2014-02-14 16:19:06
Το Μουσείο Ξυλογλυπτικής βρίσκεται στους πρόποδες του Ψηλορείτη και είναι μια μόνιμη συλλογή του γλύπτη Γεωργίου Κουτάντου. Στην Αξό Μυλοποτάμου, μία ώρα από τις πόλεις του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου,μέσα στο φυσικό περιβάλλον, εκτίθενται σε ένα διώροφο νεόκτιστο χώρο 300 τ.μ., περισσότερα από εκατό γλυπτά, χειροποίητα έργα τέχνης από ένα σφυρί και ένα σκαρπέλο. Οι διαστάσεις των γλυπτών είναι σε φυσικό μέγεθος, ενώ ορισμένα από αυτά παρουσιάζονται σε μεγαλύτερες διαστάσεις,
όπως «Ο Αετός και ο Όφις» μήκους περίπου έξι μέτρων, «Οι Γονείς μου και Εγώ» ύψους περίπου τριών μέτρων, «Η Μικρή Γοργόνα» μήκους πέντε μέτρων κ.ά.
Γιώργης Κουτάντος ή Τσακαλογιώργης - Γλύπτης
Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι Είχα μαζέψει λίγα χρήματα από τη γιορτή που έκανα πριν φύγω φαντάρος από φίλους και συγγενείς. Πριν φύγω για το στρατό αγόρασα ένα μεγάλο κορμό ευκαλύπτου από την μάντρα του Μιχάλη Χαλκιαδάκη ένα χιλιόμετρο πριν από τον Αρόλιθο, έξω από το Ηράκλειο. Το κόστος τότε ήταν 45.000 ή 50.000 δρχ. και του έδωσα άλλες 5.000 δρχ. για να το φορτώσει με φορτωτή και να το μεταφέρει με φορτηγό. Το άφησα σε εξωτερικό χώρο για ένα χρόνο περίπου. Όταν απολύθηκα από φαντάρος ξεκίνησα τον ‘Αετό’.
Θυμάμαι έφτιαξα μια ξύλινη παράγκα δίπλα από το δρόμο, στο σημείο που σήμερα είναι ο χώρος της έκθεσης. Τότε ήταν μάντρα και είχαμε πρόβατα και αίγες. Άρχισα να το αδειάζω για να το ελαφρύνω, πριν το μεταφέρω στο υπόγειο του σπιτιού μας για να το συνεχίσω. Εκεί στην παράγκα έφτιαξα το κεφάλι με το σώμα. Μετά το μετέφερα στο υπόγειο μας με τη βοήθεια πολλών χωριανών (!) και συνέχισα. Οι φτερούγες και τα πόδια, εκτός από τα νύχια που είναι ξύλο λεμονιάς, είναι από ελιά. Τα ξύλα μου τα δώρισε ο Γιώργης Κουτάντος ή Δικηγόρος. Το Φίδι ή Όφις, όπως λέμε στην Κρήτη, είναι ένας κλάδος χοντρολιάς που είχε σπάσει από μια χιονιά στα Καμαράκια. Η χοντρολιά είναι ένα είδος ελιάς που κάνει μεγάλες, χοντρές ελιές, το ξύλο μου δώρισε η Δαφέρμου Σοφία. Το δωμάτιο που τελικά τον έφτιαξα, τον χωρούσε ίσα ίσα. Για να φτιάξω την ουρά έπρεπε να βγάλω τις φτερούγες έξω από το σπίτι και στη συνέχεια να ταιριάσω την ουρά, διαφορετικά δεν μπορούσα να το μοντάρω μέσα στο δωμάτιο. Τις φτερούγες τις έφτιαξα κοιτάζοντας έναν μικρό, πλαστικό ομοίωμα αετού που είχα αγοράσει από την Νέα Υόρκη της Αμερικής πηγαίνοντας να επισκεφτώ κάποιους φίλους μου.
Ο Αετός για να μεταφερθεί κατασκευάστηκε σε 8 διαφορετικά μέρη: την ουρά, το σώμα με το κεφάλι, τις φτερούγες σε 3 κομμάτια, τα πόδια και το φίδι. Το έργο αυτό το έχω εκθέσει δύο φορές στην πλατεία του χωριού μου. Έγιναν αναφορές στα Κρητικά κανάλια και σε τοπικές εφημερίδες και τις δύο φορές. Ο Γιάννης Δαφέρμος ή Δημαρχογιάννης, παππούς που ζει στην Αξό, έγραψε ένα ποίημα για αυτό το έργο το όποιον παραθέτω:
Ο αετός της Αξού
Ένας αητός επρόβαλε από τον Ψηλορείτη
με τα φτερά του εσκέπασε ολόκληρη την Κρήτη.
Εις την Αξό προτίμησε ο αετός να κάτσει
στη βρύση και στον πλάτανο, το Πάσχα να περάσει.
Ένας αητός περήφανος άπλωσε τα φτερά του
να αγκαλιάσει την Αξό που ΄ναι γενέτειρά του.
Ο αετός που πέταξε εις την Αξό ν΄ αράξει
φίδι κρατεί στα νύχια του να το κατασπαράξει.
Πέρασε ξένε για να δεις από τον κόσμο όλο
τον αετό εις την Αξό με βλέμμα ακτινοβόλο.
Στον καλλιτέχνη του αητού, που ζει κοντά στη βρύση,
θερμά συγχαρητήρια, χρόνια πολλά να ζήσει!
Αξός που γέννησες παιδιά σωστά και προκομμένα
φτεροκοπούν σαν τα πουλιά, στην Κρήτη και στα ξένα.
Δώσετε συγχαρητήρια στο νέο καλλιτέχνη,
να τον χαρεί η μάνα του κι ο κύρης που τον έχει!
Τις μαντινάδες έγραψε, που πάντα κέφι κάνεις,
του καλλιτέχνη ο παππούς, γνωστός Δημαρχογιάννης!
Συγχαρητήρια θερμά αξίζουν τέλος πάντων
κι ένα μεγάλο έπαινος, στον Γιώργη τον Κουτάντο!
Γιάννης Δαφέρμος ή Δημαρχογιάννης, Μεγάλο Σάββατο, 4 Μαΐου 2002
Επίσης ο μαντιναδολόγος Μανόλης Μανιάς, από την Αξό, έγραψε τις εξής μαντινάδες όταν εκτέθηκε στην πλατεία του χωριού:
Ο όφις που ήταν στην Αξό και ΄ριχνε το φαρμάκι
τον άρπαξε στα νύχια του το Αξικό γεράκι.
Ο αετός επρόβαλε τον όφι να σκοτώσει,
να μην του φάει τα πουλιά και να τα μεγαλώσει.
Εις την Αξό ο αετός έκαμε τη φωλιά του
και θα φωτογραφίζουνε οι ξένοι τα πουλιά του.
Όλα του κόσμου τα πουλιά εις την Αξό να ΄ρθούνε,
όλα να χτίσουνε φωλιά δεν τους την ΄νε χαλούμε!
Ευχόμαστε όλοι οι χωριανοί Χρόνια Πολλά να ζήσει
να παντρευτεί να δει παιδιά κι εγγόνια να αποχτήσει!
Εκείνος που το έφτιαξε ετούτο το γεράκι
είναι το παρατσούκλι του Γιωργάκι Τσακαλάκι!
Ο Άγιος Γεώργιος του Δισκουρίου», διαστάσεις 160 εκ. Χ 210 εκ. είδος ξύλου πεύκο, ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου 2005
Αυτή η εικόνα απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο και σήμερα βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δισκουρίου, δύο χιλιόμετρα από την Αξό στο δρόμο προς τα Λιβάδια. Οι αληθινές διαστάσεις της είναι πολύ μικρότερες από το ξυλόγλυπτο.
Όπως και πολλές άλλες εικόνες σε όλη την Ελλάδα είναι ‘περιλουσμένη’ από τα τάματα των προσκυνητών. Ο δωρητής αυτής της εικόνας ήταν ο Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικος Νικολετάκης το έτος 1832. Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι όταν ένα άτομο υποψιάζεται κάποιον άλλο ότι του έχει κλέψει κάτι ή του έχει κάνει κάποιο άλλο κακό, τότε τον καλεί να πάει να ορκιστεί επάνω στην εικόνα ότι είναι αθώος. Εάν ορκιστεί, απαλλάσσεται αμέσως από κάθε υποψία, διαφορετικά είναι σαν να παραδέχεται την ενοχή του. Κανένας δεν παίρνει ψεύτικό όρκο γιατί λένε ότι τότε στον ψευδο-ορκούμενο ή στην οικογένειά του θα συμβεί κάτι άσχημο. Οι άνθρωποι της ευρύτερης περιοχής αναφέρουν ότι κάποιος Τούρκος Πασάς ψευδο-ορκίστηκε και βγαίνοντας από τη μονή ‘χύθηκε’ το μάτι του, ενώ κάποιος βοσκός που είχε αφιερώσει ένα αρνί στον Άγιο δεν εκπλήρωνε το τάμα του, και την ημέρα της ονομαστικής γιορτής του Αγίου Γεωργίου όλο το κοπάδι πήγε μόνο του μέσα στο μοναστήρι. Οι περισσότερες ορκωμοσίες αφορούν τη ζωοκλοπή των αιγοπροβάτων μεταξύ βοσκών όταν υπάρχουν υποψίες.
Η μικρή γοργόνα», διαστάσεις 510 εκ. Χ 90 εκ. είδος ξύλου πεύκο, ολοκληρώθηκε στις 15 Μαρτίου 2008
Αυτό το έργο είναι εμπνευσμένο από το διάσημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Η μικρή γοργόνα». Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το διάβασα και ήθελα να φτιάξω κάτι που να έχει σχέση με αυτό. Με άγγιξε πολύ η ιστορία του και ακόμη περισσότερο η αυτοθυσία της μικρής γοργόνας. Προτίμησε ή ίδια να θυσιαστεί, παρά να σκοτώσει αυτόν που είχε ερωτευτεί.
Το ξύλο είναι μονοκόμματο και το έφερα από το Αρκάδι. Το έβαλα μέσα με γερανοφόρο φορτηγό και το δούλεψα ‘επί τόπου’. Ο οδηγός του φορτηγού ονομάζεται Γιώργης Παραγιουδάκης και με έχει βοηθήσει πολλές φορές στην μεταφορά κορμών από τα χωράφια στο χωριό. Η κατασκευή του έργου ήταν δύσκολη γιατί το δούλεψα σχεδόν όλο γονατιστός.
Το παραμύθι αναφέρει πως μια γοργόνα που ζει στη θάλασσα σώζει έναν πρίγκιπα από βέβαιο πνιγμό. Τον βοηθάει να βγει στη στεριά, όμως η ίδια δεν μπορεί να βγει στη στεριά, γιατί έχει ουρά και όχι πόδια. Τον ερωτεύεται και θέλει να ζήσει μαζί του. Κατεβαίνει λοιπόν στον βυθό, επισκέπτεται μια μάγισσα για να τη βοηθήσει να αποκτήσει ανθρώπινα πόδια. «Μπορείς» της λέει η μάγισσα «να τα αποκτήσεις όμως θα χάσεις την φωνή σου και θα πονέσεις πολύ». Δεν νοιάζεται η μικρή γοργόνα. Έτσι και έγινε, χάνει την φωνή της αλλά με ανθρώπινα πόδια πια βγαίνει στη στεριά. Όμως ο πρίγκιπας δεν την αναγνωρίζει ως σωτήρα του. Νομίζει πως τον έσωσε μια άλλη κοπέλα και αποφασίζει να την παντρευτεί. Η γοργόνα για να ξανακατέβει στον ωκεανό πρέπει να αποκτήσει ξανά την ουρά της, κι αυτό για να γίνει θα πρέπει να σκοτώσει τον πρίγκιπα αλλιώς, η ίδια θα μεταμορφωθεί σε αφρό της θάλασσας, με το πρώτο φως του ήλιου! Και το παραμύθι τελειώνει έτσι:
«…πιο πολύ την πονούσε η πληγή στην καρδιά της. Ήξερε πως ήταν το τελευταίο βράδυ που έβλεπε εκείνον που για χάρη του εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένεια της, απαρνήθηκε τη γοητευτική φωνή της κι υπόμεινε μαρτυρικά ατελείωτα μαρτύρια. Ήταν η τελευταία νύχτα που ανάσανε τον ίδιο αέρα με τον πρίγκιπά της, η τελευταία νύχτα που έβλεπε τη βαθιά θάλασσα και το γαλάζιο ουρανό με τα άστρα του.
Μια νύχτα αιώνια την περίμενε, χωρίς σκέψεις, χωρίς όνειρα, γιατί ούτε είχε ψυχή ούτε υπήρχε ελπίδα να αποκτήσει. Πάνω στο καράβι, περασμένα μεσάνυχτα, τα πανηγύρια κι οι χαρές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Κι εκείνη γελούσε και χόρευε με τη σκέψη του θανάτου στην καρδιά της. Ο πρίγκιπας είχε αγκαλιά την όμορφη γυναίκα του και της χάιδευε τα μαύρα μαλλιά. Σε λίγο, πιασμένοι χέρι - χέρι, αποσύρθηκαν στην μεγαλόπρεπη σκηνή.
Όλα τότε ησύχασαν, μόνο ο τιμονιέρης ήταν όρθιος στο πηδάλιο, κι η μικρή γοργόνα είχε ακουμπήσει τα λευκά της χέρια στην κουπαστή και κοίταζε προς την ανατολή. Ήξερε πως η πρώτη αχτίδα του ήλιου θα τη σκότωνε. Είδε τότε τις αδελφές της να ξεπροβάλουν από τη θάλασσα. Ήταν χλωμές όπως κι εκείνη και τα όμορφα μακριά μαλλιά τους δεν χόρευαν πια στον άνεμο. Ήταν κομμένα.
«Τα δώσαμε στη μάγισσα για να σε προστατέψει και να μην πεθάνεις απόψε! Μας έδωσε και ένα μαχαίρι, να το! Βλέπεις πως είναι κοφτερό; Πριν ξημερώσει, πρέπει να το βυθίσεις στην καρδιά του πρίγκιπα κι όταν το ζεστό του αίμα πιτσιλίσει τα πόδια σου, αυτά θα κολλήσουν και θα ξαναγίνουνε ουρά ψαριού. Πάνω εκεί, θα ξαναγίνεις γοργόνα, θα έρθεις κάτω στο βυθό να μας ξαναβρείς και να ζήσεις τα τριακόσια χρόνια σου πριν μεταμορφωθείς σε άψυχο, αλμυρό αφρό. Μη κάθεσαι! Ένας από τους δυο σας πρέπει να πεθάνει πριν από το χάραμα! Βλέπεις αυτή την κόκκινη ανταύγεια στον ουρανό? Σε λίγα λεπτά, ο ήλιος θα έχει βγει κι εσύ θα πεθάνεις!»
Ύστερα βαριά στέναξαν με έναν τρόπο αλλόκοτο και χάθηκαν κάτω από τα κύματα.
Η μικρή γοργόνα τράβηξε την πορφυρένια κουρτίνα της βασιλικής σκηνής, είδε την όμορφη νυφούλα που κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του πρίγκιπα, γονάτισε μπροστά του, τον φίλησε στο ωραίο του μέτωπο, κοίταξε τον ουρανό, όπου οι ανταύγειες γίνονταν όλο και πιο ζωηρές, κοίταξε το κοφτερό μαχαίρι, και ξανά τον πρίγκιπα που λέγε μες στον ύπνο του τ όνομα της γυναίκας του, και τότε το μαχαίρι άρχισε να τρέμει στο χέρι της γοργόνας.
Μονομιάς, το πέταξε μακριά στη θάλασσα και τα κύματα εκεί που έπεσε βάφτηκαν κόκκινα κι ήταν σα να έσταξε αίμα στο νερό. Η μικρή γοργόνα έριξε ένα μισοσβησμένο βλέμμα στον πρίγκιπα, βούτηξε στη θάλασσα κι ένιωσε το κορμί της να διαλύεται και να γίνεται αφρός» (Χανς Κρίστιαν Άντερσεν).
«Ο παππούς και η γιαγιά»
«Η γιαγιά», διαστάσεις 40 εκ. Χ 101 εκ., είδος ξύλου κυπαρίσσι, ολοκληρώθηκε στις 29 Μαρτίου 2000
«Ο παππούς», διαστάσεις 35 εκ. Χ 64 εκ., είδος ξύλου κυπαρίσσι, ολοκληρώθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1999
Αυτή η σκηνή απεικονίζει ένα παππού και μια γιαγιά που κρατούν στα πόδια τους το εγγονάκι τους. Το εγγόνι τους είναι ‘φασκιωμένο’. Τα παλιότερα χρόνια όταν γεννιόταν ένα μωρό το ‘φασκιώναν’, δηλαδή το τύλιγαν με ένα μεγάλο πανί, τη ‘φασκιά’, ώστε να κρατάει το σώμα, τη σπονδυλική στήλη ευθεία. Αυτή η διαδικασία διαρκούσε περίπου ένα χρόνο έτσι ώστε το παιδί να γινόταν ‘λαμπάδα’ και να αποφεύγονται μεταγενέστερες σωματικές ανωμαλίες.
Το αγαλματάκι αυτό το έφτιαξα στα αποδυτήρια της ομάδας ποδοσφαίρου στο Ρουσοσπίτι. Όταν το έφτιαξα όμως και το έφερα στην Αξό, σκέφτηκα να του φτιάξω και μια γιαγιά για να μην είναι μόνο του. Για το σώμα της γιαγιάς δεν είχα κάποιο πρότυπο, όμως για το πρόσωπο, και νομίζω ότι της μοιάζει, επέλεξα να σκαλίσω το πρόσωπο της μάνας του πατέρα μου.
«Το χτένισμα», διαστάσεις 111 εκ. Χ 84 εκ. Είδος ξύλου ευκάλυπτος, ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουνίου 2004
Η Μαρία Κουτάντου ή Κοκολομαρία του Νικολάου Δαφέρμου και της Πελαγίας Μαυράκης, γεννήθηκε στις 1 Μαρτίου 1909 στην Αξό. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας με αλλά αδέλφια την Αλεξάνδρα, τον Βασίλη και τον Γιάννη. Παντρεύτηκε τον Δημήτρη Κουτάντο ή Τσακαλοδημήτρη και απέκτησαν 8 παιδιά: την Ελένη, τον Γιάννη (ο πατέρας μου), το Μιχάλη, τη Χρυσούλα, τη Χαρίκλεια, τη Διαμάντα, το Δημοσθένη και τον Σταύρο. Σε όλη της τη ζωή δούλευε σκληρά μέσα και έξω από το σπίτι.
Όμως έβρισκε ιδιαίτερη χαρά να βγαίνει στην φύση να δουλεύει, να βόσκει πρόβατα και να μαζεύει άγρια χόρτα σπαράγγια, αβρωνιές, ασκορδουλάκους, αγριόχορτα κ. α. Στη ζωή της δοκιμάστηκε πολύ, έζησε μεγάλες χαρές και μεγάλες πίκρες. Μέχρι το τέλος της ζωής της μας βοηθούσε και πέθανε το 2002 σε ηλικία 93 χρονών.
Είχα τραβήξει μια αντίστοιχη φωτογραφία όταν ήμουν στην Β΄ Λυκείου και παρακολουθούσα μαθήματα ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Εκείνη την μέρα η γιαγιά μου είχε λουστεί και επειδή δεν μπορούσε να σηκώσει ψηλά τα χέρια της να χτενιστεί, είχε σκύψει το κεφάλι της. Μου άρεσε η σκηνή και την αποτύπωσα στην φωτογραφία και στο ξύλο αργότερα.
Τοποθεσία
To Μουσείο & Εργαστήριο της Ξυλογλυπτικής βρίσκεται στην Αξό Μυλοποτάμου. Η Αξός ήταν μια από τις εκατό αρχαίες πόλεις-κράτη της Κρήτης, στους πρόποδες του ιερού βουνού του Ψηλορείτη και μέσα στο ελληνικό φυσικό τοπίο.
Πώς να έρθετε:
Το Μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του χωριού Αξός όταν έρχεστε από τη διαδρομή Ρέθυμνο-Πέραμα-Γαράζο (45 χιλιόμετρα), και αντίστροφα στην έξοδό του όταν έρχεστε από τη διαδρομή Ηράκλειο-Ανώγεια (43 χιλιόμετρα). Η Αξός διαθέτει παραδοσιακές μονάδες διαμονής και ταβέρνες υψηλής ποιότητας.
crete-find.blogspot.gr
όπως «Ο Αετός και ο Όφις» μήκους περίπου έξι μέτρων, «Οι Γονείς μου και Εγώ» ύψους περίπου τριών μέτρων, «Η Μικρή Γοργόνα» μήκους πέντε μέτρων κ.ά.
Γιώργης Κουτάντος ή Τσακαλογιώργης - Γλύπτης
Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι Είχα μαζέψει λίγα χρήματα από τη γιορτή που έκανα πριν φύγω φαντάρος από φίλους και συγγενείς. Πριν φύγω για το στρατό αγόρασα ένα μεγάλο κορμό ευκαλύπτου από την μάντρα του Μιχάλη Χαλκιαδάκη ένα χιλιόμετρο πριν από τον Αρόλιθο, έξω από το Ηράκλειο. Το κόστος τότε ήταν 45.000 ή 50.000 δρχ. και του έδωσα άλλες 5.000 δρχ. για να το φορτώσει με φορτωτή και να το μεταφέρει με φορτηγό. Το άφησα σε εξωτερικό χώρο για ένα χρόνο περίπου. Όταν απολύθηκα από φαντάρος ξεκίνησα τον ‘Αετό’.
Θυμάμαι έφτιαξα μια ξύλινη παράγκα δίπλα από το δρόμο, στο σημείο που σήμερα είναι ο χώρος της έκθεσης. Τότε ήταν μάντρα και είχαμε πρόβατα και αίγες. Άρχισα να το αδειάζω για να το ελαφρύνω, πριν το μεταφέρω στο υπόγειο του σπιτιού μας για να το συνεχίσω. Εκεί στην παράγκα έφτιαξα το κεφάλι με το σώμα. Μετά το μετέφερα στο υπόγειο μας με τη βοήθεια πολλών χωριανών (!) και συνέχισα. Οι φτερούγες και τα πόδια, εκτός από τα νύχια που είναι ξύλο λεμονιάς, είναι από ελιά. Τα ξύλα μου τα δώρισε ο Γιώργης Κουτάντος ή Δικηγόρος. Το Φίδι ή Όφις, όπως λέμε στην Κρήτη, είναι ένας κλάδος χοντρολιάς που είχε σπάσει από μια χιονιά στα Καμαράκια. Η χοντρολιά είναι ένα είδος ελιάς που κάνει μεγάλες, χοντρές ελιές, το ξύλο μου δώρισε η Δαφέρμου Σοφία. Το δωμάτιο που τελικά τον έφτιαξα, τον χωρούσε ίσα ίσα. Για να φτιάξω την ουρά έπρεπε να βγάλω τις φτερούγες έξω από το σπίτι και στη συνέχεια να ταιριάσω την ουρά, διαφορετικά δεν μπορούσα να το μοντάρω μέσα στο δωμάτιο. Τις φτερούγες τις έφτιαξα κοιτάζοντας έναν μικρό, πλαστικό ομοίωμα αετού που είχα αγοράσει από την Νέα Υόρκη της Αμερικής πηγαίνοντας να επισκεφτώ κάποιους φίλους μου.
Ο Αετός για να μεταφερθεί κατασκευάστηκε σε 8 διαφορετικά μέρη: την ουρά, το σώμα με το κεφάλι, τις φτερούγες σε 3 κομμάτια, τα πόδια και το φίδι. Το έργο αυτό το έχω εκθέσει δύο φορές στην πλατεία του χωριού μου. Έγιναν αναφορές στα Κρητικά κανάλια και σε τοπικές εφημερίδες και τις δύο φορές. Ο Γιάννης Δαφέρμος ή Δημαρχογιάννης, παππούς που ζει στην Αξό, έγραψε ένα ποίημα για αυτό το έργο το όποιον παραθέτω:
Ο αετός της Αξού
Ένας αητός επρόβαλε από τον Ψηλορείτη
με τα φτερά του εσκέπασε ολόκληρη την Κρήτη.
Εις την Αξό προτίμησε ο αετός να κάτσει
στη βρύση και στον πλάτανο, το Πάσχα να περάσει.
Ένας αητός περήφανος άπλωσε τα φτερά του
να αγκαλιάσει την Αξό που ΄ναι γενέτειρά του.
Ο αετός που πέταξε εις την Αξό ν΄ αράξει
φίδι κρατεί στα νύχια του να το κατασπαράξει.
Πέρασε ξένε για να δεις από τον κόσμο όλο
τον αετό εις την Αξό με βλέμμα ακτινοβόλο.
Στον καλλιτέχνη του αητού, που ζει κοντά στη βρύση,
θερμά συγχαρητήρια, χρόνια πολλά να ζήσει!
Αξός που γέννησες παιδιά σωστά και προκομμένα
φτεροκοπούν σαν τα πουλιά, στην Κρήτη και στα ξένα.
Δώσετε συγχαρητήρια στο νέο καλλιτέχνη,
να τον χαρεί η μάνα του κι ο κύρης που τον έχει!
Τις μαντινάδες έγραψε, που πάντα κέφι κάνεις,
του καλλιτέχνη ο παππούς, γνωστός Δημαρχογιάννης!
Συγχαρητήρια θερμά αξίζουν τέλος πάντων
κι ένα μεγάλο έπαινος, στον Γιώργη τον Κουτάντο!
Γιάννης Δαφέρμος ή Δημαρχογιάννης, Μεγάλο Σάββατο, 4 Μαΐου 2002
Επίσης ο μαντιναδολόγος Μανόλης Μανιάς, από την Αξό, έγραψε τις εξής μαντινάδες όταν εκτέθηκε στην πλατεία του χωριού:
Ο όφις που ήταν στην Αξό και ΄ριχνε το φαρμάκι
τον άρπαξε στα νύχια του το Αξικό γεράκι.
Ο αετός επρόβαλε τον όφι να σκοτώσει,
να μην του φάει τα πουλιά και να τα μεγαλώσει.
Εις την Αξό ο αετός έκαμε τη φωλιά του
και θα φωτογραφίζουνε οι ξένοι τα πουλιά του.
Όλα του κόσμου τα πουλιά εις την Αξό να ΄ρθούνε,
όλα να χτίσουνε φωλιά δεν τους την ΄νε χαλούμε!
Ευχόμαστε όλοι οι χωριανοί Χρόνια Πολλά να ζήσει
να παντρευτεί να δει παιδιά κι εγγόνια να αποχτήσει!
Εκείνος που το έφτιαξε ετούτο το γεράκι
είναι το παρατσούκλι του Γιωργάκι Τσακαλάκι!
Ο Άγιος Γεώργιος του Δισκουρίου», διαστάσεις 160 εκ. Χ 210 εκ. είδος ξύλου πεύκο, ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου 2005
Αυτή η εικόνα απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο και σήμερα βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δισκουρίου, δύο χιλιόμετρα από την Αξό στο δρόμο προς τα Λιβάδια. Οι αληθινές διαστάσεις της είναι πολύ μικρότερες από το ξυλόγλυπτο.
Όπως και πολλές άλλες εικόνες σε όλη την Ελλάδα είναι ‘περιλουσμένη’ από τα τάματα των προσκυνητών. Ο δωρητής αυτής της εικόνας ήταν ο Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικος Νικολετάκης το έτος 1832. Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι όταν ένα άτομο υποψιάζεται κάποιον άλλο ότι του έχει κλέψει κάτι ή του έχει κάνει κάποιο άλλο κακό, τότε τον καλεί να πάει να ορκιστεί επάνω στην εικόνα ότι είναι αθώος. Εάν ορκιστεί, απαλλάσσεται αμέσως από κάθε υποψία, διαφορετικά είναι σαν να παραδέχεται την ενοχή του. Κανένας δεν παίρνει ψεύτικό όρκο γιατί λένε ότι τότε στον ψευδο-ορκούμενο ή στην οικογένειά του θα συμβεί κάτι άσχημο. Οι άνθρωποι της ευρύτερης περιοχής αναφέρουν ότι κάποιος Τούρκος Πασάς ψευδο-ορκίστηκε και βγαίνοντας από τη μονή ‘χύθηκε’ το μάτι του, ενώ κάποιος βοσκός που είχε αφιερώσει ένα αρνί στον Άγιο δεν εκπλήρωνε το τάμα του, και την ημέρα της ονομαστικής γιορτής του Αγίου Γεωργίου όλο το κοπάδι πήγε μόνο του μέσα στο μοναστήρι. Οι περισσότερες ορκωμοσίες αφορούν τη ζωοκλοπή των αιγοπροβάτων μεταξύ βοσκών όταν υπάρχουν υποψίες.
Η μικρή γοργόνα», διαστάσεις 510 εκ. Χ 90 εκ. είδος ξύλου πεύκο, ολοκληρώθηκε στις 15 Μαρτίου 2008
Αυτό το έργο είναι εμπνευσμένο από το διάσημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Η μικρή γοργόνα». Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το διάβασα και ήθελα να φτιάξω κάτι που να έχει σχέση με αυτό. Με άγγιξε πολύ η ιστορία του και ακόμη περισσότερο η αυτοθυσία της μικρής γοργόνας. Προτίμησε ή ίδια να θυσιαστεί, παρά να σκοτώσει αυτόν που είχε ερωτευτεί.
Το ξύλο είναι μονοκόμματο και το έφερα από το Αρκάδι. Το έβαλα μέσα με γερανοφόρο φορτηγό και το δούλεψα ‘επί τόπου’. Ο οδηγός του φορτηγού ονομάζεται Γιώργης Παραγιουδάκης και με έχει βοηθήσει πολλές φορές στην μεταφορά κορμών από τα χωράφια στο χωριό. Η κατασκευή του έργου ήταν δύσκολη γιατί το δούλεψα σχεδόν όλο γονατιστός.
Το παραμύθι αναφέρει πως μια γοργόνα που ζει στη θάλασσα σώζει έναν πρίγκιπα από βέβαιο πνιγμό. Τον βοηθάει να βγει στη στεριά, όμως η ίδια δεν μπορεί να βγει στη στεριά, γιατί έχει ουρά και όχι πόδια. Τον ερωτεύεται και θέλει να ζήσει μαζί του. Κατεβαίνει λοιπόν στον βυθό, επισκέπτεται μια μάγισσα για να τη βοηθήσει να αποκτήσει ανθρώπινα πόδια. «Μπορείς» της λέει η μάγισσα «να τα αποκτήσεις όμως θα χάσεις την φωνή σου και θα πονέσεις πολύ». Δεν νοιάζεται η μικρή γοργόνα. Έτσι και έγινε, χάνει την φωνή της αλλά με ανθρώπινα πόδια πια βγαίνει στη στεριά. Όμως ο πρίγκιπας δεν την αναγνωρίζει ως σωτήρα του. Νομίζει πως τον έσωσε μια άλλη κοπέλα και αποφασίζει να την παντρευτεί. Η γοργόνα για να ξανακατέβει στον ωκεανό πρέπει να αποκτήσει ξανά την ουρά της, κι αυτό για να γίνει θα πρέπει να σκοτώσει τον πρίγκιπα αλλιώς, η ίδια θα μεταμορφωθεί σε αφρό της θάλασσας, με το πρώτο φως του ήλιου! Και το παραμύθι τελειώνει έτσι:
«…πιο πολύ την πονούσε η πληγή στην καρδιά της. Ήξερε πως ήταν το τελευταίο βράδυ που έβλεπε εκείνον που για χάρη του εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένεια της, απαρνήθηκε τη γοητευτική φωνή της κι υπόμεινε μαρτυρικά ατελείωτα μαρτύρια. Ήταν η τελευταία νύχτα που ανάσανε τον ίδιο αέρα με τον πρίγκιπά της, η τελευταία νύχτα που έβλεπε τη βαθιά θάλασσα και το γαλάζιο ουρανό με τα άστρα του.
Μια νύχτα αιώνια την περίμενε, χωρίς σκέψεις, χωρίς όνειρα, γιατί ούτε είχε ψυχή ούτε υπήρχε ελπίδα να αποκτήσει. Πάνω στο καράβι, περασμένα μεσάνυχτα, τα πανηγύρια κι οι χαρές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Κι εκείνη γελούσε και χόρευε με τη σκέψη του θανάτου στην καρδιά της. Ο πρίγκιπας είχε αγκαλιά την όμορφη γυναίκα του και της χάιδευε τα μαύρα μαλλιά. Σε λίγο, πιασμένοι χέρι - χέρι, αποσύρθηκαν στην μεγαλόπρεπη σκηνή.
Όλα τότε ησύχασαν, μόνο ο τιμονιέρης ήταν όρθιος στο πηδάλιο, κι η μικρή γοργόνα είχε ακουμπήσει τα λευκά της χέρια στην κουπαστή και κοίταζε προς την ανατολή. Ήξερε πως η πρώτη αχτίδα του ήλιου θα τη σκότωνε. Είδε τότε τις αδελφές της να ξεπροβάλουν από τη θάλασσα. Ήταν χλωμές όπως κι εκείνη και τα όμορφα μακριά μαλλιά τους δεν χόρευαν πια στον άνεμο. Ήταν κομμένα.
«Τα δώσαμε στη μάγισσα για να σε προστατέψει και να μην πεθάνεις απόψε! Μας έδωσε και ένα μαχαίρι, να το! Βλέπεις πως είναι κοφτερό; Πριν ξημερώσει, πρέπει να το βυθίσεις στην καρδιά του πρίγκιπα κι όταν το ζεστό του αίμα πιτσιλίσει τα πόδια σου, αυτά θα κολλήσουν και θα ξαναγίνουνε ουρά ψαριού. Πάνω εκεί, θα ξαναγίνεις γοργόνα, θα έρθεις κάτω στο βυθό να μας ξαναβρείς και να ζήσεις τα τριακόσια χρόνια σου πριν μεταμορφωθείς σε άψυχο, αλμυρό αφρό. Μη κάθεσαι! Ένας από τους δυο σας πρέπει να πεθάνει πριν από το χάραμα! Βλέπεις αυτή την κόκκινη ανταύγεια στον ουρανό? Σε λίγα λεπτά, ο ήλιος θα έχει βγει κι εσύ θα πεθάνεις!»
Ύστερα βαριά στέναξαν με έναν τρόπο αλλόκοτο και χάθηκαν κάτω από τα κύματα.
Η μικρή γοργόνα τράβηξε την πορφυρένια κουρτίνα της βασιλικής σκηνής, είδε την όμορφη νυφούλα που κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του πρίγκιπα, γονάτισε μπροστά του, τον φίλησε στο ωραίο του μέτωπο, κοίταξε τον ουρανό, όπου οι ανταύγειες γίνονταν όλο και πιο ζωηρές, κοίταξε το κοφτερό μαχαίρι, και ξανά τον πρίγκιπα που λέγε μες στον ύπνο του τ όνομα της γυναίκας του, και τότε το μαχαίρι άρχισε να τρέμει στο χέρι της γοργόνας.
Μονομιάς, το πέταξε μακριά στη θάλασσα και τα κύματα εκεί που έπεσε βάφτηκαν κόκκινα κι ήταν σα να έσταξε αίμα στο νερό. Η μικρή γοργόνα έριξε ένα μισοσβησμένο βλέμμα στον πρίγκιπα, βούτηξε στη θάλασσα κι ένιωσε το κορμί της να διαλύεται και να γίνεται αφρός» (Χανς Κρίστιαν Άντερσεν).
«Ο παππούς και η γιαγιά»
«Η γιαγιά», διαστάσεις 40 εκ. Χ 101 εκ., είδος ξύλου κυπαρίσσι, ολοκληρώθηκε στις 29 Μαρτίου 2000
«Ο παππούς», διαστάσεις 35 εκ. Χ 64 εκ., είδος ξύλου κυπαρίσσι, ολοκληρώθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1999
Αυτή η σκηνή απεικονίζει ένα παππού και μια γιαγιά που κρατούν στα πόδια τους το εγγονάκι τους. Το εγγόνι τους είναι ‘φασκιωμένο’. Τα παλιότερα χρόνια όταν γεννιόταν ένα μωρό το ‘φασκιώναν’, δηλαδή το τύλιγαν με ένα μεγάλο πανί, τη ‘φασκιά’, ώστε να κρατάει το σώμα, τη σπονδυλική στήλη ευθεία. Αυτή η διαδικασία διαρκούσε περίπου ένα χρόνο έτσι ώστε το παιδί να γινόταν ‘λαμπάδα’ και να αποφεύγονται μεταγενέστερες σωματικές ανωμαλίες.
Το αγαλματάκι αυτό το έφτιαξα στα αποδυτήρια της ομάδας ποδοσφαίρου στο Ρουσοσπίτι. Όταν το έφτιαξα όμως και το έφερα στην Αξό, σκέφτηκα να του φτιάξω και μια γιαγιά για να μην είναι μόνο του. Για το σώμα της γιαγιάς δεν είχα κάποιο πρότυπο, όμως για το πρόσωπο, και νομίζω ότι της μοιάζει, επέλεξα να σκαλίσω το πρόσωπο της μάνας του πατέρα μου.
«Το χτένισμα», διαστάσεις 111 εκ. Χ 84 εκ. Είδος ξύλου ευκάλυπτος, ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουνίου 2004
Η Μαρία Κουτάντου ή Κοκολομαρία του Νικολάου Δαφέρμου και της Πελαγίας Μαυράκης, γεννήθηκε στις 1 Μαρτίου 1909 στην Αξό. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας με αλλά αδέλφια την Αλεξάνδρα, τον Βασίλη και τον Γιάννη. Παντρεύτηκε τον Δημήτρη Κουτάντο ή Τσακαλοδημήτρη και απέκτησαν 8 παιδιά: την Ελένη, τον Γιάννη (ο πατέρας μου), το Μιχάλη, τη Χρυσούλα, τη Χαρίκλεια, τη Διαμάντα, το Δημοσθένη και τον Σταύρο. Σε όλη της τη ζωή δούλευε σκληρά μέσα και έξω από το σπίτι.
Όμως έβρισκε ιδιαίτερη χαρά να βγαίνει στην φύση να δουλεύει, να βόσκει πρόβατα και να μαζεύει άγρια χόρτα σπαράγγια, αβρωνιές, ασκορδουλάκους, αγριόχορτα κ. α. Στη ζωή της δοκιμάστηκε πολύ, έζησε μεγάλες χαρές και μεγάλες πίκρες. Μέχρι το τέλος της ζωής της μας βοηθούσε και πέθανε το 2002 σε ηλικία 93 χρονών.
Είχα τραβήξει μια αντίστοιχη φωτογραφία όταν ήμουν στην Β΄ Λυκείου και παρακολουθούσα μαθήματα ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Εκείνη την μέρα η γιαγιά μου είχε λουστεί και επειδή δεν μπορούσε να σηκώσει ψηλά τα χέρια της να χτενιστεί, είχε σκύψει το κεφάλι της. Μου άρεσε η σκηνή και την αποτύπωσα στην φωτογραφία και στο ξύλο αργότερα.
Τοποθεσία
To Μουσείο & Εργαστήριο της Ξυλογλυπτικής βρίσκεται στην Αξό Μυλοποτάμου. Η Αξός ήταν μια από τις εκατό αρχαίες πόλεις-κράτη της Κρήτης, στους πρόποδες του ιερού βουνού του Ψηλορείτη και μέσα στο ελληνικό φυσικό τοπίο.
Πώς να έρθετε:
Το Μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του χωριού Αξός όταν έρχεστε από τη διαδρομή Ρέθυμνο-Πέραμα-Γαράζο (45 χιλιόμετρα), και αντίστροφα στην έξοδό του όταν έρχεστε από τη διαδρομή Ηράκλειο-Ανώγεια (43 χιλιόμετρα). Η Αξός διαθέτει παραδοσιακές μονάδες διαμονής και ταβέρνες υψηλής ποιότητας.
crete-find.blogspot.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το μπoύστο της Ελεονώρας τρέλανε τους τηλεθεατές [photo]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ