2014-04-30 13:21:09
Το ΙΝΕΡΠ υποστήριξε τη διεξαγωγή του πρώτου διαβαλκανικού συνεδρίου των συνδικάτων δημόσιας διοίκησης που έλαβε χώρα στην Καβάλα μεταξύ 28-29/3.
Εκπρόσωποι των συνδικάτων από Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία και Ελλάδα αντάλλαξαν απόψεις, μοιράστηκαν εμπειρίες και προβληματίστηκαν σε σχέση με το κοινό τους μέλλον. Η δημιουργία ενός δικτύου εκπροσώπων των εργαζομένων στις δημόσιες διοικήσεις των Βαλκανικών χωρών μπορεί να συμβάλει καθοριστικά προκειμένου να δούμε τον εαυτό μας εντός «συγκειμένου». Τα Βαλκάνια, πέραν του ότι αποτελούν την κοινή μας ιστορική και πολιτισμική μήτρα, συνιστούν, αντίθετα απ’ ότι πολλοί πιστεύουν, οργανικό τμήμα της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Τα Βαλκάνια (εις πείσμα της παραποιημένης ιστορίας τους που τα θέλει να αποτελούν μόνιμη εστία αναταραχών και διενέξεων) μπορούν να έχουν μια προστιθέμενη αξία για την Ευρώπη (υπό την προϋπόθεση ύπαρξης μιας Ευρώπης χωρίς πατερναλισμούς, αποκλεισμούς και διακρίσεις).Αλλά και αντιστρόφως, η ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων είναι εκείνη που μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις διχοτομίες και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος αλλά κυρίως, να μας διασφαλίσει ένα δυναμικό- κι ελπιδοφόρο (sic!)- μέλλον.
Προϋπόθεση έλευσης του μέλλοντός μας αυτού είναι ο δημιουργικός αναστοχασμός των ιδιοτυπικών χαρακτηριστικών μας εντός του παγκοσμιοποιούμενου κόσμου. Εννοείται, δηλαδή, ότι το μέλλον μας δεν θα προέλθει από την εικαζόμενη, οντολογικά προσδιοριζόμενη, «ευρωπαϊκή» ταυτότητα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα «χτίζεται» με βάση τα υλικά που προσκομίζει ο καθείς εκ των συμμετεχόντων σε μια δύσκολη, χρονοβόρα κι αμφίβολης έκβασης συνεννόηση/ επικοινωνία/διαπραγμάτευση.
Στην πορεία οικοδόμησης της Βαλκανικής-Ευρωπαϊκής μας ταυτότητας μαθαίνουμε, με ασφάλεια, ποιες είναι οι αδυναμίες (αυτές που συνέβαλαν στην αρνητική πορεία μας στο πρόσφατο παρελθόν) αλλά και ποιές είναι οι ευκαιρίες. Παρεπόμενο της μαθησιακής αυτής διαδικασίας είναι η οικοδόμηση μιας κατανόησης που οδηγεί στην αλληλλεγγύη στις δυσκολίες, στην υποστήριξη στην προσπάθεια υπέρβασής τους και στον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αυτή η πολλαπλή ατομική/κοινωνική αλληλλεγγύη δεν περιορίζεται σ’ έναν ρηχό ακτιβισμό (όπως ήταν η πρακτική των «διεθνιστικών» κομμμάτων του παρελθόντος) αλλά υποστασιοποιείται στην ανταλλαγή και νομή ιδεών και προβληματισμών καθώς και στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενός δικτύου που επιτρέπει τον αυτο- και τον ετερο-προσδιορισμό μας: Στα Βαλκάνια δεν έχουμε ανάγκη ούτε από καθοδήγηση ούτε από υποδείξεις. Έχουμε ανάγκη από υποστήριξη των λύσεων που συμφωνούμε και γνωρίζουμε ότι έχουν νόημα για μας. Η επίλυσή τους, ενδεχομένως, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη και την ευημερία των κοινωνιών μας χωρίς να απειλεί καμία άλλη Ευρωπαϊκή.
Εάν η προηγούμενη αξιωματική θέση γινόταν αποδεκτή, τότε πιστεύω ακράδαντα, [και μετά από δύο δεκαετίες εμπειρία εργασίας από διαφορετικές θέσεις σε Βαλκανικές χώρες] ότι θα μπορούσαμε να είχαμε σημαντική προστιθέμενη αξία στην οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα αποβάλλει τα ηγεμονικά σύνδρομα και τις φοβικές αντιδράσεις σε ό,τι δεν είναι απότοκο ενός περιορισμένου και ατελούς κεντροευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν στον δύσκολο δρόμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σ΄αυτούς που θεωρούν ότι υπάρχει/οικοδομείται μια Ευρώπη με πολύ αργούς και περίπλοκους ρυθμούς η οποία, όμως, δημιουργεί μια ενότητα, μια κοινότητα μοναδική: Πολυ-φυλετική, πολύ-γλωσση και πολυ-πολιτισμική που διασφαλίζει κοινές αρχές και προαπαιτούμενα που θα της επιτρέψουν να έχει μια σημαντική θέση στον δύσκολο σημερινό κόσμο.
Από το ιδεώδες, όμως, αυτό μέχρι τη σημερινή κατάσταση πρέπει να διανυθεί πολύς και δύσκολος δρόμος, ένθεν και ένθεν. Μακράν ηγεμονισμών, φληναφημάτων και αφελειών που δέσποσαν κατά το παρελθόν αλλά και μακράν διχοτομιών και τεχνητών εντάσεων που χαρακτηρίζουν την περιοχή μας, πρέπει να αγωνιστούμε για να αποτρέψουμε τις επιθετικές διαθέσεις όσων θεωρούν τα Βαλκάνια ένα ακόμη «χωράφι» εξουσίας και δύναμης – ου μην αλλά και εύκολου κέρδους.
Το παράδειγμα που ακολουθεί σκιαγραφεί τόσο τις δυσκολίες όσο και τις ευκαιρίες που έχουμε: Η πολιτική «ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού» στα Βαλκάνια αντανακλά την (ανύπαρκτη, ακόμη) ευρωπαϊκή πολιτική μεταρρύθμισης των δημοσίων διοικήσεών μας. Η «πολιτική» αυτή καταλήγει, συχνά, να αναπαράγει, στην πράξη, τις χειρότερες γραφειοκρατικές παραδόσεις/πρακτικές των κρατών μελών της ΕΕ.
Επί σειρά ετών, η ΕΕ κατασπαταλά πολύτιμους πόρους όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στη Βουλγαρία, Ρουμανία (όπως και στις υπό ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων) υπέρ μιας μηχανιστικής αντίληψης εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που αποτελεί τον μοναδικό, ίσως, πυλώνα της «πολιτικής» της.
Χωρίς ενα συνεκτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που αποτελεί το απαραίτητο «περιβάλλον» ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου, υποστηρίζει μια σειρά επαναλαμβανόμενων αποτυχιών προσφέροντας άπλετα το χρήμα των Ευρωπαίων φορολογουμένων σε πάσης φύσεως «ειδικούς» κερδοσκόπους.
Αντί να επικεντρωθεί η ευρωπαϊκή πολιτική στο ανθρώπινο κεφάλαιο των Βαλκανίων (το οποίο αποτελεί τον κρισιμότερο και πολυτιμότερο πόρο τους) υιοθετεί μονεριστικές πολιτικές άλλων (εν προκειμένω, του ΔΝΤ και λοιπών «οικονομικών» εγκεφάλων), οι οποίες ακυρώνουν κι αυτά τα ολίγα που θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί μέσω των προγραμμάτων και δράσεων στο πεδίο της ανάπτυξης του ανθρώπιινου δυναμικού.
Η κατεύθυνση της, πάση θυσία, μείωσης του δημόσιου τομέα, για παράδειγμα, δεν έχει τίποτα κοινό με την ευρωπαϊκή παράδοση του κράτους δικαίου (και του διοικητικού κράτους) ούτε, εν τέλει, με μια ορθολογική διάσταση της διοικητικής μεταρρύθμισης. Η μονομερής προσήλωση στις απολύσεις και τον διωγμό των δημοσίων υπαλλήλων θεωρείται από πολλούς ότι ανοίγει τον δρόμο στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών- μια πολύ στενή ανάλυση η οποία αντιπαραθέτει τυφλά το ιδιωτικό (που είναι εξ ορισμού «κακό») στο δημόσιο (που είναι εξ ορισμού «καλό»). Η Ευρωπαϊκή πολιτική δεν έχει, δυστυχώς, επεξεργασθεί παρά μόνον κάποιες ακαδημαϊκές απόψεις αντίθετες σ’ αυτόν τον μανιχαϊσμό. Από εκεί, όμως, μέχρι την επεξεργασία και εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής υπάρχει πολύς δρόμος που πρέπει να διανυθεί. Εν τω μεταξύ, η βίαιη προσαρμογή χωρών, όπως η Βουλγαρία η η Ρουμανία στην οικονομία της «αγοράς», δημιούργησε τραγελαφικές καταστάσεις όπου δεν λειτουργούν ούτε οι ασφάλειες του προηγούμενου συστήματος ούτε, όμως και οι νεώτερες μεταγραφές από τον Καναδά η τη Ν. Ζηλανδία... Τι νόημα έχει, για παράδειγμα, η «Ανάλυση Επιπτώσεων» σε μια χώρα όπως η Βουλγαρία, όπου η πολυνομία και η κακονομία είναι ανεξέλεγκτες ή στη Ελλάδα, όπου αρκεί η άρνηση ενός προσώπου για να ακυρωθούν νόμοι, διατάξεις και προγράμματα;
Από την άλλη, η μηχανιστική μεταφορά προτύπων που έχουν «αποδώσει» σε κάποια κράτη μέλη (εάν και πόσον, είναι, συνήθως, ασαφές) σε διοικήσεις των Βαλκανίων με εντελώς διαφορετικό ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόστρωμα, οδηγούν κατ’ ευθείαν στην αποτυχία. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές που γίνονται, συνήθως, αποδεκτές από τις κυβερνήσεις των χωρών μας, επειδή προσβλέπουν σε άλλα, «μεγαλύτερα» οφέλη, δημιουργούν μια ψευδο-συνείδηση και οδηγούν στην απόρριψη ακόμη και σοβαρών μεταρρυθμίσεων.
Εν τω μεταξύ, τεράστια πραγματικά προβλήματα τα οποία προκύπτουν από την απουσία θεσμικών εγγυήσεων και οργανωτικών αναβαθμών ελέγχου της δημοκρατίας, ακυρώνουν όλες αυτές τις ψευδο-μεταρρυθμίσεις. Σε χώρες όπου, ακόμη, τα πολιτικά κόμματα έχουν αποικιοποιήσει το σύνολο του δημόσιου τομέα (πχ. Σερβία) ή σε χώρες όπου βασικά ατομικά δικαιώματα παραβιάζονται (πχ. Τουρκία), πως είναι δυνατόν να συζητά κανείς για έλεγχο και πάταξη της διαφθοράς και να εφαρμόζει την αλφα ή τη δείνα «εργαλειοθήκη»;
Όλα τα προηγούμενα δεν μπορούν, όμως να κάμψουν εκείνους τους μεταρρυθμιστές στις χώρες των Βαλκανίων που πιστεύουν ότι η παράδοσή τους αποτελεί πλούτο και όχι εμπόδιο. Ότι οι εργαζόμενοι τους στον δημόσιο τομέα αποτελούν μια πολύτιμη δεξαμενή όχι «κοπριτών» (όπως ο θλιβερός Έλληνας πολιτικάντης, έκρωζε) αλλά επιστημόνων και ειδικών, «μυαλών» και εμπειροτεχνιτών που κάθε οργανωμένη διοίκηση έχει ανάγκη.
Γι’ αυτό και προσδοκούμε, βασίμως, ότι το εγχείρημα που ξεκίνησε στην Καβάλα, θα έχει αίσια έκβαση. Απαιτείται πολύς αγώνας και κόποι γι’ αυτό. Αλλά αυτή η διαδρομή έχει μια ανεπανάληπτη γοητεία. Όσοι την έχουν μοιραστεί δεν το μετανοιώνουν. Εκείνοι που δεν το γνωρίζουν, ακόμη, ας ακολουθήσουν. Εν τέλει, θεωρώ ότι αξίζει να προσπαθήσει κανείς να υπεραμυνθεί του τίτλου του παρόντος κειμένου: Να είναι Ευρωπαίος, να είναι Βαλκάνιος κι όχι μόνο να μην ντρέπεται αλλά να αισθάνεται περήφανος, κιόλας, γι αυτό.
inerp.gr
Εκπρόσωποι των συνδικάτων από Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία και Ελλάδα αντάλλαξαν απόψεις, μοιράστηκαν εμπειρίες και προβληματίστηκαν σε σχέση με το κοινό τους μέλλον. Η δημιουργία ενός δικτύου εκπροσώπων των εργαζομένων στις δημόσιες διοικήσεις των Βαλκανικών χωρών μπορεί να συμβάλει καθοριστικά προκειμένου να δούμε τον εαυτό μας εντός «συγκειμένου». Τα Βαλκάνια, πέραν του ότι αποτελούν την κοινή μας ιστορική και πολιτισμική μήτρα, συνιστούν, αντίθετα απ’ ότι πολλοί πιστεύουν, οργανικό τμήμα της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Τα Βαλκάνια (εις πείσμα της παραποιημένης ιστορίας τους που τα θέλει να αποτελούν μόνιμη εστία αναταραχών και διενέξεων) μπορούν να έχουν μια προστιθέμενη αξία για την Ευρώπη (υπό την προϋπόθεση ύπαρξης μιας Ευρώπης χωρίς πατερναλισμούς, αποκλεισμούς και διακρίσεις).Αλλά και αντιστρόφως, η ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων είναι εκείνη που μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις διχοτομίες και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος αλλά κυρίως, να μας διασφαλίσει ένα δυναμικό- κι ελπιδοφόρο (sic!)- μέλλον.
Προϋπόθεση έλευσης του μέλλοντός μας αυτού είναι ο δημιουργικός αναστοχασμός των ιδιοτυπικών χαρακτηριστικών μας εντός του παγκοσμιοποιούμενου κόσμου. Εννοείται, δηλαδή, ότι το μέλλον μας δεν θα προέλθει από την εικαζόμενη, οντολογικά προσδιοριζόμενη, «ευρωπαϊκή» ταυτότητα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα «χτίζεται» με βάση τα υλικά που προσκομίζει ο καθείς εκ των συμμετεχόντων σε μια δύσκολη, χρονοβόρα κι αμφίβολης έκβασης συνεννόηση/ επικοινωνία/διαπραγμάτευση.
Στην πορεία οικοδόμησης της Βαλκανικής-Ευρωπαϊκής μας ταυτότητας μαθαίνουμε, με ασφάλεια, ποιες είναι οι αδυναμίες (αυτές που συνέβαλαν στην αρνητική πορεία μας στο πρόσφατο παρελθόν) αλλά και ποιές είναι οι ευκαιρίες. Παρεπόμενο της μαθησιακής αυτής διαδικασίας είναι η οικοδόμηση μιας κατανόησης που οδηγεί στην αλληλλεγγύη στις δυσκολίες, στην υποστήριξη στην προσπάθεια υπέρβασής τους και στον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αυτή η πολλαπλή ατομική/κοινωνική αλληλλεγγύη δεν περιορίζεται σ’ έναν ρηχό ακτιβισμό (όπως ήταν η πρακτική των «διεθνιστικών» κομμμάτων του παρελθόντος) αλλά υποστασιοποιείται στην ανταλλαγή και νομή ιδεών και προβληματισμών καθώς και στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενός δικτύου που επιτρέπει τον αυτο- και τον ετερο-προσδιορισμό μας: Στα Βαλκάνια δεν έχουμε ανάγκη ούτε από καθοδήγηση ούτε από υποδείξεις. Έχουμε ανάγκη από υποστήριξη των λύσεων που συμφωνούμε και γνωρίζουμε ότι έχουν νόημα για μας. Η επίλυσή τους, ενδεχομένως, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη και την ευημερία των κοινωνιών μας χωρίς να απειλεί καμία άλλη Ευρωπαϊκή.
Εάν η προηγούμενη αξιωματική θέση γινόταν αποδεκτή, τότε πιστεύω ακράδαντα, [και μετά από δύο δεκαετίες εμπειρία εργασίας από διαφορετικές θέσεις σε Βαλκανικές χώρες] ότι θα μπορούσαμε να είχαμε σημαντική προστιθέμενη αξία στην οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα αποβάλλει τα ηγεμονικά σύνδρομα και τις φοβικές αντιδράσεις σε ό,τι δεν είναι απότοκο ενός περιορισμένου και ατελούς κεντροευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν στον δύσκολο δρόμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σ΄αυτούς που θεωρούν ότι υπάρχει/οικοδομείται μια Ευρώπη με πολύ αργούς και περίπλοκους ρυθμούς η οποία, όμως, δημιουργεί μια ενότητα, μια κοινότητα μοναδική: Πολυ-φυλετική, πολύ-γλωσση και πολυ-πολιτισμική που διασφαλίζει κοινές αρχές και προαπαιτούμενα που θα της επιτρέψουν να έχει μια σημαντική θέση στον δύσκολο σημερινό κόσμο.
Από το ιδεώδες, όμως, αυτό μέχρι τη σημερινή κατάσταση πρέπει να διανυθεί πολύς και δύσκολος δρόμος, ένθεν και ένθεν. Μακράν ηγεμονισμών, φληναφημάτων και αφελειών που δέσποσαν κατά το παρελθόν αλλά και μακράν διχοτομιών και τεχνητών εντάσεων που χαρακτηρίζουν την περιοχή μας, πρέπει να αγωνιστούμε για να αποτρέψουμε τις επιθετικές διαθέσεις όσων θεωρούν τα Βαλκάνια ένα ακόμη «χωράφι» εξουσίας και δύναμης – ου μην αλλά και εύκολου κέρδους.
Το παράδειγμα που ακολουθεί σκιαγραφεί τόσο τις δυσκολίες όσο και τις ευκαιρίες που έχουμε: Η πολιτική «ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού» στα Βαλκάνια αντανακλά την (ανύπαρκτη, ακόμη) ευρωπαϊκή πολιτική μεταρρύθμισης των δημοσίων διοικήσεών μας. Η «πολιτική» αυτή καταλήγει, συχνά, να αναπαράγει, στην πράξη, τις χειρότερες γραφειοκρατικές παραδόσεις/πρακτικές των κρατών μελών της ΕΕ.
Επί σειρά ετών, η ΕΕ κατασπαταλά πολύτιμους πόρους όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στη Βουλγαρία, Ρουμανία (όπως και στις υπό ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων) υπέρ μιας μηχανιστικής αντίληψης εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που αποτελεί τον μοναδικό, ίσως, πυλώνα της «πολιτικής» της.
Χωρίς ενα συνεκτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που αποτελεί το απαραίτητο «περιβάλλον» ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου, υποστηρίζει μια σειρά επαναλαμβανόμενων αποτυχιών προσφέροντας άπλετα το χρήμα των Ευρωπαίων φορολογουμένων σε πάσης φύσεως «ειδικούς» κερδοσκόπους.
Αντί να επικεντρωθεί η ευρωπαϊκή πολιτική στο ανθρώπινο κεφάλαιο των Βαλκανίων (το οποίο αποτελεί τον κρισιμότερο και πολυτιμότερο πόρο τους) υιοθετεί μονεριστικές πολιτικές άλλων (εν προκειμένω, του ΔΝΤ και λοιπών «οικονομικών» εγκεφάλων), οι οποίες ακυρώνουν κι αυτά τα ολίγα που θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί μέσω των προγραμμάτων και δράσεων στο πεδίο της ανάπτυξης του ανθρώπιινου δυναμικού.
Η κατεύθυνση της, πάση θυσία, μείωσης του δημόσιου τομέα, για παράδειγμα, δεν έχει τίποτα κοινό με την ευρωπαϊκή παράδοση του κράτους δικαίου (και του διοικητικού κράτους) ούτε, εν τέλει, με μια ορθολογική διάσταση της διοικητικής μεταρρύθμισης. Η μονομερής προσήλωση στις απολύσεις και τον διωγμό των δημοσίων υπαλλήλων θεωρείται από πολλούς ότι ανοίγει τον δρόμο στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών- μια πολύ στενή ανάλυση η οποία αντιπαραθέτει τυφλά το ιδιωτικό (που είναι εξ ορισμού «κακό») στο δημόσιο (που είναι εξ ορισμού «καλό»). Η Ευρωπαϊκή πολιτική δεν έχει, δυστυχώς, επεξεργασθεί παρά μόνον κάποιες ακαδημαϊκές απόψεις αντίθετες σ’ αυτόν τον μανιχαϊσμό. Από εκεί, όμως, μέχρι την επεξεργασία και εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής υπάρχει πολύς δρόμος που πρέπει να διανυθεί. Εν τω μεταξύ, η βίαιη προσαρμογή χωρών, όπως η Βουλγαρία η η Ρουμανία στην οικονομία της «αγοράς», δημιούργησε τραγελαφικές καταστάσεις όπου δεν λειτουργούν ούτε οι ασφάλειες του προηγούμενου συστήματος ούτε, όμως και οι νεώτερες μεταγραφές από τον Καναδά η τη Ν. Ζηλανδία... Τι νόημα έχει, για παράδειγμα, η «Ανάλυση Επιπτώσεων» σε μια χώρα όπως η Βουλγαρία, όπου η πολυνομία και η κακονομία είναι ανεξέλεγκτες ή στη Ελλάδα, όπου αρκεί η άρνηση ενός προσώπου για να ακυρωθούν νόμοι, διατάξεις και προγράμματα;
Από την άλλη, η μηχανιστική μεταφορά προτύπων που έχουν «αποδώσει» σε κάποια κράτη μέλη (εάν και πόσον, είναι, συνήθως, ασαφές) σε διοικήσεις των Βαλκανίων με εντελώς διαφορετικό ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόστρωμα, οδηγούν κατ’ ευθείαν στην αποτυχία. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές που γίνονται, συνήθως, αποδεκτές από τις κυβερνήσεις των χωρών μας, επειδή προσβλέπουν σε άλλα, «μεγαλύτερα» οφέλη, δημιουργούν μια ψευδο-συνείδηση και οδηγούν στην απόρριψη ακόμη και σοβαρών μεταρρυθμίσεων.
Εν τω μεταξύ, τεράστια πραγματικά προβλήματα τα οποία προκύπτουν από την απουσία θεσμικών εγγυήσεων και οργανωτικών αναβαθμών ελέγχου της δημοκρατίας, ακυρώνουν όλες αυτές τις ψευδο-μεταρρυθμίσεις. Σε χώρες όπου, ακόμη, τα πολιτικά κόμματα έχουν αποικιοποιήσει το σύνολο του δημόσιου τομέα (πχ. Σερβία) ή σε χώρες όπου βασικά ατομικά δικαιώματα παραβιάζονται (πχ. Τουρκία), πως είναι δυνατόν να συζητά κανείς για έλεγχο και πάταξη της διαφθοράς και να εφαρμόζει την αλφα ή τη δείνα «εργαλειοθήκη»;
Όλα τα προηγούμενα δεν μπορούν, όμως να κάμψουν εκείνους τους μεταρρυθμιστές στις χώρες των Βαλκανίων που πιστεύουν ότι η παράδοσή τους αποτελεί πλούτο και όχι εμπόδιο. Ότι οι εργαζόμενοι τους στον δημόσιο τομέα αποτελούν μια πολύτιμη δεξαμενή όχι «κοπριτών» (όπως ο θλιβερός Έλληνας πολιτικάντης, έκρωζε) αλλά επιστημόνων και ειδικών, «μυαλών» και εμπειροτεχνιτών που κάθε οργανωμένη διοίκηση έχει ανάγκη.
Γι’ αυτό και προσδοκούμε, βασίμως, ότι το εγχείρημα που ξεκίνησε στην Καβάλα, θα έχει αίσια έκβαση. Απαιτείται πολύς αγώνας και κόποι γι’ αυτό. Αλλά αυτή η διαδρομή έχει μια ανεπανάληπτη γοητεία. Όσοι την έχουν μοιραστεί δεν το μετανοιώνουν. Εκείνοι που δεν το γνωρίζουν, ακόμη, ας ακολουθήσουν. Εν τέλει, θεωρώ ότι αξίζει να προσπαθήσει κανείς να υπεραμυνθεί του τίτλου του παρόντος κειμένου: Να είναι Ευρωπαίος, να είναι Βαλκάνιος κι όχι μόνο να μην ντρέπεται αλλά να αισθάνεται περήφανος, κιόλας, γι αυτό.
inerp.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ