2014-04-08 22:45:04
Οι κυρώσεις δεν έχουν αναγκάσει την Ρωσία να αποσυρθεί από την Ουκρανία, και για το λόγο αυτό, μερικοί τις θεωρούν αποτυχημένες. Στην πραγματικότητα, έχουν δουλέψει ακριβώς όπως έπρεπε, με αποτέλεσμα το ρούβλι να έχει αποδυναμωθεί, ο πληθωρισμός να έχει ανέβει και η ζήτηση των επενδυτών για ρωσικά αξιόγραφα να έχει σταματήσει. Έχουν, επίσης, προφανώς, σπρώξει τον Πούτιν σε συνομιλίες με την Δύση.
Τα Μέγαρα, μια όχι πολύ γνωστή στον κόσμο ελληνική πόλη, κατέχουν το προνόμιο να είναι το πρώτο θύμα οικονομικού πολέμου που καταγράφηκε στον κόσμο. Στο 432 π.Χ., η αθηναϊκή αυτοκρατορία επέβαλε κυρώσεις στα Μέγαρα, αποκλείοντάς τα από το εμπόριο με λιμάνια και αγορές που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία, για να τιμωρήσει την πόλη επειδή συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες. Η άρνηση των Αθηναίων να υποχωρήσουν στην σπαρτιατική απαίτηση να αποσυρθούν οι κυρώσεις πιστεύεται από πολλούς ότι τελικά οδήγησαν στον πόλεμο. Έκτοτε, ο οικονομικός πόλεμος - με τη μορφή των κυρώσεων, του εμπάργκο και του παγώματος περιουσιακών στοιχείων - έχει γίνει ένα συχνό εργαλείο τής πολιτικής τέχνης. Αναμφισβήτητα, όμως, η ιδέα δεν έχει ποτέ πριν τεθεί σε δοκιμασία όπως τώρα στην Ρωσία.
Οι κυρώσεις συνήθως συνταιριάζονται με την απειλή για βία. Για παράδειγμα, εκτός από τις σοβαρές διεθνείς κυρώσεις, το Ιράν είχε πάντα την πιθανότητα ενός ισραηλινού χτυπήματος να επικρέμμαται πάνω από το κεφάλι του. Αλλά το καθεστώς των κυρώσεων που επιβάλλονται στην Ρωσία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στερημένο από το ταίρι του. Κανείς δεν περιμένει στα σοβαρά ότι ο έξω κόσμος θα αντιδράσει με τη βία στις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία και έτσι, ίσως για πρώτη φορά, οι κυρώσεις έχουν μείνει μόνες τους. Δεδομένου ότι δεν έχουν αναγκάσει την Ρωσία να αποσυρθεί αμέσως από την Ουκρανία, μερικοί [1] σχολιαστές [2], συμπεριλαμβανομένου του ψυχροπολεμικού Δυτικογερμανού πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Σμιτ [3], τις έχουν κοροϊδέψει ως ανίσχυρες και αποτυχημένες.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την περίπτωση του Ιράν, όπου ο στόχος ήταν να αναγκαστεί να αποκλιμακώσει το πυρηνικό του πρόγραμμα το συντομότερο δυνατόν, με την Ρωσία, ο κόσμος έχει χρόνο για να σφίξει τα γκέμια. Ο στόχος δεν είναι να δεσμευτούν τα περιουσιακά στοιχεία ατόμων ή να αλλάξει αμέσως η συμπεριφορά τους, αλλά να υπονομευθεί πλήρως ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, του οποίου η ισχύς και η νομιμοποίηση απορρέει από την ρωσική οικονομική επιτυχία. Οι υφέρπουσες κυρώσεις μπορούν να στοχεύσουν τις εμπορικές διασυνδέσεις της Ρωσίας με την Δύση, την χρήση από την Ρωσία των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου, καθώς και την εξάρτησή της από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, το καθένα με τη σειρά του. Αυτό θα σπείρει την αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον τής Ρωσίας και θα είναι πιο εύπεπτο για εκείνους από την διεθνή κοινότητα που έχουν τα δικά τους τοπικιστικά συμφέροντα στη Ρωσία, όπως συμφωνίες για πολεμικά πλοία, για παροχή ενέργειας ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Ακόμη και πριν από τις ενέργειές της στην Ουκρανία, η Ρωσία αντιμετώπιζε ισχυρές οικονομικές αντιξοότητες, συμπεριλαμβανομένης μιας απότομης μείωσης των ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας κατά πάσα πιθανότητα θα επιβραδυνθεί από 3,4% το 2012 σε περίπου 1,3% το 2013 [4]. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό ανάπτυξης 7% κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας [5]. Οι ενέργειες του Πούτιν στην Ουκρανία στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε οικονομική στασιμότητα και στην χειρότερη σε συρρίκνωση μιας οικονομίας που δεν έχει την πολυτέλεια να είναι το θύμα ενός τέτοιου αυτογκόλ. Ήδη, το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της χώρας προβλέπει ότι οι εκροές κεφαλαίων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 θα είναι κοντά στα 70 δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια [6], κάτι που ξεπερνά το σύνολο για ολόκληρο το 2013.
Από τότε που οι κυρώσεις ανακοινώθηκαν, ο ρυθμός των αρνητικών οικονομικών ειδήσεων έχει επιταχυνθεί. Οι τιμές των μετοχών έχουν πέσει. Το ρωσικό ρούβλι έχει αποδυναμωθεί. Αυτό κατάφερε ένα πλήγμα στις ρωσικές εταιρίες με δάνεια σε ξένο νόμισμα και έχει αυξήσει το κόστος των εισαγωγών. Με τη σειρά του, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί ακόμη υψηλότερα από το επίπεδο του 7% που το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Ρωσίας αναμένει για τον Μάρτιο. Εν τω μεταξύ, το κόστος δανεισμού τού ρωσικού κράτους και των επιχειρήσεων έχει κλιμακωθεί αφότου η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε προσωρινή αύξηση των βασικών επιτοκίων της, οφειλόμενη, όπως είπε, στα «ρίσκα για τον πληθωρισμό και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από την πρόσφατη αύξηση της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές [7]». Οι εγχώριες πωλήσεις κρατικών ομολόγων έχουν ακυρωθεί λόγω των δυσμενών συνθηκών, και η διεθνής ζήτηση των επενδυτών για ρωσικά αξιόγραφα στερεύει, γεγονός που καθιστά τον προγραμματισμένο δανεισμό τής χώρας ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την διάθεση διεθνών ομολόγων το 2014 να φαίνεται επισφαλής [8]. Η Visa και η MasterCard ανέστειλαν ορισμένες υπηρεσίες στην Ρωσία, και οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και S & P έχουν χαμηλώσει τις προβλέψεις τους για το ρωσικό χρέος.
Ίσως αισθανόμενος την πίεση, ο Πούτιν κάλεσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, την περασμένη Παρασκευή για να οργανώσει ένα νέο γύρο συνομιλιών μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ρωσίας, Τζον Κέρι και Σεργκέι Λαβρόφ. Κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου, οι δύο συζήτησαν πολιτικές λύσεις για το αδιέξοδο στην Ουκρανία. Και όλα αυτά έρχονται μετά από κυρώσεις μόνο σε μια χούφτα ατόμων και σε μια τράπεζα, την Rossiya Bank.
Λοιπόν, πώς αυτές οι «χωρίς δόντια» κυρώσεις είχαν μια τέτοια μεγάλη ανταπόδοση; Ο λόγος είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, αν και συχνά αποδίδεται στις ενεργειακές εξαγωγές της και την άνοδο των τιμών τού πετρελαίου κατά την τελευταία δεκαετία, δεν εξαρτάται μόνο από την ακριβή ενέργεια. Ήρθε και από την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τον σταθερό τραπεζικό δανεισμό, τον δανεισμό στην αγορά ομολόγων, καθώς και τις τοποθετήσεις στο χρηματιστήριο. Η Ρωσία, σε αντίθεση με άλλους πρόσφατους στόχους οικονομικών κυρώσεων όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, είναι απόλυτα ενσωματωμένη στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Και αν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά χάσει την εμπιστοσύνη της στην Ρωσία, όλα αυτά θα εξαφανιστούν. Το υφέρπον καθεστώς κυρώσεων έχει ήδη δημιουργήσει αμφιβολίες στην οικονομική κοινότητα. Και αυτές οι αμφιβολίες κατά πάσα πιθανότητα θα γίνουν μόνο χειρότερες. Όπως παρατήρησε ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός Igor Shuvalov, η μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να προέλθει όχι από τις ανακοινωθείσες κυρώσεις, αλλά από συγκεκαλυμμένες χρηματοοικονομικές δράσεις σε συνδυασμό με τον φόβο για το τι μπορεί να συμβεί μετά [9].
Με άλλα λόγια, δραστικά μέτρα, όπως η επιβολή κυρώσεων στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας ή η αποκοπή τής Ρωσίας από τα SWIFT, την διεθνή υπηρεσία ανταλλαγής οικονομικών μηνυμάτων, δεν είναι απαραίτητα. Οι τράπεζες που κοιτάζουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις επενδύσεις τους, θα προχωρήσουν σε «αυτο-κυρώσεις» για να αποφύγουν κάθε κίνδυνο από την σχέση τους, όσο κι αν είναι εφαπτόμενη, με άτομα ή εταιρείες που μπήκαν στη μαύρη λίστα. Όπως παρατήρησε ο Lee Wolosky, ένας εταίρος στην Boies, Schiller & Flexner, σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, στην περίπτωση του Ιράν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποσύρθηκαν εθελοντικά [10] πριν να αποκτήσουν την νομική υποχρέωση να το πράξουν. Τις τελευταίες εβδομάδες αυτή η διαδικασία έχει ξεκινήσει και πάλι.
Λοιπόν, τι πρέπει να κάνει η Δύση για να κρατήσει ζωντανή την αβεβαιότητα σχετικά με τις ρωσικές τράπεζες; Θα είναι σημαντικό να κρατήσει τους επενδυτές και τους δανειστές να εικάζουν, γεγονός που θα περιορίσει την επιστροφή τής εμπιστοσύνης στις ρωσικές επενδύσεις. Οι κυρώσεις σε ιδιώτες καλά διασυνδεδεμένους με τον Πούτιν και την ρωσική οικονομία, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Θα πρέπει να επαναληφθούν, όπως θα πρέπει να κάνει και η στρατηγικά επιλεγμένη επιβολή κυρώσεων στα επιχειρηματικά συμφέροντα αυτών των ατόμων. Ο στόχος δεν είναι να παγώσουν περιουσιακά στοιχεία ή ολόκληρες βιομηχανίες, αλλά να καταδειχθεί στην Ρωσία ότι αν θέλει να συνεχίσει να επωφελείται από την παγκόσμια οικονομία - η οποία την έχει βοηθήσει να ανακάμψει από την χρεοκοπία της την δεκαετία τού 1990 - θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους παγκόσμια αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς.
Κυρώσεις στην ενεργειακή βιομηχανία είναι περιττές. Η ανάπτυξη του αμερικανικού σχιστολιθικού φυσικού αερίου, η πιθανή κάλυψη των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου, η υιοθέτηση από την Ευρώπη πολιτικών μείωσης της εξάρτησης από την Ρωσία και η δημιουργία μεγαλύτερης ενεργειακής ανεξαρτησίας [11] (η Γερμανία επανεξετάζει την λαϊκιστική «Energiewende» [12] πολιτική της να κλείσει τους πυρηνικούς σταθμούς στον απόηχο της καταστροφής στην Fukushima τής Ιαπωνίας), και η αναμενόμενη επιστροφή τού Ιράν στην διεθνή αγορά ενέργειας, θα μειώσουν την ζήτηση και κατά συνέπεια τα έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Με τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου να βρίσκονται ήδη κοντά στην τιμή break-even για την Ρωσία, η ρωσική οικονομία πρόκειται να υποφέρει με ή χωρίς κυρώσεις.
Φυσικά, η οικονομική θέση τής Ρωσίας εξακολουθεί να είναι μακριά από το να θεωρηθεί επισφαλής. Διαθέτει 490 δισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά διαθέσιμα και χρυσό [13] στην Κεντρική της Τράπεζα. Αυτό είναι σίγουρα αρκετό για να στηριχθούν τράπεζες αποκομμένες από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, να στηριχθεί ένα νόμισμα που αποφεύγεται από τους επενδυτές και πιέζεται από την άνοδο του πληθωρισμού, και να κρατήσει στην ζωή μια οικονομία αποδυναμωμένη από την υποτονική ζήτηση των κύριων εξαγωγικών της προϊόντων. Αλλά η δύναμη του Πούτιν είναι στενά συνδεδεμένη με την ρωσική οικονομική επιτυχία, και ο ενδεχόμενος οικονομικός πόνος δεν θα περάσει απαρατήρητος.
Είτε από σχεδιασμό είτε (πιο πιθανό) από αναγκαιότητα, οι υφέρπουσες κυρώσεις τής Δύσης είναι αποτελεσματικές. Σπέρνουν αβεβαιότητα στο μυαλό των επενδυτών και εντείνουν τις πιέσεις στην «οικονομία Ποτέμκιν» τού Πούτιν [5]. Για το άμεσο μέλλον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κριμαία είναι χαμένη υπέρ τής Ρωσίας και ότι οι επιπτώσεις από τις κυρώσεις θα αποτελέσουν ήπιο πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία. Αυτό που είναι πολύ λιγότερο σαφές είναι το κόστος που η Ρωσία είναι διατεθειμένη να πληρώσει για την ρεβανσιστική δράση της, ένα κόστος που θα καθοριστεί από την επιθυμία των δυτικών κυβερνήσεων να τροφοδοτήσουν την αυξανόμενη αβεβαιότητα και τον φόβο στην αγορά. Τελικά, όπως φαίνεται από την πυρετώδη διπλωματική δραστηριότητα της Μόσχας το Σαββατοκύριακο, ίσως αυτό που παρακολουθούμε είναι η έλευση μιας νέας εποχής οικονομικού πολέμου.
Ο TOM KEATINGE, πρώην επενδυτικός τραπεζικός στην J.P. Morgan, είναι αναλυτής χρηματοοικονομικών και ασφαλείας.
Foreign Affairs
Greek Finance Forum Tromaktiko
Τα Μέγαρα, μια όχι πολύ γνωστή στον κόσμο ελληνική πόλη, κατέχουν το προνόμιο να είναι το πρώτο θύμα οικονομικού πολέμου που καταγράφηκε στον κόσμο. Στο 432 π.Χ., η αθηναϊκή αυτοκρατορία επέβαλε κυρώσεις στα Μέγαρα, αποκλείοντάς τα από το εμπόριο με λιμάνια και αγορές που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία, για να τιμωρήσει την πόλη επειδή συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες. Η άρνηση των Αθηναίων να υποχωρήσουν στην σπαρτιατική απαίτηση να αποσυρθούν οι κυρώσεις πιστεύεται από πολλούς ότι τελικά οδήγησαν στον πόλεμο. Έκτοτε, ο οικονομικός πόλεμος - με τη μορφή των κυρώσεων, του εμπάργκο και του παγώματος περιουσιακών στοιχείων - έχει γίνει ένα συχνό εργαλείο τής πολιτικής τέχνης. Αναμφισβήτητα, όμως, η ιδέα δεν έχει ποτέ πριν τεθεί σε δοκιμασία όπως τώρα στην Ρωσία.
Οι κυρώσεις συνήθως συνταιριάζονται με την απειλή για βία. Για παράδειγμα, εκτός από τις σοβαρές διεθνείς κυρώσεις, το Ιράν είχε πάντα την πιθανότητα ενός ισραηλινού χτυπήματος να επικρέμμαται πάνω από το κεφάλι του. Αλλά το καθεστώς των κυρώσεων που επιβάλλονται στην Ρωσία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στερημένο από το ταίρι του. Κανείς δεν περιμένει στα σοβαρά ότι ο έξω κόσμος θα αντιδράσει με τη βία στις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία και έτσι, ίσως για πρώτη φορά, οι κυρώσεις έχουν μείνει μόνες τους. Δεδομένου ότι δεν έχουν αναγκάσει την Ρωσία να αποσυρθεί αμέσως από την Ουκρανία, μερικοί [1] σχολιαστές [2], συμπεριλαμβανομένου του ψυχροπολεμικού Δυτικογερμανού πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Σμιτ [3], τις έχουν κοροϊδέψει ως ανίσχυρες και αποτυχημένες.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την περίπτωση του Ιράν, όπου ο στόχος ήταν να αναγκαστεί να αποκλιμακώσει το πυρηνικό του πρόγραμμα το συντομότερο δυνατόν, με την Ρωσία, ο κόσμος έχει χρόνο για να σφίξει τα γκέμια. Ο στόχος δεν είναι να δεσμευτούν τα περιουσιακά στοιχεία ατόμων ή να αλλάξει αμέσως η συμπεριφορά τους, αλλά να υπονομευθεί πλήρως ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, του οποίου η ισχύς και η νομιμοποίηση απορρέει από την ρωσική οικονομική επιτυχία. Οι υφέρπουσες κυρώσεις μπορούν να στοχεύσουν τις εμπορικές διασυνδέσεις της Ρωσίας με την Δύση, την χρήση από την Ρωσία των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου, καθώς και την εξάρτησή της από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, το καθένα με τη σειρά του. Αυτό θα σπείρει την αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον τής Ρωσίας και θα είναι πιο εύπεπτο για εκείνους από την διεθνή κοινότητα που έχουν τα δικά τους τοπικιστικά συμφέροντα στη Ρωσία, όπως συμφωνίες για πολεμικά πλοία, για παροχή ενέργειας ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Ακόμη και πριν από τις ενέργειές της στην Ουκρανία, η Ρωσία αντιμετώπιζε ισχυρές οικονομικές αντιξοότητες, συμπεριλαμβανομένης μιας απότομης μείωσης των ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας κατά πάσα πιθανότητα θα επιβραδυνθεί από 3,4% το 2012 σε περίπου 1,3% το 2013 [4]. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό ανάπτυξης 7% κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας [5]. Οι ενέργειες του Πούτιν στην Ουκρανία στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε οικονομική στασιμότητα και στην χειρότερη σε συρρίκνωση μιας οικονομίας που δεν έχει την πολυτέλεια να είναι το θύμα ενός τέτοιου αυτογκόλ. Ήδη, το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της χώρας προβλέπει ότι οι εκροές κεφαλαίων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 θα είναι κοντά στα 70 δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια [6], κάτι που ξεπερνά το σύνολο για ολόκληρο το 2013.
Από τότε που οι κυρώσεις ανακοινώθηκαν, ο ρυθμός των αρνητικών οικονομικών ειδήσεων έχει επιταχυνθεί. Οι τιμές των μετοχών έχουν πέσει. Το ρωσικό ρούβλι έχει αποδυναμωθεί. Αυτό κατάφερε ένα πλήγμα στις ρωσικές εταιρίες με δάνεια σε ξένο νόμισμα και έχει αυξήσει το κόστος των εισαγωγών. Με τη σειρά του, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί ακόμη υψηλότερα από το επίπεδο του 7% που το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Ρωσίας αναμένει για τον Μάρτιο. Εν τω μεταξύ, το κόστος δανεισμού τού ρωσικού κράτους και των επιχειρήσεων έχει κλιμακωθεί αφότου η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε προσωρινή αύξηση των βασικών επιτοκίων της, οφειλόμενη, όπως είπε, στα «ρίσκα για τον πληθωρισμό και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από την πρόσφατη αύξηση της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές [7]». Οι εγχώριες πωλήσεις κρατικών ομολόγων έχουν ακυρωθεί λόγω των δυσμενών συνθηκών, και η διεθνής ζήτηση των επενδυτών για ρωσικά αξιόγραφα στερεύει, γεγονός που καθιστά τον προγραμματισμένο δανεισμό τής χώρας ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την διάθεση διεθνών ομολόγων το 2014 να φαίνεται επισφαλής [8]. Η Visa και η MasterCard ανέστειλαν ορισμένες υπηρεσίες στην Ρωσία, και οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και S & P έχουν χαμηλώσει τις προβλέψεις τους για το ρωσικό χρέος.
Ίσως αισθανόμενος την πίεση, ο Πούτιν κάλεσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, την περασμένη Παρασκευή για να οργανώσει ένα νέο γύρο συνομιλιών μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ρωσίας, Τζον Κέρι και Σεργκέι Λαβρόφ. Κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου, οι δύο συζήτησαν πολιτικές λύσεις για το αδιέξοδο στην Ουκρανία. Και όλα αυτά έρχονται μετά από κυρώσεις μόνο σε μια χούφτα ατόμων και σε μια τράπεζα, την Rossiya Bank.
Λοιπόν, πώς αυτές οι «χωρίς δόντια» κυρώσεις είχαν μια τέτοια μεγάλη ανταπόδοση; Ο λόγος είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, αν και συχνά αποδίδεται στις ενεργειακές εξαγωγές της και την άνοδο των τιμών τού πετρελαίου κατά την τελευταία δεκαετία, δεν εξαρτάται μόνο από την ακριβή ενέργεια. Ήρθε και από την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τον σταθερό τραπεζικό δανεισμό, τον δανεισμό στην αγορά ομολόγων, καθώς και τις τοποθετήσεις στο χρηματιστήριο. Η Ρωσία, σε αντίθεση με άλλους πρόσφατους στόχους οικονομικών κυρώσεων όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, είναι απόλυτα ενσωματωμένη στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Και αν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά χάσει την εμπιστοσύνη της στην Ρωσία, όλα αυτά θα εξαφανιστούν. Το υφέρπον καθεστώς κυρώσεων έχει ήδη δημιουργήσει αμφιβολίες στην οικονομική κοινότητα. Και αυτές οι αμφιβολίες κατά πάσα πιθανότητα θα γίνουν μόνο χειρότερες. Όπως παρατήρησε ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός Igor Shuvalov, η μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να προέλθει όχι από τις ανακοινωθείσες κυρώσεις, αλλά από συγκεκαλυμμένες χρηματοοικονομικές δράσεις σε συνδυασμό με τον φόβο για το τι μπορεί να συμβεί μετά [9].
Με άλλα λόγια, δραστικά μέτρα, όπως η επιβολή κυρώσεων στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας ή η αποκοπή τής Ρωσίας από τα SWIFT, την διεθνή υπηρεσία ανταλλαγής οικονομικών μηνυμάτων, δεν είναι απαραίτητα. Οι τράπεζες που κοιτάζουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις επενδύσεις τους, θα προχωρήσουν σε «αυτο-κυρώσεις» για να αποφύγουν κάθε κίνδυνο από την σχέση τους, όσο κι αν είναι εφαπτόμενη, με άτομα ή εταιρείες που μπήκαν στη μαύρη λίστα. Όπως παρατήρησε ο Lee Wolosky, ένας εταίρος στην Boies, Schiller & Flexner, σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, στην περίπτωση του Ιράν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποσύρθηκαν εθελοντικά [10] πριν να αποκτήσουν την νομική υποχρέωση να το πράξουν. Τις τελευταίες εβδομάδες αυτή η διαδικασία έχει ξεκινήσει και πάλι.
Λοιπόν, τι πρέπει να κάνει η Δύση για να κρατήσει ζωντανή την αβεβαιότητα σχετικά με τις ρωσικές τράπεζες; Θα είναι σημαντικό να κρατήσει τους επενδυτές και τους δανειστές να εικάζουν, γεγονός που θα περιορίσει την επιστροφή τής εμπιστοσύνης στις ρωσικές επενδύσεις. Οι κυρώσεις σε ιδιώτες καλά διασυνδεδεμένους με τον Πούτιν και την ρωσική οικονομία, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Θα πρέπει να επαναληφθούν, όπως θα πρέπει να κάνει και η στρατηγικά επιλεγμένη επιβολή κυρώσεων στα επιχειρηματικά συμφέροντα αυτών των ατόμων. Ο στόχος δεν είναι να παγώσουν περιουσιακά στοιχεία ή ολόκληρες βιομηχανίες, αλλά να καταδειχθεί στην Ρωσία ότι αν θέλει να συνεχίσει να επωφελείται από την παγκόσμια οικονομία - η οποία την έχει βοηθήσει να ανακάμψει από την χρεοκοπία της την δεκαετία τού 1990 - θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους παγκόσμια αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς.
Κυρώσεις στην ενεργειακή βιομηχανία είναι περιττές. Η ανάπτυξη του αμερικανικού σχιστολιθικού φυσικού αερίου, η πιθανή κάλυψη των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου, η υιοθέτηση από την Ευρώπη πολιτικών μείωσης της εξάρτησης από την Ρωσία και η δημιουργία μεγαλύτερης ενεργειακής ανεξαρτησίας [11] (η Γερμανία επανεξετάζει την λαϊκιστική «Energiewende» [12] πολιτική της να κλείσει τους πυρηνικούς σταθμούς στον απόηχο της καταστροφής στην Fukushima τής Ιαπωνίας), και η αναμενόμενη επιστροφή τού Ιράν στην διεθνή αγορά ενέργειας, θα μειώσουν την ζήτηση και κατά συνέπεια τα έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Με τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου να βρίσκονται ήδη κοντά στην τιμή break-even για την Ρωσία, η ρωσική οικονομία πρόκειται να υποφέρει με ή χωρίς κυρώσεις.
Φυσικά, η οικονομική θέση τής Ρωσίας εξακολουθεί να είναι μακριά από το να θεωρηθεί επισφαλής. Διαθέτει 490 δισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά διαθέσιμα και χρυσό [13] στην Κεντρική της Τράπεζα. Αυτό είναι σίγουρα αρκετό για να στηριχθούν τράπεζες αποκομμένες από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, να στηριχθεί ένα νόμισμα που αποφεύγεται από τους επενδυτές και πιέζεται από την άνοδο του πληθωρισμού, και να κρατήσει στην ζωή μια οικονομία αποδυναμωμένη από την υποτονική ζήτηση των κύριων εξαγωγικών της προϊόντων. Αλλά η δύναμη του Πούτιν είναι στενά συνδεδεμένη με την ρωσική οικονομική επιτυχία, και ο ενδεχόμενος οικονομικός πόνος δεν θα περάσει απαρατήρητος.
Είτε από σχεδιασμό είτε (πιο πιθανό) από αναγκαιότητα, οι υφέρπουσες κυρώσεις τής Δύσης είναι αποτελεσματικές. Σπέρνουν αβεβαιότητα στο μυαλό των επενδυτών και εντείνουν τις πιέσεις στην «οικονομία Ποτέμκιν» τού Πούτιν [5]. Για το άμεσο μέλλον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κριμαία είναι χαμένη υπέρ τής Ρωσίας και ότι οι επιπτώσεις από τις κυρώσεις θα αποτελέσουν ήπιο πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία. Αυτό που είναι πολύ λιγότερο σαφές είναι το κόστος που η Ρωσία είναι διατεθειμένη να πληρώσει για την ρεβανσιστική δράση της, ένα κόστος που θα καθοριστεί από την επιθυμία των δυτικών κυβερνήσεων να τροφοδοτήσουν την αυξανόμενη αβεβαιότητα και τον φόβο στην αγορά. Τελικά, όπως φαίνεται από την πυρετώδη διπλωματική δραστηριότητα της Μόσχας το Σαββατοκύριακο, ίσως αυτό που παρακολουθούμε είναι η έλευση μιας νέας εποχής οικονομικού πολέμου.
Ο TOM KEATINGE, πρώην επενδυτικός τραπεζικός στην J.P. Morgan, είναι αναλυτής χρηματοοικονομικών και ασφαλείας.
Foreign Affairs
Greek Finance Forum Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τον τραυμάτισε θανάσιμα και το έβαλε στα πόδια!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ράλι κλασσικών αυτοκινήτων στο νησί χωρίς αυτοκίνητα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ