2014-03-18 22:00:09
Δευτέρα μεσημέρι και δεν μπορούσα άλλο στο σπίτι. Όλο το Σαββατοκύριακο δεν πήγα πουθενά. Δεν είχα λεφτά για να το κάνω. Είχε καλό καιρό όμως και είπα να περπατήσω στη γειτονιά μου. Οι συνταξιούχοι του... δημοσίου γονείς μου, με το που με είδαν να βγαίνω από το δωμάτιο, χάρηκαν. Αλλιώς με είχαν μεγαλώσει, άλλα όνειρα είχαν για μένα. Δεν πρόλαβαν να με βολέψουν και μένα κάπου καλά. Η μάνα έτρεξε προς το μέρος μου και έχωσε ένα 20ευρω στην τσέπη μου. Ήθελα να αρνηθώ αλλά δεν μπόρεσα. Την κοίταξα με θλίψη και την άφησα πίσω μου κλείνοντας την πόρτα.
Ο Τσάκος της Αγίας Παρασκευής δεν είναι όπως παλιά. Ερημιά. Δεν βλέπεις τις κυρίες με τα -γεμάτα καλούδια- καρότσια να γυρνούν από την αγορά. Δεν βλέπεις σκληρά εργαζόμενους συνδικαλιστές υπουργείων να κάθονται στα λαϊκά καφενεία της περιοχής. Όλα έχουν χάσει την αίγλη του παρελθόντος. Λίγα μέτρα πιο κάτω, το θέαμα ήταν σπαρακτικό. Η Τ.Ο Τσάκου, εγκαταλελειμμένη. Παρατημένη. Σκοτεινή. Θλίψη παντού.
Εκεί που έλαμπε ο πράσινος ήλιος. Εκεί που όλα έσφυζαν από ζωή. Εκεί που από τα μεγάφωνα παιζόταν το Carmina Burana και ακούγονταν ανακοινώσεις για μεγάλες συγκεντρώσεις στις προεκλογικές περιόδους. Εκεί που μπαινόβγαινε χαρούμενος ο κόσμος. Ο κόσμος που άλλαξε την Ελλάδα. Ο κόσμος της Αλλαγής. Τώρα όλα είχαν αλλάξει.
Ένα έρημο σπίτι. Ξερά κλαδιά κάτω στην αυλή. Σφραγισμένα παράθυρα. Στον τοίχο ο πράσινος ήλιος βεβηλωμένος από σπρέυ ανιστόρητων κάφρων. Ένα λουκέτο στην αλυσίδα της πόρτας. Το σπίτι του Λαού κλεισμένο και άδειο. Στάθηκα στην πόρτα. Κοίταζα συγκλονισμένος προς τα μέσα. Έβλεπα τον πατέρα μου να κανονίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες για διορισμό στο υπουργείο. Έβλεπα τον εαυτό μου με ζιβάγκο να φέρνω τα παιδιά μου βόλτα και να τους μιλώ για το μεγάλο ηγέτη, τους συντρόφους του, τη Μιμή. Παραισθήσεις. Λύγισα.
Ακούμπησα στα σκουριασμένα κάγκελα. Το κεφάλι μου δεν μπορούσε να κρατηθεί όρθιο. Τα δάκρυα κύλησαν. Μετά ήρθαν οι λυγμοί. Πως χάθηκαν όλα αυτά; Ένα "γιατί" δεν μπορούσε να απαντηθεί. Ο ήλιος δεν μπορεί να χαθεί. Πως έγινε αυτό; Δεν μπορώ να πιστέψω καμιά ελιά πλέον. Μια φορά είχα πιστέψει σε ελιές που ήταν πάνω στο πρόσωπο του άλλου αρχηγού αλλά προδόθηκα.
Θέλησα να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο εκεί μπροστά, έτσι για τα παλιά τα χρόνια τα καλά. Δεν κατάφερα να κουνηθώ. Το 3% μολύβι στα πόδια μου. Ποιος θα το περίμενε. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι.
ΠΗΓΗ: theblob.gr
Ο Τσάκος της Αγίας Παρασκευής δεν είναι όπως παλιά. Ερημιά. Δεν βλέπεις τις κυρίες με τα -γεμάτα καλούδια- καρότσια να γυρνούν από την αγορά. Δεν βλέπεις σκληρά εργαζόμενους συνδικαλιστές υπουργείων να κάθονται στα λαϊκά καφενεία της περιοχής. Όλα έχουν χάσει την αίγλη του παρελθόντος. Λίγα μέτρα πιο κάτω, το θέαμα ήταν σπαρακτικό. Η Τ.Ο Τσάκου, εγκαταλελειμμένη. Παρατημένη. Σκοτεινή. Θλίψη παντού.
Εκεί που έλαμπε ο πράσινος ήλιος. Εκεί που όλα έσφυζαν από ζωή. Εκεί που από τα μεγάφωνα παιζόταν το Carmina Burana και ακούγονταν ανακοινώσεις για μεγάλες συγκεντρώσεις στις προεκλογικές περιόδους. Εκεί που μπαινόβγαινε χαρούμενος ο κόσμος. Ο κόσμος που άλλαξε την Ελλάδα. Ο κόσμος της Αλλαγής. Τώρα όλα είχαν αλλάξει.
Ένα έρημο σπίτι. Ξερά κλαδιά κάτω στην αυλή. Σφραγισμένα παράθυρα. Στον τοίχο ο πράσινος ήλιος βεβηλωμένος από σπρέυ ανιστόρητων κάφρων. Ένα λουκέτο στην αλυσίδα της πόρτας. Το σπίτι του Λαού κλεισμένο και άδειο. Στάθηκα στην πόρτα. Κοίταζα συγκλονισμένος προς τα μέσα. Έβλεπα τον πατέρα μου να κανονίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες για διορισμό στο υπουργείο. Έβλεπα τον εαυτό μου με ζιβάγκο να φέρνω τα παιδιά μου βόλτα και να τους μιλώ για το μεγάλο ηγέτη, τους συντρόφους του, τη Μιμή. Παραισθήσεις. Λύγισα.
Ακούμπησα στα σκουριασμένα κάγκελα. Το κεφάλι μου δεν μπορούσε να κρατηθεί όρθιο. Τα δάκρυα κύλησαν. Μετά ήρθαν οι λυγμοί. Πως χάθηκαν όλα αυτά; Ένα "γιατί" δεν μπορούσε να απαντηθεί. Ο ήλιος δεν μπορεί να χαθεί. Πως έγινε αυτό; Δεν μπορώ να πιστέψω καμιά ελιά πλέον. Μια φορά είχα πιστέψει σε ελιές που ήταν πάνω στο πρόσωπο του άλλου αρχηγού αλλά προδόθηκα.
Θέλησα να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο εκεί μπροστά, έτσι για τα παλιά τα χρόνια τα καλά. Δεν κατάφερα να κουνηθώ. Το 3% μολύβι στα πόδια μου. Ποιος θα το περίμενε. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι.
ΠΗΓΗ: theblob.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αφύλακτο ο αρχαιολογικός χώρος στην Μικρή Δοξιπάρα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ