2014-03-01 10:58:35
Στα Καυσοκαλύβια υπήρξαν κάποιοι για τούς όποιους εκφράζονταν υπόνοιες μήπως προσποιούνταν τούς σαλούς:
Ο Αγάθων, -που δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν ήταν κανονικώς κεκαρμένος ή απλούς λαϊκός υπ’ αυτό το όνομα γνωριζόμενος και οιονεί μοναχοαποκαλούμενος και από αγάπη οικονομούμενος απ’ τους πατέρες- ζούσε ασκητικώτατα κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 σε προχειροπαραπήγματα ή σε εγκαταλειμμένες ξεροκαλύβες.
Καθώς φρόντιζε, κανείς να μη μπορεί να τον επισκεφθεί στα ιδιαίτερα αυτά ενδιαιτήματα-καταφύγιά του, παρέμενε άγνωστος ό τρόπος της προσευχής και του πνευματικού του «κατά μάνας» (Ψαλμ, 140,10) αγώνας, καθώς και το πώς επεβίωνε, αφού μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε μόνο όταν του το προσέφεραν συνασκηταί από φιλανθρωπία ή και για μικροεκδουλεύσεις. Ενώ δεν κανείς δεν τον ήκουε ή τον έβλεπε ασκόπως περιφερόμενο και αργολογούντα, ποτέ δεν τον σημείωσε απόντα απ’ τις τακτικές και τις έκτακτες παγκοινιές και απλούς τις εορτές ακολουθίες και αγρυπνίες του Κυριακού.
Τα καλοκαίρια διήγε ξεσκούφωτος, μονοχίτων και ανυπόδητος. Τα τσουχτερά όμως κρύα και τις χιονοπαγωνιές τις αντιμετώπιζε με σύνεση, προνοητικότητα και σοφία.
Με τα πρώτα «γυρίσματα» του καιρού απεκδυόταν το παλιοζωστικό και... επιστράτευε την χειμωνιάτικη χοντρή και βαριά «στολή» του, πού -για να την περιγράψουμε λεπτομερέστερα- την απάρτιζαν: σκούφια καλογερική στην πλουσιότριχη κεφαλή του, Αγιαννανίτικη σκληρή χοντροφανέλλα φορεμένη κατάσαρκα, περισκελίδες δικής του επινοήσεως, κοπτικής και ραπτικής -με πρώτη ύλη τα χόρτοτσούβαλα-, τσαρούχια πού τα κατασκεύαζε επίσης ό ίδιος από γουρουνοτόμαρο πού το του προμήθευαν κυνηγοί, και... επανωφόρι συναρμολογημένο από προβατοπροβιές, πού, για ευνόητους λόγους, αρεσκόταν να το αποκαλεί «μηλωτή» (Βασιλειών 3, 19, 13)∙ αλλά ό νους όσων έτσι τον έβλεπαν πήγαινε περισσότερο σε βορειοπολικό Έσκιμωο και πολύ λιγότερο στον Θεσβίτη προφήτη Ηλία Δεν εκκακούσε, δεν έχανε την υπομονή και την ψυχραιμία του και ούτε διεμαρτύρετο ποτέ, για το ότι αρκετοί αδελφοί, επ’ ευκαιρία παροιυσίας του στο Κυριακό ή σε καλύβα για πρόθυμη παροχή βοηθείας, χάριν δοκιμασίας ή αστεϊσμού τον πείραζαν υπερμέτρως. Μια τέτοια συνδιαγωγή του προσπάθησαν να απαθανατίσουν φωτογραφικώς Καυσοκαλυβίτες πατέρες. Θέλω να νομίζω ότι ο σχεδιασμός και η πραγμάτωσις ήταν της πρωτοβουλίας της κατά πάντα οργανωμένης και ακμαζούσης τότε εξ αγιογράφων συνοδείας των Ιωασαφαίων. Όταν κατάλαβε τι «πήγαιναν» να του «σκαρώσουν», εξέφερε αντιρρήσεις, αντέτεινε και δυστρόπησε ζωηρώς, αλλά τελικώς άκων και συρόμενος -και παρά ταύτα ανεξικάκως χαμογελών- υπέστη την… «σκευωρίαν.
Οι εκείθεν έλκοντες την πνευματική καταγωγή Καρεώτες αδελφοί Ιωασαφαίοι, σε μια μας συνάντηση και σχετική συζήτηση, είχαν την ευγένεια και την καλωσύνη να μου εγχειρίσουν την περί ης πρόκειται φωτογραφία, που κατά διαδοχή ήσαν κάτοχοί της, την οποία ευτυχής παραθέτω.
Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος
από το βιβλίο του Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα
σελ. 200- 201
agioritikesmnimes
Ο Αγάθων, -που δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν ήταν κανονικώς κεκαρμένος ή απλούς λαϊκός υπ’ αυτό το όνομα γνωριζόμενος και οιονεί μοναχοαποκαλούμενος και από αγάπη οικονομούμενος απ’ τους πατέρες- ζούσε ασκητικώτατα κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 σε προχειροπαραπήγματα ή σε εγκαταλειμμένες ξεροκαλύβες.
Καθώς φρόντιζε, κανείς να μη μπορεί να τον επισκεφθεί στα ιδιαίτερα αυτά ενδιαιτήματα-καταφύγιά του, παρέμενε άγνωστος ό τρόπος της προσευχής και του πνευματικού του «κατά μάνας» (Ψαλμ, 140,10) αγώνας, καθώς και το πώς επεβίωνε, αφού μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε μόνο όταν του το προσέφεραν συνασκηταί από φιλανθρωπία ή και για μικροεκδουλεύσεις. Ενώ δεν κανείς δεν τον ήκουε ή τον έβλεπε ασκόπως περιφερόμενο και αργολογούντα, ποτέ δεν τον σημείωσε απόντα απ’ τις τακτικές και τις έκτακτες παγκοινιές και απλούς τις εορτές ακολουθίες και αγρυπνίες του Κυριακού.
Τα καλοκαίρια διήγε ξεσκούφωτος, μονοχίτων και ανυπόδητος. Τα τσουχτερά όμως κρύα και τις χιονοπαγωνιές τις αντιμετώπιζε με σύνεση, προνοητικότητα και σοφία.
Με τα πρώτα «γυρίσματα» του καιρού απεκδυόταν το παλιοζωστικό και... επιστράτευε την χειμωνιάτικη χοντρή και βαριά «στολή» του, πού -για να την περιγράψουμε λεπτομερέστερα- την απάρτιζαν: σκούφια καλογερική στην πλουσιότριχη κεφαλή του, Αγιαννανίτικη σκληρή χοντροφανέλλα φορεμένη κατάσαρκα, περισκελίδες δικής του επινοήσεως, κοπτικής και ραπτικής -με πρώτη ύλη τα χόρτοτσούβαλα-, τσαρούχια πού τα κατασκεύαζε επίσης ό ίδιος από γουρουνοτόμαρο πού το του προμήθευαν κυνηγοί, και... επανωφόρι συναρμολογημένο από προβατοπροβιές, πού, για ευνόητους λόγους, αρεσκόταν να το αποκαλεί «μηλωτή» (Βασιλειών 3, 19, 13)∙ αλλά ό νους όσων έτσι τον έβλεπαν πήγαινε περισσότερο σε βορειοπολικό Έσκιμωο και πολύ λιγότερο στον Θεσβίτη προφήτη Ηλία Δεν εκκακούσε, δεν έχανε την υπομονή και την ψυχραιμία του και ούτε διεμαρτύρετο ποτέ, για το ότι αρκετοί αδελφοί, επ’ ευκαιρία παροιυσίας του στο Κυριακό ή σε καλύβα για πρόθυμη παροχή βοηθείας, χάριν δοκιμασίας ή αστεϊσμού τον πείραζαν υπερμέτρως. Μια τέτοια συνδιαγωγή του προσπάθησαν να απαθανατίσουν φωτογραφικώς Καυσοκαλυβίτες πατέρες. Θέλω να νομίζω ότι ο σχεδιασμός και η πραγμάτωσις ήταν της πρωτοβουλίας της κατά πάντα οργανωμένης και ακμαζούσης τότε εξ αγιογράφων συνοδείας των Ιωασαφαίων. Όταν κατάλαβε τι «πήγαιναν» να του «σκαρώσουν», εξέφερε αντιρρήσεις, αντέτεινε και δυστρόπησε ζωηρώς, αλλά τελικώς άκων και συρόμενος -και παρά ταύτα ανεξικάκως χαμογελών- υπέστη την… «σκευωρίαν.
Οι εκείθεν έλκοντες την πνευματική καταγωγή Καρεώτες αδελφοί Ιωασαφαίοι, σε μια μας συνάντηση και σχετική συζήτηση, είχαν την ευγένεια και την καλωσύνη να μου εγχειρίσουν την περί ης πρόκειται φωτογραφία, που κατά διαδοχή ήσαν κάτοχοί της, την οποία ευτυχής παραθέτω.
Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος
από το βιβλίο του Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα
σελ. 200- 201
agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
1η ΜΑΡΤΙΟΥ 1935 : ΤΟ "ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ