2014-04-17 20:16:04
Φωτογραφία για Ο Έλληνας που έμαθε τους Αυστραλούς να τρώνε λουκούμι [video]
Το λουκούμι ήταν το γλύκισμα, που αγάπησαν οι σουλτάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το κέρασμα, σε κάθε ευχάριστη ή δυσάρεστη στιγμή της ζωής αργότερα. Το ραχάτ λουκούμ - όπως είναι η επίσημη ονομασία του - ξεκίνησε να υπάρχει, από τη στιγμή που ένας Τούρκος ζαχαροπλάστης, ο Χατζή Μπεκίρ, έφτιαξε, μετά από απαίτηση του σουλτάνου, ένα μαλακό γλυκό, γιατί είχε σπάσει το δόντι του. Ο μύθος του λουκουμιού μαρτυρά, επίσης, ότι ο Αμντούλ Χαμίντ ο πρώτος, ζήτησε να του φτιάξουν ένα γλυκό για να κατευνάσει τις γκρινιάρες γυναίκες του χαρεμιού του.

Πρωτεργάτες του λουκουμιού στην Ελλάδα ήταν οι Χιώτες, οι οποίοι... έκλεψαν τα μυστικά του από τους Οθωμανούς και ακολούθησε η Σύρος, η οποία έγινε διάσημη για το παραδοσιακό της γλυκό.

Ένας Καλαματιανός, ο Τάκης Παναγόπουλος, φρόντισε με το δικό του τρόπο να βοηθήσει ακόμα περισσότερο στη διάδοσή του. Λουκομοποιός στο επάγγελμα, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 2011, όταν είδε πως η επιχείρηση, που διατηρούσε στην Καλαμάτα, θα αντιμετώπιζε μελλοντικά σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας, λόγω οικονομικής κρίσης.


"Είχα μια επιχείρηση στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε να λειτουργεί το 1998 στην Καλαμάτα, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Στην πραγματικότητα, υπήρξα ο συνεχιστής δύο παλιών μαστόρων της περιοχής".

Ο Παύλος Σκορδάς, δεξιοτέχνης στην παρασκευή γλυκών κουταλιού και ο Γιάννης Μούτογλης, λουκουμοποιός, έδωσαν το χρίσμα στον Παναγόπουλο, βγαίνοντας στη σύνταξη, καθώς δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση.

"Εκείνοι μου εμπιστεύθηκαν τα μυστικά για να γίνω συνεχιστής της παράδοσης, καθώς ήταν και οι δύο ονομαστοί στη Μεσσηνία. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Έως τότε, είχα κάνει διάφορες άλλες δουλειές. Πωλητής σε μεγάλη εταιρεία παρασκευής μπισκότων και φρυγανιάς, ιδιοκτήτης καταστήματος με ζαχαρώδη προϊόντα. Είχα ήδη χτίσει την πελατεία μου και είχα δημιουργήσει αρκετές γνωριμίες στο χώρο, με αποτέλεσμα το έδαφος να είναι ήδη στρωμένο, όταν μπαίνω και επίσημα στο επάγγελμα", περιγράφει ο Τάκης Παναγόπουλος.

"Δειλά - δειλά ξεκίνησα από την Καλαμάτα τον πρώτο χρόνο. Στη συνέχεια, οι παραγγελίες αυξήθηκαν και τον ακριβώς επόμενο χρόνο επεκτάθηκα στους γύρω νομούς και, σταδιακά, σε όλη την Ελλάδα. Ρόδος, Σύμη, Κύθηρα, Αγρίνιο και, φυσικά, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ήταν μερικοί από τους προορισμούς του λουκουμιού μου".

Ο Παναγόπουλος και το λουκούμι του δεν έμειναν στάσιμοι. Εξελίσσονταν διαρκώς, φτάνοντας στο σημείο να κερδίσουν το ασημένιο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμο Greatest Awards στο Λονδίνο το 2004.

Το προϊόν του εισβάλλει για τα καλά σε σούπερ - μάρκετ και καταστήματα και όλα δείχνουν ότι πάνε περίφημα. Το 2007, όμως, ο ίδιος έχει αρχίσει να βλέπει ότι το τοπίο αλλάζει ριζικά.

"Μετά το 2007, έρχεται η φθίνουσα πορεία, καθώς αρχίζει να μας επηρεάζει η κρίση. Πριν γίνουν δραματικά τα πράγματα, βλέπω ότι θα αντιμετωπίσω σημαντικές δυσκολίες βιωσιμότητας στην Ελλάδα και αποφασίζω να την κλείσω την επιχείρηση, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα ή χρέη. Έβλεπα ότι σε λίγο θα αναγκαζόμουν να χρωστάω κι ότι το μέλλον στην Ελλάδα ήταν ζοφερό. Ήταν, λοιπόν, ο μόνος τρόπος για να προλάβω την καταστροφή", ομολογεί ο ίδιος.

ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Οι αποφάσεις δεν έρχονται αμέσως. Παρόλ' αυτά, ο ίδιος, άνθρωπος μαθημένος να ρισκάρει και να πειραματίζεται, αφού βάζει οριστικά λουκέτο το 2009 και μεταβιβάζει την επιχείρηση στον αδερφό του, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα. Το 2011 ταξιδεύει για τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, αφήνοντας πίσω του ό,τι είχε δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια.

"Επέλεξα τη Μελβούρνη γιατί είχα συγγενείς εδώ. Η Αυστραλία ήταν και είναι από τις πρώτες πόλεις στον κόσμο σε ανάπτυξη και είχε εξελιχθεί στην καλύτερη τοποθεσία για οικογένεια. Η επιλογή αυτή ήταν για εμένα μονόδρομος", λέει ο Καλαματιανός λουκουμοποιός.

"Έβλεπα γνωστούς και φίλους να στέλνουν τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια, έβλεπα τα παιδιά τους να αποφοιτούν και να μη βρίσκουν δουλειά. Τους γονείς τους να δυσκολεύονται να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Με παράδειγμα αυτό, ήθελα τα δικά μου παιδιά να μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια και άνεση. Φτάνοντας στη Μελβούρνη, δουλεύω λάντζα, στη συνέχεια σερβιτόρος, αλλά και όπου αλλού μπορούσα να εξασφαλίσω χρήματα για να καλύψω τις αρχικές μου ανάγκες".

Τα πράγματα δεν ήταν, όμως, τόσο εύκολα. Η μεταναστευτική πολιτική της αυστραλιανής κυβέρνησης, άλλωστε, είναι ιδιαίτερα αυστηρή, περιορίζοντας το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να εργαστεί εκεί, αν δεν πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

"Είναι πολύ δύσκολο να έρθει ένας Έλληνας, ο οποίος δεν έχει συγγενείς, και να στεριώσει. Για μπορέσει να μείνει κανείς στην Αυστραλία, πρέπει να έχει συγκεκριμένες προοπτικές και ιδιαίτερες γνώσεις, να γνωρίζει καλά αγγλικά, για να του δώσει μόνιμη ζωή η αυστραλιανή κυβέρνηση. Το επάγγελμά, που ασκεί, να ανήκει στα επαγγέλματα, τα οποία ζητάει η Αυστραλία για να καταφέρει να εξασφαλίσει μόνιμη βίζα, μετά την τουριστική ή τη φοιτητική, που έχουν προσωρινό χαρακτήρα", όπως εξηγεί ο Τάκης Παναγόπουλος.

Μετά το αρχικό διάστημα προσαρμογής, απευθύνθηκε σε μία μεγάλη εισαγωγική εταιρεία ελληνικών προϊόντων, ζητώντας να εργαστεί εκεί. "Η εταιρεία αυτή φέρνει λάδι, παξιμάδια, φρυγανιές και άλλα ελληνικά προϊόντα και αναζητούσε την τεχνογνωσία του λουκουμιού, καθώς ζητούσαν το προϊόν αρκετά καταστήματα Delicatessen. O ιδιοκτήτης της, Έλληνας μετανάστης της δεκαετίας του '50, μου ζήτησε να με δοκιμάσει. Έτσι κι έγινε. Στην πορεία, έγινα υπεύθυνος παραγωγής και τα τελευταία τρία χρόνια εργάζομαι εκεί. Μάλιστα, ενώ αρχικά η παραγωγή ήταν περιορισμένη σε ένα είδος λουκουμιού, στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε νέα, ακολουθώντας συνεχώς ανοδική πορεία".

Όνειρο του Τάκη είναι κάποια στιγμή να αποκτήσει και πάλι το δικό του λουκουμοποιείο. Όνειρό του επίσης, να επιστρέψει στην Ελλάδα. Να δώσει και πάλι την ευκαιρία στην οικογένεια και στον εαυτό του να επιστρέψουν στην πατρίδα. Σήμερα, τα λουκούμια του είναι ήδη περιζήτητα στην Αυστραλία. Η πολυπληθυσμιακή χώρα αποδείχτηκε ανοιχτή σε νέες προτάσεις. Κι αν κάποιοι θεωρούν φυσιολογικό να καταναλώνουν και να αγαπούν το λουκούμι οι Έλληνες και οι Τούρκοι, που μένουν εκεί, το γεγονός ότι το αγάπησαν οι Αυστραλοί, γνωρίζοντάς το μέρα με τη μέρα, μάλλον είναι ένα μικρό επίτευγμα, στο οποίο έβαλε το χεράκι του και ο ίδιος ο Παναγόπουλος.

parapona-rodou.blogspot.com
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ