2012-04-21 23:05:06
Φωτογραφία για Μέρες του 2012...
Γράφει ο Ξενοφών-Ιούλιος Χατζηγρηγόρης*

Τα παρακάτω είναι καθαρά προσωπικές σκέψεις και ειλικρινείς προβληματισμοί πάνω στις προσεχείς εθνικές εκλογές και το ιστορικό τους νόημα για τη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία και την κοινοβουλευτική δημοκρατία στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος Δυστυχής! Παρηγορία 

μόνη σού έμενε να λές

περασμένα μεγαλεία

και διηγώντας τα να κλαις.

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει

φιλελεύθερη λαλιά,

ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι

από την απελπισιά,

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω

το κεφάλι από τσ' ερμιές;».

Και αποκρίνοντο από πάνω

κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

μες στα κλάιματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,

πλήθος αίμα ελληνικό.

Διονύσιος Σολωμός – ‘Ύμνος εις την Ελευθερία’ (Μάιος 1823)


Οι στίχοι αυτοί του μετέπειτα Εθνικού μας Ύμνου, λίγο παρακάτω από εκείνους που τραγουδάμε, γεννήθηκαν πριν από 189 χρόνια από την ελεύθερη Ελληνική καρδιά και το ευρύ Ευρωπαϊκό μυαλό του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος τότε έκλεινε μες στην ψυχή του την Ελλάδα μαζί με κάποιο άλλο πράγμα... Επίκαιρους όσο ποτέ, η αισθητική και νοητική τους ένταση βλέπει σήμερα αυτούς τους σχεδόν «σκονισμένους» στίχους να ενσαρκώνουν μια αναχρονιστική οδύνη, αλλά και μια διαχρονική, φιλόπατρι, εξ αίματος εμπάθεια. Με αίσθηση, με χροιά, με αίσθημα… Όπως και ο Σολωμός, έγραψα ποίηση, και πρώτα στα ιταλικά, την πρώτη γλώσσα που έμαθα να μιλάω από τη μητέρα μου. Όπως και ο Σολωμός, βρέθηκα στο εξωτερικό και επέστρεψα, και τώρα ο δρόμος μου με έφερε ξανά μακριά, αυτή τη φορά στο Μάαστριχτ, τον τόπο όπου το 1992 υπογράφηκε η ομώνυμη Ευρωπαϊκή Συνθήκη.

Η Ελλάδα του σήμερα δε μπορεί παρά να είναι η εξέλιξη (προοδευτική ή εκφυλιστική) της Ελλάδας του χτες, και κατ’ επέκταση, της Ελλάδας του αύριο: οι ανησυχίες της οποίας αντηχούν κάθε μέρα σε όλα τα μέσα επικοινωνίας στην Ευρωζώνη του 21ου αιώνα, θυμίζοντας τις πικρές εκείνες στροφές του Σολωμού. Η Ιστορία ως magistra vitae (Λατ. διδάσκαλος ζωής) και ως αυτοβιογραφία του Γένους, του Έθνους και του Κράτους μας – το νόημα του ποιοι είμαστε ως Έλληνες, τι είμαστε και πώς, στο γεωπολιτικό χάρτη και στο διάβα των αιώνων– κάποτε θα ανακατασκευάσει το σημερνό παρόν όταν θα είναι πια παρελθόν, για τους Έλληνες του μέλλοντος και την ημών υστεροφημία.

Η Ιστορία αυτή γράφεται σήμερα, με την ευθύνη για την κάθε απόφαση, την κάθε διαπραγμάτευση, με κάθε αλληλεπίδραση, με κάθε συμβιβασμό ή άρνηση, σε επίπεδο τοπικής και εθνικής κοινωνίας, και σε επίπεδο κρατικών και διακρατικών πολιτικοοικονομικών θεσμών. Ποιο θα είναι λοιπόν το εγγύς παρελθόν των Ελλήνων των επόμενων γενεών; Τι Ιστορία θα γράψει ο Ελληνικός λαός και ο πολιτικός του κόσμος στις 6 του Μάη; Τι διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές και ποιά είναι τα οξύμωρα της σημερινής κατάστασης, που οδήγησαν σε κοινωνικοπολιτικά και τεχνοκρατικά τέλματα τη χώρα; Υπάρχουν κατευθύνσεις για λύσεις θετικές, καθαρτικές, ή ακόμα και λυτρωτικές, για τις διενέξεις μίας εγχώριας κρίσης που μόνο περασμένη, παροδική, ή οικονομική δε θα πρέπει να θεωρείται;

Attention! Achtung! Προσοχή!

Ένας από τους διορατικότερους πολιτικούς και νομικούς της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ο Γάλλος Αλέξις ντε Τοκβίλ (1805-1859), γράφοντας για τη φύση της δημοκρατίας στη μετά-επαναστατική Γαλλία[1] και τις ομόσπονδες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υπενθυμίζει στο κριτικό κοινό, ή αν θέλετε στην κοινή γνώμη ή τη δημόσια σφαίρα[2], τους εκάστοτε κινδύνους που η δημοκρατία διατρέχει ως πολίτευμα. Σύμφωνα με το στοχασμό του, όλοι οι παράγοντες, δομικοί και ψυχολογικοί, μετράνε στη διατήρηση μιας αναγκαίας ισορροπίας και αποκέντρωσης ανάμεσα στις εξουσίες του Κράτους (την Κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Δικαιοσύνη), ανάμεσα στο Κράτος και την Κοινωνία –αναγκαίο αντίβαρο του Κράτους κατά τον Τοκβίλ–, καθώς και ανάμεσα στα άτομα που απαρτίζουν τον κοινωνικό ιστό. Η δημιουργία και η συντήρηση μιας κοινότητας απαιτεί επομένως συνδετικά στοιχεία, όπως π.χ. η θρησκεία ή άλλες ομαδικές πρακτικές, αλλά και άτομα που να έχουν εκπαιδευτεί ως πολίτες μιας δημοκρατικά θεσπισμένης κοινωνίας: από την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνική δικτύωση, μέσα στην τοπική κοινότητα και τη συμμετοχή σε θεσμούς, έως και την εθνική-κρατική και πολιτειακή ηγεσία.

Ενδεχόμενες ανισορροπίες οδηγούν σε τυραννία των μαζών ή στο άλλο άκρο, την τυραννία του κράτους, αυτό που ο Γερμανός Ρόμπερτ Μίχελς (1876 - 1936) βάφτισε ως «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας» σε ένα περίφημο έργο πάνω στα πολιτικά κόμματα. Πράγματι, κατά τον Μίχελς, οποιοσδήποτε θεσμός, όσο δημοκρατικά θεσπισμένος και αν είναι εξορισμού, τείνει πάντα, εμπειρικά, προς την εμφάνιση ελιτιστικών στοιχείων και ολιγαρχικών πρακτικών που εκφυλίζουν τη δημοκρατική του φύση. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την θεσμικά πανίσχυρη πλέον γραφειοκρατία, μάλλον αναγκαία σε έναν κόσμο όπου οι αριθμοί και η ιεραρχία αποφεύγουν τη δυσλειτουργία και το χάος, αλλά και στα γρανάζια της οποίας δημιουργούνται επιπλέον δίκτυα εξουσίας και ελέγχου (Μισέλ Φουκώ, Μάνουελ Καστέλς), οποιαδήποτε σύγχρονη ιστορική αναφορά σε μία μη-φιλτραρισμένη δημοκρατία (όχι άμεση) φαντάζει πλέον δύσκολο να έχει νόημα. Με τα Μ.Μ.Ε. στο παιχνίδι και στην ψηφιακή πλέον εποχή, όλοι αυτοί οι κίνδυνοι που το δημοκρατικό πολίτευμα διατρέχει φαίνεται μάλιστα να αποκτούν ολοένα και πιο ολέθριες πολιτειακές διαστάσεις. Η γέννηση των πολιτικών κομμάτων και των μαζικών εκλογικών σωμάτων (18ος αιώνας), του κοινωνικού κράτους (19ος αιώνας), και των διεθνών διακρατικών θεσμών (όπως ο Ο.Η.Ε. ή η Ε.Ε. – 20ος αιώνας), σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό της μαζικής ενημέρωσης, και της τεχνολογικής προόδου, άλλαξαν τη δημοκρατία όχι μόνο στην εκάστοτε θεωρητική, αλλά και στην εκάστοτε υλική της κατανόηση. Άλλαξαν όμως και την οικονομία, τη νομοθεσία, το κοινωνικό κράτος, τη διακυβέρνηση και τη ροή εξουσίας ανάμεσα στα εκτεταμένα και επικαλύπτοντα τη σήμερον ημέρα εκτελεστικά και ελεγκτικά δίκτυα των παραπάνω. Απλή εμπειρική υπενθύμιση: η εξουσία διαφθείρει.

Ως πότε παλικάρια….

Αναλογιζόμενοι ως Έλληνες του 21ου πλέον αιώνα την ιστορική μας πορεία από τότε που υπάρχουμε επίσημα σαν Ελληνικό Κράτος, ειδικότερα τη μεταπολεμική, και ακόμα πιο ειδικά τη μεταπολιτευτική μας ιστορία και τα σημερινά αδιέξοδα, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά, οι συγκρίσεις με τις διαχρονικές και διατοπικές θεωρίες και πραγματικότητες των όσων ειπώθηκαν πιο πάνω μοιάζουν επιτακτικές για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον: η Ιστορία του Ελληνικού Κράτους είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τον Ευρωπαϊκό γεωπολιτικό και πολιτισμικό χώρο από τη επίσημη γέννηση του τελευταίου, το 1830: η Επανάσταση άλλωστε ξεκίνησε στο ‘εξωτερικό’ το 1821, ενώ ο Καποδίστριας ήρθε και εκείνος από το ‘εξωτερικό’. Η δε Ευρωπαϊκή ιδέα ή ο πολιτισμός της Ευρώπης, καθώς και η γεωπολιτική Ευρωπαϊκή Ένωση χάνουν το ιστορικό τους νόημα και την παραδοσιακή τους νομιμότητα χωρίς την Ελλάδα. Όμως ισχύει και το αντίθετο: η Ελλάδα ως δημοκρατική, κρατική και πολιτισμική οντότητα δε νοείται χωρίς το Ευρωπαϊκό στοιχείο ή έναν Ευρωπαϊκό αλληλεπιδραστικό προσανατολισμό, ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικότερα σήμερα στα πλαίσια της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης.

Δεύτερον: η σύγχρονη Ελληνική εθνική ταυτότητα είναι εξορισμού παραδοσιακά συνδεδεμένη με την ιστορική διαδρομή του Ελληνικού Κράτους. Το ίδιο και η Ελληνική κοινωνία, οι πρακτικές της, η κριτική και αυτοκριτική της, και η συνοχή της. Οι συγκρίσεις προηγουμένων ιστορικών καταστάσεων με την εμμονή ή τη λύση ιστορικών ιδεολογικών και πρακτικών διενέξεων στη σύγχρονη Ελλάδα μπορεί επομένως, ή τουλάχιστον, να υποδείξει κατευθύνσεις σκέψης και άξονες αλλαγής σε μια δυναμική πραγματικότητα. Σε αυτήν οποιαδήποτε απόφαση είναι ζωτική, άρα και υποθετικά εκτενώς προσχεδιασμένη και μελετημένη, αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και πιεστικός για εκτενείς αναλύσεις και εξεύρεση απόλυτα νηφάλιων λύσεων. Δεν είναι όμως καθοριστικός περιοριστικός παράγοντας για την ποιότητα του προβληματισμού, και τη θεώρηση και πραγμάτωση ουσιαστικών και εύστοχων αλλαγών, οι οποίες για να είναι τέτοιες θα πρέπει να έχουν κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ιστορική ευαισθησία, συνέπεια, συνέχεια, άρα και εξελικτικό χαρακτήρα, και μέλλον: Ζωή. Πρώτα απ’ όλα όμως προέχουν ευθύνη, παραδοχή και αποδοχή, όπως διδάσκει και ο μέγας Αισχύλος.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και του πολωμένου δικομματισμού είναι στα τελευταία της. Όχι όμως και η Ελλάδα ως αυτοδύναμο κράτος θεσπισμένο πάνω στις αρχές και τους πυλώνες της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Οι εκάστοτε αποτυχίες των κυβερνητικών, δικαστικών και βουλευτικών πρακτικών να αποκαταστήσουν μια διαφάνεια στη δημόσια τάξη πραγμάτων και τη διαχείριση της εξουσίας, καθώς και η ακραία ιδεολογική πόλωση, που ειλικρινά σήμερα δε μοιάζει να έχει μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, αποτέλεσαν εκφυλιστικούς παράγοντες για τη δημοκρατία στη χώρα μας. Ο νόμος του προεστού, της φατρίας, της κλίκας, του καρτέλ, της λέσχης, της ελίτ, του κόμματος έπεσε πιο βαρύς και από σίδερο πάνω στα γαλαζοπράσινα κόκαλα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Εκείνα τα κόκαλα, γεννημένα από μια Επταετία πολιτικής οστεοπόρωσης για τον κοινοβουλευτισμό, αλλά και αναγεννημένα από την πολιτισμική δυναμική των γεγονότων του Πολυτεχνείου, εκπροσωπούν πλέον φαινομενικά μια στερεή και εκφυλισμένη μορφή ρητορικής για μεγάλο μέρος των πολιτών. Όχι όμως για όλους. Κάποιοι απ’ αυτούς συνεχίζουν και ίσως θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται σαν το παραδοσιακό Ελληνικό μεταπολιτευτικό ‘εκλογικό σώμα’. Το τελευταίο αποτελεί παρόλα αυτά ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που έχει και αυτό λόγο για τις τύχες του και την φωνή του στα κοινά του τόπου. Η κοινωνία γεννά τους πολιτικούς της, αν αυτοί δεν έρχονται ‘απ’ έξω’. Η πολιτική όμως γεννά και την κοινωνία της, και το κράτος, όπως και τα Μ.Μ.Ε. –σαν πρωταγωνιστές με τον σημαντικό ενημερωτικό, επιμορφωτικό και διαμορφωτικό τους ρόλο για την κοινή γνώμη–, δεν μπορούν να παραμένουν απλοί θεατές του κοινωνικού ιστορικού δράματος, καθώς η κοινωνία είναι προϋπόθεση για την κρατική εξουσία και τον πολιτισμό της ενημέρωσης.

Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ουσιαστικές αλλαγές στο Ελληνικό μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό, σε επίπεδο ονομάτων και πρακτικών εξουσίας ή αντιπολίτευσης, καθώς και των ρητορικών τους, δεν υπήρξαν, ή αν υπήρξαν δεν στηρίχτηκαν αρκετά από μερίδα αυτού του περιβάλλοντος-κελιού, έτσι ώστε να επιβιώσουν ως βιώσιμες. Από την άλλη, είχαμε μια αναπάντεχα υψηλή ποικιλία σκανδάλων, κρουσμάτων συστηματικής και δικτυωμένης διαφθοράς, κούφιων ή και παραπλανητικών υποσχέσεων, δημαγωγίας και λαϊκισμού, όπως επίσης και εγκληματική διαχείριση των πόρων του κράτους, των δημόσιων ισολογισμών και των ελεγκτικών μηχανισμών, στην εφαρμογή των νόμων και στην απόδοση δικαιοσύνης. Τα κακώς κείμενα[3] της εξουσίας δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτήν αλλά και στη σφαίρα επιρροής της, την κοινωνία. Ο Ελληνικός δημόσιος τομέας, η δημόσια εκπαίδευση και η κοινωνική πρόνοια, γραφειοκρατικά τερατουργήματα, γεννήματα-θρέμματα του αναξιοκρατικού, ελιτιστικού και διεφθαρμένου πολιτικού κομματικού συστήματος δεν βρήκαν αντίσταση, αλλά αποδοχή από την κοινωνία, τουλάχιστον στο βαθμό που βόλεψε περιστασιακά τον καθένα, ή τους κουμπάρους του, αλλάζοντας βαθμιαία τους άγραφους κανόνες της. Την ίδια στιγμή που τα χρήματα του κράτους καρποφορούσαν στην Εκάλη, παραδόξως στην υπόλοιπη Ευρώπη οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν ήδη πραγματικότητα, όπως επίσης και οι πολυκομματικές και πολυφωνικές βουλές, πολλές από τις οποίες αποδείχτηκαν αρκετά λειτουργικές σε ότι αφορά την σχεδίαση και εφαρμογή του κοινωνικού κράτους, τις οικονομικές επενδύσεις, την εκπαίδευση, την κρατική μεταρρύθμιση.

Στην Ελλάδα δεν είδαμε ποτέ απόπειρες κάθαρσης του μεγέθους mani pulite (Ιταλ. καθαρά χέρια) να φτάνουν μέχρι τον Κορυδαλλό, όπως ούτε και διαλλακτικότητα κάθε φορά που οι εκάστοτε συνθήκες επέβαλλαν τη συνεργασία πολιτικών δυνάμεων, ούτε καν δεοντολογικά ή για τα εθνικά θέματα. Άλλο όμως το να διαφωνείς και άλλο το να μη μπορείς να συμφωνήσεις, αν αυτό απαντάει σε μια ακόμη δικαιολογία… Σε επίπεδο κοινωνίας οι επιπτώσεις της συγκέντρωσης της εξουσίας σε λίγα αλλά ισχυρά χέρια μεταφράστηκαν σε μίμηση των ιεραρχικών και ελιτιστικών πρακτικών του κράτους, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από μεγάλο μέρος του πληθυσμού με απτά συμπτώματα ενός σύγχρονου δημοκρατικού εκφυλισμού, όπως π.χ. φοροδιαφυγή, ρουσφετοκρατία, παραφθορά του εργατικού κινήματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αδυναμία κοινωνικής εμπάθειας και αλληλεγγύης, αδιαφορία για τα κοινά κ.α. Απέχοντας όμως από το διάλογο, απέχουμε και από τη δημοκρατία, αλλά και από τις λύσεις των προβλημάτων. Η Ελληνική κοινωνία υποφέρει από την έλλειψη διαλόγου γιατί ακριβώς αδυνατεί να ξεφύγει από νοοτροπίες και πρακτικές που τείνουν προς την αδιαλλαξία, τον ατομισμό, τον πρόχειρο αυτοσχεδιασμό και την έλλειψη βούλησης και αυτοθυσίας. Με λίγα λόγια, μια κοινωνία εθνικά και παραδοσιακά φιλόξενη και ζωντανή, ιστορικά δραστήρια και δημιουργική, ελεύθερη, που έχει την τύχη να κατοικεί στην πιο όμορφη γωνιά της ηπείρου, μετατράπηκε βαθμιαία σε έναν ιστό ανοργάνωτο και ανασφαλή, αφέθηκε στο δουλικό έλεος του καταναλωτισμού και μιας ασυγχώρητης πολιτικής και φιλάνθρωπης ή οικολογικής νωθρότητας της οποίας τα αποτελέσματα βλέπουμε στα αδιέξοδα και τα διλήμματα του σήμερα, πριν ακόμα αρχίσουμε να μιλάμε για μνημόνια. Τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς ότι εκτός από ήλιο, αγάλματα και απέραντες παραλίες, η Ελλάδα διαθέτει και τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στις θάλασσες της υφηλίου.

«Εξαιρέσεις»

Η Ελλάδα μπορεί να μη διαθέτει το γεωγραφικό μέγεθος, τα γεωπολιτικά εκείνα χαρακτηριστικά, ή τη βιομηχανία, άλλων χωρών, ούτε καν εκείνες τις υποδομές τις οποίες θα έπρεπε να είχε εδώ και δεκαετίες, θα έλεγε κάποιος που έχει ταξιδέψει έστω και λίγο στην Ευρώπη –ειδικά σε θέματα ενεργειακής πολιτικής και πολεοδομίας– και που ανά τις δεκαετίες στα μέρη μας μετατράπηκαν από σχέδια σε πακέτα χρηματοδοτήσεων, και σε ‘μαύρες τρύπες’ στα δημόσια ταμεία …ή αυθαίρετα. Τα κονδύλια δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ πλήρως και με όραμα, η ανεργία και η ανικανότητα διαχείρισης των οικονομικών και όχι μόνο πόρων του κράτους τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι σπατάλες και μια νοοτροπία ματαιοδοξίας στα πλαίσια μικροκομματικών και μικροπρεπών λογικών, οδήγησαν τους κρατικούς μηχανισμούς και το γραφειοκρατικό σύστημα σε γιγάντωση, κορεσμό και δυσλειτουργία με επιπτώσεις π.χ. στη δημόσια υγεία, στην αγορά, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, και την εμφάνιση του λεγόμενου «παρακράτους». Οι δε Ολυμπιακοί Αγώνες άφησαν κι αυτοί πίσω τους εμβληματικά επενδυτικά φαντάσματα, ενώ ακόμα και η Εκκλησία δεν έμεινε έξω απ’ το χορό, και τέτοιες μέρες είναι μέρες μετάνοιας και παθών αν δεν κάνω λάθος.

Άλλες χώρες, όπως π.χ. το Βέλγιο ή η Ολλανδία όπου και σπουδάζω, μικρότερες σε έκταση από την Ελλάδα αλλά με συγκρίσιμο πληθυσμό, έχουν αναπτύξει πολιτικά και δημοσιονομικά συστήματα που επιτρέπουν στο κράτος να συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα και χωρίς κυβέρνηση, χωρίς φαινόμενα παράλυσης, ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο, και με τρόπο τέτοιο ώστε η τήρηση των νόμων να συμβαδίζει με την ποιότητα ζωής του πολίτη και να ευνοεί πρακτικές και εφαρμόσιμες αλλαγές. Αν εμείς θεωρούμε τους εαυτούς μας ειδική περίπτωση, το ίδιο ισχύει και για εκείνους. Γι’ αυτούς όμως, οι όποιες παρακρατικές ή παράνομες πρακτικές απλά δεν ωφελούν λόγω συστήματος και κοινωνικού σχεδιασμού (πειθαρχίας των πολιτών), γι’ αυτό και δεν είναι δελεαστικές ή βιώσιμες, πόσο μάλλον επαναλαμβανόμενες. Στο μεταξύ, η ίδια κρίση που άγγιξε εμάς άγγιξε και αυτές τις χώρες, λιγότερο βέβαια λόγω υποδομών, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν ακόμα και μεγάλα κράτη σαν την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, ή τη Γερμανία, δοκιμάστηκαν από ακόμα οξύτερες και ιδιαίτερες κρίσεις, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές, και παρόλα αυτά πέτυχαν να ανακάμψουν. Η Ιαπωνία π.χ. αναδείχτηκε σε παγκόσμια τεχνολογική, πολιτισμική και οικονομική, μεταβιομηχανική υπερδύναμη από τις στάχτες του Ναγκασάκι, και μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία, αφενός χάρη στην οικονομική βοήθεια της Αμερικής, αφετέρου χάρη στην παραδοσιακή συνοχή του κοινωνικού της ιστού και των παραδοσιακών κοινών πρακτικών του στο να μην απορροφήσει μια ολική Αμερικανοποίηση. Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τη Νότια Κορέα, η οποία βίωσε για πρώτη φορά δημοκρατική διακυβέρνηση μόλις τη δεκαετία του 90. Τέλος, το κατά κάποιους ιστορικούς Sonderweg (Γερμ. ιδιαίτερο μονοπάτι, εξαίρεση) της Γερμανίας περιλαμβάνει την ήττα δύο διαφορετικών αυτοκρατοριών σε δύο παγκόσμιους πολέμους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Παρόλα αυτά το κράτος ορθοπόδησε ξανά, άλλαξε οικονομικά και πολιτικά, κατάφερε να απορροφήσει την ενσωμάτωση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και εκατομμύρια οικονομικούς μετανάστες από την Τουρκία και άλλες χώρες σε μία κρατική οντότητα με αποκεντρωμένη αλλά και ομόσπονδη εξουσία, που αποτελεί πρότυπο πολιτικό-οικονομικό και ιστορικό εξελικτικό μοντέλο για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Πρότυπα μοντέλα για το κοινωνικό κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες τους στην Ευρώπη είναι επίσης και η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία.

Κοινωνική ισότητα σημαίνει ίσα δικαιώματα, αλλά και ίσες υποχρεώσεις όλων των μελών της κοινωνίας απέναντι στο Νόμο. Οι νόμοι γράφονται από τους αντιπροσώπους της κοινωνίας για την κοινωνία, και σ’ αυτήν καθρεπτίζονται, αυτήν αντανακλούν μαζί με την εκάστοτε ιδέα δικαιοσύνης της, κάτι που φαντάζει ουτοπικό, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι ζώντας, σπουδάζοντας και ταξιδεύοντας στην κεντρική Ευρώπη, αυτό το ιδεατό το έχω δει να προσεγγίζεται υλικά πολύ πιο αισθητά απ’ ότι στην Ελληνική καθημερινότητα των πολλών. Μάλιστα υπήρξαν και φορές που, ενώ περνούσα μια διάβαση πεζών, ή ταξίδευα με το τρένο, κοιτάζοντας το αστικό τοπίο σκεφτόμουν «καλά, οι βουλευτές, οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί μας που πηγαινοέρχονται από τις Βρυξέλλες κάθε μέρα δεν τα βλέπουν αυτά; Τόσο πολύ πια δεν τους νοιάζει που ενώ έχουν την τεράστια ευθύνη να πιλοτάρουν την Ευρωπαϊκή χώρα που είναι στο μυαλό και στις καρδιές όλων μας το ιστορικό λίκνο του Δυτικού πολιτισμού, αντί να παραδειγματίζουν την κοινωνία σαν ηγεσία-οδηγός και να ενστερνίζονται τα προβλήματά της σαν δύναμη-αντιπρόσωπος, προσπαθώντας να βρουν λύσεις και να προσφέρουν όπως ορκίστηκαν στο Σύνταγμα, άφησαν τα πάντα στην άκρη για τα μεμονωμένα και περιστασιακά τους συμφέροντα μετατρέποντας την πατρίδας μας σχεδόν σε δεύτερο κόσμο παρά σε σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος; Εμείς οι Έλληνες, γιατί και πώς μπορούμε ακόμα να τα ανεχόμαστε όλα αυτά; Μήπως τα θέλουμε πραγματικά; Ή μήπως μας λείπει στην τελική η επίγνωση, η αυτοκριτική, το ανοιχτό μυαλό και η διάθεση για ουσιαστική, έμπρακτη αλλαγή;»

Ένα νόμισμα, δύο γραφές: το EURO και το ΕΥΡΩ

Επειδή λοιπόν τα ερωτήματα απ’ ότι φαίνεται γεννούν και άλλα ερωτήματα, και επειδή τα χρονικά περιθώρια είναι πολυτέλεια αυτές τις μέρες, μέρες σημαντικών απαντήσεων και βαρυσήμαντων αποφάσεων, κάθε σημερινός υποψήφιος για την είσοδο στη Βουλή των Ελλήνων θα πρέπει να νιώθει δέος και βαρύ αίσθημα ευθύνης: απέναντι στον εαυτό του ως Έλληνας πολίτης, απέναντι στην τοπική και την εθνική κοινωνία, στους Ευρωπαίους εταίρους μας, αλλά και στην Ελληνική-Ευρωπαϊκή Ιστορία. Δε θα ήθελα όμως να αναφερθώ σε περαιτέρω απολογητικά σενάρια συνομωσιών με στόχο την χώρα μας απ’ όσα (πολλά) ήδη ακούγονται. Αυτά μπορεί να είναι είτε εικασίες είτε παρασκηνιακές κινήσεις. Το Ελληνικό πρόβλημα, στο οποίο και αφιερώνω μια πονεμένη καρδιά αλλά και ένα μυαλό σε εγρήγορση, έχει πολύπλευρα και αλληλεξαρτώμενα αίτια που δεν περιλαμβάνουν μόνο πρακτικές της περιόδου του Ευρώ ή της κρίσης έξω από τη χώρα. Η φύση αυτών των παραγόντων δεν είναι σε καμία περίπτωση μόνο οικονομική ή μόνο πολιτική. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, απλά πρόλαβαν μια κοινωνικοπολιτική ένταση που ήταν ήδη στον ορίζοντα, και των οποίων οι ρίζες βρίσκονται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό, εκεί που τα λεφτά …υπήρχαν. Παράδοξο και ειρωνικά οξύμωρο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα είναι ένα κράτος με μικρό πληθυσμό, από τη μεταπολίτευση και μετά ηγούμενο από μονοκομματικές –άρα θεωρητικά και πιο σταθερές κυβερνήσεις, και με την πιο αρχαία πολιτική και επιστημονική-φιλοσοφική παράδοση σε όλη την Ευρώπη, κι όμως παρά τα ευνοϊκά αυτά χαρακτηριστικά δεν κατάφερε παρά να καταπολεμήσει μόνο κάποια από τα συμπτώματα, σε καμία περίπτωση όμως και τα πιο πολλά από τα κύρια αίτια των προβλημάτων που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει, σαν αυτοδύναμη κρατική εξουσία και σαν κοινωνία πολιτών, δημιουργώντας με τις πρακτικές αυτές νέα προβλήματα που απλά προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα: εκείνα τα μεγάλα προβλήματα υποδομής που οι πολιτικοί ή/και οι τεχνοκράτες στην πλειοψηφία τους δεν επέλυσαν, εκείνα τα μικρά καθημερινά προβλήματα που η κοινωνία στην πλειοψηφία της αγνόησε, παραμέλησε και διαιώνισε για χρόνια.

Τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη από τη στιγμή που η Ιστορία τα έχει πλέξει τόσο πολύ μεταξύ τους. Να το έχουμε καλά στο μυαλό μας αυτό. Αλλάζουν όμως, και ωριμάζουν βαθμιαία, με αντρίκιο κουράγιο, καθαρό μυαλό και έντιμη δουλειά. Με σημάδια αυτοθυσίας και αλληλεγγύης, ενότητας και οξυδέρκειας, με αυταπάρνηση και ουσιαστικό όραμα, σπουδή και προοπτική, και πάνω απ’ όλα συνέπεια στη συνέχεια της κοινής προσπάθειας αλλαγής νοοτροπίας, πρακτικών και συνηθειών όχι μόνο των πολιτικών, αλλά και των πολιτών. Προοπτικές ανάπτυξης μέσα στην παρατεταμένη οικονομική ύφεση που βιώνουμε σίγουρα δε θα δούμε εύκολα, και αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Δεν είναι όμως και η μόνη αλήθεια. Η πολιτική του λιτότητας, έτσι όπως εισέβαλλε στα εσωτερικά ζητήματα του κράτους και της κοινωνίας μας λόγω μνημονίου, απ’ έξω, άλλο τόσο προέκυψε από την παρατεταμένη και σκανδαλώδη διαχείριση των κοινών στο εσωτερικό, από μέσα. Οι πάμπολλες εσωτερικές διενέξεις, πολιτικές και οικονομικές, όπως και αυτές σε επίπεδο Ευρωζώνης, οδήγησαν στη σημερινή κρίση, αν όχι κατάρρευση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Η εποικοδομητική διαπραγμάτευση μεταξύ κοινωνίας και πολιτείας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν ήταν ποτέ συνεχής, συνεπής και διάφανη, με αποτέλεσμα οι κριτικές φωνές να μην ακούγονται αρκετά από την κοινωνία ή να χάνονται στα διχασμένα ιεραρχικά δίκτυα του πολιτικού συστήματος μαζί με την ανατροφοδότηση του κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου. Με αυτόν τον τρόπο, και με την κεντρομόλο συγκέντρωση και τη σχεδόν φετιχιστική εμμονή με την εξουσία σε κάθε επίπεδο, χάθηκαν ευκαιρίες για πιο μόνιμες, κοινά αποδεκτές, βιώσιμες και δυναμικές λύσεις. Η προχειρότητα στο σχεδιασμό πολιτικών και στις κοινωνικές πρακτικές των τελευταίων τουλάχιστον είκοσι ετών, η αδυναμία έγκαιρης διάγνωσης και διορατικής πρόβλεψης οξύτατων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εντάσεων και εξελίξεων, καθώς και η χαλαρότητα με την οποία οι εκάστοτε Ελληνικές κυβερνήσεις βασίστηκαν στα Ευρωπαϊκά «σωσίβια», ή χάρη στην οποία χαλαρότητα και στα οποία σωσίβια δεν «αντιμίλησαν» αλλά «εξαπάτησαν», μας έβαλαν σε μεγάλους μπελάδες πριν ακόμα το Ευρώ μπει στη ζωή μας. Όταν αυτό έγινε, και με την Ασιατική κρίση να επικυρώνει το μέγεθος του νέου επερχόμενου κακού, οι πιο αδύναμες και αστήριχτες δομικά οικονομίες ήταν λογικά τα πρώτα και προαναγγελθέντα θύματα των νέων αρπακτικών της διεθνούς οικονομίας., ακόμα και κάτω από την ούτως ή άλλως ακόμα τρύπια θεσμικά πολιτική-τεχνοκρατική ομπρέλα της Ευρωζώνης.

Μια κρίση πολλών κρίσεων

Ο οικονομικός μονόδρομος της Ευρωζώνης χαράχθηκε με κατεύθυνση τη σωτηρία και τη θεσμική προστασία αυτών που απέμειναν και κινδυνεύουν πιο πολύ να χαθούν από την ίδια την εξελιγμένη αλλά και ανεξέλεγκτη φύση τους: τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδύσεις σε οικονομικό επίπεδο, εθνική κυριαρχία και νομοθετική αυτοδυναμία σε πολιτικό επίπεδο, και όλα αυτά δίχως ισχυρά και αρκετά, ευρεία και κοινά αποδεκτά θεσμικά πλαίσια. Το πρόβλημα είναι ότι το ένα προϋποθέτει το άλλο, ή τουλάχιστον αν αρχίσει κανείς από το ένα, θα πρέπει αναγκαστικά να ασχοληθεί και με το άλλο, εξίσου υπεύθυνα. Οι διαπραγματεύσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου πάνω στη πολιτική του μνημονίου, αντάξιες καθώς φαίνεται εκ των υστέρων των αντίστοιχων εσωτερικών τους επιδόσεων, καθώς και η πολιτική-τεχνοκρατική προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης σε Ευρωπαϊκά πλαίσια και με κοινές συντεταγμένες για το ενιαίο νόμισμα, ζημίωσαν τελικά πιο πολύ απ’ όλους τον Έλληνα μισθωτό και συνταξιούχο, τουλάχιστον αρχικά, και στη συνέχεια οδήγησαν στην κρίση, αν όχι στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους (όπως και σε ανάλογα προβλήματα και σε άλλες χώρες, βλέπε Ισπανία, Πορτογαλία). Για μια ακόμη φορά όμως, συνέχεια, διαφάνεια, και συνέπεια έλειψαν δραματικά, πάνω απ’ όλα στην εσωτερική συνεννόηση, και σαν επακόλουθο όχι μόνο στη συνδιαλλαγή απόψεων με την τρόικα, αλλά και στην επινόηση και αμοιβαία υποβολή δυναμικών προτάσεων στα πλαίσια ενός ισότιμου διαλόγου. Το ντόμινο των εξελίξεων έφερε ακόμη και τους Γερμανούς ή τους Φιλανδούς σε δύσκολη θέση.

Η πρωτόγνωρη αυτή από καταβολής Ε.Ε. κατάσταση και η απειλή μιας ακόμη πιο γενικευμένης κρίσης οδήγησαν επομένως στην επιβολή σκληρών μέτρων. Η αποφυγή ή το μπάλωμα των προβλημάτων δεν οδηγεί όμως στη λύση τους. Αν για τον Ολλανδό ή τον Γερμανό κρίση σημαίνει οικονομικότερες διακοπές, για τον Έλληνα ή τον Πορτογάλο σημαίνει κυριολεκτικά δυσκολότερη επιβίωση. Αυτό μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από θεσμικές διαδικασίες και μεταρρυθμίσεις με πραγματικούς στόχους και μεγέθη, στα πλαίσια της ισχύουσας, διεθνούς και εγχώριας, συνταγματικά κατοχυρωμένης νομοθεσίας, καθώς και σε αυτά της εν λόγω κατάστασης. Ο σχεδιασμός δε, αυτών των μεταρρυθμίσεων, πρέπει να βασίζεται κυρίως στην προαναφερθείσα έννομη τάξη και όχι στην κατάσταση αυτή καθεαυτή, ακόμα και αν αυτή στάθηκε η αφορμή της αλλαγής. Η ειδική αυτή κατάσταση, όσο ακραία και αν είναι, μετατρέπεται στο μυαλό του θαρραλέου και διαυγή, υπεύθυνου Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη και πολιτικού σε ποιοτική πυξίδα αλληλεξαρτώμενων θερμών ανησυχιών αλλά και σε ποσοτικό φακό που εστιάζει και προσδιορίζει ψυχρά καίριες δομικές διενέξεις και μέτωπα αυτών των ανησυχιών. Απ’ αυτό εξαρτάται η ικανότητα συναίσθησης του πολιτικού χρέους και χρόνου, καθώς και η δημοκρατική ικανότητα επαναδιαπραγμάτευσης, σε εγχώριο και διεθνές έννομο περιβάλλον, μιας αναπτυξιακής πορείας δράσης στον άξονα της ιστορικής εξυγίανσης, και όχι μόνο της προσωρινής επιβίωσης, του Ελληνικού κρατικού και κοινωνικού μηχανισμού.

Το κράτος του δήμου

Οι πρόσφατες ριζικές και αλυσιδωτές πολιτικές εξελίξεις στη Μεσόγειο μας υπενθυμίζουν ότι η εθνική κυριαρχία πηγάζει από έναν λαό ελεύθερο, όχι υπόδουλο, ούτε άφωνο. Οι πρακτικές που θέλουμε να περάσουν στην πολιτειακή δομή του τόπου μας είναι εκείνες που η ίδια η κοινωνία προωθεί μέσα από την εκλογή των αντιπροσώπων της στη Βουλή, και επομένως στο τιμόνι της χώρας. Τον αν θα πετύχουμε ή θα αποτύχουμε, το αν θα αναπτυχθούμε ή θα εξαθλιωθούμε, σαν κράτος και σαν κοινωνία δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία. Όσο χαλεποί και να είναι αυτοί οι σύγχρονοι καιροί για τους απογόνους του Αριστοτέλη και του Σολωμού, άλλο τόσο ιδανικοί είναι για αλλαγή στον τρόπο αλλαγής: για ένα νέο και πιο πολυφωνικό, αποκεντρωμένο κοινοβουλευτικό σχήμα, μια νέα λογική ανατροφοδοτημένου πολιτικού διαλόγου και κοινωνικής μέριμνας, και για την ύστατη ευκαιρία που δίνεται στην επόμενη γενιά, αλλά και σε όλους τους πολίτες αυτής της χώρας για χάρη τους, να διαλέξουν για και την κοινωνική και πολιτειακή τους προοπτική σε ένα κράτος που θέλουνε και όχι που απορρίπτουν.

Η επιτήρηση και τα πλέον αναπόφευκτα και ασφυκτικά δεσμά του μνημονίου θα είναι εκεί όσο καιρό το κοινοβουλευτικό δημοκρατικό μας κράτος παραμένει πολιτικά δυσλειτουργικό και όσο η κοινωνία μας τα περιμένει όλα, και πάνω απ’ όλα εκπαίδευση και ασφάλεια, από ένα κράτος με το οποίο έχει αναπτύξει σχέσεις πελατειακές, και για του οποίου τη νομιμότητα αμφιβάλλει χωρίς όμως να αντιδρά. Ένα από το δύο πρέπει να αλλάξει, για να αλλάξει και το άλλο. Τέτοιες αμφίδρομες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές σε επίπεδο υποδομών και οργάνωσης, ανάκτησης κρατικού ελέγχου και κοινωνικής συνοχής, ενίσχυσης της κοινωνικής εμπάθειας και αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με τη δεδομένη και πολύπλοκη ιστορική-πολιτική αλληλεξάρτηση και κοινή οικονομική μοίρα της Ευρωζώνης, αποτελούν σήμερα μία πηγή εναλλακτικών λύσεων, στην κατεύθυνση μίας αναγκαίας –αλλά και ιστορικά θεμελιωμένης– Ευρωπαϊκής προοπτικής για την Ελλάδα και με φορά αυτήν προς την οικονομική ανάκαμψη, την πολιτική αυτονομία και την κοινωνική προστασία των πολιτών, εν έτει 2012.

*Ξενοφών-Ιούλιος Χατζηγρηγόρης

Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ – Σχολή Φιλοσοφικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών

Τμήμα Διεπιστημονικών Σπουδών στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας

Μάαστριχτ, Απρίλιος 2012

[1] Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 σήμανε το τέλος της φεουδαρχίας, της Ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας και τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους στη Γαλλία (ρόλος του Διαφωτισμού).

[2] γέννημα κατά τον Γιούργκεν Χάμπερμας (1929- – ) του Μοντέρνου κόσμου, δηλαδή της εποχής της βιομηχανοποίησης, της μαζικής δημοκρατικοποίησης, της καπιταλιστικής οικονομίας και της επιστημονικής εκλογίκευσης σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικού σχεδιασμού. (18ος αιώνας, βλέπε επίσης Μαξ Βέμπερ)

[3] Αν έγραφα το 1821 θα έλεγα ‘οι προδοσίες’, ή πιο ήπια ‘οι προκλήσεις’
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
«Bασίλισσα» ξανά ! (vids)
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Bασίλισσα» ξανά ! (vids)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ