2014-02-21 10:38:06
Φωτογραφία για Μάνος Παπαγιάννης: «Είμαι από τους τυχερούς, αλλά όχι επειδή είμαι στην τηλεόραση»
Τον βρήκα στο καμαρίνι του λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση της Κυριακής. Με ένα τέταρτο καθυστέρηση εγώ. Συνεπής εκείνος και cool, γιατί οι κεφάτοι άνθρωποι δεν γίνονται κυκλοθυμικοί για ψύλλου πήδημα. Αράξαμε στις καρέκλες και ανάμεσα στα έντονα φώτα του χώρου είπαμε τα δικά μας, χωρίς ιδιαίτερες συστάσεις, τυπικότητες και κρατημένες πισινές. Ηθοποιός με τσιτωμένα τα γκάζια, μπαμπάς με καθημερινές εμπνεύσεις για την κόρη του, φίλος με αποθέματα ενέργειας για την παρέα… μου έδειξε μεμιάς πως είναι να είσαι χαρούμενος με αυτά που καταπιάνεσαι -ακόμη κι αν είναι πάρα πολλά. Μάνος Παπαγιάννης. Αυτό το διάστημα τον συναντάμε στην σκηνή του θεάτρου «Αριστοτέλειον», χάρη στην παράσταση «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου, που διασκευάζουν και σκηνοθετούν οι Μιχάλης Ρέππας-Θανάσης Παπαθανασίου, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 2 Μαρτίου. «Η παράσταση αυτή ξεκίνησε για να πάει στην Αυστραλία, στην ομογένεια
. Στην πορεία είδαμε ότι έχει πολύ ρεύμα και είπαμε να παίξουμε για ένα διάστημα στην Αθήνα μέχρι να πάμε στην Αυστραλία και έγινε χαμός και τότε είπαμε “δεν το πάμε και μια Θεσσαλονίκη;” και ήρθαμε» μου λέει ο Μάνος, με τον οποίο δεν αισθάνθηκα ούτε μια στιγμή ότι κάνω συνέντευξη. Τόσο άνετος, τόσο φιλικός και τόσο απροσδιόριστα οικείος. Αυτή την οικειότητα την βγάζει και στο κοινό της πόλης μας, γι’ αυτό και την τελευταία πενταετία οι σκηνές τον υποδέχονται με θέρμη και το χειροκρότημα είναι σήμα κατατεθέν κάθε φορά. Πιστεύει πάντως ότι οι Θεσσαλονικείς έχουν αυστηρά κριτήρια σχετικά με το θέατρο και πως το πολύ καλό θα το διαδώσουν αμέσως και θα το υποστηρίξουν, ενώ στο μέτριο θα γυρίσουν την πλάτη χωρίς καμία ενοχή. «Ο κόσμος το μαθαίνει το καλό και πηγαίνει» καταλήγει.

Ο Μάνος πάνω στο σανίδι… με τον Σακελλάριο τοποθετημένο στο σήμερα

«Πάντα έχει πέραση ο Σακελλάριος, γιατί είναι και πάντα επίκαιρος. Εγώ παίζω τον Λευτεράκη –τον Μπάμπη δηλαδή- και γίνονται διάφορες τρέλες». Αυτές οι τρέλες μας είναι γνωστές σίγουρα, αν θυμηθούμε στιγμιότυπα από την παλιά κινηματογραφική του έκδοση σε ασπρόμαυρο φόντο με Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Βουτσά, Μάρω Κοντού, Γιώργο Κωνσταντίνου. Η πραγματική του επιτυχία όμως έγκειται σε ένα σημείο: «Αφορά τον Έλληνα πάρα πολύ. Ο θεατής βλέπει τον εαυτό του από κάτω, σε οποιαδήποτε κατάσταση. Έχει να κάνει με το ψέμα και όλοι λέμε ψέματα. Έχει να κάνει με την απιστία και όλοι έχουμε απιστήσει ή μας έχουν απατήσει. Είναι μέσα στο DNA μας» μου εξηγεί ο Μάνος και περνάμε στην μαγεία του χιούμορ, που δημιουργεί το θαυματουργό γέλιο. Ο ίδιος γελάει εύκολα, αλλά αυτό δεν τον προδίδει στην σκηνή. Εκεί… είναι αυτό που οφείλει να είναι και μάλιστα με μεγάλη ευκολία. «Ξεχνάω πολύ πάνω στην σκηνή. Ξεχνάω την καθημερινότητα μου, την κούραση και την πίεση. Μόλις βγαίνω σκέφτομαι… “τώρα περνάμε καλά”! Το ξέρω ακούγεται κάπως αυτό, αλλά είναι η αλήθεια». Κι όταν έχει απέναντι του εκατοντάδες βλέμματα που αναμένουν τις ατάκες για να ξεραθούν στα γέλια, νιώθει βαριά την ευθύνη και δηλώνει πιστός σε αυτή. «Μ’ αρέσει πάρα πολύ όταν γελάει ο κόσμος. Ξέρεις τι είναι να κάνεις τον άλλον να γελάει; Είναι μαγικό». Κι αν το αστείο δεν πετύχει; «Τρελαίνομαι αν πω ένα αστείο και δεν βγει αυτό στο κοινό. Θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί εκείνη την ώρα και μετά δεν ησυχάζω μέχρι να βρω πως θα το αλλάξω. Θεωρώ ότι έτσι πρέπει να είναι ο ηθοποιός… να μην αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Αν δεν πιάσει κάτι στην κωμωδία… ένα ημιτόνιο ν’ αλλάξεις, μια μικρότερη ή μεγαλύτερη παύση να κάνεις… μπορεί μετά να πέσει κάτω το θέατρο από τα γέλια». Δοσμένος πολύ στο αποτέλεσμα παραδέχεται πως η κωμωδία θέλει πειθαρχία και αυτογνωσία. Μέσα στον τρέχοντα θίασο αυτό που καταλαβαίνει κανείς από την πρώτη στιγμή είναι το καλό κλίμα, οι αυθόρμητες πλάκες και η ουσία των ομαδικών στιγμών. «Οι πλάκες έρχονται από μόνες τους» μου λέει και τον πιστεύω, γιατί λίγο μετά εισέρχεται στον χώρο ο Σπύρος Πούλης και μένω να γελώ από την στιχομυθία τους για μπόλικα λεπτά. Το καμαρίνι του το μοιράζεται με τον Σπύρο Πούλη, τον Γιάννη Μποστατζόγλου και τον Χάρη Γρηγορόπουλο. Οι κυρίες της παράστασης έχουν τη δική τους «φωλιά» κι έτσι περιορίστηκα κι εγώ στα λημέρια των αρσενικών. «Είμαι η πιο φρέσκια ματιά εδώ μέσα. Είναι όλοι κοντά στην σύνταξη, αλλά τους βλέπω με σεβασμό και κάνουμε και την πλάκα μας παράλληλα. Προσπαθούν βέβαια να με κερδίσουν στο scrabble, αλλά δεν τα καταφέρνουν» σημειώνει και μέσα σ’ αυτό το παιχνιδιάρικο ύφος βλέπουμε την παράσταση σαν ένα παιδί του από άποψη λέξεων και σκηνών, μιας και το νιώθει απόλυτα δικό του. «Πάντα θα γίνει κάτι διαφορετικό, πάντα θα γίνει κάτι που θα μας κάνει να δακρύσουμε για να μη γελάσουμε και πάντα θα περάσει καλά ο κόσμος» σημειώνει.

Μια ζωή σκέτο ταξίδι… με τη Θεσσαλονίκη όνειρο θερινής νυχτός

«Η καθημερινότητα μου είναι ένα ταξίδι εδώ και 5 χρόνια και δεν το λέω ως κακό. Είναι στην τσίτα η ζωή μου. Έχω γίνει χρυσό μέλος στις αεροπορικές εταιρείες, στα αεροδρόμια και είναι ωραίο. Από την άλλη πρέπει να κάνεις κι ένα break» υπογραμμίζει και λίγο παρακάτω μου αναλύει τι θεωρεί διάλειμμα. «Τη Θεσσαλονίκη εγώ δεν την βλέπω σαν δουλειά, την βλέπω σαν ένα διάλειμμα. Είναι μια υπέροχη πόλη, με υπέροχους ανθρώπους. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι εδώ. Κάθε φορά που έρχομαι γυρίζουμε όλη την πόλη. Πάμε παντού. Λέμε τα νέα μας. Διασκεδάζουμε πολύ. Είναι μαγικός τόπος». Σε αυτόν τον μαγικό τόπο, τον δικό μας τόπο το μόνο που δεν κάνει είναι να μαζεύει χρήματα. «Είναι σαν να είμαι εδώ για να κάνω διακοπές και να ξοδέψω» μου αποκαλύπτει, αλλά τον δικαιολογώ. Είναι δύσκολο να αντισταθείς στις μικρές χαρές της ζωής που σου δίνονται απλόχερα περπατώντας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης άντε και λίγο παραπέρα. «Αν ήταν να διαλέξω μια πόλη εκτός Αθήνας δεν θα έφευγα εξωτερικό θα ερχόμουν να μείνω Θεσσαλονίκη». Δήλωση με βαρύτητα και όχι μετά από πρόχειρες σκέψεις, μα προς το παρόν τα σχέδια τον θέλουν αλλού και η τηλεόραση στο «Βαλς με 12 θεούς», το οποίο θα συνεχιστεί για μια ακόμη χρονιά. «Είμαι από τους τυχερούς αλλά όχι επειδή είμαι στην τηλεόραση. Είμαι τυχερός γιατί είμαι στο επάγγελμα, υπάρχω, ζω από αυτό, αμείβομαι αρκετά καλά από αυτό και περνάω καλά μέσα από αυτό. Είναι νομίζω η πεμπτουσία της ευτυχίας να κάνεις κάτι που θα το έκανες και τζάμπα, αλλά μπορείς τελικά να πληρώνεσαι από αυτό. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα» μου λέει και μου εύχεται να το ζήσω. Σκέφτομαι πως έχω κάμποσα χιλιόμετρα να διανύσω, αλλά με πείθει ότι αξίζει τον κόπο. Ο ίδιος προσπαθεί συνεχώς. Κάνει σχέδια, κάνει όνειρα, αλλά… ποτέ δεν τα αφήνει εντελώς στην τύχη τους. «Όχι δεν το αφήνω να έρθει από μόνο του… προσπαθώ να το οργανώσω. Μου βγαίνει αυθόρμητα και αυτόματα. Κατά 99% βέβαια δεν έρχεται τότε που προσπαθείς, οπότε πρέπει να προσαρμοστείς να κάνεις ένα break για να το πας εκεί που θες σιγά σιγά».

Ο πιο μεγάλος έρωτας… στο τέλος!

«Κάθε πρωί που της δίνω το γάλα της φοράω κάτι διαφορετικό στο κεφάλι μου. Μια τσάντα, ένα καπέλο, μια κατσαρόλα. Μια φορά της το έκανε κι η μαμά της αυτό και είπε… “όχι μην το κάνεις εσύ, αυτό το κάνει ο μπαμπάς”». Κι αναρωτιέμαι αν είναι οι κόρες που κάνουν τους καλύτερους μπαμπάδες ή μήπως οι μπαμπάδες φτιάχνουν τελικά κόρες από πλατίνα… με αγάπη και στάλες υπερβολικής αδυναμίας; Το σίγουρο είναι πως μαζί της τρέχει σε παιδικές σκηνές και παραστάσεις με διδάγματα, ακόμα κι όταν οι χρόνοι είναι περιορισμένοι.
thinkfree.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ