2014-02-08 16:25:14
Εχετε νιώσει το τσίμπημα της ζήλιας στην καρδιά; Σας έχει τριβελίσει το μυαλό αυτή η αμφιβολία του «αν» και «μήπως» για κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο; Αν ναι, δεν είστε οι μόνοι. Η ζήλια μπορεί να φωλιάσει στην ψυχή ακόμη και του πιο καλοπροαίρετου ανθρώπου. Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε μια σημαντική εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στη ζήλια και στον φθόνο. Η ζήλια δεν είναι συνώνυμο του φθόνου, γιατί το καθένα από τα δύο αυτά συναισθήματα έχει διαφορετικό αντικείμενο.
Ετσι, η ζήλια έχει ως αντικείμενο κάτι που ήδη έχουμε και δεν θέλουμε να χάσουμε, ενώ ο φθόνος έχει ως αντικείμενο κάτι που δεν έχουμε και θέλουμε να αποκτήσουμε.
Ο Latmer, ηθικολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, αποκάλεσε τη ζήλια «το έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα», ενώ ο φημισμένος ψυχοθεραπευτής Albert Ellis χαρακτηρίζει τη ζήλια «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», με την έννοια ότι το άτομο θέλει και ζηλεύει. Αλλά είναι έτσι απλά και ξεκάθαρα τα πράγματα;
Ο ζηλιάρης άνθρωπος λειτουργεί ψυχολογικά σε ένα κενό. Δηλαδή, δεν λαμβάνει απαραιτήτως υπόψη του όλες τις παραμέτρους και τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Ετσι, ενώ μπορεί να μην υπάρχει κανένας φανερός λόγος για να ζηλεύει, π.χ., τη γυναίκα του, παρ' όλα αυτά το κάνει.
Γιατί είναι δύσκολο να αλλάξει η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου
Κατ' αρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους προσωπικούς φόβους και τις ανασφάλειες που έχει το ίδιο το άτομο, πηγάζει δηλαδή από τον εαυτό του και όχι από τον άλλο. Το άτομο που αισθάνεται ζήλια για τον σύντροφό του κατά κύριο λόγο φοβάται ότι θα τον/τη χάσει, ότι ο σύντροφός του θα βρει ένα καινούργιο και καλύτερο από αυτόν ταίρι και θα φύγει. Αυτή ακριβώς η σύγκριση με τον «καλύτερο άλλο» είναι που προξενεί αισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας στο άτομο που ζηλεύει και νιώθει ότι θα μειωθεί και θα απορριφθεί από τη σύγκριση. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα αρχέγονα και βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν στη διατήρησή τους. Ετσι η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου καθορίζεται και από τον τρόπο σκέψης του και από το τι γίνεται μέσα στο κεφάλι του εκείνη τη στιγμή και όχι απαραίτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα η προκλητική συμπεριφορά του συντρόφου του.
Ο φόβος της ζήλιας στους άνδρες και στις γυναίκες
Το συγκεκριμένο αντικείμενο της ζήλιας τους είναι διαφορετικό. Οι περισσότερες γυναίκες εξομολογούνται ότι θα δέχονταν μια σεξουαλική απιστία του συζύγου/συντρόφου τους αρκεί να μη συνοδευόταν από αισθήματα. Δηλαδή οι γυναίκες έχουν την τάση να ενοχλούνται και να ζηλεύουν λιγότερο τη σεξουαλική πράξη απιστίας αυτή καθαυτή του συντρόφου τους, αλλά η ζήλια τους φουντώνει όταν μάθουν ότι ο σύντροφός τους ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα.
Οι άνδρες εμφανίζουν ακριβώς το αντίθετο μοτίβο. Μπορούν να συγχωρήσουν ευκολότερα και να δεχθούν μια πλατωνική έλξη της γυναίκας τους προς κάποιον άλλο· αν μάθουν όμως ότι υπήρξε και σεξουαλική ένωση, τότε η ζήλια τους φτάνει στο κατακόρυφο.
Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται και σε κοινωνικούς λόγους αλλά και στον διαφορετικό ψυχισμό των δύο φύλων. Ο άνδρας με επίκεντρο την κατάκτηση και την ιδιοκτησία θέλει τη δική του γυναίκα αμόλυντη από ξένο άγγιγμα, ώστε να την έχει στην κατοχή του, ενώ η γυναίκα με επίκεντρο τον συναισθηματισμό και τις διαπροσωπικές σχέσεις ερμηνεύει την ανάγκη της σεξουαλικής απιστίας ως καθαρά βιολογική πράξη και φροντίζει να διαφυλάξει τον δεσμό της και τη σχέση που έχει σε όλα τα άλλα επίπεδα με τον σύντροφό της.
Πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ζήλιας
Η γρήγορη απάντηση είναι «ναι», αλλά η ολοκληρωμένη απάντηση απαιτεί να τονίσουμε ότι η λύση αυτή χρειάζεται προσπάθεια για να κατακτηθεί. Η ζήλια αποτελεί τον καθρέφτη των φόβων και της ανασφάλειας που νιώθει (είτε το παραδέχεται είτε όχι) το άτομο που ζηλεύει. Μια ειλικρινής συζήτηση των μελών του ζευγαριού για να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα και κοινώς αποδεκτές συμπεριφορές μπορεί να βοηθήσει. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για το άτομο που ζηλεύει είναι να εξετάσει από πού πηγάζει αυτό το συναίσθημα, τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες του και πώς όλα αυτά επιδρούν στις σχέσεις και στη ζωή του.
Οθέλλος εναντίον Δυσδεμόνας
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η νευρωτική και η παθολογική.
Η φυσιολογική ζήλια είναι αυτό που αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους όταν κάποιος τρίτος την προκαλέσει με τη συμπεριφορά του.
Η νευρωτική ζήλια είναι συναίσθημα που εμφανίζεται σε υπερευαίσθητα άτομα και συνήθως δεν έχει ορατές αιτίες. Βασίζεται σε βαθιά ριζωμένα συναισθήματα ενοχής και στον μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται προβολή (η πράξη τού να «προβάλλουμε» τα δικά μας αρνητικά ή κοινωνικώς απαράδεκτα συναισθήματα σε κάποιον άλλον).
Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια είναι αυτή που ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται με την έμμονη ιδέα της απιστίας. Οποιος έχει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα νιώθει μειονεκτικά απέναντι στον σύντροφό του και τον παρεξηγεί. Και οι δύο σύντροφοι υποφέρουν με τέτοια συμπεριφορά. Το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της ζήλιας αποτελεί το σαιξπηρικό ζευγάρι του Οθέλλου και της Δυσδεμόνας. Η άκριτη και αλόγιστη ζήλια του Οθέλλου για τη Δυσδεμόνα τον ώθησε στο να τη σκοτώσει επειδή φοβόταν ότι τον απατούσε.
Πηγή: boro
xespao
Ετσι, η ζήλια έχει ως αντικείμενο κάτι που ήδη έχουμε και δεν θέλουμε να χάσουμε, ενώ ο φθόνος έχει ως αντικείμενο κάτι που δεν έχουμε και θέλουμε να αποκτήσουμε.
Ο Latmer, ηθικολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, αποκάλεσε τη ζήλια «το έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα», ενώ ο φημισμένος ψυχοθεραπευτής Albert Ellis χαρακτηρίζει τη ζήλια «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», με την έννοια ότι το άτομο θέλει και ζηλεύει. Αλλά είναι έτσι απλά και ξεκάθαρα τα πράγματα;
Ο ζηλιάρης άνθρωπος λειτουργεί ψυχολογικά σε ένα κενό. Δηλαδή, δεν λαμβάνει απαραιτήτως υπόψη του όλες τις παραμέτρους και τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Ετσι, ενώ μπορεί να μην υπάρχει κανένας φανερός λόγος για να ζηλεύει, π.χ., τη γυναίκα του, παρ' όλα αυτά το κάνει.
Γιατί είναι δύσκολο να αλλάξει η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου
Κατ' αρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους προσωπικούς φόβους και τις ανασφάλειες που έχει το ίδιο το άτομο, πηγάζει δηλαδή από τον εαυτό του και όχι από τον άλλο. Το άτομο που αισθάνεται ζήλια για τον σύντροφό του κατά κύριο λόγο φοβάται ότι θα τον/τη χάσει, ότι ο σύντροφός του θα βρει ένα καινούργιο και καλύτερο από αυτόν ταίρι και θα φύγει. Αυτή ακριβώς η σύγκριση με τον «καλύτερο άλλο» είναι που προξενεί αισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας στο άτομο που ζηλεύει και νιώθει ότι θα μειωθεί και θα απορριφθεί από τη σύγκριση. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα αρχέγονα και βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν στη διατήρησή τους. Ετσι η συμπεριφορά του ζηλιάρη ανθρώπου καθορίζεται και από τον τρόπο σκέψης του και από το τι γίνεται μέσα στο κεφάλι του εκείνη τη στιγμή και όχι απαραίτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα η προκλητική συμπεριφορά του συντρόφου του.
Ο φόβος της ζήλιας στους άνδρες και στις γυναίκες
Το συγκεκριμένο αντικείμενο της ζήλιας τους είναι διαφορετικό. Οι περισσότερες γυναίκες εξομολογούνται ότι θα δέχονταν μια σεξουαλική απιστία του συζύγου/συντρόφου τους αρκεί να μη συνοδευόταν από αισθήματα. Δηλαδή οι γυναίκες έχουν την τάση να ενοχλούνται και να ζηλεύουν λιγότερο τη σεξουαλική πράξη απιστίας αυτή καθαυτή του συντρόφου τους, αλλά η ζήλια τους φουντώνει όταν μάθουν ότι ο σύντροφός τους ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα.
Οι άνδρες εμφανίζουν ακριβώς το αντίθετο μοτίβο. Μπορούν να συγχωρήσουν ευκολότερα και να δεχθούν μια πλατωνική έλξη της γυναίκας τους προς κάποιον άλλο· αν μάθουν όμως ότι υπήρξε και σεξουαλική ένωση, τότε η ζήλια τους φτάνει στο κατακόρυφο.
Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται και σε κοινωνικούς λόγους αλλά και στον διαφορετικό ψυχισμό των δύο φύλων. Ο άνδρας με επίκεντρο την κατάκτηση και την ιδιοκτησία θέλει τη δική του γυναίκα αμόλυντη από ξένο άγγιγμα, ώστε να την έχει στην κατοχή του, ενώ η γυναίκα με επίκεντρο τον συναισθηματισμό και τις διαπροσωπικές σχέσεις ερμηνεύει την ανάγκη της σεξουαλικής απιστίας ως καθαρά βιολογική πράξη και φροντίζει να διαφυλάξει τον δεσμό της και τη σχέση που έχει σε όλα τα άλλα επίπεδα με τον σύντροφό της.
Πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της ζήλιας
Η γρήγορη απάντηση είναι «ναι», αλλά η ολοκληρωμένη απάντηση απαιτεί να τονίσουμε ότι η λύση αυτή χρειάζεται προσπάθεια για να κατακτηθεί. Η ζήλια αποτελεί τον καθρέφτη των φόβων και της ανασφάλειας που νιώθει (είτε το παραδέχεται είτε όχι) το άτομο που ζηλεύει. Μια ειλικρινής συζήτηση των μελών του ζευγαριού για να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα και κοινώς αποδεκτές συμπεριφορές μπορεί να βοηθήσει. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για το άτομο που ζηλεύει είναι να εξετάσει από πού πηγάζει αυτό το συναίσθημα, τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες του και πώς όλα αυτά επιδρούν στις σχέσεις και στη ζωή του.
Οθέλλος εναντίον Δυσδεμόνας
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η νευρωτική και η παθολογική.
Η φυσιολογική ζήλια είναι αυτό που αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους όταν κάποιος τρίτος την προκαλέσει με τη συμπεριφορά του.
Η νευρωτική ζήλια είναι συναίσθημα που εμφανίζεται σε υπερευαίσθητα άτομα και συνήθως δεν έχει ορατές αιτίες. Βασίζεται σε βαθιά ριζωμένα συναισθήματα ενοχής και στον μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται προβολή (η πράξη τού να «προβάλλουμε» τα δικά μας αρνητικά ή κοινωνικώς απαράδεκτα συναισθήματα σε κάποιον άλλον).
Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια είναι αυτή που ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται με την έμμονη ιδέα της απιστίας. Οποιος έχει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα νιώθει μειονεκτικά απέναντι στον σύντροφό του και τον παρεξηγεί. Και οι δύο σύντροφοι υποφέρουν με τέτοια συμπεριφορά. Το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της ζήλιας αποτελεί το σαιξπηρικό ζευγάρι του Οθέλλου και της Δυσδεμόνας. Η άκριτη και αλόγιστη ζήλια του Οθέλλου για τη Δυσδεμόνα τον ώθησε στο να τη σκοτώσει επειδή φοβόταν ότι τον απατούσε.
Πηγή: boro
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στήριξη υπό όρους στον Απ. Τζιτζικώστα από τους Ανεξάρτητους Έλληνες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ