2014-02-28 23:38:17
Φωτογραφία για Σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου για τις επαγγελματικές ασφαλίσεις
Επιμέλεια: Νίκος Παπαχρονόπουλος, Δικηγόρος

Μια  σημαντική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις επαγγελματικές ασφαλίσεις  με   αριθ. 14/2013, με την οποία λύεται το ζήτημα των περιπτώσεων, στις οποίες το ασφαλιστήριο μπορεί να περιέχει  όρους αντίθετους με τη ρύθμιση του ασφαλιστικού Νόμου, παρουσιάζει το Nextdeal.gr. Ειδικότερα, μέχρι τώρα, επικρατούσε η άποψη ότι στις  ασφαλίσεις για επαγγελματικούς λόγους επιτρέπεται, γενικώς,  να συμφωνηθεί , με ασφαλιστικούς, όρους, διαφορετική ρύθμιση από την προβλεπόμενη στο νόμο. Ήδη, όμως, με την παραπάνω απόφαση γίνεται δεκτό ότι και στις επαγγελματικές  ασφαλίσεις επιτρέπεται διαφορετική ρύθμιση μόνο στις περιπτώσεις  που  αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο. Έτσι,  υπάρχει, πλέον, ο κίνδυνος, πολλοί όροι των ασφαλιστηρίων να κριθούν άκυροι από τα δικαστήρια.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β` Σύνθεσης: Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου,Θεοδώρα Γκοΐνη, Χαράλαμπο Δημάδη, Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπροέδρους, Βασίλειο Φούκα,Βιολέττα Κυττέα, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Ανδρέα Ξένο,Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη,Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, Ιωάννη Χαμηλοθώρη - Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά, Μιχαήλ Αυγουλέα, Βασίλειο Καπελούζο, Χαραλαμπία Σίμου και Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... ....", που εδρεύει στην ....... , και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη - Ευάγγελο Ρόκα.

Της καθού η κλήση - αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "....... ..............", ("........."), που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία διατηρεί νόμιμο υποκατάστημα στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολική διάδοχος της

ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....." (πρώην "..... ......... ....."), που είχε έδρα στην ... και διατηρούσε νόμιμο υποκατάστημα στην Ελλάδα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Ευαγγελία Ποδηματά και Δημήτριο Μανούκα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5675/2009 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 2731/2011 του Εφετείου Αθηνών.Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18 Νοεμβρίου 2011 αίτησή της, με τους με ιδιαίτερο,από 29 Φεβρουαρίου 2012 δικόγραφο πρόσθετους αυτής λόγους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1136/2012 απόφαση του Α1` Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την διατυπούμενη με τον πρώτο κατά σειρά λόγο του κυρίου δικογράφου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ της 934/18.11.2011 αιτήσεως, με τους με ιδιαίτερο, 36/29-2-2012, δικόγραφο πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της 2731/2- 6-2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 13 Ιουλίου 2012 κλήση της καλούσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν, ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.Ο Εισαγγελέας πρότεινε όπως, ο παραπεμπόμενος στην Ολομέλεια λόγος αναιρέσεως κριθεί απορριπτέος ως αβάσιμος.Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.Κατά την 30 Μαΐου 2013, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Φούκας, Κωνσταντίνος Φράγκος, Γεώργιος Αδαμόπουλος και Κωνσταντίνος Τσόλας, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ` άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την απόφαση 1136/2012 του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατ` άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ της από 18.11.2011 κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά της απόφασης 2731/2011 του Εφετείου Αθηνών, που με πλειοψηφία μιας ψήφου κρίθηκε βάσιμος από το παραπάνω Τμήμα. Με το λόγο αυτό προβάλλεται η αιτίαση ότι από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 7 και 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997 με τον τίτλο "ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις" προκύπτει ότι δεν μπορεί να συμφωνηθεί εγκύρως στις ασφαλίσεις που συνάπτονται για επαγγελματικούς λόγους, όπως είναι η ασφάλιση πιστώσεων, απαλλαγή του ασφαλιστή από την καταβολή του ασφαλίσματος, αν ο ασφαλισμένος παραβιάσει την προβλεπόμενη με ειδικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης υποχρέωσή του να δηλώσει προς τον ασφαλιστή μέσα σε ορισμένη προθεσμία τη μη πληρωμή εκ μέρους του οφειλέτη της ασφαλισμένης πίστωσης.Με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του πιο πάνω ασφαλιστικού νόμου 2496/1997 ορίζεται ότι "κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει κατ` αρχήν ότι το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω ασφαλιστικού νόμου αποτελούν ρυθμίσεις "ημιαναγκαστικού" δικαίου με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό δεν μπορεί να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν. Με τον κανόνα αυτό του ημιαναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων του ασφαλιστικού νόμου εκδηλώνεται για λόγους γενικότερου συμφέροντος η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος. Πράγματι στη σύγχρονη ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή, δηλαδή του προσώπου που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, ενόψει του ότι στην περίπτωση αυτή ελλείπει η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών με ενδεχόμενη συνέπεια τη φαλκίδευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας. Περαιτέρω όμως με την ίδια διάταξη εισάγονται δύο εξαιρέσεις από τον προαναφερόμενο κανόνα. Η πρώτη αναφέρεται σε διαφορετικού περιεχομένου ειδικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού, όπως είναι οι περιπτώσεις, α) του άρθρου 7 παρ. 3, που επιτρέπει, για την κάλυψη των εξόδων από τη λήψη εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή ή μείωση της ζημίας, τα οποία βαρύνουν κατά το νόμο τον ασφαλιστή, αντίθετη συμφωνία, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, β) του άρθρου 7 παρ. 6, σύμφωνα με την οποία με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή (της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου), αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, γ) του άρθρου 14 παρ. 4, κατά την οποία, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο που από υπαιτιότητα των υποχρέων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος (κατά του τρίτου που προξένησε τη ζημία), δ) του άρθρου 18 παρ. 4, που επιτρέπει τη συμβατική τροποποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού για την ανοικτή

ασφάλιση, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, ε) του άρθρου 19 παρ. 5, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα συμβατικής τροποποίησης των ρυθμίσεων του νόμου για την ασφάλιση πυρκαγιάς, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους.

 Χαρακτηριστικό των περιπτώσεων της εν λόγω εξαίρεσης, με την οποία ο νομοθέτης απομακρύνεται από τον προαναφερόμενο κανόνα, είναι, όπως γίνεται φανερό, η ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης. Η δεύτερη εξαίρεση αναφέρεται στις ασφαλίσεις μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης και στη θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών, ως εξ ορισμού εμπορικές ασφαλίσεις,οι οποίες κατονομάζονται περιοριστικά. Πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις εμπορικής ασφάλισης μεγάλων επαγγελματικών κινδύνων, στις οποίες προκρίνεται από το νομοθέτη για τη διαμόρφωση των όρων των ασφαλιστικών αυτών συμβάσεων να αναπτυχθεί πλήρως η συμβατική ελευθερία των μερών, αδέσμευτη από τους προστατευτικούς υπέρ του ασφαλισμένου περιορισμούς του ν. 2472/1997, η λειτουργία των οποίων δεν βρίσκει εδώ δικαιολογική βάση, εφόσον μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει, ενόψει ιδίως του αντικειμένου της ασφάλισης και της επαγγελματικής δραστηριότητας του λήπτη της ασφάλισης, η ιδιωτική αυτονομία με όρους ουσιαστικά διαπραγματικής ισοδυναμίας. Ετσι στις συγκεκριμένες αυτές μορφές ασφάλισης, όπως είναι και η ασφάλιση πίστωσης από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου, μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί με ειδικό όρο του ασφαλιστηρίου ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως στην ασφαλιστική εταιρία την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης

μέσα σε ορισμένη προθεσμία από αυτή και ότι αν ο ασφαλισμένος δεν τηρήσει την υποχρέωση αυτή, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του για καταβολή του ασφαλίσματος. Το κύρος του όρου αυτού δεν θίγεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2496/1997, από την οποία συνάγεται ότι στις περιπτώσεις της ιδιωτικής ασφάλισης η παράλειψη της υποχρέωσης που επιβάλλεται στον ασφαλισμένο προς αναγγελία της επέλευσης του κινδύνου στον ασφαλιστή μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται είτε νόμιμα είτε συμβατικά, δεν συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά μπορεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να γεννήσει υποχρέωση του ασφαλισμένου προς

αποκατάσταση της ζημίας, την οποία ενδεχομένως υπέστη ο ασφαλιστής εξ αιτίας της παράλειψης αυτής. Η διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 33, δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις πιο πάνω εξαιρετικές περιπτώσεις ασφάλισης και δεν μπορεί να εκτοπίσει, ενόψει και του ότι

δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, την ειδική συμφωνία των μερών για απαλλαγή του ασφαλιστή. Η πιο πάνω απαλλαγή, πρέπει να σημειωθεί ότι επέρχεται ανεξάρτητα από την επίδραση που άσκησε η παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου σε οποιαδήποτε ζημία του ασφαλιστή, εκτός εάν η απαλλαγή αυτή συνδέθηκε από τα μέρη με την επέλευση τέτοιας ζημίας ή την έκταση αυτής.

 Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τα εξής: "Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα), μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, δραστηριοποιείται στην εισαγωγή - εξαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων ψαριών. Δια του 2-12-2001 ασφαλιστηρίου συνήψε σύμβαση ασφάλισης πιστώσεων με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ..................... , καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εκκαλούσα-εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ............. ...... (ήδη αναιρεσίβλητη), για το χρονικό διάστημα από 1.11.2001 έως 1.11.2002, και με τις 823 και 687 πρόσθετες πράξεις για το χρονικό διάστημα από 1.2.2002 έως 1.11.2002 και από 1.2.2002 έως 1.2.2003 αντίστοιχα. Με τις πρόσθετες πράξεις τα ασφάλιστρα καθορίστηκαν σε 10.908,64 και 12.726,75 ευρώ, αντίστοιχα, και καταβλήθηκαν. Ως ασφαλιστικός

κίνδυνος ορίστηκε η αφερεγγυότητα του πελάτη της ενάγουσας, που συντρέχει, εκτός άλλων περιπτώσεων που ορίζονται στην παρ. 9 των Γενικών Ορων του Ασφαλιστηρίου, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής (protracted default), όταν η ασφαλισμένη απαίτηση μετά την υπέρβαση της αρχικά συμφωνηθείσας ημερομηνίας πληρωμής (λήξης) δεν πληρώθηκε εντός της προθεσμίας ανοχής, που προσδιορίστηκε σε εννέα μήνες ( παρ. 8.4.1 εδ. Ια. Ιβ και Ιδ των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου). Έκτοτε, εννέα μήνες μετά τη συμφωνημένη ημερομηνία πληρωμής της ασφαλισμένης απαίτησης, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα. Προκειμένου να θεωρηθεί μια απαίτηση ασφαλισμένη η ενάγουσα όφειλε

να κατονομάζει τον πελάτη της - αγοραστή και να ζητά από την εναγομένη έγκριση πιστωτικού ορίου και προθεσμία για την εξόφληση των απαιτήσεών της, μέγιστη περίοδο πίστωσης, που ξεκινά από την ημέρα τιμολόγησης της απαίτησης (παρ. 2. 3 και 7 εδ. 1 των γενικών ορών του ασφαλιστηρίου). Περαιτέρω, ορίστηκε ότι σε περίπτωση υπέρβασης της μέγιστης περιόδου πίστωσης πρέπει να ειδοποιηθεί αμέσως ο ασφαλιστής (υποχρέωση δήλωσης υπέρβασης μεγίστης περιόδου πίστωσης - παρ. 7 εδ. 2 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου). Εάν σε μία απαίτηση γίνει υπέρβαση της περιόδου πίστωσης, που είχε συμφωνηθεί αρχικά, τότε ο ασφαλισμένος από τη στιγμή αυτή διαθέτει τρεις μήνες για να λάβει ο ίδιος τα απαραίτητα μέτρα για την είσπραξη της

απαίτησης, ενώ εάν δεν έχουν πληρωθεί οι απαιτήσεις τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της λήξης, η οποία είχε συμφωνηθεί αρχικά, τότε ο ασφαλισμένος πρέπει να τις παραδώσει προς είσπραξη στην εταιρία είσπραξης με την επωνυμία ............... (παρ. 8.4 εδ. 4α και 4 β των ειδικών όρων του

ασφαλιστηρίου). Εάν ο ασφαλισμένος δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει ο νόμος ή η ασφαλιστική σύμβαση (παράβαση υποχρεώσεων), η ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της προς αποζημίωση, εκτός εάν η παράβαση θεωρηθεί ανυπαίτια (παρ. 14 εδ. 1

γενικών όρων του ασφαλιστηρίου). Ανεξάρτητα από την ανωτέρω υποχρέωση δήλωσης κατά την παρ. 7.2 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου, (δήλωση υπέρβασης μεγίστης περιόδου πίστωσης), ο ασφαλισμένος πρέπει να ενημερώσει την ασφαλιστική εταιρία για τη μη πληρωμή της απαίτησής του (δήλωση μη πληρωμής) τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της ημερομηνίας πληρωμής που είχε συμφωνηθεί αρχικά. Η παράλειψη της εμπρόθεσμης δήλωσης μη πληρωμής συνεπάγεται απώλεια της απαίτησης προς αποζημίωση από καθυστέρηση πληρωμής (protracted default) (παρ. 8.3 εδ. α, 3β ειδικών όρων του ασφαλιστήριου). Α) Περαιτέρω η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 4-6-2002 μέχρι 2-9-2002 πούλησε και παρέδωσε στην εταιρία με την επωνυμία

................. εμπορεύματα (φιλέτα πέρκας) συνολικής αξίας 266.130 ευρώ. Είχε προηγηθεί υποβολή αίτησης προς την εναγομένη για έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας της αγοράστριας εταιρίας και έγκριση πιστωτικού ορίου. Η εναγομένη χορήγησε ασφαλιστική κάλυψη για την ως άνω

αγοράστρια εταιρία, ορίζοντας πιστωτικό όριο 200.000 ευρώ και περίοδο πίστωσης δυο μηνών. Η ενάγουσα προέβη στις πωλήσεις προς την ως άνω αγοράστρια εταιρία με πίστωση ενός μηνός από την έκδοση κάθε τιμολογίου ως εξής: ... Η αγοράστρια εταιρία δεν κατέβαλε τις οφειλές της τη

συμφωνημένη ημέρα πληρωμής (ένα μήνα από την έκδοση κάθε τιμολογίου) και η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγομένη τη 13-7- 2002 και 5-8-2002 για τα τιμολόγια που μέχρι τότε δεν είχαν πληρωθεί κατά τη συμφωνημένη ημέρα λήξης (πληρωμής), και συγκεκριμένα για τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από 4-6-2002 έως 8- 8-2002 με ημερομηνία πληρωμής από 4-7- 2002 έως 8-8-2002.

Μέχρι δε την 23-10-2002 είχε αποστείλει παραγγελία επανείσπραξης στην εταιρία είσπραξης ..... .Ομως δεν προέβη σε δήλωση μη πληρωμής προς την ασφαλιστική εταιρία, τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της ημερομηνίας πληρωμής που είχε συμφωνηθεί αρχικά για κάθε πώληση προς την

αγοράστρια εταιρία, ήτοι την 4-10-2002, 10-10-2002, 12-10-5002, 17-10-2002, 24-10-2002, 26- 10-2002, 4-11-2002 και 8-11-2002. Σύμφωνα με τον ως άνω όρο του ασφαλιστηρίου, λόγω της μη (υποβολής) δήλωσης μη πληρωμής, επέρχεται απώλεια της απαίτησης αποζημίωσης για καθυστέρηση πληρωμής, ώστε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην ενάγουσα για τις απαιτήσεις αυτής κατά της αγοράστριας εταιρίας .......... (παρ. 8.3 εδ 3α, 3β των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου). Ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης που είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού (4γ) πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Επειδή δε η ένδικη σύμβαση είναι σύμβαση ασφάλισης πιστώσεων που συμπεριλαμβάνεται στις περιπτώσεις συμβάσεων ασφαλίσεων, στις οποίες είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, κατά τις σκέψεις που προεκτέθηκαν, δεν είναι άκυρος ο σχετικός όρος του ασφαλιστηρίου και ο αντίθετος ισχυρισμός της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ... Β) Στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από 5-8-2002 μέχρι 8-9-2002. η ενάγουσα πούλησε και παρέδωσε στην εταιρία με την επωνυμία ............. εμπορεύματα (φιλέτα πέρκας) συνολικής αξίας 76.680 ευρώ. Προγενέστερα είχε υποβάλει αίτηση στην εναγομένη για έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας της αγοράστριας εταιρίας και έγκριση πιστωτικού ορίου και η εναγομένη χορήγησε ασφαλιστική κάλυψη για την ως άνω αγοράστρια εταιρία, ορίζοντας πιστωτικό όριο 50.000 ευρώ και περίοδο πίστωσης δυο μηνών, για παραδόσεις από 1-6-2002. Η ενάγουσα προέβη στις πωλήσεις προς την

ως άνω αγοράστρια εταιρία με πίστωση ενός μηνός από την έκδοση κάθε τιμολογίου, ως εξής: ... Η αγοράστρια εταιρία δεν κατέβαλε τις οφειλές της τη συμφωνημένη ημέρα πληρωμής, (ένα μήνα από την έκδοση κάθε τιμολογίου). Μέχρι δε την 23-10-2002 η ενάγουσα είχε αποστείλει παραγγελία επανείσπραξης στην εταιρία είσπραξης .......... . Ομως, δεν προέβη σε δήλωση μη πληρωμής, τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της ημερομηνίας πληρωμής που είχε συμφωνηθεί αρχικά (παρ. 8.3 εδ. 3α. 3 β των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου), με αποτέλεσμα την απαλλαγή της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας κατά τους ως άνω όρους του ασφαλιστηρίου (παρ. 8.3 εδ. 3α. 3β των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου). Ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης που είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο κατά το τρίτο σκέλος αυτού (5 γ) της πρώτης υπό κρίση έφεσης (της εναγομένης), πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.

Επομένως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται της υποχρέωσης

καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, για τις απαιτήσεις αυτής κατά της αγοράστριας εταιρίας με την επωνυμία ............... ... Γ) Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 21-10-2002 μέχρι 18-11-2002 η ενάγουσα πούλησε και παρέδωσε στην εταιρία με την επωνυμία ... ....... .... ... εμπορεύματα

(φιλέτα πέρκας) συνολικής αξίας 81.144 ευρώ. Προγενέστερα είχε υποβάλλει αίτηση στην εναγομένη για έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας της αγοράστριας εταιρίας και έγκριση πιστωτικού ορίου και η εναγομένη χορήγησε ασφαλιστική κάλυψη για την ως άνω αγοράστρια εταιρία, ορίζοντας πιστωτικό όριο 100.000 ευρώ και περίοδο πίστωσης δυο μηνών, για παραδόσεις από 1-9-2002. Η ενάγουσα προέβη στις πωλήσεις προς την ως άνω αγοράστρια εταιρία με πίστωση ενός μηνός από την έκδοση κάθε τιμολογίου, ως εξής: ... Η αγοράστρια εταιρία δεν κατέβαλε τις οφειλές της τη συμφωνημένη ήμερα πληρωμής (ένα μήνα από την έκδοση κάθε τιμολογίου). Μέχρι δε την 31-7-2003 η ενάγουσα είχε αποστείλει παραγγελία επανείσπραξης στην εταιρία είσπραξης ............ . Ομως δεν προέβη σε δήλωση μη πληρωμής, τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της ημερομηνίας πληρωμής που είχε συμφωνηθεί αρχικά (παρ. 8.3 εδ. 3α, 3β των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου), με αποτέλεσμα τη απαλλαγή της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας κατά τους ως άνω όρους του ασφαλιστηρίου (παρ. 8.3 εδ. 3α, 3β των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου). Ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης, που είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο κατά το τρίτο σκέλος αυτού (6 γ) της πρώτης υπό κρίση έφεσης (της εναγομένης), πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Επομένως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης για τις απαιτήσεις αυτής κατά της αγοράστριας εταιρίας με την επωνυμία ....... ..... ".

 Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, το οποίο έκρινε ως έγκυρο τον όρο της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας και της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με αντικείμενο δραστηριότητας την εισαγωγή - εξαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων ψαριών, για την κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου από την παρεχόμενη εκ μέρους της τελευταίας στους πελάτες της πίστωσης του τιμήματος από την πώληση των εμπορευμάτων της, ότι η παράλειψη εκ μέρους του ασφαλισμένου της εμπρόθεσμης δήλωσης μη πληρωμής συνεπάγεται απώλεια της απαίτησης προς αποζημίωση από καθυστέρηση πληρωμής (protracted default) και στη συνέχεια δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο τον ισχυρισμό (ένσταση) της εναγομένης για παραβίαση του όρου αυτού εκ μέρους της ενάγουσας στις τρεις προαναφερόμενες περιπτώσεις (παράλειψη δήλωσης μη πληρωμής τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της συμφωνημένης αρχικά ημερομηνίας πληρωμής) και

απέρριψε την ένδικη αγωγή για καταβολή του ασφαλίσματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του ν. 2496/1997. Επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο πρώτος λόγος αναίρεσης του κύριου δικογράφου από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα και, ενόψει του ότι οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου

που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτο λόγο αναίρεσης της από 18.11.2011 αίτησης για αναίρεση της απόφασης 2731/2011 του Εφετείου Αθηνών.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2013.

Και  Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 27 Ιουνίου

2013.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
nextdeal.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ