2014-05-03 09:15:53
Αναθεώρηση των στόχων για τα πλεονάσματα ζητάει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Φόρους ύψους 13 δισ. ευρώ δεν κατάφεραν να πληρώσουν φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις τους τελευταίους 15 μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα ληξιπρόθεσμα χρέη από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι και τα τέλη Μαρτίου ανήλθαν στα 13 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο οφείλουν στο ελληνικό Δημόσιο περίπου 2.450.000 επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα.
Τα στοιχεία αυτά αφενός καταδεικνύουν την αδυναμία των πολιτών να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αφετέρου οι φόροι που επιβάλλονται ετησίως είναι πολλοί περισσότεροι από τον στόχο είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Με δεδομένο ότι το ποσοστό εισπραξιμότητας όλων των φόρων ανέρχεται στο 80%, προκειμένου να εισπραχθούν έσοδα ύψους 51,4 δισ. ευρώ, επιβλήθηκαν στους φορολογούμενους φόροι ύψους 64 δισ. ευρώ το 2013. Μάλιστα στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζεται ότι «η υπερβολική φορολόγηση της περιουσίας των πολιτών αυξάνει το κίνητρο της φοροδιαφυγής, ενώ οδηγεί πολλούς φορολογούμενους στη διαμόρφωση νέων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων απέναντι στο Δημόσιο λόγω αδυναμίας πληρωμής».
Ταυτόχρονα, στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες δείχνουν ότι οι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις γυρίζουν την πλάτη στις ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών. Και αυτό, διότι τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που προκύπτουν είναι τόσο μεγάλα που αναγκάζουν τους φορολογούμενους να απορρίπτουν τη ρύθμιση. Το γεγονός αυτό το αντιλαμβάνεται και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία έθεσε το μεγάλο αυτό πρόβλημα στους επικεφαλής της τρόικας. Μάλιστα, στην επικαιροποιημένη συμφωνία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα στην επικαιροποιημένη συμφωνία αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε να τροποποιηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλετών. Οι πιστωτές απάντησαν αρνητικά, σημειώνοντας ότι αυτό θα ήταν άδικο για όσους έχουν ήδη ενταχθεί στις ρυθμίσεις, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη συζήτηση για αλλαγές στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας έχουν υπαχθεί 115.000 φορολογούμενοι και στην πάγια ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών 136.000. Το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος που είναι σε ρύθμιση ανέρχεται στα 1,7 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων:
1. Από τον Αύγουστο του 2013 όπου και τέθηκαν σε εφαρμογή οι δύο ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών μέχρι και τον Μάρτιο 2014 έχουν ρυθμιστεί:
Οφειλές ύψους 1,051 δισ. ευρώ στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας.
Οφειλές ύψους 682,25 εκατ. ευρώ στην πάγια ρύθμιση.
2. Στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας έχουν ενταχθεί 115.715 φορολογούμενοι και επιχειρήσεις και στην πάγια ρύθμιση 136.255.
3. Συνολικά έχουν εισπραχθεί 473,71 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 198,56 από τη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας και 275,15 από την πάγια ρύθμιση.
4. Συνολικά οι νέοι οφειλέτες από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι σήμερα), ανέρχονται σε 2.450.000 και χρωστούν στο ελληνικό Δημόσιο 13 δισ. ευρώ.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι αρκετοί φορολογούμενοι ακόμα και μετά την ένταξή τους στις ρυθμίσεις δεν καταφέρνουν τελικά να εξυπηρετήσουν τις μηνιαίες δόσεις. Ειδικότερα, από τους 136.255 φορολογούμενους της πάγιας ρύθμισης 2.581 έχασαν τη ρύθμιση, ενώ 16.769 φορολογούμενοι πληρώνουν την τελευταία στιγμή με κίνδυνο να βρεθούν και αυτοί εκτός ρύθμισης.
Σημειώνεται ότι ο αρχικός σχεδιασμός του υπουργείου Οικονομικών προέβλεπε την ένταξη στις ρυθμίσεις φορολογικών οφειλών ύψους 5 δισ. ευρώ και ασφαλιστικών οφειλών 4 δισ. ευρώ. Οσον αφορά στις φορολογικές οφειλές έχουν υπαχθεί περί τα 1,7 δισ. ευρώ, δηλαδή δεν έχει επιτευχθεί ούτε το 50% της αρχικής πρόβλεψης.
Συνολικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη ανέρχονται στο ποσό των 52,3 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 13 δισ. ευρώ δημιουργήθηκαν τους τελευταίους 15 μήνες. Σημειώνεται ότι ακόμα δεν έχει ξεκινήσει η «διαγραφή» των ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών.
Πορεία εσόδων
Σκληρή κριτική για την πορεία των φορολογικών εσόδων και την πολιτική που ακολουθείται ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. «Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής. Αλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι του ΓΠΚ.
Συμπληρώνουν, μάλιστα, ότι «η υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών σε συνδυασμό με τις οριζόντιες περικοπές δαπανών δυσχεραίνουν τελικά τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα τροφοδοτούν την αστάθεια, γεγονός που δεν θα συνέβαινε με μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα άντεχε στον χρόνο».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους έμμεσους φόρους, οι οποίοι παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από ΦΠΑ είναι μειωμένα κατά 197 εκατ. ευρώ ή κατά 5,6% έναντι του στόχου, εξέλιξη που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην υστέρηση των εσόδων στα πετρελαιοειδή.
Αναθεώρηση των στόχων για τα πλεονάσματα ζητάει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Επίσης, την ανάγκη αναπροσαρμογής προς τα κάτω των υψηλών στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα επισημαίνει στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους (ΓΠΚ) της Βουλής.
Στην έκθεση του ΓΠΚ επισημαίνεται ότι «συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων». Μάλιστα, αναφέρεται πως «υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που ανεπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%».
Δηλαδή, κατά πολύ χαμηλότερος «από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015 - 18, όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)». Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας προβλέπει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει φέτος πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα ξεπεράσει κατά πολύ αυτόν τον στόχο και θα επιτύχει πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ), ενώ το 2015 θα πρέπει να αυξηθεί στο 3% του ΑΕΠ, το 2016 στο 4,5% του ΑΕΠ και να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο το 2017.
«Αναμφίβολα, η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας» εκτιμά το ΓΚΠ, αλλά υποστηρίζει πως «θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας». Αναφέρει, δε, ότι «σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους», δεδομένου ότι η ανάγκη για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πηγάζει από την ανάγκη εξυπηρέτησης του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει στην έκθεσή του πως «πρόκειται για θέματα στα οποία υπάρχει ευρύτερη πολιτική συμφωνία παρά τις διαφορές ως προς τη μεθόδευση και την εκτίμηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων στο θεσμικό περιβάλλον της Ε.Ε. Η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή, καθώς φαίνεται ότι επανεξετάζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους».
Σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις, το ΓΠΚ επισημαίνει ότι οι αντιδράσεις σε κάθε μεταρρυθμιστικό μέτρο είναι μεγάλες, καθώς «ατομικά και συλλογικά συμφέροντα ανθίστανται είτε επειδή εμμένουν στη διατήρηση των παλιών προνομίων, είτε επειδή δεν έχουν πεισθεί για την τελική έκβαση της τρέχουσας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας». Επιπλέον, υποστηρίζει πως «η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία της κυβέρνησης επηρεάζει τον ρυθμό και την ένταση των μεταρρυθμίσεων».
Σε ό,τι αφορά την επάνοδο της χώρας στις αγορές, το ΓΠΚ χαρακτηρίζει επιτυχημένη την έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, αλλά επισημαίνει ότι «η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα». Και προσθέτει ότι «το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».
''The New Daily Mail''
με πληροφορίες από την kathimerini.gr
Φόρους ύψους 13 δισ. ευρώ δεν κατάφεραν να πληρώσουν φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις τους τελευταίους 15 μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα ληξιπρόθεσμα χρέη από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι και τα τέλη Μαρτίου ανήλθαν στα 13 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο οφείλουν στο ελληνικό Δημόσιο περίπου 2.450.000 επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα.
Τα στοιχεία αυτά αφενός καταδεικνύουν την αδυναμία των πολιτών να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αφετέρου οι φόροι που επιβάλλονται ετησίως είναι πολλοί περισσότεροι από τον στόχο είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Με δεδομένο ότι το ποσοστό εισπραξιμότητας όλων των φόρων ανέρχεται στο 80%, προκειμένου να εισπραχθούν έσοδα ύψους 51,4 δισ. ευρώ, επιβλήθηκαν στους φορολογούμενους φόροι ύψους 64 δισ. ευρώ το 2013. Μάλιστα στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζεται ότι «η υπερβολική φορολόγηση της περιουσίας των πολιτών αυξάνει το κίνητρο της φοροδιαφυγής, ενώ οδηγεί πολλούς φορολογούμενους στη διαμόρφωση νέων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων απέναντι στο Δημόσιο λόγω αδυναμίας πληρωμής».
Ταυτόχρονα, στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες δείχνουν ότι οι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις γυρίζουν την πλάτη στις ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών. Και αυτό, διότι τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που προκύπτουν είναι τόσο μεγάλα που αναγκάζουν τους φορολογούμενους να απορρίπτουν τη ρύθμιση. Το γεγονός αυτό το αντιλαμβάνεται και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία έθεσε το μεγάλο αυτό πρόβλημα στους επικεφαλής της τρόικας. Μάλιστα, στην επικαιροποιημένη συμφωνία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα στην επικαιροποιημένη συμφωνία αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε να τροποποιηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλετών. Οι πιστωτές απάντησαν αρνητικά, σημειώνοντας ότι αυτό θα ήταν άδικο για όσους έχουν ήδη ενταχθεί στις ρυθμίσεις, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη συζήτηση για αλλαγές στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας έχουν υπαχθεί 115.000 φορολογούμενοι και στην πάγια ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών 136.000. Το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος που είναι σε ρύθμιση ανέρχεται στα 1,7 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων:
1. Από τον Αύγουστο του 2013 όπου και τέθηκαν σε εφαρμογή οι δύο ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών μέχρι και τον Μάρτιο 2014 έχουν ρυθμιστεί:
Οφειλές ύψους 1,051 δισ. ευρώ στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας.
Οφειλές ύψους 682,25 εκατ. ευρώ στην πάγια ρύθμιση.
2. Στη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας έχουν ενταχθεί 115.715 φορολογούμενοι και επιχειρήσεις και στην πάγια ρύθμιση 136.255.
3. Συνολικά έχουν εισπραχθεί 473,71 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 198,56 από τη ρύθμιση της τελευταίας ευκαιρίας και 275,15 από την πάγια ρύθμιση.
4. Συνολικά οι νέοι οφειλέτες από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι σήμερα), ανέρχονται σε 2.450.000 και χρωστούν στο ελληνικό Δημόσιο 13 δισ. ευρώ.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι αρκετοί φορολογούμενοι ακόμα και μετά την ένταξή τους στις ρυθμίσεις δεν καταφέρνουν τελικά να εξυπηρετήσουν τις μηνιαίες δόσεις. Ειδικότερα, από τους 136.255 φορολογούμενους της πάγιας ρύθμισης 2.581 έχασαν τη ρύθμιση, ενώ 16.769 φορολογούμενοι πληρώνουν την τελευταία στιγμή με κίνδυνο να βρεθούν και αυτοί εκτός ρύθμισης.
Σημειώνεται ότι ο αρχικός σχεδιασμός του υπουργείου Οικονομικών προέβλεπε την ένταξη στις ρυθμίσεις φορολογικών οφειλών ύψους 5 δισ. ευρώ και ασφαλιστικών οφειλών 4 δισ. ευρώ. Οσον αφορά στις φορολογικές οφειλές έχουν υπαχθεί περί τα 1,7 δισ. ευρώ, δηλαδή δεν έχει επιτευχθεί ούτε το 50% της αρχικής πρόβλεψης.
Συνολικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη ανέρχονται στο ποσό των 52,3 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 13 δισ. ευρώ δημιουργήθηκαν τους τελευταίους 15 μήνες. Σημειώνεται ότι ακόμα δεν έχει ξεκινήσει η «διαγραφή» των ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών.
Πορεία εσόδων
Σκληρή κριτική για την πορεία των φορολογικών εσόδων και την πολιτική που ακολουθείται ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. «Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής. Αλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι του ΓΠΚ.
Συμπληρώνουν, μάλιστα, ότι «η υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών σε συνδυασμό με τις οριζόντιες περικοπές δαπανών δυσχεραίνουν τελικά τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα τροφοδοτούν την αστάθεια, γεγονός που δεν θα συνέβαινε με μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα άντεχε στον χρόνο».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους έμμεσους φόρους, οι οποίοι παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από ΦΠΑ είναι μειωμένα κατά 197 εκατ. ευρώ ή κατά 5,6% έναντι του στόχου, εξέλιξη που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην υστέρηση των εσόδων στα πετρελαιοειδή.
Αναθεώρηση των στόχων για τα πλεονάσματα ζητάει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Επίσης, την ανάγκη αναπροσαρμογής προς τα κάτω των υψηλών στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα επισημαίνει στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους (ΓΠΚ) της Βουλής.
Στην έκθεση του ΓΠΚ επισημαίνεται ότι «συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων». Μάλιστα, αναφέρεται πως «υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που ανεπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%».
Δηλαδή, κατά πολύ χαμηλότερος «από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015 - 18, όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)». Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας προβλέπει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει φέτος πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα ξεπεράσει κατά πολύ αυτόν τον στόχο και θα επιτύχει πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ), ενώ το 2015 θα πρέπει να αυξηθεί στο 3% του ΑΕΠ, το 2016 στο 4,5% του ΑΕΠ και να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο το 2017.
«Αναμφίβολα, η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας» εκτιμά το ΓΚΠ, αλλά υποστηρίζει πως «θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας». Αναφέρει, δε, ότι «σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους», δεδομένου ότι η ανάγκη για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πηγάζει από την ανάγκη εξυπηρέτησης του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει στην έκθεσή του πως «πρόκειται για θέματα στα οποία υπάρχει ευρύτερη πολιτική συμφωνία παρά τις διαφορές ως προς τη μεθόδευση και την εκτίμηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων στο θεσμικό περιβάλλον της Ε.Ε. Η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή, καθώς φαίνεται ότι επανεξετάζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους».
Σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις, το ΓΠΚ επισημαίνει ότι οι αντιδράσεις σε κάθε μεταρρυθμιστικό μέτρο είναι μεγάλες, καθώς «ατομικά και συλλογικά συμφέροντα ανθίστανται είτε επειδή εμμένουν στη διατήρηση των παλιών προνομίων, είτε επειδή δεν έχουν πεισθεί για την τελική έκβαση της τρέχουσας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας». Επιπλέον, υποστηρίζει πως «η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία της κυβέρνησης επηρεάζει τον ρυθμό και την ένταση των μεταρρυθμίσεων».
Σε ό,τι αφορά την επάνοδο της χώρας στις αγορές, το ΓΠΚ χαρακτηρίζει επιτυχημένη την έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, αλλά επισημαίνει ότι «η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα». Και προσθέτει ότι «το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».
''The New Daily Mail''
με πληροφορίες από την kathimerini.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με τοπικές βροχές θα είναι σήμερα ο καιρός
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ