2014-02-27 22:41:11
Τον Αύγουστο του 1953, η κοινή γνώμη συνταράχθηκε, από τη δολοφονία του Θεόδωρου Δέγλερη.
Ο «Δράκος» της Βουλιαγμένης είχε σκοτώσει εν ψυχρώ στο Μικρό Καβούρι τον δημόσιο υπάλληλο και είχε ληστέψει τα χρήματα της κοπέλας του, Σοφίας Μαναβάκη.
Ο «ματάκιας» δράστης είχε χτυπήσει την ώρα που οι δύο νέοι βρισκόταν σε τρυφερή περίπτυξη, σε ένα σκοτεινό μέρος της περιοχής.
Η αστυνομία έκανε ότι μπορούσε, αλλά ο Τύπος έγραφε καθημερινά για τον Δράκο της Βουλιαγμένης.
Ο δαιμόνιος ρεπόρτερ Θεόδωρος Δράκος, που κάλυπτε το αστυνομικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ακρόπολη», είχε μια ιδέα.
Να προσπαθήσει να αναπαραστήσει τη σκηνή της δολοφονίας και να βρει νέα στοιχεία, με τη βοήθεια της γνωστής μέντιουμ Ελένης Κικίδου.
Αν και αρχικά η Κικίδου δίστασε, συμφώνησε τελικά να μεταβεί στον τόπο του εγκλήματος με τον δημοσιογράφο.
Εκεί, έκανε αυτά τα οποία είχε δοκιμάσει πολλές φορές σε πειράματα με τον Άγγελο Τανάγρα.
Τον ιδρυτή της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που πραγματοποιούσε πειράματα με τη βοήθεια μέντιουμ όπως η Ελένη Κικίδου.
Σαν υπνωτισμένη και χρησιμοποιώντας όλες τις σπάνιες «δυνάμεις» της, το μέντιουμ περπάτησε ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου και περιέγραψε τη σκηνή με λεπτομέρειες, όπως την έβλεπε στο μυαλό της.
Μπορούσε ακόμη να «δει» το χρώμα της αύρας, που είχε αφήσει ο Δράκος στην ευρύτερη περιοχή.
«Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο.
Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους.
Έπειτα, έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο, πλαγίως, σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν, η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης.
Επάνω της ο Δέγλερης, εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε, ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε.
Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά.
Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα, κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του.
Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει τον σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι . Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν.
Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα.
Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια», έγραφε στην Ακρόπολη ο Θεόδωρος Δράκος.
Η Ελένη Κικίδου είχε περιγράψει με ακρίβεια το πρόσωπο του δράστη και γνώριζε, όχι μόνο που εργαζόταν, αλλά και για τον χαρακτήρα του.
«Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό.
Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα.
Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Τη νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο.
Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή.
Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους».
Οι αποκαλύψεις της Κικίδου εκτίναξαν τις πωλήσεις της εφημερίδας, αλλά έδωσαν και πολλά νέα και χρήσιμα στοιχεία στην αστυνομία, για το που έπρεπε να ψάξει.
Έτσι, εξέτασαν προσεκτικά πάλι το πιστόλι, πήραν νέες καταθέσεις και από τον στρατό, όπως είχε υποδείξει το μέντιουμ και ανέκριναν τους περίοικους, αλλά και τους λεγόμενους «μπανιστές» της Βουλιαγμένης.
Το παζλ άρχισε να συμπληρώνεται. Οι αρχές συνέλαβαν τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος, αν και αρχικά αρνούνταν κάθε κατηγορία, τελικά ομολόγησε την τρελή του πορεία προς το έγκλημα.
«Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη.
Έτρεξα να τη βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις;
Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα», δήλωνε ο δράστης στους δημοσιογράφους.
Αργότερα, ομολόγησε και άλλη μια επίθεση, που είχε κάνει σε άλλο ζευγάρι, όπου τους είχε πετάξει χειροβομβίδα. Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στις 10 Αυγούστου του 1954 «εις την θέσιν Τούρλος της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως “Δράκος της Βουλιαγμένης” και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου».
Κατά την ώραν της εκτελέσεως, ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας», έγραφαν οι εφημερίδες.
Η Κικίδου με τη διόραση της, τα είχε καταφέρει. Είχε βοηθήσει καθοριστικά στην διαλεύκανση του εγκλήματος, παρά το μεγάλο ψυχικό κόστος για την ίδια.
«Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά», θυμόταν χρόνια αργότερα.
Πηγή: mixanitouxronou
xespao
Ο «Δράκος» της Βουλιαγμένης είχε σκοτώσει εν ψυχρώ στο Μικρό Καβούρι τον δημόσιο υπάλληλο και είχε ληστέψει τα χρήματα της κοπέλας του, Σοφίας Μαναβάκη.
Ο «ματάκιας» δράστης είχε χτυπήσει την ώρα που οι δύο νέοι βρισκόταν σε τρυφερή περίπτυξη, σε ένα σκοτεινό μέρος της περιοχής.
Η αστυνομία έκανε ότι μπορούσε, αλλά ο Τύπος έγραφε καθημερινά για τον Δράκο της Βουλιαγμένης.
Ο δαιμόνιος ρεπόρτερ Θεόδωρος Δράκος, που κάλυπτε το αστυνομικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ακρόπολη», είχε μια ιδέα.
Να προσπαθήσει να αναπαραστήσει τη σκηνή της δολοφονίας και να βρει νέα στοιχεία, με τη βοήθεια της γνωστής μέντιουμ Ελένης Κικίδου.
Αν και αρχικά η Κικίδου δίστασε, συμφώνησε τελικά να μεταβεί στον τόπο του εγκλήματος με τον δημοσιογράφο.
Εκεί, έκανε αυτά τα οποία είχε δοκιμάσει πολλές φορές σε πειράματα με τον Άγγελο Τανάγρα.
Τον ιδρυτή της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που πραγματοποιούσε πειράματα με τη βοήθεια μέντιουμ όπως η Ελένη Κικίδου.
Σαν υπνωτισμένη και χρησιμοποιώντας όλες τις σπάνιες «δυνάμεις» της, το μέντιουμ περπάτησε ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου και περιέγραψε τη σκηνή με λεπτομέρειες, όπως την έβλεπε στο μυαλό της.
Μπορούσε ακόμη να «δει» το χρώμα της αύρας, που είχε αφήσει ο Δράκος στην ευρύτερη περιοχή.
«Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο.
Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους.
Έπειτα, έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο, πλαγίως, σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν, η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης.
Επάνω της ο Δέγλερης, εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε, ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε.
Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά.
Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα, κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του.
Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει τον σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι . Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν.
Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα.
Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια», έγραφε στην Ακρόπολη ο Θεόδωρος Δράκος.
Η Ελένη Κικίδου είχε περιγράψει με ακρίβεια το πρόσωπο του δράστη και γνώριζε, όχι μόνο που εργαζόταν, αλλά και για τον χαρακτήρα του.
«Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό.
Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα.
Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Τη νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο.
Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή.
Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους».
Οι αποκαλύψεις της Κικίδου εκτίναξαν τις πωλήσεις της εφημερίδας, αλλά έδωσαν και πολλά νέα και χρήσιμα στοιχεία στην αστυνομία, για το που έπρεπε να ψάξει.
Έτσι, εξέτασαν προσεκτικά πάλι το πιστόλι, πήραν νέες καταθέσεις και από τον στρατό, όπως είχε υποδείξει το μέντιουμ και ανέκριναν τους περίοικους, αλλά και τους λεγόμενους «μπανιστές» της Βουλιαγμένης.
Το παζλ άρχισε να συμπληρώνεται. Οι αρχές συνέλαβαν τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος, αν και αρχικά αρνούνταν κάθε κατηγορία, τελικά ομολόγησε την τρελή του πορεία προς το έγκλημα.
«Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη.
Έτρεξα να τη βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις;
Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα», δήλωνε ο δράστης στους δημοσιογράφους.
Αργότερα, ομολόγησε και άλλη μια επίθεση, που είχε κάνει σε άλλο ζευγάρι, όπου τους είχε πετάξει χειροβομβίδα. Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στις 10 Αυγούστου του 1954 «εις την θέσιν Τούρλος της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως “Δράκος της Βουλιαγμένης” και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου».
Κατά την ώραν της εκτελέσεως, ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας», έγραφαν οι εφημερίδες.
Η Κικίδου με τη διόραση της, τα είχε καταφέρει. Είχε βοηθήσει καθοριστικά στην διαλεύκανση του εγκλήματος, παρά το μεγάλο ψυχικό κόστος για την ίδια.
«Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά», θυμόταν χρόνια αργότερα.
Πηγή: mixanitouxronou
xespao
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συλλαλητήριο από τους αγρότες της Πέλλας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το ρωσικό «θηρίο» προσέγγισε το λιμάνι της Λεμεσού
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ