2014-03-20 10:40:17
Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆ» εἶναι τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσελήνου (τέλος τοῦ 13ου αἰ) στήν κόγχη τῆς Προθέσεως τοῦ ἁγίου Βήματος, τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Πρωτάτου, «τῆς μητέρας ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν», στίς Καρυές, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τό κεφάλι τοῦ Κυρίου περιβάλλει, μεγάλος φωτοστέφανος ποὺ ἔχει σχῆμα σταυροῦ. Εἶναι μιὰεἰκόνα τοῦπροσώπου τοῦ Χριστοῦἐντελῶς διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες εἰκόνες τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας ποὺ γνωρίζουμε. Πράγματι εἶναι ὁΚύριος «μέ μιὰ ἄλλη μορφή». Ἡ εἰκόνα παρά τά σημάδια τῆς φθορᾶς εἶναι ἐντυπωσιακή. ὉΚύριος παρουσιάζεται μέ πλατύ πρόσωπο, πλούσια περιποιημένα μαλλιά καί μέ ἰδιαίτερα διαπεραστικό βλέμμα, ποὺ μᾶλλον ἐλέγχει τούς δύο μαθητές ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς καί ποὺ ἡ καρδιά τους ἀργοῦσε νά πιστέψει στίς προφητεῖες καί τά μάτια τους ἐμποδίζονταν νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ. Ὁ Πανσέληνος φωτίζει τό πρόσωπο μέ τό ἔντονο κόκκινο χρῶμα ποὺ ἐξαϋλώνει καί μεταμορφώνει τή μορφή.
Τό βλέμμα εἶναι ὅπως γράφει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς «βαθύ, μ’ ἕνα βάθος ποὺ δέν μετριέται, οὐράνιο, ὑπερκόσμιο, ἀλλά ἀδιανόητα ζωντανό καί παρόν στήν καρδιά τῆς ζωῆς, μᾶς στηλώνει ἀπό μακριά μ’ ἕνα τρόπο ποὺ δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε νά τόν ἐξηγήσει καί μᾶς μένει, πιστεύω, ἀλησμόνητο γιά πάντα».
Πηγή ἐμπνεύσεως τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν οἱ ἀφηγήσεις γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦΚυρίου μετά τήν Ἀνάστασή του. Οἱ εὐαγγελιστές Μάρκος καί Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρουν περιστατικά ποὺ ὁΚύριος ἐμφανίζεται σέ πρόσωπα ὄχι μέ τή γνωστή του μορφή ἀλλά μέ ἄλλη, «ἐν ἑτέρᾳμορφῇ».
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τό γεγονός ποὺ συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σέ δύο μαθητές ποὺ ἀνῆκαν στό εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦΧριστοῦ. Πηγαίνουν στούς Ἐμμαούς, ἕνα χωριό ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα, «σταδίους ἑξήκοντα», ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Μᾶλλον ἐπιστρέφουν στά σπίτια τους. Λυπημένοι, κατσούφηδες, ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Γιά νά καταπραΰνουν τή μεγάλη τους λύπη ζωντανεύουν στή μνήμη τους τά γεγονότα καί συζητοῦν γιά ὅλα τά συμβάντα. Συζητοῦν γιά τόν Κύριο, γιά τό σταυρικό του θάνατο, γιά τίς πληροφορίες μερικῶν γυναικῶν τοῦ κύκλου τους ποὺ πῆγαν στό τάφο καί δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦΚυρίου ἀλλά εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων ποὺτούς μίλησαν γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἀπό τούς δικούς μας, τόν Πέτρο καί Ἰωάννη. Αὐτοί ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν τήν εἶχαν πιστέψει. Τή δυσπιστία, ἀπορία, ἀμηχανία καί ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν καταγράφει ὁΘεοφύλακτος Βουλγαρίας (P.G. 123,1113). Τήν δικαιολογεῖ «διά τό τῆς ἀναστάσεως ἐξαίσιον», λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦγεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ξέχασαν τά λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: « μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ». Τούς ἀπελπισμένους μαθητές κάποιος τούς πλησιάζει. Τόν κοιτάζουν. Ἕνας ἄγνωστος. Ἦταν ὁ Ἀναστημένος Κύριος. Τά μάτια τους «ἐκρατοῦντο», ἦταν κρατημένα, κάτι τά ἐμπόδιζε γιά νά μήν τόν γνωρίσουν (Λουκ. 24,16). Αὐτό τό θέλησε ὁΚύριος. Δέν τόν κατάλαβαν γιατί ἐμφανίστηκε μέ ἄλλη μορφή καί ἄλλα χαρακτηριστικά. Τό σῶμα του δέν ὑπάκουε πλέον στούς φυσικούς νόμους ἀλλά στούς πνευματικούς. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσαν οἱ δύο μαθητές νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει τόν Λουκᾶγράφοντας: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς, καθώς περιπατοῦσαν καί πήγαιναν ἔξω στά χωράφια» (Μάρκ. 16,12).
ὉΚύριος μέ αὐτό τό μεταμορφωμένο Σῶμα Του συνταξιδεύει μέ τούς δύο μαθητές στούς Ἐμμαούς. Συζητᾶμαζί τους καί τούς λέει ὅτι πρέπει νά πιστεύουν ὅλα ὅσα εἶπαν οἱπροφῆτες γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδία τους, καθώς μιλοῦσε ὁΚύριος, ἦταν «καιομένη». Ἔνιωθαν μιὰ ἐσωτερική θέρμη. Ἦταν «σφύζουσα, παλλομένη». Χτυποῦσε καθώς ἄκουαν τόν ἄγνωστο νά τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές. Τά λόγια τοῦΚυρίου ἦταν φλογερά καί θέρμαιναν τίς καρδιές πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ὅτι αὐτό τό «πῦρ» εἶναι θεῖο καί ἄϋλο, φωτίζει τίς ψυχές, τίς δοκιμάζει καί κατακαίει τήν κακία.
ὉΚύριος δέχθηκε μετά τήν παράκλησή τους νά καθίσει στό τραπέζι τοῦβραδινοῦφαγητοῦ. Τήν ὥρα ὅμως ποὺ ὁΚύριος εὐλόγησε τόν ἄρτο, τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί Τόν ἀναγνώρισαν. ὍΚύριος ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε ἄφαντος.
Οἱ δύο μαθητές ἄφησαν τό φαγητό καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά μεταφέρουν τά ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς. Ἐκεῖ βρῆκαν μαζεμένους τοὺς ἕντεκα μαθητές καί ἄλλους νά συζητοῦν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦΚυρίου καί τήν ἐμφάνισή του στόν ἀπ. Πέτρο. Ἀφηγήθηκαν δέ ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχισε τό ψωμί (Λουκ. 24, 33-35).
Ποιοί ἦσαν οἱ δύο μαθητές, ποὺπήγαιναν στούς Ἐμμαούς τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται τό γεγονός, ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός, ποὺ ὀνομαζόταν Κλεόπας. Τό ὄνομα τοῦ ἄλλου τό ἀποσιωπᾶ. Μερικοί λόγῳ τῆς σιωπῆς αὐτῆς νόμισαν, ὅτι ὁ ἄλλος μαθητής ἦταν ὁΛουκᾶς. Ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει ὅτι ἦταν αὐτός.
Μερικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς θεωροῦν τόν Λουκᾶ ὡς ἕνα ἀπό τούς δύο μαθητές, τό ὄνομά του δέ ἀναφέρεται στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό 5ο Ἐξαποστειλάριο, ποὺσχολιάζει θεολογικά τό ἀντίστοιχο ἑωθινό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στό Δοξαστικό Ἑωθινό του πλ. α΄ ἤχου ἀναφέρεται ὅτι ὁδεύτερος μαθητής ἦταν ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄλλοι ὅμως ὅπως γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου «ὑποστήριξαν μέ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁΝαθαναήλ ὁΚανανίτης, ἄλλοι ὁΣίμωνας ( Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καί ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιό πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς…κι ἀπό συστολή ἀπέκρυψε τό ὄνομά του».
Α.Χ. (Θεολόγος)
http://www.agiazoni.gr
Τό βλέμμα εἶναι ὅπως γράφει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς «βαθύ, μ’ ἕνα βάθος ποὺ δέν μετριέται, οὐράνιο, ὑπερκόσμιο, ἀλλά ἀδιανόητα ζωντανό καί παρόν στήν καρδιά τῆς ζωῆς, μᾶς στηλώνει ἀπό μακριά μ’ ἕνα τρόπο ποὺ δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε νά τόν ἐξηγήσει καί μᾶς μένει, πιστεύω, ἀλησμόνητο γιά πάντα».
Πηγή ἐμπνεύσεως τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν οἱ ἀφηγήσεις γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦΚυρίου μετά τήν Ἀνάστασή του. Οἱ εὐαγγελιστές Μάρκος καί Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρουν περιστατικά ποὺ ὁΚύριος ἐμφανίζεται σέ πρόσωπα ὄχι μέ τή γνωστή του μορφή ἀλλά μέ ἄλλη, «ἐν ἑτέρᾳμορφῇ».
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τό γεγονός ποὺ συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σέ δύο μαθητές ποὺ ἀνῆκαν στό εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦΧριστοῦ. Πηγαίνουν στούς Ἐμμαούς, ἕνα χωριό ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα, «σταδίους ἑξήκοντα», ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Μᾶλλον ἐπιστρέφουν στά σπίτια τους. Λυπημένοι, κατσούφηδες, ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Γιά νά καταπραΰνουν τή μεγάλη τους λύπη ζωντανεύουν στή μνήμη τους τά γεγονότα καί συζητοῦν γιά ὅλα τά συμβάντα. Συζητοῦν γιά τόν Κύριο, γιά τό σταυρικό του θάνατο, γιά τίς πληροφορίες μερικῶν γυναικῶν τοῦ κύκλου τους ποὺ πῆγαν στό τάφο καί δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦΚυρίου ἀλλά εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων ποὺτούς μίλησαν γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἀπό τούς δικούς μας, τόν Πέτρο καί Ἰωάννη. Αὐτοί ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν τήν εἶχαν πιστέψει. Τή δυσπιστία, ἀπορία, ἀμηχανία καί ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν καταγράφει ὁΘεοφύλακτος Βουλγαρίας (P.G. 123,1113). Τήν δικαιολογεῖ «διά τό τῆς ἀναστάσεως ἐξαίσιον», λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦγεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ξέχασαν τά λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: « μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ». Τούς ἀπελπισμένους μαθητές κάποιος τούς πλησιάζει. Τόν κοιτάζουν. Ἕνας ἄγνωστος. Ἦταν ὁ Ἀναστημένος Κύριος. Τά μάτια τους «ἐκρατοῦντο», ἦταν κρατημένα, κάτι τά ἐμπόδιζε γιά νά μήν τόν γνωρίσουν (Λουκ. 24,16). Αὐτό τό θέλησε ὁΚύριος. Δέν τόν κατάλαβαν γιατί ἐμφανίστηκε μέ ἄλλη μορφή καί ἄλλα χαρακτηριστικά. Τό σῶμα του δέν ὑπάκουε πλέον στούς φυσικούς νόμους ἀλλά στούς πνευματικούς. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσαν οἱ δύο μαθητές νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει τόν Λουκᾶγράφοντας: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς, καθώς περιπατοῦσαν καί πήγαιναν ἔξω στά χωράφια» (Μάρκ. 16,12).
ὉΚύριος μέ αὐτό τό μεταμορφωμένο Σῶμα Του συνταξιδεύει μέ τούς δύο μαθητές στούς Ἐμμαούς. Συζητᾶμαζί τους καί τούς λέει ὅτι πρέπει νά πιστεύουν ὅλα ὅσα εἶπαν οἱπροφῆτες γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδία τους, καθώς μιλοῦσε ὁΚύριος, ἦταν «καιομένη». Ἔνιωθαν μιὰ ἐσωτερική θέρμη. Ἦταν «σφύζουσα, παλλομένη». Χτυποῦσε καθώς ἄκουαν τόν ἄγνωστο νά τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές. Τά λόγια τοῦΚυρίου ἦταν φλογερά καί θέρμαιναν τίς καρδιές πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ὅτι αὐτό τό «πῦρ» εἶναι θεῖο καί ἄϋλο, φωτίζει τίς ψυχές, τίς δοκιμάζει καί κατακαίει τήν κακία.
ὉΚύριος δέχθηκε μετά τήν παράκλησή τους νά καθίσει στό τραπέζι τοῦβραδινοῦφαγητοῦ. Τήν ὥρα ὅμως ποὺ ὁΚύριος εὐλόγησε τόν ἄρτο, τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί Τόν ἀναγνώρισαν. ὍΚύριος ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε ἄφαντος.
Οἱ δύο μαθητές ἄφησαν τό φαγητό καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά μεταφέρουν τά ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς. Ἐκεῖ βρῆκαν μαζεμένους τοὺς ἕντεκα μαθητές καί ἄλλους νά συζητοῦν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦΚυρίου καί τήν ἐμφάνισή του στόν ἀπ. Πέτρο. Ἀφηγήθηκαν δέ ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχισε τό ψωμί (Λουκ. 24, 33-35).
Ποιοί ἦσαν οἱ δύο μαθητές, ποὺπήγαιναν στούς Ἐμμαούς τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται τό γεγονός, ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός, ποὺ ὀνομαζόταν Κλεόπας. Τό ὄνομα τοῦ ἄλλου τό ἀποσιωπᾶ. Μερικοί λόγῳ τῆς σιωπῆς αὐτῆς νόμισαν, ὅτι ὁ ἄλλος μαθητής ἦταν ὁΛουκᾶς. Ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει ὅτι ἦταν αὐτός.
Μερικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς θεωροῦν τόν Λουκᾶ ὡς ἕνα ἀπό τούς δύο μαθητές, τό ὄνομά του δέ ἀναφέρεται στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό 5ο Ἐξαποστειλάριο, ποὺσχολιάζει θεολογικά τό ἀντίστοιχο ἑωθινό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στό Δοξαστικό Ἑωθινό του πλ. α΄ ἤχου ἀναφέρεται ὅτι ὁδεύτερος μαθητής ἦταν ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄλλοι ὅμως ὅπως γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου «ὑποστήριξαν μέ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁΝαθαναήλ ὁΚανανίτης, ἄλλοι ὁΣίμωνας ( Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καί ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιό πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς…κι ἀπό συστολή ἀπέκρυψε τό ὄνομά του».
Α.Χ. (Θεολόγος)
http://www.agiazoni.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας συνταξιούχων στην Κοτζιά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ