2014-03-02 08:00:28
Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις συμβαίνει κάτι για το οποίο δεν καταγράφεται προηγούμενο στην μεταπολεμική εποχή, από τότε δηλαδή που οικοδομήθηκε η μέχρι σήμερα προνομιακή στρατηγική σχέση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα.
Την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη και κλιμακώνεται μια συντονισμένη επίθεση κατά της τουρκικής κυβέρνησης που επικροτείται από την αμερικανική κυβέρνηση. Kαι είναι το τελευταίο, η σιωπηρή συναίνεση και ενθάρρυνση της αμερικανικής κυβέρνησης προς την κατεύθυνση αυτή, που είναι πρωτόγνωρο και χωρίς προηγούμενο. Το ερώτημα είναι τι σηματοδοτεί και αν σηματοδοτεί το οτιδήποτε θετικό η εξέλιξη αυτή για τη Μεσόγειο και για εμάς, ειδικά.
Η υπό εκδήλωση επίθεση άρχισε “ασυντόνιστα” από το 2003 με αφορμή την άρνηση της πρωτοεκλεγμένης τότε κυβέρνησης των ισλαμιστών του Ερντογάν (που τότε δεν τους χαρακτήριζαν έτσι αλλά διαφορετικά και έχει αυτό τη σημασία και σημειολογία του) να επιτρέψει τη χρήση του τουρκικού εδάφους για την προγραμματισμένη διμέτωπη αμερικανική επίθεση που στόχευε στην ανατροπή του ιρακινού κοσμικού δικτάτορα Σαντάμ Χουσείν. Η απαγόρευση αυτή είχε και τη σύμφωνη γνώμη και ενθάρρυνση των Κεμαλιστών, που έχει και αυτό τη σημασία του για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Τα τελευταία 3-4 χρόνια η επίθεση κατά της τουρκικής κυβέρνησης άρχισε να συντονίζεται και να κλιμακώνεται με αφορμή ένα επιπρόσθετο γεγονός. Αυτό ήταν η ρήξη μεταξύ των παραδοσιακών συμμάχων Ισραήλ και Τουρκίας, η οποία άρχισε να λαμβάνει δυναμικές διαστάσεις τα έτη 2009 και 2010 με αφορμή δυο διεθνούς εμβέλειας επεισόδια.
Το πρώτο, του 2009, έγινε στην ετήσια σύναξη της παγκόσμιας ελίτ στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ερντογάν διέκοψε, υστερόβουλα και απότομα, ένα διεθνές πάνελ ζητώντας “ένα λεπτό” για να κατηγορήσει τον συμμετέχοντα στο πάνελ Πρωθυπουργό του Ισραήλ Σιμόν Περέζ και τη χώρα του ως “δολοφόνους” των Παλαιστινίων. Το άλλο, πιο γνωστό, έγινε ένα χρόνο αργότερα. Ήταν το αιματηρό επεισόδιο κατά του υπό τουρκικής ηγεσίας στολίσκου “Μαβί-Μαρμαρά”, που αποπειράθηκε ανεπιτυχως να
σπάσει τον Ισραηλινό θαλάσσιο αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, που ήλεγχε η Ισλαμιστική Παλαιστινιακό Οργάνωση Χαμάς την οποία η Ουάσινκτον θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση.
Τα επεισόδια του 2009 και του 2010, αν και σοβαρότατα δεν φαινεται να ήταν αρκετά από μόνα τους για να οδηγήσουν στην υπό εξέλιξη συντονισμένη επίθεση. Όμως ειδικά μετά το 2010 καταγράφεται και τεκμηριώνεται μια ανταγωνιστική και αυξανόμενα εχθρική πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης εναντίον πολύ συγκεκριμένων και υψηλής σημασίας αμερικανικών συμφερόντων που άπτονται της ασφάλειας των ΗΠΑ. Παρόμοιες συμπεριφορές έχουμε και εναντίον του Ισραήλ. Στην περίπτωση του Ισραήλ, ο ανταγωνισμός και η εχθρότητα εκφράζονται και με ακραίες λεκτικές διατυπώσεις που δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο ως χυδαίος αντισημιτισμός.
Οι μεταπολεμικές σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση, αλλά κυρίως με Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ, ποτέ δεν υπήρξαν “ομαλές”. Ωστόσο, οι όποιες “ανωμαλίες” -που υπήρξαν αμέτρητες- τύχαιναν διαχείρισης και πάντοτε επωφελία (και χωρίς σχεδόν εξαίρεση) των όποιων τουρκικών αιτημάτων ή ακριβέστερα, απαιτήσεων. Αυτό συνέβαινε και στις σχέσεις της Τουρκίας με το ευρύτερο δυτικό στρατόπεδο. Οι λόγοι ήταν δύο:
Ο πρώτος αφορούσε στον μεταπολεμικό ρόλο της Τουρκίας στους σχεδιασμούς της Δύσης (και του Ισραήλ) σε στρατηγικό επίπεδο. Συνυφασμένος με τη θεώρηση αυτή υπήρξε και ο ρόλος της Τουρκίας ως κοσμικού και οικονομικού “μοντέλου” προς μίμηση από μη δυτικές και μουσουλμανικές χώρες.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε σε μια δυτική μυθοπλασία ότι και αντίθετα με όλους τους υπόλοιπους λαούς και έθνη του πλανήτη, οι Τούρκοι είχαν ξεχωριστή “περηφάνια”, η οποία δε δεχόταν μύγα στο σπαθί της από κανέναν και από πουθενά. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις τριβών ή προβλημάτων με την Τουρκία, οι δυτικοί σύμμαχοί της και μαζί το Ισραήλ, έπρεπε να υποχωρούν, μην τυχόν και θιγεί η μοναδική στον κόσμο περηφάνια των Τούρκων, οδηγώντας έτσι σε απρόσμενες εξελίξεις, ακόμα και αυτή την καθεαυτή “φυγή” ή “έξοδο” της Τουρκίας από το δυτικό στρατόπεδο. Βάσει της παραπάνω λογικής επινοήθηκε μάλιστα και η φράση “who lost Turkey?” που υποδήλωνε καταστρεπτικές συνέπειες για τη Δύση και το Ισραήλ εάν η Τουρκία δε συνέδραμε το δυτικό στρατόπεδο ή ακόμα, χειρότερα, εάν συνασπίζετο με το αντίπαλο. Τότε το Σοβιετικό, σήμερα αυτό του ισλαμικού εξτρεμισμού.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω και όπως προκύπτει εκ των πραγμάτων, η Τουρκία υπήρξε συγκριτικά αλλά και σε απόλυτους αριθμούς (εάν αθροισθούν όλα τα ποσά) ο μεγαλύτερος αποδέκτης οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μπορεί η θέση αυτή να ξενίζει. Όμως επί του προκειμένου η συνολική βοήθεια που εισέπραξε η Τουρκία μεταπολεμικά ξεπερνά ακόμη και αυτή που δόθηκε στο Ισραήλ από τις ΗΠΑ και τους Δυτικούς. Μάλιστα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία υπήρξε και ο μεγαλύτερος αποδέκτης σοβιετικής βοήθειας έξω από το σοβιετικό μπλοκ!
Κοντολογίς, η Τουρκία υπήρξε η πιο κακομαθημένη (spoiled) σύμμαχος του δυτικού στρατοπέδου μέχρι πρόσφατα. Βέβαια και επειδή όπως χαρακτηριστικά έγραφε σε διπλωματικό μήνυμά του Ισραηλινός πρέσβης με έδρα την Άγκυρα “οι Τούρκοι έχουν πάντα δίκιο”, η τουρκική συμπεριφορά αντιστοιχούσε σε αυτή ακριβώς την αντίληψη. Το 1979, εν μέσω μιας ακόμη οικονομικής κρίσης που θα οδηγούσε όπως και οι δύο προηγούμενες στο τρίτο πραξικόπημα του 1980, Τούρκος πρώην Πρωθυπουργός δήλωνε ευθαρσώς σε αμερικανό αξιωματούχο, “πρέπει να πληρώνετε τους λογαριασμούς μας διότι μας έχετε ανάγκη”!
Αυτή ακριβώς η νοοτροπία εκδηλώθηκε το 2003, όταν οι σύμμαχοι τους Αμερικανοί ζήτησαν να χρησιμοποιήσουν τις στρατιωτικές υποδομές της Τουρκίας (που όλες οικοδομήθηκαν και εξοπλίστηκαν με αμερικανικούς πόρους, όπως και ο τουρκικός στρατός) για την επίθεση εναντίον του Σαντάμ. Η άρνηση των Τούρκων ακύρωνε στη πράξη την για δεκαετίες μεταπολεμική στρατηγική συμμαχία μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας. Για να συναινέσουν οι Τούρκοι το 2003 απαίτησαν ένα ποσό της τάξης των 95 δις δολαρίων, για να “υποχωρήσουν” στα 30, απαιτώντας ταυτόχρονα τουρκικές λύσεις σε κυπριακό και κουρδικό. Οι Αμερικανοί τους προσέφεραν 6 δις, την Κύπρο με τη μορφή του Σχεδίου Ανάν, όχι όμως υποχωρήσεις στο κουρδικό. Οι Τούρκοι έμειναν ανικανοποίητοι και αρνητικοί. Η κυβέρνηση Ομπάμα, αγνόησε επιδεικτικά αυτή την τουρκική στρατηγική ανυποληψία, υποστηρίζοντας μάλιστα οτι μόνο οι Τούρκοι δέν έφταιξαν το 2003 και οτι η άρνηση τους τότε ωφείλετο σε “παρεξήγηση” και μόνο! Ομπάμα και Ερτογάν έγιναν και “φιλαράκια” με τον πρώτο να χαρακτηρίζει, μέχρι πρόσφατα, τον νεοσουλτάνο της Άγκυρας ως ενα απο τους πιο σημαντικούς του ξένους “συμβουλάτορές”του!
Κάτι χειρότερο, απο πλευράς νοοτροπίας, χαρακτήριζε και τις σχέσεις του Ισραήλ με την Άγκυρα τόσο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και μεταψυχροπολεμικά. Οι σχέσεις αυτές υπήρξαν σχέσεις μονοδρομικές. Ήταν σχέσεις χωρίς αμοιβαιότητα. Απλά ήλπιζαν οι Ισραηλινοί οτι οι Τούρκοι, μουσουλμάνοι μεν αλλά όχι Άραβες, δεν θα στρέφοντο εναντίον τους. Δεν είναι οτι τους φοβούνται, οπως αποδειχθεί με το “Μαβι Μάρμαρα”. Αλλά δεν ήθελαν και αυτούς απέναντι τους.
Βάσει του παραπάνω σκεπτικού, Ισραήλ και οι ΗΠΑ υποστήριξαν διαχρονικά τις τουρκικές θέσεις σε όλα τα επίπεδα της ελληνο-τουρκο-κυπριακής αντιπαράθεσης παραχωρώντας στη πράξη δικαίωμα “βέτο” στη ´Αγκυρα. Μία απο τις πιό καταλυτικές συνέπειες της εργαλειακά στρατηγικής αυτής αντίληψης ηταν η επιτυχημένη υλοποίηση μιας εκλεπτυσμένης προπαγάνδας που κατέληξε στον εξαγνισμό της Τουρκικής επιδρομικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σήμερα βλέπουμε την συντονισμένη επίθεση έναντι στη τουρκική κυβέρνηση να εκδηλώνεται στίς ΗΠΑ απο κρίσιμους φορείς και άτομα και με τέτοιες μορφές που δεν επιτρέπουν στη αμερικανικη κυβέρνηση να την αγνοήσει. Έχουμε π.χ. πολύ επικριτικά κείμενα σε περίοπτα περιοδικά γνώμης για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως τα Foreign Policy και Foreign Affairs, ειδικά το τελευταίο που φιλοξενεί στη τελευταία έκδοση του κείμενο άκρως αρνητικό για την όπως την χαρακτηρίζει “μη φιλική” προς τις ΗΠΑ Τουρκία, ζητώντας απο την αμερικανική κυβέρνηση να αντιδράσει ανάλογα. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στις θεματικές που επιλέγονται για να ασκηθεί κριτική, όπως αυτή της τρομοκρατίας. Ειδικά στο ζήτημα αυτό η Τουρκία κατηγορείται, με παράθεση πληθώρας στοιχείων, οτι ουσιαστικά υποθάλπει την ισλαμική τρομοκρατία κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, ακόμη και οτι είναι ενεργά συμμέτοχη σε τρομοκρατικές πράξεις. Τέλος, και εδώ εχουμε την απόλυτη απόδειξη του συντονισμού και της κλιμάκωσης, αναφορά πρέπει να γίνει και στη ομαδική επιστολή καταγγελίας προς των Πρόεδρο Ομπάμα για τη Τουρκία ημερ. 20 Φεβρουάριου που φέρει 84 επιγραφές. Μόνο άτομα που είναι απόλυτα ταυτισμένα με τη Τουρκία ή είναι στη δούλεψη της απουσιάζουν. Ο κατάλογος είναι πραγματικά εντυπωσιακός για το ειδικό βάρος του κάθε ατόμου ξεχωριστά σε ζητήματα εξωτερικης πολιτικής και ασφάλειας. Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός οτι συμπεριλαμβάνονται άτομα που εκθείαζαν τη Τουρκία με ψύλλου πήδημα και υπήρξαν διαχρονικά νεροκουβαλητές της.
Ολοκληρώνοντας επανα-υπογραμμίζω οτι αυτό που συμβαίνει στις αμερικανό-τουρκικές σχέσεις είναι χωρίς προηγούμενο. Διατηρώ ωστόσο σοβαρούς ενδοιασμούς κατα πόσο η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί και σοβαρή αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, επωφελία της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή μας και στη Μεσόγειο. Και ο λόγος είναι απλός. Γίνεται λάθος διάγνωση του προβλήματος διότι προσωποποιείται στον ισλαμιστή Ερτογάν και τον άμεσο περίγυρο του. Δεν είναι έτσι. Το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό και δεν θεραπεύεται με την αποδόμηση του Ερτογάν και την αντικατάσταση του, φέρει πείν, απο τον φερόμενο ως μετριοπαθή και σημερινό πρόεδρο Γκούλ. Το πρόβλημα με την Τουρκία είναι δομικό και απορρέει απο την ανελεύθερη φύση, και τον ολοκληρωτισμό το τουρκικού κράτους και της στρατογραφειοκρατικής ελίτ που το εξυπηρετεί και εξυπηρετείται. Είδαμε όλοι την ταχύτητα με την οποία το κεμαλικό “βαθύ κράτος”, το derin devlet, έγινε ισλαμικό. Απο το κεμαλισμό, που δεν ηταν παρά η τουρκική εκδοχή του φασισμού και που ανδρώθηκε την εποχή του αντιγράφοντας το, φθάσαμε γραμμικά στον Ερντογάν, που δεν είναι παρά η ισλαμική εκδοχή του ιδίου φαινομένου με θρησκευτικό μανδύα. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα!
Το Ισραήλ γνωρίζει καλύτερα και κατανοεί ή πρέπει, το υπαρξιακό για αυτό κίνδυνο που προκύπτει απο μια “κεμαλο-ισλαμική σύνθεση”. Είναι ό ίδιος ακριβώς κίνδυνος που επιβουλεύεται και τη δική μας ύπαρξη. Αυτό που χρειάζεται η περιοχή της Μεσογείου είναι ένα αντί-ηγεμονικό υποσύστημα ασφαλείας και όχι την αντικατάσταση ενός αυταρχικού και ματαιόδοξου ηγεμόνα που θέλει να βγεί απο το “μαντρί”, αλλά και πάλι εκφραστή των παθογενειών και φασιστικων νοοτροποιών του τουρκικού κράτους.
mignatiou.com
Στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις συμβαίνει κάτι για το οποίο δεν καταγράφεται προηγούμενο στην μεταπολεμική εποχή, από τότε δηλαδή που οικοδομήθηκε η μέχρι σήμερα προνομιακή στρατηγική σχέση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα.
Την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη και κλιμακώνεται μια συντονισμένη επίθεση κατά της τουρκικής κυβέρνησης που επικροτείται από την αμερικανική κυβέρνηση. Kαι είναι το τελευταίο, η σιωπηρή συναίνεση και ενθάρρυνση της αμερικανικής κυβέρνησης προς την κατεύθυνση αυτή, που είναι πρωτόγνωρο και χωρίς προηγούμενο. Το ερώτημα είναι τι σηματοδοτεί και αν σηματοδοτεί το οτιδήποτε θετικό η εξέλιξη αυτή για τη Μεσόγειο και για εμάς, ειδικά.
Η υπό εκδήλωση επίθεση άρχισε “ασυντόνιστα” από το 2003 με αφορμή την άρνηση της πρωτοεκλεγμένης τότε κυβέρνησης των ισλαμιστών του Ερντογάν (που τότε δεν τους χαρακτήριζαν έτσι αλλά διαφορετικά και έχει αυτό τη σημασία και σημειολογία του) να επιτρέψει τη χρήση του τουρκικού εδάφους για την προγραμματισμένη διμέτωπη αμερικανική επίθεση που στόχευε στην ανατροπή του ιρακινού κοσμικού δικτάτορα Σαντάμ Χουσείν. Η απαγόρευση αυτή είχε και τη σύμφωνη γνώμη και ενθάρρυνση των Κεμαλιστών, που έχει και αυτό τη σημασία του για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Τα τελευταία 3-4 χρόνια η επίθεση κατά της τουρκικής κυβέρνησης άρχισε να συντονίζεται και να κλιμακώνεται με αφορμή ένα επιπρόσθετο γεγονός. Αυτό ήταν η ρήξη μεταξύ των παραδοσιακών συμμάχων Ισραήλ και Τουρκίας, η οποία άρχισε να λαμβάνει δυναμικές διαστάσεις τα έτη 2009 και 2010 με αφορμή δυο διεθνούς εμβέλειας επεισόδια.
Το πρώτο, του 2009, έγινε στην ετήσια σύναξη της παγκόσμιας ελίτ στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ερντογάν διέκοψε, υστερόβουλα και απότομα, ένα διεθνές πάνελ ζητώντας “ένα λεπτό” για να κατηγορήσει τον συμμετέχοντα στο πάνελ Πρωθυπουργό του Ισραήλ Σιμόν Περέζ και τη χώρα του ως “δολοφόνους” των Παλαιστινίων. Το άλλο, πιο γνωστό, έγινε ένα χρόνο αργότερα. Ήταν το αιματηρό επεισόδιο κατά του υπό τουρκικής ηγεσίας στολίσκου “Μαβί-Μαρμαρά”, που αποπειράθηκε ανεπιτυχως να
σπάσει τον Ισραηλινό θαλάσσιο αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, που ήλεγχε η Ισλαμιστική Παλαιστινιακό Οργάνωση Χαμάς την οποία η Ουάσινκτον θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση.
Τα επεισόδια του 2009 και του 2010, αν και σοβαρότατα δεν φαινεται να ήταν αρκετά από μόνα τους για να οδηγήσουν στην υπό εξέλιξη συντονισμένη επίθεση. Όμως ειδικά μετά το 2010 καταγράφεται και τεκμηριώνεται μια ανταγωνιστική και αυξανόμενα εχθρική πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης εναντίον πολύ συγκεκριμένων και υψηλής σημασίας αμερικανικών συμφερόντων που άπτονται της ασφάλειας των ΗΠΑ. Παρόμοιες συμπεριφορές έχουμε και εναντίον του Ισραήλ. Στην περίπτωση του Ισραήλ, ο ανταγωνισμός και η εχθρότητα εκφράζονται και με ακραίες λεκτικές διατυπώσεις που δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο ως χυδαίος αντισημιτισμός.
Οι μεταπολεμικές σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση, αλλά κυρίως με Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ, ποτέ δεν υπήρξαν “ομαλές”. Ωστόσο, οι όποιες “ανωμαλίες” -που υπήρξαν αμέτρητες- τύχαιναν διαχείρισης και πάντοτε επωφελία (και χωρίς σχεδόν εξαίρεση) των όποιων τουρκικών αιτημάτων ή ακριβέστερα, απαιτήσεων. Αυτό συνέβαινε και στις σχέσεις της Τουρκίας με το ευρύτερο δυτικό στρατόπεδο. Οι λόγοι ήταν δύο:
Ο πρώτος αφορούσε στον μεταπολεμικό ρόλο της Τουρκίας στους σχεδιασμούς της Δύσης (και του Ισραήλ) σε στρατηγικό επίπεδο. Συνυφασμένος με τη θεώρηση αυτή υπήρξε και ο ρόλος της Τουρκίας ως κοσμικού και οικονομικού “μοντέλου” προς μίμηση από μη δυτικές και μουσουλμανικές χώρες.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε σε μια δυτική μυθοπλασία ότι και αντίθετα με όλους τους υπόλοιπους λαούς και έθνη του πλανήτη, οι Τούρκοι είχαν ξεχωριστή “περηφάνια”, η οποία δε δεχόταν μύγα στο σπαθί της από κανέναν και από πουθενά. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις τριβών ή προβλημάτων με την Τουρκία, οι δυτικοί σύμμαχοί της και μαζί το Ισραήλ, έπρεπε να υποχωρούν, μην τυχόν και θιγεί η μοναδική στον κόσμο περηφάνια των Τούρκων, οδηγώντας έτσι σε απρόσμενες εξελίξεις, ακόμα και αυτή την καθεαυτή “φυγή” ή “έξοδο” της Τουρκίας από το δυτικό στρατόπεδο. Βάσει της παραπάνω λογικής επινοήθηκε μάλιστα και η φράση “who lost Turkey?” που υποδήλωνε καταστρεπτικές συνέπειες για τη Δύση και το Ισραήλ εάν η Τουρκία δε συνέδραμε το δυτικό στρατόπεδο ή ακόμα, χειρότερα, εάν συνασπίζετο με το αντίπαλο. Τότε το Σοβιετικό, σήμερα αυτό του ισλαμικού εξτρεμισμού.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω και όπως προκύπτει εκ των πραγμάτων, η Τουρκία υπήρξε συγκριτικά αλλά και σε απόλυτους αριθμούς (εάν αθροισθούν όλα τα ποσά) ο μεγαλύτερος αποδέκτης οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μπορεί η θέση αυτή να ξενίζει. Όμως επί του προκειμένου η συνολική βοήθεια που εισέπραξε η Τουρκία μεταπολεμικά ξεπερνά ακόμη και αυτή που δόθηκε στο Ισραήλ από τις ΗΠΑ και τους Δυτικούς. Μάλιστα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία υπήρξε και ο μεγαλύτερος αποδέκτης σοβιετικής βοήθειας έξω από το σοβιετικό μπλοκ!
Κοντολογίς, η Τουρκία υπήρξε η πιο κακομαθημένη (spoiled) σύμμαχος του δυτικού στρατοπέδου μέχρι πρόσφατα. Βέβαια και επειδή όπως χαρακτηριστικά έγραφε σε διπλωματικό μήνυμά του Ισραηλινός πρέσβης με έδρα την Άγκυρα “οι Τούρκοι έχουν πάντα δίκιο”, η τουρκική συμπεριφορά αντιστοιχούσε σε αυτή ακριβώς την αντίληψη. Το 1979, εν μέσω μιας ακόμη οικονομικής κρίσης που θα οδηγούσε όπως και οι δύο προηγούμενες στο τρίτο πραξικόπημα του 1980, Τούρκος πρώην Πρωθυπουργός δήλωνε ευθαρσώς σε αμερικανό αξιωματούχο, “πρέπει να πληρώνετε τους λογαριασμούς μας διότι μας έχετε ανάγκη”!
Αυτή ακριβώς η νοοτροπία εκδηλώθηκε το 2003, όταν οι σύμμαχοι τους Αμερικανοί ζήτησαν να χρησιμοποιήσουν τις στρατιωτικές υποδομές της Τουρκίας (που όλες οικοδομήθηκαν και εξοπλίστηκαν με αμερικανικούς πόρους, όπως και ο τουρκικός στρατός) για την επίθεση εναντίον του Σαντάμ. Η άρνηση των Τούρκων ακύρωνε στη πράξη την για δεκαετίες μεταπολεμική στρατηγική συμμαχία μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας. Για να συναινέσουν οι Τούρκοι το 2003 απαίτησαν ένα ποσό της τάξης των 95 δις δολαρίων, για να “υποχωρήσουν” στα 30, απαιτώντας ταυτόχρονα τουρκικές λύσεις σε κυπριακό και κουρδικό. Οι Αμερικανοί τους προσέφεραν 6 δις, την Κύπρο με τη μορφή του Σχεδίου Ανάν, όχι όμως υποχωρήσεις στο κουρδικό. Οι Τούρκοι έμειναν ανικανοποίητοι και αρνητικοί. Η κυβέρνηση Ομπάμα, αγνόησε επιδεικτικά αυτή την τουρκική στρατηγική ανυποληψία, υποστηρίζοντας μάλιστα οτι μόνο οι Τούρκοι δέν έφταιξαν το 2003 και οτι η άρνηση τους τότε ωφείλετο σε “παρεξήγηση” και μόνο! Ομπάμα και Ερτογάν έγιναν και “φιλαράκια” με τον πρώτο να χαρακτηρίζει, μέχρι πρόσφατα, τον νεοσουλτάνο της Άγκυρας ως ενα απο τους πιο σημαντικούς του ξένους “συμβουλάτορές”του!
Κάτι χειρότερο, απο πλευράς νοοτροπίας, χαρακτήριζε και τις σχέσεις του Ισραήλ με την Άγκυρα τόσο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και μεταψυχροπολεμικά. Οι σχέσεις αυτές υπήρξαν σχέσεις μονοδρομικές. Ήταν σχέσεις χωρίς αμοιβαιότητα. Απλά ήλπιζαν οι Ισραηλινοί οτι οι Τούρκοι, μουσουλμάνοι μεν αλλά όχι Άραβες, δεν θα στρέφοντο εναντίον τους. Δεν είναι οτι τους φοβούνται, οπως αποδειχθεί με το “Μαβι Μάρμαρα”. Αλλά δεν ήθελαν και αυτούς απέναντι τους.
Βάσει του παραπάνω σκεπτικού, Ισραήλ και οι ΗΠΑ υποστήριξαν διαχρονικά τις τουρκικές θέσεις σε όλα τα επίπεδα της ελληνο-τουρκο-κυπριακής αντιπαράθεσης παραχωρώντας στη πράξη δικαίωμα “βέτο” στη ´Αγκυρα. Μία απο τις πιό καταλυτικές συνέπειες της εργαλειακά στρατηγικής αυτής αντίληψης ηταν η επιτυχημένη υλοποίηση μιας εκλεπτυσμένης προπαγάνδας που κατέληξε στον εξαγνισμό της Τουρκικής επιδρομικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σήμερα βλέπουμε την συντονισμένη επίθεση έναντι στη τουρκική κυβέρνηση να εκδηλώνεται στίς ΗΠΑ απο κρίσιμους φορείς και άτομα και με τέτοιες μορφές που δεν επιτρέπουν στη αμερικανικη κυβέρνηση να την αγνοήσει. Έχουμε π.χ. πολύ επικριτικά κείμενα σε περίοπτα περιοδικά γνώμης για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως τα Foreign Policy και Foreign Affairs, ειδικά το τελευταίο που φιλοξενεί στη τελευταία έκδοση του κείμενο άκρως αρνητικό για την όπως την χαρακτηρίζει “μη φιλική” προς τις ΗΠΑ Τουρκία, ζητώντας απο την αμερικανική κυβέρνηση να αντιδράσει ανάλογα. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στις θεματικές που επιλέγονται για να ασκηθεί κριτική, όπως αυτή της τρομοκρατίας. Ειδικά στο ζήτημα αυτό η Τουρκία κατηγορείται, με παράθεση πληθώρας στοιχείων, οτι ουσιαστικά υποθάλπει την ισλαμική τρομοκρατία κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, ακόμη και οτι είναι ενεργά συμμέτοχη σε τρομοκρατικές πράξεις. Τέλος, και εδώ εχουμε την απόλυτη απόδειξη του συντονισμού και της κλιμάκωσης, αναφορά πρέπει να γίνει και στη ομαδική επιστολή καταγγελίας προς των Πρόεδρο Ομπάμα για τη Τουρκία ημερ. 20 Φεβρουάριου που φέρει 84 επιγραφές. Μόνο άτομα που είναι απόλυτα ταυτισμένα με τη Τουρκία ή είναι στη δούλεψη της απουσιάζουν. Ο κατάλογος είναι πραγματικά εντυπωσιακός για το ειδικό βάρος του κάθε ατόμου ξεχωριστά σε ζητήματα εξωτερικης πολιτικής και ασφάλειας. Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός οτι συμπεριλαμβάνονται άτομα που εκθείαζαν τη Τουρκία με ψύλλου πήδημα και υπήρξαν διαχρονικά νεροκουβαλητές της.
Ολοκληρώνοντας επανα-υπογραμμίζω οτι αυτό που συμβαίνει στις αμερικανό-τουρκικές σχέσεις είναι χωρίς προηγούμενο. Διατηρώ ωστόσο σοβαρούς ενδοιασμούς κατα πόσο η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί και σοβαρή αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, επωφελία της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή μας και στη Μεσόγειο. Και ο λόγος είναι απλός. Γίνεται λάθος διάγνωση του προβλήματος διότι προσωποποιείται στον ισλαμιστή Ερτογάν και τον άμεσο περίγυρο του. Δεν είναι έτσι. Το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό και δεν θεραπεύεται με την αποδόμηση του Ερτογάν και την αντικατάσταση του, φέρει πείν, απο τον φερόμενο ως μετριοπαθή και σημερινό πρόεδρο Γκούλ. Το πρόβλημα με την Τουρκία είναι δομικό και απορρέει απο την ανελεύθερη φύση, και τον ολοκληρωτισμό το τουρκικού κράτους και της στρατογραφειοκρατικής ελίτ που το εξυπηρετεί και εξυπηρετείται. Είδαμε όλοι την ταχύτητα με την οποία το κεμαλικό “βαθύ κράτος”, το derin devlet, έγινε ισλαμικό. Απο το κεμαλισμό, που δεν ηταν παρά η τουρκική εκδοχή του φασισμού και που ανδρώθηκε την εποχή του αντιγράφοντας το, φθάσαμε γραμμικά στον Ερντογάν, που δεν είναι παρά η ισλαμική εκδοχή του ιδίου φαινομένου με θρησκευτικό μανδύα. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα!
Το Ισραήλ γνωρίζει καλύτερα και κατανοεί ή πρέπει, το υπαρξιακό για αυτό κίνδυνο που προκύπτει απο μια “κεμαλο-ισλαμική σύνθεση”. Είναι ό ίδιος ακριβώς κίνδυνος που επιβουλεύεται και τη δική μας ύπαρξη. Αυτό που χρειάζεται η περιοχή της Μεσογείου είναι ένα αντί-ηγεμονικό υποσύστημα ασφαλείας και όχι την αντικατάσταση ενός αυταρχικού και ματαιόδοξου ηγεμόνα που θέλει να βγεί απο το “μαντρί”, αλλά και πάλι εκφραστή των παθογενειών και φασιστικων νοοτροποιών του τουρκικού κράτους.
mignatiou.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δημιουργήστε ένα μοντέρνο σινιόν
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άση Μπήλιου: «Τρεφόμουν μόνο με ορούς και έχασα 30 κιλά»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ