Προδημοσίευση από το βιβλίο της Christie Laume Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΤΙΘ ΠΙΑΦ
(μετάφραση: Ελένη Μπουκουβάλα), που θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τις εκδόσεις Χίλων (http://www.chilon.gr/).
Ήμουν είκοσι ετών όταν ο Τεό, ο αδελφός μου, με ρώτησε κάποια μέρα, καθώς βρισκόμασταν στο πίσω δωμάτιο του οικογενειακού κομμωτηρίου:
«Βλέπεις αυτό το τηλέφωνο, Κρίστι; Στις έξι, δηλαδή σε λίγα λεπτά, θα χτυπήσει. Και ξέρεις ποιος θα είναι στην άλλη άκρη της γραμμής;»
Περίμενα τη συνέχεια, καθώς ο Τεό με κοιτούσε επίμονα.
«Η Εντίθ Πιάφ».
Του άρεσε πολύ να μου κάνει πλάκες. Τον ευχαριστούσε μάλιστα ιδιαίτερα. Γνώριζε καλά τον αμέριστο θαυμασμό και την αφοσίωση που ένιωθα για εκείνον, γι' αυτό και δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία προκειμένου να με κοροϊδεύει με τα ψέματά του και να γελάει μαζί μου.
Αυτήν τη φορά όμως το αστείο είχε παρατραβήξει και δυσκολευόμουν να τον πιστέψω.
«Η Εντίθ Πιάφ...»
Ήδη εκείνην την εποχή, τόσα πολλά χρόνια πριν από την ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η Μαριόν Κοτιγιάρ, όλος ο κόσμος γνώριζε καλά αυτήν την καλλιτέχνιδα που είχε γεννηθεί στην Μπελβίλ, μέσα σε συνθήκες φτώχειας και δυστυχίας και που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πραγματικό μύθο, αποτελώντας την ενσάρκωση του γαλλικού τραγουδιού. Το παιδί θαύμα του γαλλικού τραγουδιού! Μέρα δεν περνούσε που να μη μεταδοθούν από το ραδιόφωνο οι επιτυχίες της «Milord», «Non, je ne regrette rien» ή «L' Homme à la moto». Οι Γάλλοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον ακόμα και την ιδιωτική της ζωή και ήταν φανερό ότι διατηρούσαν με την καλλιτέχνιδα κάποιον ενδότερο σύνδεσμο. Οι εφημερίδες είχαν ασχοληθεί τόσο αναλυτικά με την ερωτική της σχέση με τον καλλιτέχνη Υβ Μοντάν και αργότερα με τον διάσημο μποξέρ Μαρσέλ Σερντάν ο οποίος χάθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Η Μάρλεν Ντίτριχ ήταν μάρτυρας στο γάμο της με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, το 1952 στη Νέα Υόρκη. Το περιβάλλον της το αποτελούσαν διάσημα ονόματα του μιούζικ-χολ: Σαρλ Αζναβούρ, Ζορζ Μουστακί, Μπρούνο Κοκατρίξ. Είχε δώσει σειρά από αλησμόνητες συναυλίες στο Ολυμπιά. Είχε ευαίσθητη υγεία και αυτή η τρωτή της πλευρά -η αξέχαστη φωνή που ανέβλυζε από το κορμί που υπέφερε- διέγειρε ακόμα περισσότερο τη συμπάθεια του κοινού.
Επανέλαβα. «Η Εντίθ Πιάφ;»
Ο Τεό που διέκρινε τη δυσπιστία μου και διάβαζε τις σκέψεις μου σαν ανοιχτό βιβλίο, επιβεβαίωσε την προφητεία του:
«Θα δεις. Στις έξι, θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Θα το σηκώσεις εσύ. Θα πάρεις το ακουστικό, θα το πλησιάσεις στο αφτί σου, αλλά δε θα πεις τίποτα! Θα μου το δώσεις αμέσως».
Το ύφος του ήταν τόσο σοβαρό! Ίσως τελικά να έλεγε αλήθεια... Μετά από τα τελευταία του λόγια, δυσκολευόμουν να φανταστώ το λόγο για τον οποίο η μεγάλη, η διάσημη Εντίθ Πιάφ θα τηλεφωνούσε στο σπίτι στον αδελφό μου Τεό. Κοίταξα το ρολόι του τοίχου. Ο Τεό τώρα πια στεκόταν σιωπηλός. Ήταν νευρικός.
Ξαφνικά, το τηλέφωνο ήχησε πάνω στο κλασέρ όπου ο μπαμπάς τακτοποιούσε όλα του τα χαρτιά. Ο αδελφός μου με μια νευρική κίνηση μού κάνει νόημα να απαντήσω στην κλήση. Σηκώνω το ακουστικό, το βάζω στο αφτί μου. Μια σοβαρή φωνή φτάνει από την άλλη άκρη:
«Εμπρός...»
Γρήγορα τείνω τη συσκευή προς τον αδελφό μου που αμέσως την ξεριζώνει από τα χέρια μου, κάνοντας συγχρόνως νόημα να βγω από το δωμάτιο.
Βγήκα στον κήπο. Η περιέργειά μου ζωήρεψε. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Είχα πράγματι αναγνωρίσει στο τηλέφωνο τη φωνή της Εντίθ Πιάφ; Περίμενα. Μέσα, η συζήτηση δεν τελείωνε. Ήθελα να μάθω κάθε λέξη από αυτήν την ιστορία! Τελικά ο αδελφός μου ήλθε προς το μέρος μου. Έλαμπε.
«Λοιπόν, τι σου είχα πει;»
Είχα χίλια ερωτήματα γι' αυτόν, αλλά δε μου άφησε χρόνο για καμιά ερώτηση.
«Πρέπει να βιαστώ. Με προσκάλεσε στο σπίτι της. Μαζί με όλους τους φίλους της».
«Είσαι καλεσμένος στης Εντίθ Πιάφ;»
Αυτήν τη φορά δεν μπορούσα να αμφιβάλλω. Εκείνος όμως δε με άκουγε πια. Είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του. Με παράτησε εκεί για να σπεύσει στο σπίτι. Βιαζόταν να αλλάξει και να τρέξει σε μια συνάντηση για την οποία, τότε, δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι θα του άλλαζε την πορεία τόσο της ζωής του, όσο και της δικής μας.
Την επομένη ο Τεό έφτασε στη λεωφόρο Λαν με το αυτοκίνητο του οδηγού, ακριβώς όπως είχε κανονιστεί. Είχε πάρει τη βαλίτσα του. Η Εντίθ θέλησε να του δείξει αμέσως το ντουλάπι όπου θα τακτοποιούσε τα πράγματά του. Καθώς κρεμούσε τα πουκάμισά του στις κρεμάστρες, εκείνη του είπε «Άφησε, θα το κάνω εγώ».
Άρχισε να του διπλώνει τα πουλόβερ. Έπαιρνε τα παντελόνια από τη βαλίτσα και τα κρεμούσε ολόισια.
«Ξέρω να διπλώνω πολύ καλά τα πουκάμισα», έλεγε.
Δεν έπαψε να του κάνει συνέχεια κομπλιμέντα για τις επιλογές του και για την ποιότητα των ρούχων του. Αν φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο από τη στιγμή της άφιξής του, το έκανε για να τον γοητεύσει, να τον ρίξει. Πίστευε πράγματι πως μια γυναίκα έπρεπε να φροντίζει στα μικρά καθημερινά πράγματα τον άντρα που αγαπούσε, αν ήθελε να του αρέσει. Η Εντίθ κάποια μέρα θα μοιραζόταν μαζί μου αυτήν την άποψη: « Να του σερβίρεις τον καφέ του, βάλε τη ζάχαρη και ανακάτεψέ την εσύ η ίδια με το κουταλάκι. Δίπλωσε τα πράγματά του. Πρέπει να νιώθει ότι νοιάζεσαι γι' αυτόν». Και αυτό ακριβώς έβαλε σε εφαρμογή με τον Τεό.
Κατά την τακτοποίηση, κάρφωνε επίμονα πάνω του τα μπλε μάτια της και του έλεγε γλυκά «Μου αρέσει πολύ αυτό το μαύρο πουλόβερ».
Αγνοούσε προφανώς ότι ο Κλοντ Φιγκίς είχε μιλήσει. Και αναρωτιόταν γιατί ο Τεό είχε παράξενο ύφος. Κάποια στιγμή, τον ρώτησε «Δεν είσαι καλά; Κατάπιες τη γλώσσα σου!»
Ξέσπασαν και οι δυο στα γέλια, κάτι που χαλάρωσε την ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια, η Εντίθ επανήλθε στα καθήκοντά της, προσπαθώντας να περάσει το μήνυμά της «Έχουμε τα ίδια γούστα. Μάλλον ταιριάζουμε. Δε βρίσκεις;»
Η σκηνή ήταν ιδιαίτερα προσωπική και ο Τεό, αναστατωμένος, αντιλήφθηκε πως η Πιάφ τον γοήτευε, όχι μόνο ως τραγουδίστρια, αλλά και ως γυναίκα. Είχε μια αύρα. Μια προσωπικότητα που μάταια είχε αναζητήσει στις κατακτήσεις του της μιας βραδιάς στην Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Καθώς η περίσταση προσφερόταν για εξομολογήσεις, ξεδίπλωσε ξαφνικά όλο το παρελθόν του ως γλεντζέ: τις ατελείωτες νύχτες που πορευόταν από το ένα κλαμπ στο άλλο, τις εφήμερες συναντήσεις, τα πλαγιάσματα δίχως αύριο. Επιθυμούσε να εξηγήσει στην Εντίθ ότι η απερίσκεπτη συμπεριφορά του εκείνους τους τελευταίους μήνες οφειλόταν στον πόλεμο της Αλγερίας που του είχε κλέψει τη νιότη του. Με την επιστροφή του στο Παρίσι, είχε νιώσει μια δυνατή επιθυμία να ξαναπάρει στα χέρια του το χαμένο χρόνο, να ξεσκοτιστεί, να καταπιεί δυο δυο τις μπουκιές, σα να είχε καιρό να φάει.
«Βλέπεις και τους συντρόφους να χάνονται. Εκεί κάτω, έχεις την εντύπωση πως η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία, ότι κρέμεται από μια κλωστή. Είναι η αιτία των εφήμερων ερώτων. Επιθυμούσα μονάχα την απόλαυση, μετά από όλες αυτές τις στερήσεις».
Η Εντίθ είπε τότε, αφού πρώτα άφησε να κυλήσει μια μικρή σιγή «Θα 'λεγε κανείς πως βρέθηκα στο δρόμο σου την κατάλληλη στιγμή».
Αστειευόταν κατά το ήμισυ. Ο Τεό σκέφτηκε πως ο Φιγκίς τού είχε πει ψέματα στο ταξί την προηγούμενη ημέρα. Η Εντίθ συνέχισε:
«Τελικά, σε εμπόδισα να πέσεις άσχημα».
Και πρόσθεσε:
«Ξέρεις, κι εγώ είχα κάποια περίοδο ταραχώδη. Κι εγώ είχα την τύχη να βρεθεί κάποιος στη ζωή μου την κατάλληλη στιγμή».
Αναφερόταν στον Ρεϊμόν Ασό, τον άνθρωπο που της έμαθε να τραγουδά, να βελτιώνει την ερμηνεία της, να στέκεται στη σκηνή. Ο άνθρωπος που λάνσαρε την Πιάφ πριν από τον πόλεμο. Είχε γίνει διάσημος στιχουργός, βάζοντας την υπογραφή του σε τραγούδια όπως το Mon légionnaire και το Le Petit coquelicot του Μουλουτζί.
«Με επανέφερε», είπε θλιμμένα η Πιάφ.
Οι αναμνήσεις επανέρχονταν στα βουρκωμένα μάτια της.
«Εντάξει λοιπόν, υπήρξε και ο Λουί Λεπλέ, ο διευθυντής του Τζέρνι'ς, στην οδό Πιέρ Σαρόν. Σίγουρα έχεις ακούσει γι' αυτόν. Κυριολεκτικά με ανέσυρε από το ποτάμι, όταν ήμουν ακόμα παιδί. Εκείνος βρήκε και το καλλιτεχνικό μου όνομα: La Môme Piaf. Ήταν δική του ιδέα. Με έμαθε να δουλεύω. Όλα αυτά, πριν βρεθεί δολοφονημένος από σφαίρα μέσα στο θέατρό του. Ήταν καταστροφικό. Μάλιστα υπήρξαν και υποψίες ότι ήμουν κατά κάποιον τρόπο μπλεγμένη στην υπόθεση! Όπως και να 'χε, μετά το θάνατο του Λεπλέ, δεν μου απέμενε τίποτα. Είχα πιάσει πάτο. Και τότε, μου ήρθε η ιδέα να επικοινωνήσω πάλι με τον Ρεϊμόν. Κατέφθασε το ίδιο ταπί με μένα. Α! Μπορώ να πω πως έδωσε μάχη για μένα ο Ρεϊμόν. Πολιορκούσε διευθυντές των μιούζικ-χολ, προκειμένου να με προσλάβουν. Ήμουν νέα, εντελώς χαμένη. Αν δεν υπήρχε αυτός, ένας Θεός ξέρει πού θα είχα καταλήξει!»
Η Εντίθ άφησε να περάσει λίγη ώρα σιωπής, πριν να αφεθεί πάλι στην ανάγκη της για εκμυστηρεύσεις:
«Κάποιες φορές συμβαίνει, όταν βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση, να έχουμε την αίσθηση πως βαδίζουμε στο πουθενά. Και τότε, απρόσμενα, ξεπροβάλλει κάποιος και όλα διορθώνονται... Άλλοτε πάλι, δεν εμφανίζεται κανείς. Θυμάμαι την τελευταία μου συναυλία, πέρσι, στο Ολυμπιά. Το κοινό μου επεφύλαξε θερμότατη υποδοχή. Μα όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, ένιωσα απόλυτα μόνη. Τότε λοιπόν είπα: ''γιατί όλα αυτά;'' Με είχε κυριεύσει μια απίστευτη συγκίνηση: τα φώτα, τα χειροκροτήματα, οι φωνές χαράς, η αγάπη που τη βλέπεις να λάμπει μέσα στα βλέμματα του κόσμου, το κοινό -ένα πλήθος κόσμου. Και ξαφνικά, ξαναβρίσκομαι στο μεγάλο μου διαμέρισμα, χωρίς κανέναν δίπλα μου, για να μοιραστώ μαζί του αυτό που μόλις είχα ζήσει. Παραλίγο να τα παίξω! Βέβαια, θα μπορούσα να είχα οργανώσει στο σπίτι ένα κοκτέιλ μετά το Ολυμπιά. Θα μπορούσα εύκολα να είχα γύρω μου τριάντα με σαράντα άτομα. Αλλά το να έχω γύρω μου σαράντα άτομα, δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Αυτό που ήθελα, ήταν να βρίσκεται κοντά μου ένα πρόσωπο. Μονάχα ένα. Ένας άντρας με τον οποίο θα τελείωνε αυτή η υπέροχη βραδιά. Ξέρεις, δεν αντέχω τη μοναξιά. Υπάρχει τεράστια απόσταση, βρίσκεσαι ανάμεσα στις χιλιάδες του κόσμου που σε ζητωκραυγάζουν και ξαφνικά εμφανίζεται το κενό στο οποίο πέφτεις αμέσως μέσα και τότε αυτό σου φαίνεται τεράστιο».
Ο Τεό άκουγε τις εξομολογήσεις της, χωρίς να μιλά. Κάπου στο βάθος της ψυχής του μια φωνή ήθελε να φωνάξει:
« Τώρα είμαι εγώ εδώ! Και όσο θα βρίσκομαι εδώ, δε θα είστε πια ποτέ μόνη!»