2014-03-10 20:53:07
Για ολόκληρη την περίοδο της κατοχής στην Κρήτη, ο Δημήτρης Καλλέργης από το Παγκαλοχώρι ανατολικά του Ρεθύμνου, σήμερα στα 87 του χρόνια, ήταν σε καθημερινή επαφή με τους στρατιώτες των γερμανικών δυνάμεων στον λόφο «Κεφάλα» του χωριού του, εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει και δημιουργήσει το φυλάκιο τους. Ήταν, τότε, παιδάκι 14 χρονών και από μεγάλη φαμίλια με άλλα «εφτά αδέρφια» και για να ζήσει το σπίτι χρειάστηκε να βόσκει τα εκατό πρόβατα του πατέρα του στην ίδια περιοχή αυστραλία καλλέργης βοσκός γερμανοίΥπερήλικας πλέον, κάνει συχνά μια αναδρομή στο παρελθόν της δυστυχίας και της ανέχειας και μιλάει για τα σκληρά χρόνια της κατοχικής περιόδου και για τις επαφές που είχε με τους Γερμανούς στην «Κεφάλα», εκεί που διέμεναν, που είχαν εγκαταστήσει πολυβολεία για να ελέγχουν τον χώρο ως τη θάλασσα του Σταυρωμένου και ευρύτερα και να εφαρμόζουν τα σχέδιά τους με συνεχείς ελέγχους στα κοντινά χωριά Άδελε, Πηγή, Λούτρα, Μέση, και Κυριάννα…
Βρέθηκαν στον λόφο γνωρίζοντας! Πριν την κυριαρχία τους είχαν εγκατασταθεί Αυστραλοί σύμμαχοι και η πρώτη κουβέντα των αλεξιπτωτιστών, πέφτοντας, ήταν «πού Αυστραλοί;». Οι σύμμαχοι, διαπιστώνοντας ότι η Κρήτη δεν μπορεί να κρατηθεί, εγκατέλειψαν την «Κεφάλα» για να σωθούν και έφυγαν προς τα νότια και προς τα χωριά του Ψηλορείτη…
«Εγώ εκείνη την περίοδο έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου και ήμουν 14 χρονών», αφηγείται ο κ. Καλλέργης. «Φτάνοντας οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στις σκηνές των Αυστραλών και με κοντά παντελόνια που ήμουν με πλησίασαν, δεν με πείραξαν και άρχισαν να χαϊδεύουν τα πρόβατα, και τους έκανε εντύπωση που ήταν ήρεμα! Φορούσα στην πλάτη ένα βουργιαλάκι που είχε ψωμί και ελιές, το ψαχούλεψαν, είδαν ότι δεν έχω κάτι το ύποπτο και έφυγαν. Στη γνωριμία μας με φίλεψαν με σοκολάτες...»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣαυστραλία καλλέργης βοσκός γερμανοί
Από εκεί και μετά οι επαφές ήταν καθημερινές. Οι ίδιοι άρμεγαν τα πρόβατα και έπαιρναν το γάλα για τις ανάγκες της δύναμης που βρίσκονταν στον λόφο. Συνεχίζοντας την αφήγησή του λέει: «Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι ήταν γιατί κάθε μέρα έβλεπες και άλλους! Το ύψωμα το βράδυ ήταν γεμάτο, μετά βέβαια τις ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά μας…
»Μόλις άρμεγαν μου έδιναν ένας δικό τους σακίδιο με τρόφιμα, καφέ, ζάχαρη, ψωμί, σοκολάτες και τα πήγαινα στο σπίτι μας. Το πρωί με περίμεναν να τους δώσω πάλι γάλα και αυτή η συναλλαγή γινόταν κάθε μέρα. Όλη την κατοχή ήμουν μαζί τους, δεν με πείραξαν και με αγαπούσαν. Να φανταστείς ότι το καλοκαίρι μου έδιναν άδεια για να πάω να βοηθήσω στον τρυγητό και σε μια σκηνή ήταν δυο Γερμανοί που μαγείρευαν και από το φαγητό τους με τάιζαν…
»Όταν έκαναν τις εκτελέσεις στο χωριό μου το Παγκαλοχώρι, στις 3 Ιουνίου του ’41, δεν άφησαν τα πρόβατα να βγουν να βοσκίσουν και εγώ πήγα στο σπίτι μας όμως δεν μου επέτρεψαν να πλησιάσω εκεί που σκότωσαν τους χωριανούς. Σε όλες τις εκτελέσεις είχαν μαζί τους και ένα θείο μου, τον Γιώργη Χαρ. Πολιουδάκη, επειδή είχε κάνει στην Αμερική και ήξερε τα αγγλικά και τον χρησιμοποιούσαν σε ρόλο μεταφραστή. Αφού τέλειωσαν τις εκτελέσεις εκτέλεσαν και τον ίδιο για να μην μαρτυρήσει τα όσα είδε και άκουσε…»
Οι μέρες περνούσαν και ο Καλλέργης έδινε γάλα και έπαιρνε τρόφιμα για το σπίτι και μια καραβάνα από το φαγητό της ημέρας. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε με ένα κρητικό σαρίκι στο κεφάλι και Γερμανός βαθμοφόρος που τον είδε με τον συμπατριώτη του στρατιώτη τον παρατήρησε σε έντονο τόνο, επειδή ο μικρός «μπορεί να ήταν και παρτιζάνος».
ΟΙ ΠΡΟΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Από την πληθώρα των περιστατικών που αντίκρισε ο μικρός, ήταν όταν μετά το ολοκαύτωμα των Ανωγείων, «οι προίκες των κοριτσιών από τα ανωγειανά σπίτια ήλθαν στο λόφο που είχαν εγκατασταθεί». Τότε, όλες μεταφέρθηκαν στην «Κεφάλα» και μέσα σε σκηνές, και λίγες μέρες μετά «με δυο φορτηγά πήγαν στη Γερμανία».
Και ενώ οι δυνάμεις κατοχής βρίσκονταν στο λόφο του Παγκαλοχωρίου, οι Ιταλοί αιχμάλωτοι των Γερμανών διέμεναν στο μοναστήρι του Αρσανίου και πεινασμένοι έβγαιναν στα κοντινά χωριά αναζητώντας «ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν». Σε αυτούς ήταν και ο Ιωσήφ Γκουερίνο που είχε βρει καταφύγιο στο καφενείο του Νικ. Χαρ. Πολιουδάκη στο Αστέρι. Έπιναν το κρασί τους και πάντα «ο μεζές τους ήταν κεφαλάκια από πρόβατα».
Τα ζώα, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, προέρχονταν από ζωοκλοπές γιατί πάντα ο αριθμός τους παρέμενε ο… ίδιος αν και πολλά από αυτά πήγαιναν για σφαγή. Αυτό το ερώτημα διατύπωσε πολλάκις κατά τις επισκέψεις του και ο Γκουερίνο, μέχρι που ξεδιάλυνε το μυστήριο!
Ο Ιταλός το ΄50 βρέθηκε στο Αστέρι για να συναντήσει τον φίλο του καφετζή, όμως νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου. Πήγε τον είδε στο νοσοκομείο, έμεινε για λίγες μέρες στην Κρήτη και αναχώρησε. Κανείς δεν γνωρίζει ποια ήταν η τύχη του, ή αν βρίσκεται ακόμη εν ζωή!
madeincreta.gr
Βρέθηκαν στον λόφο γνωρίζοντας! Πριν την κυριαρχία τους είχαν εγκατασταθεί Αυστραλοί σύμμαχοι και η πρώτη κουβέντα των αλεξιπτωτιστών, πέφτοντας, ήταν «πού Αυστραλοί;». Οι σύμμαχοι, διαπιστώνοντας ότι η Κρήτη δεν μπορεί να κρατηθεί, εγκατέλειψαν την «Κεφάλα» για να σωθούν και έφυγαν προς τα νότια και προς τα χωριά του Ψηλορείτη…
«Εγώ εκείνη την περίοδο έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου και ήμουν 14 χρονών», αφηγείται ο κ. Καλλέργης. «Φτάνοντας οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στις σκηνές των Αυστραλών και με κοντά παντελόνια που ήμουν με πλησίασαν, δεν με πείραξαν και άρχισαν να χαϊδεύουν τα πρόβατα, και τους έκανε εντύπωση που ήταν ήρεμα! Φορούσα στην πλάτη ένα βουργιαλάκι που είχε ψωμί και ελιές, το ψαχούλεψαν, είδαν ότι δεν έχω κάτι το ύποπτο και έφυγαν. Στη γνωριμία μας με φίλεψαν με σοκολάτες...»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣαυστραλία καλλέργης βοσκός γερμανοί
Από εκεί και μετά οι επαφές ήταν καθημερινές. Οι ίδιοι άρμεγαν τα πρόβατα και έπαιρναν το γάλα για τις ανάγκες της δύναμης που βρίσκονταν στον λόφο. Συνεχίζοντας την αφήγησή του λέει: «Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι ήταν γιατί κάθε μέρα έβλεπες και άλλους! Το ύψωμα το βράδυ ήταν γεμάτο, μετά βέβαια τις ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά μας…
»Μόλις άρμεγαν μου έδιναν ένας δικό τους σακίδιο με τρόφιμα, καφέ, ζάχαρη, ψωμί, σοκολάτες και τα πήγαινα στο σπίτι μας. Το πρωί με περίμεναν να τους δώσω πάλι γάλα και αυτή η συναλλαγή γινόταν κάθε μέρα. Όλη την κατοχή ήμουν μαζί τους, δεν με πείραξαν και με αγαπούσαν. Να φανταστείς ότι το καλοκαίρι μου έδιναν άδεια για να πάω να βοηθήσω στον τρυγητό και σε μια σκηνή ήταν δυο Γερμανοί που μαγείρευαν και από το φαγητό τους με τάιζαν…
»Όταν έκαναν τις εκτελέσεις στο χωριό μου το Παγκαλοχώρι, στις 3 Ιουνίου του ’41, δεν άφησαν τα πρόβατα να βγουν να βοσκίσουν και εγώ πήγα στο σπίτι μας όμως δεν μου επέτρεψαν να πλησιάσω εκεί που σκότωσαν τους χωριανούς. Σε όλες τις εκτελέσεις είχαν μαζί τους και ένα θείο μου, τον Γιώργη Χαρ. Πολιουδάκη, επειδή είχε κάνει στην Αμερική και ήξερε τα αγγλικά και τον χρησιμοποιούσαν σε ρόλο μεταφραστή. Αφού τέλειωσαν τις εκτελέσεις εκτέλεσαν και τον ίδιο για να μην μαρτυρήσει τα όσα είδε και άκουσε…»
Οι μέρες περνούσαν και ο Καλλέργης έδινε γάλα και έπαιρνε τρόφιμα για το σπίτι και μια καραβάνα από το φαγητό της ημέρας. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε με ένα κρητικό σαρίκι στο κεφάλι και Γερμανός βαθμοφόρος που τον είδε με τον συμπατριώτη του στρατιώτη τον παρατήρησε σε έντονο τόνο, επειδή ο μικρός «μπορεί να ήταν και παρτιζάνος».
ΟΙ ΠΡΟΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Από την πληθώρα των περιστατικών που αντίκρισε ο μικρός, ήταν όταν μετά το ολοκαύτωμα των Ανωγείων, «οι προίκες των κοριτσιών από τα ανωγειανά σπίτια ήλθαν στο λόφο που είχαν εγκατασταθεί». Τότε, όλες μεταφέρθηκαν στην «Κεφάλα» και μέσα σε σκηνές, και λίγες μέρες μετά «με δυο φορτηγά πήγαν στη Γερμανία».
Και ενώ οι δυνάμεις κατοχής βρίσκονταν στο λόφο του Παγκαλοχωρίου, οι Ιταλοί αιχμάλωτοι των Γερμανών διέμεναν στο μοναστήρι του Αρσανίου και πεινασμένοι έβγαιναν στα κοντινά χωριά αναζητώντας «ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν». Σε αυτούς ήταν και ο Ιωσήφ Γκουερίνο που είχε βρει καταφύγιο στο καφενείο του Νικ. Χαρ. Πολιουδάκη στο Αστέρι. Έπιναν το κρασί τους και πάντα «ο μεζές τους ήταν κεφαλάκια από πρόβατα».
Τα ζώα, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, προέρχονταν από ζωοκλοπές γιατί πάντα ο αριθμός τους παρέμενε ο… ίδιος αν και πολλά από αυτά πήγαιναν για σφαγή. Αυτό το ερώτημα διατύπωσε πολλάκις κατά τις επισκέψεις του και ο Γκουερίνο, μέχρι που ξεδιάλυνε το μυστήριο!
Ο Ιταλός το ΄50 βρέθηκε στο Αστέρι για να συναντήσει τον φίλο του καφετζή, όμως νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου. Πήγε τον είδε στο νοσοκομείο, έμεινε για λίγες μέρες στην Κρήτη και αναχώρησε. Κανείς δεν γνωρίζει ποια ήταν η τύχη του, ή αν βρίσκεται ακόμη εν ζωή!
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ