2012-04-20 21:49:09
Δε χωρεί πλέον αμφιβολία ότι η μεταπολίτευση στην Ελλάδα λειτούργησε σαν προκάλυμμα για συμμορίες που άλωσαν τα δυο μεγάλα κόμματα, έφτασαν σε υψηλά κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα, λεηλάτησαν τα… δημόσια οικονομικά, δημιούργησαν νέα οικονομικά και πολιτικά τζάκια και υποθήκευσαν το μέλλον της χώρας μας για δεκαετίες. Όπως οι ιοί στην ανθρώπινη βιολογία, έτσι και οι συμμορίες αυτές αποίκισαν τα δυο κόμματα και επιδίωξαν να εκδιώξουν όσους αρχικά αντέδρασαν στο βίο και πολιτεία τους.
Κρύβονταν πίσω από πολιτικούς οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα διακριθούν στην πολιτική ως μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και υπήρξαν, είτε άθελά είτε ηθελημένα, τη βιτρίνα εγκληματικών οργανώσεων που σε αντίθεση με τη Σικελική μαφία δε ρίσκαρε όταν απομυζούσε τον εθνικό πλούτο από θέση εξουσίας και με ασυλία, βουλευτική και υπουργική…
Για τη διεφθαρμένη κάστα, το δικομματικό σύστημα δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της αλλαγής. Αντί της παραδοσιακής και ξεπερασμένης δικτατορίας όπου δεν υπάρχει “εναλλακτική” λύση διακυβέρνησης, ο δικομματισμός παρείχε τη βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας: Το ένα κόμμα ερχόταν στην εξουσία αλλάζοντας τη εικόνα του, προωθώντας νέα πρόσωπα και δημιουργώντας συναισθήματα αλλαγής, ανακούφισης και ελπίδας.
Τα δυο κόμματα κέρδιζαν εκλογές βασιζόμενα στη λήθη και σε μια ρητορική του τύπου «μάθαμε από τα λάθη μας» και «κάναμε την αυτοκριτική μας» με πολιτικούς ηγέτες χαρισματικούς στο λόγο, με άξιους δημαγωγούς που επένδυαν στο συναισθηματισμό και στο θυμικό των Ελλήνων.
Στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, η βιωσιμότητα του συστήματος της διαφθοράς στην Ελλάδα απαιτούσε δημοκρατική νομιμοποίηση.
Καλλιέργησε έτσι τη λαϊκή ανοχή και κέρδισε έως πρόσφατα μια σιωπηλή συναίνεση.
Κομματικοί παράγοντες εξαγόραζαν μικροαπατεώνες και κουτοπόνηρους υποστηρικτές με ρουσφέτια.
Τους έδιναν ένα κόκκαλο για να σκύψουν το κεφάλι και να κλείσουν τα μάτια σε όσα βρώμικα συνέβαιναν.
Με μέσο χειραγώγησης ένα τεράστιο πελατειακό σύστημα, το σύστημα διαφοράς στην Ελλάδα μπορεί να ονομαστεί ως «συμμετοχική διαφθορά». Σε σχέση με τη διαφθορά περιοριζόμενη σε επίπεδο ελίτ, η συμμετοχική διαφθορά βασιζόταν στην εξαγορά με πελατειακές σχέσεις.
Εξαγόραζε συνειδήσεις κατευθείαν, και δε χρειαζόταν να ελέγχει συμπεριφορές όπως η καταστολή σε μια τυπική δικτατορία τύπου Λατινικής Αμερικής.
Στο σύστημα αυτό δεν είναι ο χωροφύλακας που σου κτυπάει την πόρτα, αλλά εσύ, ο οπαδός, που σέρνεσαι στα κομματικά γραφεία ζητώντας δουλειά, επιδότηση, δάνειο, καλύτερη στρατιωτική θητεία, ρύθμιση χρεών, δημόσια προμήθεια κτλ.
Η συμμετοχική διαφθορά, επομένως, εξοικονομούσε στα μέσα καταστολής δημιουργώντας εθελοδουλία αντί της καταστολής.
Έδινε μια ψευδαίσθηση επιλογής ενώ στην ουσία στερούσε την ελεύθερη επιλογή, καθώς καταδίκαζε τους αντιπάλους του με αποκλεισμό από τη λεία και με οικονομική απομόνωση και καταστροφή στα γρανάζια της γραφειοκρατίας για όποιους πολίτες και επιχειρηματίες δεν θέλησαν να προσεγγίσουν το πελατειακό δίκτυο για να βρουν γρήγορη «λύση».
Η ρητορεία της κοινωνικής ευαισθησίας, του σοσιαλισμού, του πατριωτισμού κάλυπτε την τακτική της εξαγοράς συνειδήσεων. Έτσι ο κομματικός ραγιάς γινόταν, για παράδειγμα, υπάλληλος της ΔΕΗ με προνόμια και μισθό πολλαπλάσιο από έναν εργάτη ή άνεργο στο Πέραμα που δεν έγινε μέλος ή φίλος του κόμματος.
Σε αυτές τις συνθήκες έντονου κομματικού κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, το αίτιο για τις πελατειακές σχέσεις δεν πρέπει να αναζητείται στη θεματική «κουλτούρας», βαλκανικού παρελθόντος και υστέρησης στο Διαφωτισμό, όπως υποστηρίζουν επιφανειακές ερμηνείες.
Η συμμετοχή οικονομικών δρώντων στο πελατειακό σύστημα ήταν και είναι απόλυτα ορθολογική επιλογή απέναντι στο σύστημα κινήτρων με το οποίο ήταν αντιμέτωποι.
Σε μια οικονομία όπου αν δε δώσεις γη και ύδωρ στους πολιτικούς προστάτες σου, είσαι καταδικασμένος στην οικονομική απομόνωση, άρνηση συναίνεσης και συμμετοχής σημαίνει ότι θα βλέπεις τους άλλους να διορίζονται, να παίρνουν δημόσια έργα, να έχουν καλύτερες μεταθέσεις, δάνεια και άλλα πλεονεκτήματα.
Ομοίως, η πολυνομία και η γραφειοκρατία δεν ήταν αποτέλεσμα ανίκανων πολιτικών και αδύναμου κράτους, όπως επιφανειακές αναλύσεις τονίζουν συνεχώς επί δεκαετίες, αλλά ήταν και είναι μια συνειδητή στρέβλωση ώστε να σπρώχνονται πολίτες πιασμένοι στα γρανάζια της γραφειοκρατίας στην άτυπη διαμεσολάβηση του πολιτικού προστάτη.
Σε επίπεδο ανάλυσης, υποστηρίζω ότι το πρόβλημα της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε κατά τη μεταπολίτευση στα πλαίσια της «συμμετοχικής διαφθοράς» είναι παρόμοιο με τις χώρες που βιώνουν έναν συγκεκριμένο τύπο καπιταλισμού, το ληστρικό πολιτικό καπιταλισμό όπου η πολιτική εξουσία και όχι μια «ελεύθερη αγορά» έχει το πάνω χέρι στη διανομή των οικονομικών ευκαιριών.
Ίχνη του συστήματος αυτού ανιχνεύονται παντού, αλλά είναι το κυρίαρχο σύστημα στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στις περισσότερες Ασιατικές χώρες. Στην Ελλάδα, το τρίπολο «εκτεταμένη διαφθορά, γραφειοκρατία και πελατειακές σχέσεις» οδηγούσε το σύστημα στην κρίση του.
Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι επιχειρηματίες εκτός συστήματος χρηματοδοτούσαν το διεφθαρμένο σύστημα. με το φόρο τους. Για να αποφύγουν τη αντίδραση τους, η ελληνική πολιτεία επέτρεψε ένα υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής.
Καθώς η φορολογία δεν έφτανε για να χρηματοδοτήσει το κύκλωμα διαφθοράς και το πελατειακό σύστημα, χρειάστηκε τεράστιος δημόσιος δανεισμός υποθήκευσε το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας με ένα γιγάντιο δημόσιο χρέος που από τη δεκαετία του 80.
Παράλληλα, λόγω της πολυνομίας και τις διαφθοράς, ξένοι επενδυτές απέφευγαν την Ελλάδα εκτός αν συμμετείχαν κι αυτοί στο κύκλωμα αυτό με μίζες (βλ. Siemens).
Τα δημόσια έργα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ επέτρεπαν ως μάννα εξ ουρανού στο πολιτικό σύστημα την αναπαραγωγή του μοντέλου.
Ταυτόχρονα οι «δημόσιες επενδύσεις» εξέτρεψαν ιδιωτικές επενδύσεις από παραγωγικούς τομείς προς στο καιροσκοπικό σύστημα εργολάβων που άφησαν πίσω τους μια χώρα με λίγες υποδομές αλλά χωρίς παραγωγή. Δηλαδή μια χώρα που δε μπορεί να στηρίξει το επίπεδο κατανάλωσης της δεκαετίας του 2000.
Μια χώρα με ανέργους και με εργαζόμενους να κλαίνε για το μισθό των 400 ευρώ που βλέπουν στον ορίζοντα, καθώς περιφέρονται ανάμεσα στους λίγους υπερτιμολογημένους αυτοκινητοδρόμους, σε πανάκριβα κλειστά γυμναστήρια και σε πάμπολλα δημοτικά θέατρα με το όνομα «Μελίνα Μερκούρη».
Η κρίση που περνάει η χώρα μας είναι, εν ολίγοις, αποτέλεσμα του οικονομικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση.
Και θα ήταν μια ιστορική ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία να πιέσει ώστε να απαγκιστρωθεί η χώρα από το σύστημα αυτό αν υπήρχαν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να το υποστηρίξουν.
Αλλά με ιδέες ξεπερασμένες περί κρατισμού από τα αριστερά και επικίνδυνες εθνικιστικές αρλούμπες από τα δεξιά, το διεφθαρμένο κατεστημένο χαμογελά πονηρά.
Προς το παρόν αγοράζει χρόνο, κρυπτόμενο μέσα στα μεγάλα κόμματα, μέχρι τη στιγμή που η Ελλάδα κάπως ορθοποδήσει ισορροπώντας στο μισθό των 400 ευρώ μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.
Τότε θα επανέλθουν δυναμικά για να συνεχίσουν τον κύκλο πολιτικής διαφθοράς, λαϊκισμού και οικονομικής κρίσης μιλώντας για σοσιαλδημοκρατία και «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό».
πηγή:attikanea.blogspot.com
Κρύβονταν πίσω από πολιτικούς οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα διακριθούν στην πολιτική ως μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και υπήρξαν, είτε άθελά είτε ηθελημένα, τη βιτρίνα εγκληματικών οργανώσεων που σε αντίθεση με τη Σικελική μαφία δε ρίσκαρε όταν απομυζούσε τον εθνικό πλούτο από θέση εξουσίας και με ασυλία, βουλευτική και υπουργική…
Για τη διεφθαρμένη κάστα, το δικομματικό σύστημα δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της αλλαγής. Αντί της παραδοσιακής και ξεπερασμένης δικτατορίας όπου δεν υπάρχει “εναλλακτική” λύση διακυβέρνησης, ο δικομματισμός παρείχε τη βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας: Το ένα κόμμα ερχόταν στην εξουσία αλλάζοντας τη εικόνα του, προωθώντας νέα πρόσωπα και δημιουργώντας συναισθήματα αλλαγής, ανακούφισης και ελπίδας.
Τα δυο κόμματα κέρδιζαν εκλογές βασιζόμενα στη λήθη και σε μια ρητορική του τύπου «μάθαμε από τα λάθη μας» και «κάναμε την αυτοκριτική μας» με πολιτικούς ηγέτες χαρισματικούς στο λόγο, με άξιους δημαγωγούς που επένδυαν στο συναισθηματισμό και στο θυμικό των Ελλήνων.
Στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, η βιωσιμότητα του συστήματος της διαφθοράς στην Ελλάδα απαιτούσε δημοκρατική νομιμοποίηση.
Καλλιέργησε έτσι τη λαϊκή ανοχή και κέρδισε έως πρόσφατα μια σιωπηλή συναίνεση.
Κομματικοί παράγοντες εξαγόραζαν μικροαπατεώνες και κουτοπόνηρους υποστηρικτές με ρουσφέτια.
Τους έδιναν ένα κόκκαλο για να σκύψουν το κεφάλι και να κλείσουν τα μάτια σε όσα βρώμικα συνέβαιναν.
Με μέσο χειραγώγησης ένα τεράστιο πελατειακό σύστημα, το σύστημα διαφοράς στην Ελλάδα μπορεί να ονομαστεί ως «συμμετοχική διαφθορά». Σε σχέση με τη διαφθορά περιοριζόμενη σε επίπεδο ελίτ, η συμμετοχική διαφθορά βασιζόταν στην εξαγορά με πελατειακές σχέσεις.
Εξαγόραζε συνειδήσεις κατευθείαν, και δε χρειαζόταν να ελέγχει συμπεριφορές όπως η καταστολή σε μια τυπική δικτατορία τύπου Λατινικής Αμερικής.
Στο σύστημα αυτό δεν είναι ο χωροφύλακας που σου κτυπάει την πόρτα, αλλά εσύ, ο οπαδός, που σέρνεσαι στα κομματικά γραφεία ζητώντας δουλειά, επιδότηση, δάνειο, καλύτερη στρατιωτική θητεία, ρύθμιση χρεών, δημόσια προμήθεια κτλ.
Η συμμετοχική διαφθορά, επομένως, εξοικονομούσε στα μέσα καταστολής δημιουργώντας εθελοδουλία αντί της καταστολής.
Έδινε μια ψευδαίσθηση επιλογής ενώ στην ουσία στερούσε την ελεύθερη επιλογή, καθώς καταδίκαζε τους αντιπάλους του με αποκλεισμό από τη λεία και με οικονομική απομόνωση και καταστροφή στα γρανάζια της γραφειοκρατίας για όποιους πολίτες και επιχειρηματίες δεν θέλησαν να προσεγγίσουν το πελατειακό δίκτυο για να βρουν γρήγορη «λύση».
Η ρητορεία της κοινωνικής ευαισθησίας, του σοσιαλισμού, του πατριωτισμού κάλυπτε την τακτική της εξαγοράς συνειδήσεων. Έτσι ο κομματικός ραγιάς γινόταν, για παράδειγμα, υπάλληλος της ΔΕΗ με προνόμια και μισθό πολλαπλάσιο από έναν εργάτη ή άνεργο στο Πέραμα που δεν έγινε μέλος ή φίλος του κόμματος.
Σε αυτές τις συνθήκες έντονου κομματικού κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, το αίτιο για τις πελατειακές σχέσεις δεν πρέπει να αναζητείται στη θεματική «κουλτούρας», βαλκανικού παρελθόντος και υστέρησης στο Διαφωτισμό, όπως υποστηρίζουν επιφανειακές ερμηνείες.
Η συμμετοχή οικονομικών δρώντων στο πελατειακό σύστημα ήταν και είναι απόλυτα ορθολογική επιλογή απέναντι στο σύστημα κινήτρων με το οποίο ήταν αντιμέτωποι.
Σε μια οικονομία όπου αν δε δώσεις γη και ύδωρ στους πολιτικούς προστάτες σου, είσαι καταδικασμένος στην οικονομική απομόνωση, άρνηση συναίνεσης και συμμετοχής σημαίνει ότι θα βλέπεις τους άλλους να διορίζονται, να παίρνουν δημόσια έργα, να έχουν καλύτερες μεταθέσεις, δάνεια και άλλα πλεονεκτήματα.
Ομοίως, η πολυνομία και η γραφειοκρατία δεν ήταν αποτέλεσμα ανίκανων πολιτικών και αδύναμου κράτους, όπως επιφανειακές αναλύσεις τονίζουν συνεχώς επί δεκαετίες, αλλά ήταν και είναι μια συνειδητή στρέβλωση ώστε να σπρώχνονται πολίτες πιασμένοι στα γρανάζια της γραφειοκρατίας στην άτυπη διαμεσολάβηση του πολιτικού προστάτη.
Σε επίπεδο ανάλυσης, υποστηρίζω ότι το πρόβλημα της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε κατά τη μεταπολίτευση στα πλαίσια της «συμμετοχικής διαφθοράς» είναι παρόμοιο με τις χώρες που βιώνουν έναν συγκεκριμένο τύπο καπιταλισμού, το ληστρικό πολιτικό καπιταλισμό όπου η πολιτική εξουσία και όχι μια «ελεύθερη αγορά» έχει το πάνω χέρι στη διανομή των οικονομικών ευκαιριών.
Ίχνη του συστήματος αυτού ανιχνεύονται παντού, αλλά είναι το κυρίαρχο σύστημα στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στις περισσότερες Ασιατικές χώρες. Στην Ελλάδα, το τρίπολο «εκτεταμένη διαφθορά, γραφειοκρατία και πελατειακές σχέσεις» οδηγούσε το σύστημα στην κρίση του.
Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι επιχειρηματίες εκτός συστήματος χρηματοδοτούσαν το διεφθαρμένο σύστημα. με το φόρο τους. Για να αποφύγουν τη αντίδραση τους, η ελληνική πολιτεία επέτρεψε ένα υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής.
Καθώς η φορολογία δεν έφτανε για να χρηματοδοτήσει το κύκλωμα διαφθοράς και το πελατειακό σύστημα, χρειάστηκε τεράστιος δημόσιος δανεισμός υποθήκευσε το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας με ένα γιγάντιο δημόσιο χρέος που από τη δεκαετία του 80.
Παράλληλα, λόγω της πολυνομίας και τις διαφθοράς, ξένοι επενδυτές απέφευγαν την Ελλάδα εκτός αν συμμετείχαν κι αυτοί στο κύκλωμα αυτό με μίζες (βλ. Siemens).
Τα δημόσια έργα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ επέτρεπαν ως μάννα εξ ουρανού στο πολιτικό σύστημα την αναπαραγωγή του μοντέλου.
Ταυτόχρονα οι «δημόσιες επενδύσεις» εξέτρεψαν ιδιωτικές επενδύσεις από παραγωγικούς τομείς προς στο καιροσκοπικό σύστημα εργολάβων που άφησαν πίσω τους μια χώρα με λίγες υποδομές αλλά χωρίς παραγωγή. Δηλαδή μια χώρα που δε μπορεί να στηρίξει το επίπεδο κατανάλωσης της δεκαετίας του 2000.
Μια χώρα με ανέργους και με εργαζόμενους να κλαίνε για το μισθό των 400 ευρώ που βλέπουν στον ορίζοντα, καθώς περιφέρονται ανάμεσα στους λίγους υπερτιμολογημένους αυτοκινητοδρόμους, σε πανάκριβα κλειστά γυμναστήρια και σε πάμπολλα δημοτικά θέατρα με το όνομα «Μελίνα Μερκούρη».
Η κρίση που περνάει η χώρα μας είναι, εν ολίγοις, αποτέλεσμα του οικονομικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση.
Και θα ήταν μια ιστορική ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία να πιέσει ώστε να απαγκιστρωθεί η χώρα από το σύστημα αυτό αν υπήρχαν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να το υποστηρίξουν.
Αλλά με ιδέες ξεπερασμένες περί κρατισμού από τα αριστερά και επικίνδυνες εθνικιστικές αρλούμπες από τα δεξιά, το διεφθαρμένο κατεστημένο χαμογελά πονηρά.
Προς το παρόν αγοράζει χρόνο, κρυπτόμενο μέσα στα μεγάλα κόμματα, μέχρι τη στιγμή που η Ελλάδα κάπως ορθοποδήσει ισορροπώντας στο μισθό των 400 ευρώ μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.
Τότε θα επανέλθουν δυναμικά για να συνεχίσουν τον κύκλο πολιτικής διαφθοράς, λαϊκισμού και οικονομικής κρίσης μιλώντας για σοσιαλδημοκρατία και «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό».
πηγή:attikanea.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΟΚ: Πέθανε από την… κόκα-κόλα!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μ.ΖΑΜΠΙΔΗΣ: Θέλω τη λευκή ζώνη του Μάικ Τάισον
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ