500 ευρώ και συνολικά το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (34.500) ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (φ. 256 Α') ορίζει στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ότι: Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως εντός λογικής προθεσμίας υπό δικαστηρίου το οποίον θα αποφασίση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως και στο άρθρο 13 ότι: Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη ... Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των. Εξ άλλου, στα άρθρα 53 έως 58, του Κεφαλαίου Δ Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και αίτηση επιτάχυνσης του ως άνω ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ορίζονται τα εξής: Άρθρο 53: «1.
Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». Άρθρο 54: «1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) ... (γ) ... 2. ... ». Άρθρο 55: «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής ... 2. ... 3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου ... Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου». Άρθρο 56: «1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκαση της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση.
3 Ο αιτών μνημονεύει στην αίτηση του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο.
Άρθρο 57: 1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης . β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ εκτίμηση των περιστάσεων. Άρθρο 58: 1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποιήσεως εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών.
Μετις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από την σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ' επίκληση των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση - πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ), της 21ης.12.2010, Αθανασίου κ.λ.π. κατά Ελλάδας, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των αναφερθέντων άρθρων της Συμβάσεως και ιδίως του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης.
Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω με τις προαναφερθείσες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως, τον αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστικό σχηματισμό για την εκδίκαση της, την διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού, καθώς και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 του νόμου και αφορούν ειδικότερα στην συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στην στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή την σημασία, της υποθέσεως για τον αιτούντα. Όπως συνάγεται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Το δικαστήριο αποφαίνεται εν πρώτοις αν η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται ακολούθως αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν αντιθέτως μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του εν λόγω δικαιώματος μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου να θεωρηθεί επαρκής Ιταλίας - σκέψη 95η, της 23ης.9.2004: Αγαθός Θ. κ.λπ. κατά Ελλάδας -σκέψη 35η και της 15ης.7.2004: Θεοδωρόπουλος Π. κατά Ελλάδας - σκέψη 35η κ.ά.). Εάν το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει αφενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας ιδίως υπ' όψιν την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία και αφετέρου στην επιβολή στο Δημόσιο των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012 (ΣτΕ 4467/2012, 1, 2975, 3217/2013, 3151/2013, 4062/2013 κ.ά.).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υποθέσεως, αιτών, ο οποίος είχε εκλεγεί μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) στη βαθμίδα του καθηγητή του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών, με γνωστικό αντικείμενο «διατροφή και μεταβολισμός», κατόπιν αποφάσεως του οικείου Εκλεκτορικού Σώματος που ελήφθη στις 2.7.2004 σε κοινή συνεδρίαση με την Γενική Συνέλευση του εν λόγω Τμήματος, με την κατατεθείσα στις 19-4-2005 πρώτη αίτηση ακυρώσεως ζήτησε την ακύρωση της Φ.122.1/81/133264α/Β2/16.3.2005 αποφάσεως της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ανεπέμφθη στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο ο σχετικός φάκελος προς επανάληψη της διαδικασίας εκλογής. Στις 12-9-2006 κατετέθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας παρέμβαση υπέρ της ως άνω αποφάσεως από τον συνυποψήφιο του αιτούντος ...
Με τη δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε στις 2-10-2006, ο αιτών ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του Εκλεκτορικού Σώματος που ελήφθη στις 24.3.2006 σε κοινή συνεδρίαση με την Γενική Συνέλευση του ως άνω Τμήματος του Πανεπιστημίου, με την οποία, κατόπιν της προαναφερθείσας αναπεμπτικής υπουργικής αποφάσεως, κηρύχθηκε άγονη η διαδικασία για την πλήρωση της ανωτέρω θέσεως. Υπέρ της τελευταίας αυτής αποφάσεως κατετέθη επίσης παρέμβαση, στις 4-2-2008, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από τον ως άνω.
Η εκδίκαση και των δύο αιτήσεων, η πρώτη των οποίων συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 18.1.2007, οπότε και αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 24.5.2007. Στη συνέχεια, η εκδίκαση των αιτήσεων αναβλήθηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως για τις 25.10.2007, 13.12.2007, 14.2.2008, 17.4.2008, 25.9.2008, 23.10.2008 και, τελικώς, για τις 11-12-2008, οπότε και συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε δε η 4092/2009 απόφαση, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση με δικάσιμο την 6.5.2010. Κατά την δικάσιμο αυτή οι αιτήσεις συζητήθηκαν, η διάσκεψη έγινε στις 31-5-2010 και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η 1679/2013 απόφαση του Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στις 25-4-2013 (βλ. το Γ 731/22-10-2013 έγγραφο της Γραμματέως του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας). Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η πρώτη αίτηση ακυρώσεως και ακυρώθηκε η, θεωρηθείσα ως συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη από 24.3.2006 απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, με την οποία είχε κηρυχθεί άγονη η διαδικασία της επιλογής, για το λόγο ότι η αναπεμπτική υπουργική απόφαση, την οποία είχε ως έρεισμα η απόφαση αυτή, ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη στο σύνολο της, ενώ η δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, με την οποία η εν λόγω απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος προσβαλλόταν ρητώς, απερρίφθη ως δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, απαραδέκτως ασκηθείσα κατά της αυτής πράξεως. Τέλος, από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι η διαδικασία καθαρογραφής, θεωρήσεως και υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως ολοκληρώθηκε στις 20.6.2013.
Ο αιτών προβάλλει ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υποθέσεως του ήταν υπερβολικός και αδικαιολόγητος, υπερέβη δε τον εύλογο χρόνο διάρκειας της δίκης χωρίς την οποιαδήποτε δική του ευθύνη, καθώς δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, η οποία, άλλωστε, δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ενώ αντιθέτως με αιτήσεις προτιμήσεως που κατέθεσε στο Δικαστήριο, στις 25-4-2005 και στις 17-10-2006 αντιστοίχως, επεδίωξε την επίσπευση της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο ίδιος προβάλλει ότι το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν για αυτόν πολύ σημαντικό, διότι είχε εκλεγεί σε θέση Καθηγητή του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2004, ο μη διορισμός του δε στη θέση αυτή επέφερε σε βάρος του μείζονες επαγγελματικές, οικονομικές, ηθικές και κοινωνικές συνέπειες, αφού του στέρησε τη δυνατότητα να ασκήσει κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ακαδημαϊκό έργο και να αξιοποιήσει το κύρος που θα του προσέδιδε η θέση αυτή, με αποτέλεσμα να υποστεί
σημαντική ηθική, αλλά και οικονομική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, θεωρεί ως δικαιολογημένη την επιδίκαση υπέρ αυτού χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποιήσεως και ζητεί να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσόν των 28.000 ευρώ για την καθυστέρηση εκδικάσεως της πρώτης αιτήσεως του και 6.500 ευρώ για την καθυστέρσηση εκδικάσεως της δεύτερης αιτήσεως του και συνολικά το ποσό των 34.500 ευρώ.
Με δεδομένο ότι τα ζητήματα που ετίθεντο με τις ασκηθείσες από τον αιτούντα αιτήσεις ακυρώσεως ήταν συναφή, αντιμετωπίσθηκαν δε ενιαίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, άρχισε στις 19-4-2005 με την κατάθεση της πρώτης αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 30-3-2006 Κολλόκας κατά Ελλάδας σκέψη 16) και έληξε στις 20.6.2013, με την καθαρογραφή, θεώρηση και υπογραφή της 1679/2013 ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οπότε ήταν δυνατή η χορήγηση επισήμου αντιγράφου της (και όχι με την αρχειοθέτηση της αποφάσεως, όπως αβασίμως προβάλλει ο αιτών, η οποία πάντως απέχει, εν προκειμένω, μόλις μία ημέρα από την υπογραφή αυτής και, συνεπώς, δεν θα ασκούσε σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε επιρροή στην προκειμένη υπόθεση). Και τούτο, διότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η εκτέλεση της αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της «δίκης», κατά την
έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ. αποφάσεις της 21ης.12.2010 Αθανασίου κ.ά. κατά Ελλάδας σκ. 23, της 12ης-4-2001: Μεσοχωρίτης κατά Ελλάδας, της 29ης-9-1996 Zappia κατά Ιταλίας, κ.ά.) Εν προκειμένω δε, η προαναφερόμενη απόφαση, ως ακυρωτική, έθετε θέμα εκτελέσεως της προς χάριν του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 3151/2013, 3153/2013, πρβλ. ΣτΕ 1856/2013). Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, οκτώ (8) έτη, δύο (2) μήνες και μία (1) ημέρα για ένα (1) βαθμό δικαιοδοσίας.
Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 1679/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οι οκτώ (8) αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως δόθηκαν αυτεπαγγέλτως, ο ίδιος δε επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια για να επισπεύσει την εκδίκαση της, με την κατάθεση σχετικών αιτήσεων προτιμήσεως. Εξάλλου, η παραπομπή της υποθέσεως στην 7μελή σύνθεση δεν μπορεί να δικαιολογήσει εν προκειμένω τη μεγάλη διάρκεια της δίκης, εν όψει του συνολικού χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως, του μεγάλου αριθμού (8) των αναβολών, αλλά και του χρόνου που μεσολάβησε αφενός μεταξύ της καταθέσεως της πρώτης αιτήσεως ακυρώσεως του αιτούντος και του αρχικού προσδιορισμού δικασίμου, αφετέρου μεταξύ της διασκέψεως και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως (περίπου τριών ετών - διάσκεψη της υποθέσεως στις 31.5.2010, δημοσίευση αυτής στις
25.4.2013 - βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 11ης.3.2004: -Μανιός Ν. κατά Ελλάδας: σκέψεις 26η-27η, 29η, καθώς και απόφαση της 29ης.1.2004: Τερζής Αν. κατά Ελλάδας: σκέψεις 27η - 29η). Περαιτέρω, και τα ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν τελικώς με την πιο πάνω απόφαση δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, εφόσον αφορούσαν τον έλεγχο νομιμότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της προαναφερθείσας αποφάσεως της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εξάλλου, η σημασία της υποθέσεως, δηλ. το διακύβευμα της διαφοράς, που είχε ως αντικείμενο τον διορισμό του αιτούντος ως μέλους του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) στη βαθμίδα του Καθηγητή, ήταν γι' αυτόν σημαντική, διότι ο διορισμός του στη συγκεκριμένη θέση θα είχε αντίκτυπο στην προσωπική και επαγγελματική του κατάσταση, ανεξαρτήτως του ότι το οικονομικό διακύβευμα της προσβάσεως στο συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο επίσης επικαλείται αυτός, αποτελεί μόνον έμμεση συνέπεια της επίδικης διαδικασίας. Εν προκειμένω, όμως, θα πρέπει να ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι ο διορισμός του αιτούντος ως μέλους ΔΕΠ δεν συνδέεται και με τη διασφάλιση των μέσων βιοπορισμού του, αφού όπως προκύπτει από το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και το νομίμως κατατεθέν στις 22-11-2013 υπόμνημα, αυτός ασκεί το επάγγελμα του ιατρού - ενδοκρινολόγου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως (οκτώ έτη, δύο μήνες και μία ημέρα για ένα βαθμό δικαιοδοσίας), δεν ικανοποιεί πράγματι τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας, της αβεβαιότητας και της αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεως του, για την αποκατάσταση της οποίας παρίσταται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίησή του.
Ο ισχυρισμός του Δημοσίου, ότι μόνη η διαπίστωση της παραβάσεως της εύλογης διάρκειας της εκδικάσεως της υποθέσεως, εν προκειμένω, αρκεί για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο αιτών και ότι η καθυστέρηση εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ήταν πάντως σημαντική, λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτών είχε καταθέσει δύο αιτήσεις ακυρώσεως αλλά και πρόσθετους λόγους στην πρώτη από αυτές και ότι, εν συνεχεία, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση, δεν ευσταθούν και είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο, διότι η χορήγηση αποζημιώσεως για την ικανοποίηση του αιτούντος δικαιολογείται τόσο από την καθυστέρηση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία, αντίθετα με όσα υποστηρίζει το Δημόσιο, ήταν σημαντική, όσο και από το διακύβευμα της προκειμένης διαφοράς που, κατά τα προεκτεθέντα, είναι για τον αιτούντα επίσης σημαντικό και, συνεπώς, επηρεάζει την εκτίμ
ηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, καθόσον όσο σημαντικότερο είναι το διακύβευμα της υποθέσεως για τον αιτούντα τόσο εντονότερες είναι και η ταλαιπωρία και η αβεβαιότητα στις οποίες αυτός υπόκειται .
Η θέσπιση με τον ν. 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση στον αιτούντα με την παρούσα απόφαση χρηματικού ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιον του, εφ' όσον το ποσόν που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς την νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 10ης.10.2004, «Dubjakova κατά Σλοβακίας» και της 26ης.3.2006, «Scordino κατά Ιταλίας», Apicella κατά Ιταλίας της 29ης.3.2006, ΣτΕ 4467/2012, 2974/2013, 2876 - 2879/2013, 4062/2013). Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμάται η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους λόγω εκτοξεύσεως σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αλλά και του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. ΣτΕ 4467/2012, 2974, 2876 - 2879/2013, 4062/2013, πρβλ. και ΣτΕ 1620/2011).
Το Δικαστήριο συνεκτιμώντας επί τη βάσει των προεκτεθέντων το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, κρίνει ότι πρέπει κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως να επιδικασθεί στον αιτούντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ για ηθική βλάβη. Το αίτημα να καταβληθεί το ποσό αυτό νομιμοτόκως, με επιτόκιο ίσο με το ισχύον επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από την ημερομηνία δυμοσιεύσεως της αποφάσεως, άλλως από της κοινοποιήσεως της στον Υπουργό των Οικονομικών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, δεδομένου ότι από τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 4055/2012, με την οποία ρυθμίζεται η εκτέλεση των αποφάσεων που επιδικάζουν δίκαιη ικανοποίηση, η είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού και η διασφάλιση της υπάρξεως πιστώσεως στον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης, δεν προβλέπεται η καταβολή τόκων επί του ποσού αυτού (ΣτΕ 3151/2013). Απορριπτέο επίσης είναι και το αίτημα να καταβληθεί στον αιτούντα το ως άνω επιδικαζόμενο
ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του «πλέον οποιουδήποτε φόρου μπορεί να επιβληθεί επί του ποσού αυτού», διότι και το αίτημα αυτό, εκτός της αοριστίας του, δεν ευρίσκει έρεισμα στις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις. Τέλος, το παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον αιτούντα, η δε δικαστική δαπάνη να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
Δ ι ά ταύτα, το Γ τμήμα του ΣτΕ: Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αιτούντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ, κατά το αιτιολογικό.Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου. Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Tromaktiko
Κατατέθηκε αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση, λόγω υπέρβασης της... εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο εκτός του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς, και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής κατά κύριο λόγο βλάβης που υπέστησαν οι διάδικοι λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Κριτήρια για την εκτίμηση της εύλογης χρονικής διάρκειας της διοικητικής δίκης.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών ζητεί, κατά τα άρθρα 53 και επόμενα του ν. 4055/2012 (φ. 51 Α), να του επιδικασθεί δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (φ. 256 Α') ορίζει στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ότι: Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως εντός λογικής προθεσμίας υπό δικαστηρίου το οποίον θα αποφασίση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως και στο άρθρο 13 ότι: Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη ... Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των. Εξ άλλου, στα άρθρα 53 έως 58, του Κεφαλαίου Δ Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και αίτηση επιτάχυνσης του ως άνω ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ορίζονται τα εξής: Άρθρο 53: «1.
Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». Άρθρο 54: «1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) ... (γ) ... 2. ... ». Άρθρο 55: «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής ... 2. ... 3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου ... Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου». Άρθρο 56: «1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκαση της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση.
3 Ο αιτών μνημονεύει στην αίτηση του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο.
Άρθρο 57: 1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης . β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ εκτίμηση των περιστάσεων. Άρθρο 58: 1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποιήσεως εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών.
Μετις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από την σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ' επίκληση των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση - πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ), της 21ης.12.2010, Αθανασίου κ.λ.π. κατά Ελλάδας, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των αναφερθέντων άρθρων της Συμβάσεως και ιδίως του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης.
Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω με τις προαναφερθείσες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως, τον αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστικό σχηματισμό για την εκδίκαση της, την διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού, καθώς και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 του νόμου και αφορούν ειδικότερα στην συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στην στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή την σημασία, της υποθέσεως για τον αιτούντα. Όπως συνάγεται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Το δικαστήριο αποφαίνεται εν πρώτοις αν η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται ακολούθως αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν αντιθέτως μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του εν λόγω δικαιώματος μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου να θεωρηθεί επαρκής Ιταλίας - σκέψη 95η, της 23ης.9.2004: Αγαθός Θ. κ.λπ. κατά Ελλάδας -σκέψη 35η και της 15ης.7.2004: Θεοδωρόπουλος Π. κατά Ελλάδας - σκέψη 35η κ.ά.). Εάν το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει αφενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας ιδίως υπ' όψιν την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία και αφετέρου στην επιβολή στο Δημόσιο των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα ειδικότερα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012 (ΣτΕ 4467/2012, 1, 2975, 3217/2013, 3151/2013, 4062/2013 κ.ά.).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υποθέσεως, αιτών, ο οποίος είχε εκλεγεί μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) στη βαθμίδα του καθηγητή του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών, με γνωστικό αντικείμενο «διατροφή και μεταβολισμός», κατόπιν αποφάσεως του οικείου Εκλεκτορικού Σώματος που ελήφθη στις 2.7.2004 σε κοινή συνεδρίαση με την Γενική Συνέλευση του εν λόγω Τμήματος, με την κατατεθείσα στις 19-4-2005 πρώτη αίτηση ακυρώσεως ζήτησε την ακύρωση της Φ.122.1/81/133264α/Β2/16.3.2005 αποφάσεως της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ανεπέμφθη στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο ο σχετικός φάκελος προς επανάληψη της διαδικασίας εκλογής. Στις 12-9-2006 κατετέθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας παρέμβαση υπέρ της ως άνω αποφάσεως από τον συνυποψήφιο του αιτούντος ...
Με τη δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε στις 2-10-2006, ο αιτών ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του Εκλεκτορικού Σώματος που ελήφθη στις 24.3.2006 σε κοινή συνεδρίαση με την Γενική Συνέλευση του ως άνω Τμήματος του Πανεπιστημίου, με την οποία, κατόπιν της προαναφερθείσας αναπεμπτικής υπουργικής αποφάσεως, κηρύχθηκε άγονη η διαδικασία για την πλήρωση της ανωτέρω θέσεως. Υπέρ της τελευταίας αυτής αποφάσεως κατετέθη επίσης παρέμβαση, στις 4-2-2008, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από τον ως άνω.
Η εκδίκαση και των δύο αιτήσεων, η πρώτη των οποίων συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 18.1.2007, οπότε και αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 24.5.2007. Στη συνέχεια, η εκδίκαση των αιτήσεων αναβλήθηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως για τις 25.10.2007, 13.12.2007, 14.2.2008, 17.4.2008, 25.9.2008, 23.10.2008 και, τελικώς, για τις 11-12-2008, οπότε και συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε δε η 4092/2009 απόφαση, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση με δικάσιμο την 6.5.2010. Κατά την δικάσιμο αυτή οι αιτήσεις συζητήθηκαν, η διάσκεψη έγινε στις 31-5-2010 και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η 1679/2013 απόφαση του Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στις 25-4-2013 (βλ. το Γ 731/22-10-2013 έγγραφο της Γραμματέως του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας). Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η πρώτη αίτηση ακυρώσεως και ακυρώθηκε η, θεωρηθείσα ως συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη από 24.3.2006 απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, με την οποία είχε κηρυχθεί άγονη η διαδικασία της επιλογής, για το λόγο ότι η αναπεμπτική υπουργική απόφαση, την οποία είχε ως έρεισμα η απόφαση αυτή, ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη στο σύνολο της, ενώ η δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, με την οποία η εν λόγω απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος προσβαλλόταν ρητώς, απερρίφθη ως δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, απαραδέκτως ασκηθείσα κατά της αυτής πράξεως. Τέλος, από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι η διαδικασία καθαρογραφής, θεωρήσεως και υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως ολοκληρώθηκε στις 20.6.2013.
Ο αιτών προβάλλει ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υποθέσεως του ήταν υπερβολικός και αδικαιολόγητος, υπερέβη δε τον εύλογο χρόνο διάρκειας της δίκης χωρίς την οποιαδήποτε δική του ευθύνη, καθώς δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, η οποία, άλλωστε, δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ενώ αντιθέτως με αιτήσεις προτιμήσεως που κατέθεσε στο Δικαστήριο, στις 25-4-2005 και στις 17-10-2006 αντιστοίχως, επεδίωξε την επίσπευση της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο ίδιος προβάλλει ότι το διακύβευμα της υποθέσεως ήταν για αυτόν πολύ σημαντικό, διότι είχε εκλεγεί σε θέση Καθηγητή του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2004, ο μη διορισμός του δε στη θέση αυτή επέφερε σε βάρος του μείζονες επαγγελματικές, οικονομικές, ηθικές και κοινωνικές συνέπειες, αφού του στέρησε τη δυνατότητα να ασκήσει κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ακαδημαϊκό έργο και να αξιοποιήσει το κύρος που θα του προσέδιδε η θέση αυτή, με αποτέλεσμα να υποστεί
σημαντική ηθική, αλλά και οικονομική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, θεωρεί ως δικαιολογημένη την επιδίκαση υπέρ αυτού χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποιήσεως και ζητεί να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσόν των 28.000 ευρώ για την καθυστέρηση εκδικάσεως της πρώτης αιτήσεως του και 6.500 ευρώ για την καθυστέρσηση εκδικάσεως της δεύτερης αιτήσεως του και συνολικά το ποσό των 34.500 ευρώ.
Με δεδομένο ότι τα ζητήματα που ετίθεντο με τις ασκηθείσες από τον αιτούντα αιτήσεις ακυρώσεως ήταν συναφή, αντιμετωπίσθηκαν δε ενιαίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, άρχισε στις 19-4-2005 με την κατάθεση της πρώτης αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 30-3-2006 Κολλόκας κατά Ελλάδας σκέψη 16) και έληξε στις 20.6.2013, με την καθαρογραφή, θεώρηση και υπογραφή της 1679/2013 ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οπότε ήταν δυνατή η χορήγηση επισήμου αντιγράφου της (και όχι με την αρχειοθέτηση της αποφάσεως, όπως αβασίμως προβάλλει ο αιτών, η οποία πάντως απέχει, εν προκειμένω, μόλις μία ημέρα από την υπογραφή αυτής και, συνεπώς, δεν θα ασκούσε σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε επιρροή στην προκειμένη υπόθεση). Και τούτο, διότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η εκτέλεση της αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της «δίκης», κατά την
έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ. αποφάσεις της 21ης.12.2010 Αθανασίου κ.ά. κατά Ελλάδας σκ. 23, της 12ης-4-2001: Μεσοχωρίτης κατά Ελλάδας, της 29ης-9-1996 Zappia κατά Ιταλίας, κ.ά.) Εν προκειμένω δε, η προαναφερόμενη απόφαση, ως ακυρωτική, έθετε θέμα εκτελέσεως της προς χάριν του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 3151/2013, 3153/2013, πρβλ. ΣτΕ 1856/2013). Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, οκτώ (8) έτη, δύο (2) μήνες και μία (1) ημέρα για ένα (1) βαθμό δικαιοδοσίας.
Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 1679/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οι οκτώ (8) αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως δόθηκαν αυτεπαγγέλτως, ο ίδιος δε επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια για να επισπεύσει την εκδίκαση της, με την κατάθεση σχετικών αιτήσεων προτιμήσεως. Εξάλλου, η παραπομπή της υποθέσεως στην 7μελή σύνθεση δεν μπορεί να δικαιολογήσει εν προκειμένω τη μεγάλη διάρκεια της δίκης, εν όψει του συνολικού χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως, του μεγάλου αριθμού (8) των αναβολών, αλλά και του χρόνου που μεσολάβησε αφενός μεταξύ της καταθέσεως της πρώτης αιτήσεως ακυρώσεως του αιτούντος και του αρχικού προσδιορισμού δικασίμου, αφετέρου μεταξύ της διασκέψεως και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως (περίπου τριών ετών - διάσκεψη της υποθέσεως στις 31.5.2010, δημοσίευση αυτής στις
25.4.2013 - βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 11ης.3.2004: -Μανιός Ν. κατά Ελλάδας: σκέψεις 26η-27η, 29η, καθώς και απόφαση της 29ης.1.2004: Τερζής Αν. κατά Ελλάδας: σκέψεις 27η - 29η). Περαιτέρω, και τα ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν τελικώς με την πιο πάνω απόφαση δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, εφόσον αφορούσαν τον έλεγχο νομιμότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της προαναφερθείσας αποφάσεως της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εξάλλου, η σημασία της υποθέσεως, δηλ. το διακύβευμα της διαφοράς, που είχε ως αντικείμενο τον διορισμό του αιτούντος ως μέλους του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) στη βαθμίδα του Καθηγητή, ήταν γι' αυτόν σημαντική, διότι ο διορισμός του στη συγκεκριμένη θέση θα είχε αντίκτυπο στην προσωπική και επαγγελματική του κατάσταση, ανεξαρτήτως του ότι το οικονομικό διακύβευμα της προσβάσεως στο συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο επίσης επικαλείται αυτός, αποτελεί μόνον έμμεση συνέπεια της επίδικης διαδικασίας. Εν προκειμένω, όμως, θα πρέπει να ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι ο διορισμός του αιτούντος ως μέλους ΔΕΠ δεν συνδέεται και με τη διασφάλιση των μέσων βιοπορισμού του, αφού όπως προκύπτει από το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και το νομίμως κατατεθέν στις 22-11-2013 υπόμνημα, αυτός ασκεί το επάγγελμα του ιατρού - ενδοκρινολόγου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως (οκτώ έτη, δύο μήνες και μία ημέρα για ένα βαθμό δικαιοδοσίας), δεν ικανοποιεί πράγματι τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας, της αβεβαιότητας και της αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεως του, για την αποκατάσταση της οποίας παρίσταται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίησή του.
Ο ισχυρισμός του Δημοσίου, ότι μόνη η διαπίστωση της παραβάσεως της εύλογης διάρκειας της εκδικάσεως της υποθέσεως, εν προκειμένω, αρκεί για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο αιτών και ότι η καθυστέρηση εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ήταν πάντως σημαντική, λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτών είχε καταθέσει δύο αιτήσεις ακυρώσεως αλλά και πρόσθετους λόγους στην πρώτη από αυτές και ότι, εν συνεχεία, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση, δεν ευσταθούν και είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο, διότι η χορήγηση αποζημιώσεως για την ικανοποίηση του αιτούντος δικαιολογείται τόσο από την καθυστέρηση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία, αντίθετα με όσα υποστηρίζει το Δημόσιο, ήταν σημαντική, όσο και από το διακύβευμα της προκειμένης διαφοράς που, κατά τα προεκτεθέντα, είναι για τον αιτούντα επίσης σημαντικό και, συνεπώς, επηρεάζει την εκτίμ
ηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, καθόσον όσο σημαντικότερο είναι το διακύβευμα της υποθέσεως για τον αιτούντα τόσο εντονότερες είναι και η ταλαιπωρία και η αβεβαιότητα στις οποίες αυτός υπόκειται .
Η θέσπιση με τον ν. 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση στον αιτούντα με την παρούσα απόφαση χρηματικού ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιον του, εφ' όσον το ποσόν που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς την νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 10ης.10.2004, «Dubjakova κατά Σλοβακίας» και της 26ης.3.2006, «Scordino κατά Ιταλίας», Apicella κατά Ιταλίας της 29ης.3.2006, ΣτΕ 4467/2012, 2974/2013, 2876 - 2879/2013, 4062/2013). Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμάται η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους λόγω εκτοξεύσεως σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αλλά και του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. ΣτΕ 4467/2012, 2974, 2876 - 2879/2013, 4062/2013, πρβλ. και ΣτΕ 1620/2011).
Το Δικαστήριο συνεκτιμώντας επί τη βάσει των προεκτεθέντων το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, κρίνει ότι πρέπει κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως να επιδικασθεί στον αιτούντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ για ηθική βλάβη. Το αίτημα να καταβληθεί το ποσό αυτό νομιμοτόκως, με επιτόκιο ίσο με το ισχύον επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από την ημερομηνία δυμοσιεύσεως της αποφάσεως, άλλως από της κοινοποιήσεως της στον Υπουργό των Οικονομικών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, δεδομένου ότι από τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 4055/2012, με την οποία ρυθμίζεται η εκτέλεση των αποφάσεων που επιδικάζουν δίκαιη ικανοποίηση, η είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού και η διασφάλιση της υπάρξεως πιστώσεως στον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης, δεν προβλέπεται η καταβολή τόκων επί του ποσού αυτού (ΣτΕ 3151/2013). Απορριπτέο επίσης είναι και το αίτημα να καταβληθεί στον αιτούντα το ως άνω επιδικαζόμενο
ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του «πλέον οποιουδήποτε φόρου μπορεί να επιβληθεί επί του ποσού αυτού», διότι και το αίτημα αυτό, εκτός της αοριστίας του, δεν ευρίσκει έρεισμα στις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις. Τέλος, το παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον αιτούντα, η δε δικαστική δαπάνη να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
Δ ι ά ταύτα, το Γ τμήμα του ΣτΕ: Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αιτούντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ, κατά το αιτιολογικό.Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου. Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Κλεμμένα όνειρα»: Δολοφονίες, εξαφανίσεις και μια ετοιμοθάνατη ηρωίδα!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
H υπερασπιστική γραμμή του Μάκη Ψωμιάδη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ