2014-02-16 01:02:06
του Πρεσβυτέρου Παναγιώτη Γκέζου
Όσο o άνθρωπος είναι ναρκωμένος από το μεθύσι της ναρκισσιστικής ασωτίας,
«...διασκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοὺ, ζῶν ἀσώτως»,
δεν βιώνει άμεσα την οδύνη
της υπαρξιακής του μοναξιάς,
αν και υφίσταται έμμεσα τις συνέπειές της
με τη μορφή των σωματικών συμπτωμάτων
ή των διαπροσωπικών δυσκολιών.
Μόλις απαλλαγεί όμως από τη νάρκη της ασωτίας,
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών», βιώνει
βαθιά αυτή την οδύνη και διαπιστώνει
ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση εξορίας,
μακριά από το σπίτι του πατέρα του,
τη γη της απαγγελίας.
«Ὅ, πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα.
Ὁποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγὼ»(1).
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτή τη διαπίστωση,
αναπότρεπτα θα αισθανθεί την ανάγκη της επιστροφής
και θα πει σαν τον άσωτο γιο της παραβολής,
«ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου».
«Ὅς ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦλθον κἀγὼ οἰκτίρμον,
ὁ τὸν βίον ὅλον δαπανήσας ἐν τῆ ἀποδημία
ἐσκόρπισα τον πλοῦτον ὅν δέδωκάς μοι, Πάτερ,
δέξαι με, πάτερ, μετανοοῦντα, ὁ θεὸς καὶ ἐλέησόν με» (2).
Είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση του ανθρώπου
για την αποξένωση του από την πηγή της ζωής του,
το Θεό,
που ονομάζουμε μετάνοια.
Επειδή ακριβώς η μετάνοια έχει αυτές
τις βαθιές υπαρξιακές διαστάσεις
γι’ αυτό ακούμε συχνά τους αγίους να παραπονούνται
ότι δεν έχουν μετάνοια.
«Οὐκ ἔχω μετάνοιαν,
οὐκ ἔχω κατάνυξιν,
οὐκ ἔχω δάκρυον παρακλητικὸν
τὰ επανάγοντά με, τέκνα,
εὶς ἰδίαν κληρονομίαν»,
όπως λέει ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό.
Και ο αβάς Σισώης που έζησε μια ολόκληρη ζωὴ
χύνοντας καυτά δάκρυα μετάνοιας,
έτσι που να αυλακώσει το πρόσωπο του,
όταν έφθασε η στιγμή του θανάτου
ζητούσε από το Θεό και τους αγίους
περισσότερο χρόνο για να μετανοήσει
κι όταν οι μαθητές του απόρησαν λέγοντας:
«Γέροντα, εσύ ζητάς καιρό για να μετανοήσεις
ποὺ γνώρισες τόσο πολὺ καὶ τόσο καλά τὴ μετάνοια;
- Μόλις τώρα αρχίζω να γνωρίζω τη μετάνοια»
απήντησε ο άγιος αβάς.
Είναι πραγματικὰ πολὺ δύσκολο
να επιτύχει ο άνθρωπος αυτή την πραγματική μετάνοια,
όταν όμως την επιτύχει
δεν του χρειάζονται πια τα πνευματικά μέσα
που χρησιμοποίει η Εκκλησία,
κυρίως για να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τη μετανοία
μέσα στην ψυχή του πιστού.
Πραγματικά, στην παραβολή
ο πατέρας δέχεται αμέσως τον άσωτο
χωρὶς επιφυλάξεις,
χωρὶς όρους,
χωρὶς κυρώσεις,
χωρὶς ούτε καν επιπλήξεις,
αλλά με χαρές
και γλέντια
και χορούς.
Όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια γεύση μετάνοιας
έτσι κι ὅλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια,
όσο κι αν είναι ελάχιστη, γεύση της παρουσίας
του Θεού στην καρδιά τους.
Έτσι τον αναστημένο Χριστὸ θα συναντήσουμε τόσο,
όσο έχουμε νιώσει αυτό το βαθύ υπαρξιακό αίσθημα
της αποξενώσεως και της αποδημίας
από το πατρικό σπίτι,
από τον παράδεισο της τρυφής.
Υπάρχει και η άλλη σκληρή πραγματικότητα.
Συχνά οι επιστροφές
δεν γίνονται αποδέκτες.
Η πατρική οικία και αγκάλη είναι ερμητικά κλειστὲς
και η μορφή της ασωτίας κορυφώνεται
στην αποπομπή
και την τραγική απόρριψη.
Πολλὲς φορές οι κοινωνίες,
ιδιαίτερα οι ενάρετες, είναι κλειστές.
Η αγκάλη του πατέρα της παραβολής,
όμως είναι ανοιχτή.
Συνεχίζει να αγαπά, ελπίζει και προσμένει.
Αυτό είναι το ζητούμενο και το θαυμαστό της παραβολής.
Η αγάπη και η κατανόηση του πατέρα
είναι πρόσκληση διαρκείας για επιστροφή.
Η αγάπη και το έλεος του Θεού
είναι από τα μεγάλα δεδομένα της ζωής.
Αυτό που αναμένεται πλέον είναι
η δικιά μας μετάνοια και επιστροφή.
1. «Ὅ, πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα. Ὁποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγὼ» (δοξαστικὸ Ἐσπερινοῦ Κυριακῆς Ἀσώτου).
2. Πάτερ, δέξαι με, πάτερ, μετανοοῦντα, ὁ θεὸς καὶ ἐλέησόν με» (Αἶνοι Κυριακῆς Ἀσώτου). Tromaktiko
Όσο o άνθρωπος είναι ναρκωμένος από το μεθύσι της ναρκισσιστικής ασωτίας,
«...διασκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοὺ, ζῶν ἀσώτως»,
δεν βιώνει άμεσα την οδύνη
της υπαρξιακής του μοναξιάς,
αν και υφίσταται έμμεσα τις συνέπειές της
με τη μορφή των σωματικών συμπτωμάτων
ή των διαπροσωπικών δυσκολιών.
Μόλις απαλλαγεί όμως από τη νάρκη της ασωτίας,
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών», βιώνει
βαθιά αυτή την οδύνη και διαπιστώνει
ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση εξορίας,
μακριά από το σπίτι του πατέρα του,
τη γη της απαγγελίας.
«Ὅ, πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα.
Ὁποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγὼ»(1).
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτή τη διαπίστωση,
αναπότρεπτα θα αισθανθεί την ανάγκη της επιστροφής
και θα πει σαν τον άσωτο γιο της παραβολής,
«ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου».
«Ὅς ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦλθον κἀγὼ οἰκτίρμον,
ὁ τὸν βίον ὅλον δαπανήσας ἐν τῆ ἀποδημία
ἐσκόρπισα τον πλοῦτον ὅν δέδωκάς μοι, Πάτερ,
δέξαι με, πάτερ, μετανοοῦντα, ὁ θεὸς καὶ ἐλέησόν με» (2).
Είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση του ανθρώπου
για την αποξένωση του από την πηγή της ζωής του,
το Θεό,
που ονομάζουμε μετάνοια.
Επειδή ακριβώς η μετάνοια έχει αυτές
τις βαθιές υπαρξιακές διαστάσεις
γι’ αυτό ακούμε συχνά τους αγίους να παραπονούνται
ότι δεν έχουν μετάνοια.
«Οὐκ ἔχω μετάνοιαν,
οὐκ ἔχω κατάνυξιν,
οὐκ ἔχω δάκρυον παρακλητικὸν
τὰ επανάγοντά με, τέκνα,
εὶς ἰδίαν κληρονομίαν»,
όπως λέει ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό.
Και ο αβάς Σισώης που έζησε μια ολόκληρη ζωὴ
χύνοντας καυτά δάκρυα μετάνοιας,
έτσι που να αυλακώσει το πρόσωπο του,
όταν έφθασε η στιγμή του θανάτου
ζητούσε από το Θεό και τους αγίους
περισσότερο χρόνο για να μετανοήσει
κι όταν οι μαθητές του απόρησαν λέγοντας:
«Γέροντα, εσύ ζητάς καιρό για να μετανοήσεις
ποὺ γνώρισες τόσο πολὺ καὶ τόσο καλά τὴ μετάνοια;
- Μόλις τώρα αρχίζω να γνωρίζω τη μετάνοια»
απήντησε ο άγιος αβάς.
Είναι πραγματικὰ πολὺ δύσκολο
να επιτύχει ο άνθρωπος αυτή την πραγματική μετάνοια,
όταν όμως την επιτύχει
δεν του χρειάζονται πια τα πνευματικά μέσα
που χρησιμοποίει η Εκκλησία,
κυρίως για να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τη μετανοία
μέσα στην ψυχή του πιστού.
Πραγματικά, στην παραβολή
ο πατέρας δέχεται αμέσως τον άσωτο
χωρὶς επιφυλάξεις,
χωρὶς όρους,
χωρὶς κυρώσεις,
χωρὶς ούτε καν επιπλήξεις,
αλλά με χαρές
και γλέντια
και χορούς.
Όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια γεύση μετάνοιας
έτσι κι ὅλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια,
όσο κι αν είναι ελάχιστη, γεύση της παρουσίας
του Θεού στην καρδιά τους.
Έτσι τον αναστημένο Χριστὸ θα συναντήσουμε τόσο,
όσο έχουμε νιώσει αυτό το βαθύ υπαρξιακό αίσθημα
της αποξενώσεως και της αποδημίας
από το πατρικό σπίτι,
από τον παράδεισο της τρυφής.
Υπάρχει και η άλλη σκληρή πραγματικότητα.
Συχνά οι επιστροφές
δεν γίνονται αποδέκτες.
Η πατρική οικία και αγκάλη είναι ερμητικά κλειστὲς
και η μορφή της ασωτίας κορυφώνεται
στην αποπομπή
και την τραγική απόρριψη.
Πολλὲς φορές οι κοινωνίες,
ιδιαίτερα οι ενάρετες, είναι κλειστές.
Η αγκάλη του πατέρα της παραβολής,
όμως είναι ανοιχτή.
Συνεχίζει να αγαπά, ελπίζει και προσμένει.
Αυτό είναι το ζητούμενο και το θαυμαστό της παραβολής.
Η αγάπη και η κατανόηση του πατέρα
είναι πρόσκληση διαρκείας για επιστροφή.
Η αγάπη και το έλεος του Θεού
είναι από τα μεγάλα δεδομένα της ζωής.
Αυτό που αναμένεται πλέον είναι
η δικιά μας μετάνοια και επιστροφή.
1. «Ὅ, πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα. Ὁποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγὼ» (δοξαστικὸ Ἐσπερινοῦ Κυριακῆς Ἀσώτου).
2. Πάτερ, δέξαι με, πάτερ, μετανοοῦντα, ὁ θεὸς καὶ ἐλέησόν με» (Αἶνοι Κυριακῆς Ἀσώτου). Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κουφός, Καλάθης και Γιάννης θέλουν να έρθουν στην Εθνική
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΙΗΜΕΡΟ ΡΕΠΟ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΥΣ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΟΥ Ο ΜΙΤΣΕΛ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ