2014-04-14 23:29:04
Οι εξεγερμένοι Ιουδαίοι, μετά από την αποχώρηση τών Ρωμαίων πριν αλώσουν την Ιερουσαλήμ από την πολιορκία τού 66 μ.Χ., πίστεψαν ότι νίκησαν. Όμως οι Ρωμαίοι δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, παρά το ότι είχαν φύγει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιερουσαλήμ είχαν χειροτερέψει.
Οι ίδιοι οι στασιαστές «πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ ποδοπατούσαν τα σώματα των νεκρών καθώς αυτά κείτονταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο».
Λεηλατούσαν το λαό, σκοτώνοντας για τροφή και πλούτο. Η Ιερουσαλήμ έγινε πεδίο μάχης των αντιμαχομένων Ιουδαϊκών φατριών: των Ζηλωτών και των Μετριοπαθών. Οι Ζηλωτές ανέλαβαν τη διοίκηση του ναού και τον έκαναν φρούριο. Από εκείνη τη βάση, επιδίδονταν σε πράξεις λεηλασίας και αιματοχυσίας.
Οι κραυγές των ταλαιπωρημένων ήταν συνεχείς. Μέσα στην πόλη, αντιμαχόμενες φατρίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Κατέφυγαν σε ακραία μέτρα, και χύθηκε πολύ αίμα.
Μερικοί «ήταν τόσο δυστυχισμένοι από τις εσωτερικές τους συμφορές, ώστε εύχονταν να εισβάλουν οι Ρωμαίοι», ελπίζοντας να «γλιτώσουν από τα εσωτερικά δεινά τους», λέει ο Ιώσηπος.
Αποκαλεί τους επαναστάτες «ληστές» που ασχολούνταν με την καταστροφή της περιουσίας των πλουσίων και με το φόνο σπουδαίων αντρών (δηλαδή εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες όχι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Ρωμαίους).
Αργότερα ο ιερέας Άνανος ξεσήκωσε τους πολίτες εναντίον των Ζηλωτών. Επακολούθησε άγρια μάχη και οι Ζηλωτές τελικά πολιορκήθηκαν στη περιοχή του ναού.
Αλλά ο Άνανος δεν ήθελε να ωθήσει τη μάχη μέσα στον ιερό περίβολο και γι’ αυτό διευθέτησε να υπάρχει μια φρουρά από 6.000 άνδρες η οποία να φρουρεί τους πολιορκημένους Ζηλωτές ώστε να μη διαφύγουν.
Οι Ζηλωτές, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, απέστειλαν δύο μηνυτές έξω από την πόλη για να καλέσουν τους Ιδουμαίους να έλθουν σε βοήθειά τους.
Σε λίγο μια δύναμη 20.000 Ιδουμαίων κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ. Με την κάλυψη απ’ το σκοτάδι και τη θύελλα, μια ομάδα Ζηλωτών ξέφυγε από τους φρουρούς και άνοιξε τις πύλες στους Ιδουμαίους. Επακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία και οι Μετριοπαθείς υπέστησαν πλήρη ήττα. Ο Άνανος θανατώθηκε.
Προβλήματα στη Ρώμη
Ενώ η Ιερουσαλήμ κλονιζόταν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών αγώνων και της διαμάχης, οι Ρωμαϊκές στρατιές εξακολουθούσαν να προελαύνουν και να εντείνουν την εκστρατεία τους.
Τότε όμως έγινε σοβαρή αναταραχή μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επαρχίες ξεσήκωσαν επανάσταση και ισχυρά στοιχεία συνωμοτούσαν εναντίον του Νέρωνα. Τελικά η Ρωμαϊκή Γερουσία εξέδωσε την απόφαση θανατώσεώς του. Ο Νέρων, για να μην αντιμετωπίσει εκτέλεση αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του έτους 68.
Ο Βεσπασιανός ετοιμαζόταν να βαδίσει με τις δυνάμεις του εναντίον της Ιερουσαλήμ, οπότε του ανήγγειλαν την αυτοκτονία του Νέρωνα. Αυτό τον έκανε ν’ αναστείλει τα σχέδιά του, διότι επιθυμούσε να γνωρίσει την επιθυμία του νέου αυτοκράτορα.
Τρεις αντίπαλοι αυτοκράτορες, ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πολύ σύντομα. Ο Βεσπασιανός, καλεσμένος από τον στρατό του ν’ αναλάβει την αυτοκρατορία (το 69 μ.Χ.), εγκατέλειψε την προσωπική του διεύθυνση του πολέμου και προσηλώθηκε στην εξασφάλιση της θέσης του με σκοπό ν’ αποκτήσει τον θρόνο.
Στο μεταξύ η κατάσταση δεν βελτιωνόταν στην Ιερουσαλήμ. Σχετικά με τις ενέργειες των Ζηλωτών, ο Ιώσηπος γράφει:
«Το πάθος τους για λεηλασία ήταν ακόρεστο∙ λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων, σκότωναν άνδρες και βίαζαν γυναίκες για διασκέδαση και έπιναν με τα λάφυρά τους βουτηγμένα στο αίμα∙ από καθαρή πλήξη παραδίδονταν αναίσχυντα σε θηλυπρεπείς πράξεις με το να στολίζουν τα μαλλιά τους και να φορούν γυναικεία ρούχα, να αλείφονται με αρώματα και να βάφουν από κάτω τα μάτια τους για να γίνονται ελκυστικοί.
Μιμήθηκαν όχι μόνον το ντύσιμο αλλά και τα πάθη των γυναικών, και με την πλήρη ρυπαρότητά των επινοούσαν παράνομες απολαύσεις∙ κυλιόντουσαν στο βόρβορο, μεταβάλλοντας ολόκληρη την πόλη σε πορνοστάσιο και μολύνοντάς την με βρωμερές πράξεις.
Εν τούτοις, αν και είχαν πρόσωπα γυναικών, είχαν χέρια φονιάδων∙ πλησίαζαν με κουνιστά βήματα και κατόπιν απότομα γίνονταν πολεμιστές, έβγαζαν τα ξίφη τους κάτω από τους βαμμένους μανδύες τους και διαπερνούσαν κάθε διαβάτη με το ξίφος».
Όσο κακή και αν ήταν η κατάσταση, η διαφυγή από την Ιερουσαλήμ ήταν αδύνατη. Οι Ζηλωτές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τη λιποταξία στους Ρωμαίους. Οποιοσδήποτε έβγαινε από την πόλη κινδύνευε να σκοτωθεί από μια άλλη αντίπαλη φατρία που ήταν έξω από την πύλη της πόλεως.
Η δεύτερη πολιορκία
Υπό αυτές τις συνθήκες, το 70 μ.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και ο στρατηγός Τίτος, ήρθε για να την κατακτήσει. Η πόλη πολιορκήθηκε για έξι μήνες (από Μάρτιο έως Σεπτέμβριο).
Η εσωτερική διαμάχη δεν έπαυσε ακόμη και όταν οι Ρωμαϊκές στρατιές, που ήταν τώρα κάτω από την ηγεσία του Τίτου, βρίσκονταν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ τον καιρό του Πάσχα του έτους 70 μ.Χ.
Η πόλη ήταν τότε κατάμεστη από εορτασμούς του Πάσχα. Την ημέρα του Πάσχα, 14 Νισάν, επιτράπηκε στους προσκυνητές η είσοδος στην περιοχή του ναού αλλά απροσδόκητα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενόπλους άνδρες μιας από τις ανταγωνιστικές φατρίες της πόλης.
Αυτοί οι άνδρες μπήκαν απαρατήρητοι, διότι μπήκαν μεταμφιεσμένοι με κρυμμένα τα όπλα τους. Προσπάθησαν να επικρατήσουν στα ενδότερα του ναού και στις αποθήκες του. Επακολούθησε βία και αιματοχυσία.
Το Ιερό τού Ναού μετά την επανάσταση, είχε βεβηλωθεί χειρότερα από ό,τι το είχαν βεβηλώσει οι εθνικοί.
Ο Ιώσηπος προφανώς θεωρώντας τη βεβήλωση αυτή τού ναού από τους σικάριους τού Ελεάζαρου ως εκπλήρωση προφητείας τού Δανιήλ για “το βδέλυγμα στον άγιο τόπο” γράφει: «ά παραβάντες οι ζηλωταί, και την κατά της πατρίδος προφητείαν τέλους ηξίωσαν» (Ιουδ. πολ. IV, 6, 3).
Σύντομα οι Ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές χτυπούσαν το εξωτερικό βόρειο τείχος του τριπλού οικοδομήματος της Ιερουσαλήμ. Την δέκατη πέμπτη μέρα της πολιορκίας αυτό το τείχος κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά από τέσσερις μέρες οι Ρωμαίοι κυρίευσαν το δεύτερο τείχος.
Αλλά οι Ιουδαϊκές αντεπιθέσεις τα επανέκτησαν. Με μεγάλες απώλειες οι Ρωμαίοι, μέσα σε τέσσερις μέρες τελικά έδιωξαν τους Ιουδαίους από το δεύτερο τείχος και κατόπιν γκρέμισαν το βόρειο τμήμα από το ένα άκρο ως το άλλο. Απέμεινε τότε μόνο ένα τείχος.
Ο Τίτος προέτρεψε τους Ιουδαίους να παραδώσουν την πόλη και έτσι να σωθούν. «Έστειλε τον Ιώσηπο να τους μιλήσει στη δική τους γλώσσα επειδή φανταζόταν ότι μπορεί να υποχωρούσαν στην πειθώ ενός συμπατριώτη τους». Αλλά εκείνοι έβρισαν τον Ιώσηπο.
Αργότερα ο Τίτος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και πρότεινε την ανέγερση ενός τείχους γύρω από την πόλη. Επειδή οι Ιουδαίοι δεν θα ήταν δυνατόν μ’ αυτόν τον τρόπο να φύγουν, ο Τίτος πίστευε ότι αυτό θα πετύχαινε την παράδοσή τους ή θα διευκόλυνε την κατάληψη της πόλης λόγω της πείνας που θα επακολουθούσε.
Το σχέδιό του έγινε δεκτό. Οι στρατιώτες οργανώθηκαν για να αναλάβουν το σχέδιο.
Οι λεγεώνες και οι μικρότερες φάλαγγες του στρατού συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να τελειώσουν το έργο. Ατομικά οι άνδρες υποκινούνταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν τους ανωτέρους τους.
Η οχύρωση περισσοτέρων από τεσσεράμισυ μιλίων, τελείωσε σε τρεις μέρες μόνο.
Έτσι εκπληρώθηκαν τα προφητικά λόγια του Ιησού που απευθύνθηκαν στην Ιερουσαλήμ: «ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.» (Λουκ. 19/ιθ΄ 43, 44).
Καθώς κάθε ελπίδα διαφυγής είχε χαθεί και οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες, η πείνα «κατέστρεψε ολόκληρα σπιτικά και οικογένειες». Ο παρατεινόμενος πόλεμος αύξησε τον αριθμό των νεκρών.
Οι συνθήκες πείνας στην Ιερουσαλήμ έγιναν τώρα χειρότερες. Ο Ιώσηπος γράφει: «Οι στέγες καλύφθηκαν από γυναίκες και βρέφη, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεκρούς γέροντες.
Νέοι και παιδιά εξαντλημένοι από την πείνα, γύριζαν τις πλατείες σαν φαντάσματα και έπεφταν αναίσθητοι λιποθυμώντας.
Η ταφή των συγγενών τους υπερέβαινε τις δυνάμεις των ασθενών, και όσοι μπορούσαν να το κάμουν το απέφευγαν λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών και της αβεβαιότητας για τη δική τους τύχη, επειδή πολλοί ενώ έθαβαν άλλους, έπεφταν οι ίδιοι νεκροί.
Και πολλοί ξεκινούσαν για τους τάφους τους προτού έλθει η ώρα τους. Δεν άκουγε κανείς κλάμα ή θρήνο στην άθλια κατάσταση που ήταν». Επειδή δεν μπορούσαν να μαζέψουν χόρτα εξαιτίας του τείχους, «μερικοί ήταν σε τόσο δύσκολη θέση ώστε σκάλιζαν τους οχετούς και τους κοπρώνες και έτρωγαν τα σκουπίδια που έβρισκαν εκεί». Οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν ότι στη διάρκεια της πολιορκίας τουλάχιστον 600.000 πτώματα είχαν ριχτεί έξω από τις πύλες της πόλεως.
Η καταστροφή τής πόλης
Οι Ρωμαίοι τελικά άρχισαν να χτυπούν την περιοχή του ναού. Αφού πυρπολήθηκε το ιερό, αποφάσισαν να πυρπολήσουν και ο,τιδήποτε άλλο.
Στην τελευταία κιονοστοιχία που απέμεινε από το εξωτερικό του ναού είχαν καταφύγει περίπου 6.000 άτομα, πιστεύοντας σ’ ένα ψευδοπροφήτη που τους είχε πει να πάνε εκεί για να λάβουν σημεία της απελευθέρωσής τους.
Εν τούτοις, οι στρατιώτες πυρπόλησαν αυτή την κιονοστοιχία από κάτω. Πολλοί Ιουδαίοι τότε πήδησαν έξω από τη φωτιά και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι κάηκαν μέσα στις φλόγες.
Όταν τελείωσε η πολιορκία με την καταστροφή τής πόλης, στις 10 Αυγούστου τού 70 μ.Χ., ο απολογισμός των χαμένων ήταν τεράστιος.
Ο Ιώσηπος λέει ότι 1.100.000 άνθρωποι πέθαναν, γιατί η Ιερουσαλήμ ήταν «γεμάτη από κατοίκους», πλήθη μεγάλα που είχαν έρθει «από όλη τη χώρα» στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» VΙ, θ΄ 3,4).
Οι περισσότεροι νεκροί πέθαναν από ασθένειες και πείνα. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από την αρχή ως το τέλος του πολέμου ανέρχονταν σε 97.000 περίπου. Οι πιο υψηλοί και πιο κομψοί νέοι κρατήθηκαν για τη θριαμβευτική πομπή.
Όσο για τους λοιπούς, πολλοί στάλθηκαν έξω για να εκτελούν καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο ή στη Ρώμη∙ άλλους τους έφεραν στις Ρωμαϊκές επαρχίες για να εξολοθρευτούν στις παλαίστρες. Όσοι ήταν κάτω των δεκαεπτά ετών, πουλήθηκαν.
Εκπληρώνοντας εν αγνοία του την προφητεία τού Ιησού Χριστού, ο Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τα ογκώδη τείχη της και τους οχυρούς πύργους της, αναφώνησε: «Δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που έδιωξε τους Ιουδαίους από αυτά τα οχυρώματα».
Ο Τίτος σε μνήμη τής επιτυχίας του, έφτιαξε στη Ρώμη την Αψίδα τού Θριάμβου, όπου απεικονίζονται τα σκεύη τού ναού που διαρπάχθηκαν, όπως η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα τών άρτων τής προθέσεως που φαίνονται καθαρότερα στην παρακάτω εικόνα τής Αψίδας τού Τίτου:
apsidaΦωτογραφία τής Αψίδας τού Θριάμβου τού Τίτου στη Ρώμη: Ένα ιστορικό μνημείο που θα θυμίζει πάντα την εκπλήρωση τής προφητείας τού Χριστού.
Η πολιορκία διήρκεσε λιγότερο από πέντε μήνες. Αλλά σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού, ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη θλίψη που είχε έλθει ποτέ στην Ιερουσαλήμ.
Η πόλη και ο ναός της κατεδαφίστηκαν. Μόνο τρεις πύργοι και ένα τμήμα του δυτικού τείχους της πόλης έμειναν όρθια. Ο Ιώσηπος λέει: “Όλες οι λοιπές οχυρώσεις που περιέβαλλαν την πόλη ισοπεδώθηκαν”
Ο Ιώσηπος μαρτυρεί, ότι όταν ο Τίτος κυρίευσε την Ιερουσαλήμ όρισε το έργο της καταστροφής και κατάλυσης να συντελεστεί ολοκληρωτικά από δέκα λεγεώνες.
Και εκτελέστηκε αυτό σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς ο οποίος επισκέπτονταν την πόλη δεν θα πίστευε, ότι ο τόπος εκείνος είχε ποτέ κατοικηθεί (Ιουδ. πολ. VII 1, 1).
Επί πλέον, γράφει ο Θεόφραστος, ότι: «ιστόρηται ότι ο Αίλιος Αδριανός κατέσκαψε την πόλιν και το ιερόν εκ βάθρων αυτών, ώστε και τούτο επ’ αυτού πληρωθήναι το μηδέ λίθον υπολειφθήναι επί λίθω».
Η καταστροφή τής Ιερουσαλήμ, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό ιστορικό γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή εκπλήρωση μιας προφητείας, με εντυπωσιακή ακρίβεια.
Για τους πιστούς είναι επιβεβαίωση τής πίστης τους στον Ιησού Χριστό, και για τους απίστους είναι διαχρονική απόδειξη τού σκοτισμένου νου τους, στον οποίο δεν εισχωρεί ούτε αχτίδα Θείου Φωτός.
pentapostagma.gr
Οι ίδιοι οι στασιαστές «πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ ποδοπατούσαν τα σώματα των νεκρών καθώς αυτά κείτονταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο».
Λεηλατούσαν το λαό, σκοτώνοντας για τροφή και πλούτο. Η Ιερουσαλήμ έγινε πεδίο μάχης των αντιμαχομένων Ιουδαϊκών φατριών: των Ζηλωτών και των Μετριοπαθών. Οι Ζηλωτές ανέλαβαν τη διοίκηση του ναού και τον έκαναν φρούριο. Από εκείνη τη βάση, επιδίδονταν σε πράξεις λεηλασίας και αιματοχυσίας.
Οι κραυγές των ταλαιπωρημένων ήταν συνεχείς. Μέσα στην πόλη, αντιμαχόμενες φατρίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Κατέφυγαν σε ακραία μέτρα, και χύθηκε πολύ αίμα.
Μερικοί «ήταν τόσο δυστυχισμένοι από τις εσωτερικές τους συμφορές, ώστε εύχονταν να εισβάλουν οι Ρωμαίοι», ελπίζοντας να «γλιτώσουν από τα εσωτερικά δεινά τους», λέει ο Ιώσηπος.
Αποκαλεί τους επαναστάτες «ληστές» που ασχολούνταν με την καταστροφή της περιουσίας των πλουσίων και με το φόνο σπουδαίων αντρών (δηλαδή εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες όχι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Ρωμαίους).
Αργότερα ο ιερέας Άνανος ξεσήκωσε τους πολίτες εναντίον των Ζηλωτών. Επακολούθησε άγρια μάχη και οι Ζηλωτές τελικά πολιορκήθηκαν στη περιοχή του ναού.
Αλλά ο Άνανος δεν ήθελε να ωθήσει τη μάχη μέσα στον ιερό περίβολο και γι’ αυτό διευθέτησε να υπάρχει μια φρουρά από 6.000 άνδρες η οποία να φρουρεί τους πολιορκημένους Ζηλωτές ώστε να μη διαφύγουν.
Οι Ζηλωτές, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, απέστειλαν δύο μηνυτές έξω από την πόλη για να καλέσουν τους Ιδουμαίους να έλθουν σε βοήθειά τους.
Σε λίγο μια δύναμη 20.000 Ιδουμαίων κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ. Με την κάλυψη απ’ το σκοτάδι και τη θύελλα, μια ομάδα Ζηλωτών ξέφυγε από τους φρουρούς και άνοιξε τις πύλες στους Ιδουμαίους. Επακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία και οι Μετριοπαθείς υπέστησαν πλήρη ήττα. Ο Άνανος θανατώθηκε.
Προβλήματα στη Ρώμη
Ενώ η Ιερουσαλήμ κλονιζόταν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών αγώνων και της διαμάχης, οι Ρωμαϊκές στρατιές εξακολουθούσαν να προελαύνουν και να εντείνουν την εκστρατεία τους.
Τότε όμως έγινε σοβαρή αναταραχή μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επαρχίες ξεσήκωσαν επανάσταση και ισχυρά στοιχεία συνωμοτούσαν εναντίον του Νέρωνα. Τελικά η Ρωμαϊκή Γερουσία εξέδωσε την απόφαση θανατώσεώς του. Ο Νέρων, για να μην αντιμετωπίσει εκτέλεση αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του έτους 68.
Ο Βεσπασιανός ετοιμαζόταν να βαδίσει με τις δυνάμεις του εναντίον της Ιερουσαλήμ, οπότε του ανήγγειλαν την αυτοκτονία του Νέρωνα. Αυτό τον έκανε ν’ αναστείλει τα σχέδιά του, διότι επιθυμούσε να γνωρίσει την επιθυμία του νέου αυτοκράτορα.
Τρεις αντίπαλοι αυτοκράτορες, ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πολύ σύντομα. Ο Βεσπασιανός, καλεσμένος από τον στρατό του ν’ αναλάβει την αυτοκρατορία (το 69 μ.Χ.), εγκατέλειψε την προσωπική του διεύθυνση του πολέμου και προσηλώθηκε στην εξασφάλιση της θέσης του με σκοπό ν’ αποκτήσει τον θρόνο.
Στο μεταξύ η κατάσταση δεν βελτιωνόταν στην Ιερουσαλήμ. Σχετικά με τις ενέργειες των Ζηλωτών, ο Ιώσηπος γράφει:
«Το πάθος τους για λεηλασία ήταν ακόρεστο∙ λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων, σκότωναν άνδρες και βίαζαν γυναίκες για διασκέδαση και έπιναν με τα λάφυρά τους βουτηγμένα στο αίμα∙ από καθαρή πλήξη παραδίδονταν αναίσχυντα σε θηλυπρεπείς πράξεις με το να στολίζουν τα μαλλιά τους και να φορούν γυναικεία ρούχα, να αλείφονται με αρώματα και να βάφουν από κάτω τα μάτια τους για να γίνονται ελκυστικοί.
Μιμήθηκαν όχι μόνον το ντύσιμο αλλά και τα πάθη των γυναικών, και με την πλήρη ρυπαρότητά των επινοούσαν παράνομες απολαύσεις∙ κυλιόντουσαν στο βόρβορο, μεταβάλλοντας ολόκληρη την πόλη σε πορνοστάσιο και μολύνοντάς την με βρωμερές πράξεις.
Εν τούτοις, αν και είχαν πρόσωπα γυναικών, είχαν χέρια φονιάδων∙ πλησίαζαν με κουνιστά βήματα και κατόπιν απότομα γίνονταν πολεμιστές, έβγαζαν τα ξίφη τους κάτω από τους βαμμένους μανδύες τους και διαπερνούσαν κάθε διαβάτη με το ξίφος».
Όσο κακή και αν ήταν η κατάσταση, η διαφυγή από την Ιερουσαλήμ ήταν αδύνατη. Οι Ζηλωτές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τη λιποταξία στους Ρωμαίους. Οποιοσδήποτε έβγαινε από την πόλη κινδύνευε να σκοτωθεί από μια άλλη αντίπαλη φατρία που ήταν έξω από την πύλη της πόλεως.
Η δεύτερη πολιορκία
Υπό αυτές τις συνθήκες, το 70 μ.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και ο στρατηγός Τίτος, ήρθε για να την κατακτήσει. Η πόλη πολιορκήθηκε για έξι μήνες (από Μάρτιο έως Σεπτέμβριο).
Η εσωτερική διαμάχη δεν έπαυσε ακόμη και όταν οι Ρωμαϊκές στρατιές, που ήταν τώρα κάτω από την ηγεσία του Τίτου, βρίσκονταν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ τον καιρό του Πάσχα του έτους 70 μ.Χ.
Η πόλη ήταν τότε κατάμεστη από εορτασμούς του Πάσχα. Την ημέρα του Πάσχα, 14 Νισάν, επιτράπηκε στους προσκυνητές η είσοδος στην περιοχή του ναού αλλά απροσδόκητα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενόπλους άνδρες μιας από τις ανταγωνιστικές φατρίες της πόλης.
Αυτοί οι άνδρες μπήκαν απαρατήρητοι, διότι μπήκαν μεταμφιεσμένοι με κρυμμένα τα όπλα τους. Προσπάθησαν να επικρατήσουν στα ενδότερα του ναού και στις αποθήκες του. Επακολούθησε βία και αιματοχυσία.
Το Ιερό τού Ναού μετά την επανάσταση, είχε βεβηλωθεί χειρότερα από ό,τι το είχαν βεβηλώσει οι εθνικοί.
Ο Ιώσηπος προφανώς θεωρώντας τη βεβήλωση αυτή τού ναού από τους σικάριους τού Ελεάζαρου ως εκπλήρωση προφητείας τού Δανιήλ για “το βδέλυγμα στον άγιο τόπο” γράφει: «ά παραβάντες οι ζηλωταί, και την κατά της πατρίδος προφητείαν τέλους ηξίωσαν» (Ιουδ. πολ. IV, 6, 3).
Σύντομα οι Ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές χτυπούσαν το εξωτερικό βόρειο τείχος του τριπλού οικοδομήματος της Ιερουσαλήμ. Την δέκατη πέμπτη μέρα της πολιορκίας αυτό το τείχος κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά από τέσσερις μέρες οι Ρωμαίοι κυρίευσαν το δεύτερο τείχος.
Αλλά οι Ιουδαϊκές αντεπιθέσεις τα επανέκτησαν. Με μεγάλες απώλειες οι Ρωμαίοι, μέσα σε τέσσερις μέρες τελικά έδιωξαν τους Ιουδαίους από το δεύτερο τείχος και κατόπιν γκρέμισαν το βόρειο τμήμα από το ένα άκρο ως το άλλο. Απέμεινε τότε μόνο ένα τείχος.
Ο Τίτος προέτρεψε τους Ιουδαίους να παραδώσουν την πόλη και έτσι να σωθούν. «Έστειλε τον Ιώσηπο να τους μιλήσει στη δική τους γλώσσα επειδή φανταζόταν ότι μπορεί να υποχωρούσαν στην πειθώ ενός συμπατριώτη τους». Αλλά εκείνοι έβρισαν τον Ιώσηπο.
Αργότερα ο Τίτος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και πρότεινε την ανέγερση ενός τείχους γύρω από την πόλη. Επειδή οι Ιουδαίοι δεν θα ήταν δυνατόν μ’ αυτόν τον τρόπο να φύγουν, ο Τίτος πίστευε ότι αυτό θα πετύχαινε την παράδοσή τους ή θα διευκόλυνε την κατάληψη της πόλης λόγω της πείνας που θα επακολουθούσε.
Το σχέδιό του έγινε δεκτό. Οι στρατιώτες οργανώθηκαν για να αναλάβουν το σχέδιο.
Οι λεγεώνες και οι μικρότερες φάλαγγες του στρατού συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να τελειώσουν το έργο. Ατομικά οι άνδρες υποκινούνταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν τους ανωτέρους τους.
Η οχύρωση περισσοτέρων από τεσσεράμισυ μιλίων, τελείωσε σε τρεις μέρες μόνο.
Έτσι εκπληρώθηκαν τα προφητικά λόγια του Ιησού που απευθύνθηκαν στην Ιερουσαλήμ: «ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.» (Λουκ. 19/ιθ΄ 43, 44).
Καθώς κάθε ελπίδα διαφυγής είχε χαθεί και οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες, η πείνα «κατέστρεψε ολόκληρα σπιτικά και οικογένειες». Ο παρατεινόμενος πόλεμος αύξησε τον αριθμό των νεκρών.
Οι συνθήκες πείνας στην Ιερουσαλήμ έγιναν τώρα χειρότερες. Ο Ιώσηπος γράφει: «Οι στέγες καλύφθηκαν από γυναίκες και βρέφη, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεκρούς γέροντες.
Νέοι και παιδιά εξαντλημένοι από την πείνα, γύριζαν τις πλατείες σαν φαντάσματα και έπεφταν αναίσθητοι λιποθυμώντας.
Η ταφή των συγγενών τους υπερέβαινε τις δυνάμεις των ασθενών, και όσοι μπορούσαν να το κάμουν το απέφευγαν λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών και της αβεβαιότητας για τη δική τους τύχη, επειδή πολλοί ενώ έθαβαν άλλους, έπεφταν οι ίδιοι νεκροί.
Και πολλοί ξεκινούσαν για τους τάφους τους προτού έλθει η ώρα τους. Δεν άκουγε κανείς κλάμα ή θρήνο στην άθλια κατάσταση που ήταν». Επειδή δεν μπορούσαν να μαζέψουν χόρτα εξαιτίας του τείχους, «μερικοί ήταν σε τόσο δύσκολη θέση ώστε σκάλιζαν τους οχετούς και τους κοπρώνες και έτρωγαν τα σκουπίδια που έβρισκαν εκεί». Οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν ότι στη διάρκεια της πολιορκίας τουλάχιστον 600.000 πτώματα είχαν ριχτεί έξω από τις πύλες της πόλεως.
Η καταστροφή τής πόλης
Οι Ρωμαίοι τελικά άρχισαν να χτυπούν την περιοχή του ναού. Αφού πυρπολήθηκε το ιερό, αποφάσισαν να πυρπολήσουν και ο,τιδήποτε άλλο.
Στην τελευταία κιονοστοιχία που απέμεινε από το εξωτερικό του ναού είχαν καταφύγει περίπου 6.000 άτομα, πιστεύοντας σ’ ένα ψευδοπροφήτη που τους είχε πει να πάνε εκεί για να λάβουν σημεία της απελευθέρωσής τους.
Εν τούτοις, οι στρατιώτες πυρπόλησαν αυτή την κιονοστοιχία από κάτω. Πολλοί Ιουδαίοι τότε πήδησαν έξω από τη φωτιά και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι κάηκαν μέσα στις φλόγες.
Όταν τελείωσε η πολιορκία με την καταστροφή τής πόλης, στις 10 Αυγούστου τού 70 μ.Χ., ο απολογισμός των χαμένων ήταν τεράστιος.
Ο Ιώσηπος λέει ότι 1.100.000 άνθρωποι πέθαναν, γιατί η Ιερουσαλήμ ήταν «γεμάτη από κατοίκους», πλήθη μεγάλα που είχαν έρθει «από όλη τη χώρα» στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» VΙ, θ΄ 3,4).
Οι περισσότεροι νεκροί πέθαναν από ασθένειες και πείνα. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από την αρχή ως το τέλος του πολέμου ανέρχονταν σε 97.000 περίπου. Οι πιο υψηλοί και πιο κομψοί νέοι κρατήθηκαν για τη θριαμβευτική πομπή.
Όσο για τους λοιπούς, πολλοί στάλθηκαν έξω για να εκτελούν καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο ή στη Ρώμη∙ άλλους τους έφεραν στις Ρωμαϊκές επαρχίες για να εξολοθρευτούν στις παλαίστρες. Όσοι ήταν κάτω των δεκαεπτά ετών, πουλήθηκαν.
Εκπληρώνοντας εν αγνοία του την προφητεία τού Ιησού Χριστού, ο Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τα ογκώδη τείχη της και τους οχυρούς πύργους της, αναφώνησε: «Δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που έδιωξε τους Ιουδαίους από αυτά τα οχυρώματα».
Ο Τίτος σε μνήμη τής επιτυχίας του, έφτιαξε στη Ρώμη την Αψίδα τού Θριάμβου, όπου απεικονίζονται τα σκεύη τού ναού που διαρπάχθηκαν, όπως η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα τών άρτων τής προθέσεως που φαίνονται καθαρότερα στην παρακάτω εικόνα τής Αψίδας τού Τίτου:
apsidaΦωτογραφία τής Αψίδας τού Θριάμβου τού Τίτου στη Ρώμη: Ένα ιστορικό μνημείο που θα θυμίζει πάντα την εκπλήρωση τής προφητείας τού Χριστού.
Η πολιορκία διήρκεσε λιγότερο από πέντε μήνες. Αλλά σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού, ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη θλίψη που είχε έλθει ποτέ στην Ιερουσαλήμ.
Η πόλη και ο ναός της κατεδαφίστηκαν. Μόνο τρεις πύργοι και ένα τμήμα του δυτικού τείχους της πόλης έμειναν όρθια. Ο Ιώσηπος λέει: “Όλες οι λοιπές οχυρώσεις που περιέβαλλαν την πόλη ισοπεδώθηκαν”
Ο Ιώσηπος μαρτυρεί, ότι όταν ο Τίτος κυρίευσε την Ιερουσαλήμ όρισε το έργο της καταστροφής και κατάλυσης να συντελεστεί ολοκληρωτικά από δέκα λεγεώνες.
Και εκτελέστηκε αυτό σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς ο οποίος επισκέπτονταν την πόλη δεν θα πίστευε, ότι ο τόπος εκείνος είχε ποτέ κατοικηθεί (Ιουδ. πολ. VII 1, 1).
Επί πλέον, γράφει ο Θεόφραστος, ότι: «ιστόρηται ότι ο Αίλιος Αδριανός κατέσκαψε την πόλιν και το ιερόν εκ βάθρων αυτών, ώστε και τούτο επ’ αυτού πληρωθήναι το μηδέ λίθον υπολειφθήναι επί λίθω».
Η καταστροφή τής Ιερουσαλήμ, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό ιστορικό γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή εκπλήρωση μιας προφητείας, με εντυπωσιακή ακρίβεια.
Για τους πιστούς είναι επιβεβαίωση τής πίστης τους στον Ιησού Χριστό, και για τους απίστους είναι διαχρονική απόδειξη τού σκοτισμένου νου τους, στον οποίο δεν εισχωρεί ούτε αχτίδα Θείου Φωτός.
pentapostagma.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Ζαγοράκης στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο ΠΡΙΝΤΕΖΗΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΚΑΙ... ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΡΕΑΛ! *ΒΙΝΤΕΟ*
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ