2014-02-25 23:46:20
Η εμμηνόπαυση είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική περίοδο στη ζωή της γυναίκας, κυρίως γιατί χαρακτηρίζεται από ορμονικές αλλαγές, με επιπτώσεις τόσο ψυχολογικές όσο και οργανικές. Πρόκειται λοιπόν για μια περίοδο που δοκιμάζει τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς κάθε γυναίκας. Σε ένα βαθμό τροποποιούνται όλες οι πτυχές της ζωής, αλλά ιδιαίτερα προφανείς και σημαντικές τροποποιήσεις, επιδέχεται η σεξουαλικότητα.
Γράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Εξειδικευμένη στην Ειδική Αγωγή, επιστημονικός συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου www.andrologia.gr
Για χρόνια υπήρχε η πεποίθηση, η οποία μάλιστα υποστηρίζεται επιστημονικά, ότι η αλλαγή στη σεξουαλικότητα μεταφράζεται σε σεξουαλικά προβλήματα και δυσλειτουργίες. Πρόσφατα ευρήματα όμως δείχνουν πως οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες πολλές φορές δεν αντιμετωπίζουν τις σεξουαλικές αλλαγές ως προβληματικές, αλλά συχνά αναπροσαρμόζουν τη ζωή και τις σχέσεις τους στις νέες τους ανάγκες κι επιθυμίες.
Μια πρόσφατη μελέτη σύγκρινε τη σεξουαλική λειτουργία, καθώς και το σχετικό υποκειμενικό αίσθημα, σε γυναίκες πριν και μετά την εμμηνόπαυση. Στη μελέτη συμμετείχαν 100 προεμμηνοπαυσιακές και 100 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, όλες υγιείς, οι οποίες απάντησαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία, καθώς και το στρες που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή.
Η συχνότητα σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ήταν 25%, ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές βρέθηκε μικρότερη(20%) και η μεταξύ τους διαφορά εκτιμήθηκε ως στατιστικά σημαντική. Παράλληλα το στρες που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή βρέθηκε σημαντικά χαμηλότερο στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση σε σχέση με τις προεμμηνοπαυσιακές.
Σίγουρα μετά την εμμηνόπαυση υπάρχουν αλλαγές στη σεξουαλική λειτουργία που συχνά συνάδουν με τη διάγνωση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Φαίνεται όμως πως μεγαλύτερη σημασία έχει ο βαθμός στον οποίο η σεξουαλική δυσλειτουργία γίνεται αντιληπτή από τη γυναίκα. Ο βαθμός δηλαδή στον οποίο η σεξουαλική λειτουργία δεν ικανοποιεί τη γυναίκα, ενώ παράλληλα, οι αλλαγές στην σεξουαλική επιθυμία, τη διέγερση και την ευχαρίστηση προκαλούν δυσφορία και στρες. Η αντίληψη της σεξουαλικής δυσλειτουργίας και η έκφραση του υποκειμενικού στρες σχετικά με αυτή, δε φαίνεται να εντείνονται μετά την εμμηνόπαυση. Αντίθετα, το στρες σχετικά με την σεξουαλική επαφή και τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν, είναι πιο έντονο σε νεότερες γυναίκες.
Τα ευρήματα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σεξουαλική ιατρική και τονίζουν την ανάγκη να έχουν πρόσβαση οι νεότερες γυναίκες σε υπηρεσίες που θα τις βοηθήσουν να ανακτήσουν την σεξουαλική τους υγείας. Ίσως για πολύ καιρό δινόταν η προτεραιότητα στις μεγαλύτερες γυναίκες, πιθανόν γιατί η σεξουαλική δυσλειτουργία σε αυτές έχει μια σαφής αιτιολογία, απέναντι στην οποία οι ειδικοί έχουν εργαλεία. Είναι σημαντικό όμως η έρευνα και η κλινική να διερευνήσουν τις σκοτεινές πλευρές της σεξουαλικότητας καθ’ όλη την πορεία της γυναίκας, καθώς και να τη βοηθήσουν να διεκδικήσει τη σεξουαλική της ικανοποίηση.
πηγη
pestanea
Γράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Εξειδικευμένη στην Ειδική Αγωγή, επιστημονικός συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου www.andrologia.gr
Για χρόνια υπήρχε η πεποίθηση, η οποία μάλιστα υποστηρίζεται επιστημονικά, ότι η αλλαγή στη σεξουαλικότητα μεταφράζεται σε σεξουαλικά προβλήματα και δυσλειτουργίες. Πρόσφατα ευρήματα όμως δείχνουν πως οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες πολλές φορές δεν αντιμετωπίζουν τις σεξουαλικές αλλαγές ως προβληματικές, αλλά συχνά αναπροσαρμόζουν τη ζωή και τις σχέσεις τους στις νέες τους ανάγκες κι επιθυμίες.
Μια πρόσφατη μελέτη σύγκρινε τη σεξουαλική λειτουργία, καθώς και το σχετικό υποκειμενικό αίσθημα, σε γυναίκες πριν και μετά την εμμηνόπαυση. Στη μελέτη συμμετείχαν 100 προεμμηνοπαυσιακές και 100 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, όλες υγιείς, οι οποίες απάντησαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία, καθώς και το στρες που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή.
Η συχνότητα σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ήταν 25%, ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές βρέθηκε μικρότερη(20%) και η μεταξύ τους διαφορά εκτιμήθηκε ως στατιστικά σημαντική. Παράλληλα το στρες που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή βρέθηκε σημαντικά χαμηλότερο στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση σε σχέση με τις προεμμηνοπαυσιακές.
Σίγουρα μετά την εμμηνόπαυση υπάρχουν αλλαγές στη σεξουαλική λειτουργία που συχνά συνάδουν με τη διάγνωση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Φαίνεται όμως πως μεγαλύτερη σημασία έχει ο βαθμός στον οποίο η σεξουαλική δυσλειτουργία γίνεται αντιληπτή από τη γυναίκα. Ο βαθμός δηλαδή στον οποίο η σεξουαλική λειτουργία δεν ικανοποιεί τη γυναίκα, ενώ παράλληλα, οι αλλαγές στην σεξουαλική επιθυμία, τη διέγερση και την ευχαρίστηση προκαλούν δυσφορία και στρες. Η αντίληψη της σεξουαλικής δυσλειτουργίας και η έκφραση του υποκειμενικού στρες σχετικά με αυτή, δε φαίνεται να εντείνονται μετά την εμμηνόπαυση. Αντίθετα, το στρες σχετικά με την σεξουαλική επαφή και τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν, είναι πιο έντονο σε νεότερες γυναίκες.
Τα ευρήματα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σεξουαλική ιατρική και τονίζουν την ανάγκη να έχουν πρόσβαση οι νεότερες γυναίκες σε υπηρεσίες που θα τις βοηθήσουν να ανακτήσουν την σεξουαλική τους υγείας. Ίσως για πολύ καιρό δινόταν η προτεραιότητα στις μεγαλύτερες γυναίκες, πιθανόν γιατί η σεξουαλική δυσλειτουργία σε αυτές έχει μια σαφής αιτιολογία, απέναντι στην οποία οι ειδικοί έχουν εργαλεία. Είναι σημαντικό όμως η έρευνα και η κλινική να διερευνήσουν τις σκοτεινές πλευρές της σεξουαλικότητας καθ’ όλη την πορεία της γυναίκας, καθώς και να τη βοηθήσουν να διεκδικήσει τη σεξουαλική της ικανοποίηση.
πηγη
pestanea
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνάντηση Κακλαμάνη με Δάνδια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ