2014-05-05 09:59:05
Διπλή εορτή ξημέρωσε στην Ιστορική Τριπολιτσά. Μεγάλη ευλογία λαμβάνει η Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας από την ώρα που ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πολιούχος της πόλεως Πατρών την επισκέφτηκε. Γιορτάζει ο Κλήρος και ο Λαός της Μητροπόλεως μας, αγάλλονται οι Μοναστικές Αδελφότητες, ενθυμούνται οι γεροντότεροι και μαθαίνουν οι νεότεροι για τα Τριάντα συναπτά Έτη Αρχιερωσύνης του Επισκόπου μας και τα σχεδόν πενήντα διακονίας Του προς τον Θεό και τον Λαό.
Κυριακή το απόγευμα και περί ώραν έκτην απογευματινήν Αρχιερείς, Κλήρος και ο θεοφιλής Λαός της Τριπόλεως, υποδέχθηκαν την Κάρα του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου στην πλατεία Πετρινού. Την Κάρα συνόδευε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ και εν πομπή συνοδεία Κληρικών, Ιεροπαίδων,της Φιλαρμονικής του Δήμου Τριπόλεως, της Αστυνομίας, της Ομάδας Διασώσεως, νέων παιδιών με παραδοσιακές φορεσιές και πλήθους κόσμου μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου της Τριπόλεως όπου τελέσθηκε η Ακολουθία του Πανηγυρικού Πολυαρχιερατικού Εσπερινού.
Στην Ακολουθία του Εσπερινού χοροστάτησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Μεσσηνίας κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ιλίου κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ, Ισπανίας κ.κ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ και Ιερισσού κ.κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ .
Πλήθος κόσμου, ενοριτών, αρχόντων, Τριπολιτών και κατοίκων των γύρω Αρχιερατικών Περιφερειών πλημμύρισαν τον Μητροπολιτικό Ναό και προσκυνώντας τον Άγιο Ανδρέα έλαβαν την χάρη και την ευλογία του, ενώ παράλληλα με την παρουσία τους τίμησαν τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας προσευχόμενοι στον Πανάγαθο Θεό πολυετή και πολυχρόνιο διακονία του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΜΑΙΟΥ 2014
( Εκ του Λευκώματος το οποίο εκδόθηκε το 2014
δια τα τριάντα έτη Αρχιεροσύνης του Σεβασμιωτάτου
το οποίο επιμελήθηκε ο κ. Γεώργιος Ζαχαρόπουλος
και εκδόθηκε παρά του Μητροπολιτικού Ι.Ν Αγ. Βασιλείου Τριπόλεως
και της Περιφερείας Πελοποννήσου)
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
Διάκονος
Έχουμε μπει πια στο 1968. Η στιγμή που ο θεολόγος Αλέξανδρος Παπαδόπουλος θα γινόταν Κληρικός είχε φθάσει. Επιλογή ευθύνης. Θεία επίνευση. Ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος γίνεται ο πατήρ Αλέξανδρος. Θαυμαστή μεταμόρφωση. Ο νεαρός θεολόγος, κήρυκας του λόγου του Θεού. Ο υπάλληλος της Μητροπόλεως, αλιέας ψυχών. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής:
Το βράδυ του Σαββάτου 28 Δεκεμβρίου 1968 και σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη έδωσε την μεγάλη υπόσχεση και εκάρη Μοναχός υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Θεόκλητου στο κατανυκτικό Παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνος, ενώ ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Καρυστίας, κ. Σεραφείμ έψαλλε τα τροπάρια της ιεράς Ακολουθίας, συμπροσευχομένου και πλήθους Λαού.
Την Κυριακή πρωΐ, 29 Δεκεμβρίου 1968, ο νέος Κληρικός γεμάτος πίστη, ζήλο και αποφασιστικότητα χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου, συλλειτουργούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Θεοκλήτου και Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ.
Πυκνά πλήθη ευσεβούς Λαού είχαν κατακλύσει από νωρίς τον Ναό και, όταν ήλθε η ώρα της χειροτονίας και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ Θεόκλητος έθεσε το αρχιερατικό του χέρι επάνω εις το κεφάλι του χειροτονουμένου και είπε: «Η Θεία Χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα προχειρίζεται Αλέξανδρον τον ευλαβέστατον Υποδιάκονον εις Διάκονον. Ευξώμεθα ουν υπέρ αυτού ίνα έλθη επ’ αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος», απόλυτος σιγή είχε απλωθεί εις όλο το εκκλησίασμα και μόνον ακουγόταν η σιγανή αρμονική μελωδία «Κύριε ελέησον», που έψαλλε ο Σεβασμιώτατος Σεραφείμ και οι συλλειτουργοί Ιερείς και σαν φωνή Θεού τα λόγια των Ευχών, πλαισιωμένα με τους στοχασμούς της ειλικρινούς προσευχής όλου του Λαού.
Αληθινή θεία, ιερά και ασύλληπτος Μυσταγωγία, που περνούσε ως τα βάθη των ψυχών του εκκλησιάσματος και έφερνε ρίγη στα κορμιά και δάκρυα στα μάτια.
Προ της χειροτονίας τον χειροτονούμενο προσφώνησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Θεόκλητος και παρουσίασε το ύψος και το μέγεθος και τις ευθύνες της Ιερωσύνης. Ακολούθως, απάντησε ο χειροτονούμενος, ο οποίος είπε τα εξής:
«"Ήττημαι και την ήτταν μου ομολογώ, υπετάγην τω Κυρίω και ικέτευσα Αυτώ".
Ηττήθην από το θέλημα του Παντοδυνάμου Θεού και από τον ιδικόν μου ιερόν πόθον. Και με φόβο και τρόμον πολύν και με βαθεία της καρδίας μου ταπείνωσιν βρίσκομαι σήμερα εμπρός εις το φρικτό Θυσιαστήριο για να δεχθώ από τα αρχιερατικά σας χέρια, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, την Χάριν του Θεού και να λάβω τον πρώτον της Ιερωσύνης βαθμόν.
Ο φόβος της μικρότητος και της αναξιότητός μου με έκανε να διστάζω και να μην τρέχω εις την στοργικήν φωνήν του υπεραγάθου Θεού, ο οποίος κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε μου βήμα μου εφώναζε «υιέ μου δος μοι σην καρδίαν». Και εγώ «εμάκρυνα φυγαδεύων» και ανέβαλα την είσοδόν μου εις τον ιερόν Κλήρον. Τώρα, όμως, η φυγή μου είναι αδύνατος και δια τούτο «υπετάγην τω Κυρίω και ικέτευσα Αυτώ».
Προσέρχομαι, λοιπόν, σήμερα να γονατίσω και να σκύψω κάτω από τα αρχιερατικά Σας χέρια για να πάρω την Ιερωσύνην, την οποίαν δια της αδιακόπου διαδοχής, ελάβατε από τον ίδιο τον Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Μένω εκστατικός εμπρός εις την λάμψιν και το μεγαλείον της αδιασπάστου αυτής διαδοχής της Ιερωσύνης και θαυμάζω το φωτοστέφανο που την περιβάλλει.
Συναντώ εις την σημερινήν μας εποχήν ταπεινούς και ευλαβικούς Λευΐτας, που υπηρετούν αφοσιωμένα τον Κύριον σε χώρες ειρηνικές, αλλά και σε χώρες που ο άγριος βοριάς της απιστίας φυσά λυσσασμένα και προσπαθεί να σβύση της πίστεως την δάδα.
Βλέπω πιο πίσω μορφές ηρώων Κληρικών, οι οποίοι «δια την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» εσφάγησαν, εκρεμάσθησαν και εσταυρώθηκαν από τους Γερμανούς, τους Βουλγάρους και τους Κομμουνιστοσυμμορίτας και υποκλίνομαι με σεβασμό μπροστά στους Σταυρούς των τάφων τους.
Αντικρύζω ακόμη τους ήρωας και τους ιερομάρτυρας της Αναστάσεως του Γένους, τον Γρηγόριον τον Ε’, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ και τόσους άλλους, οι οποίοι προσέφεραν το κορμί τους «σαν νά’ταν νεκρολίβανο στο φοβερό τρισάγιο». Αντικρύζω, ακόμη, και τις ασκητικές μορφές των ταπεινών Καλογήρων, οι οποίοι μέσα στον σκοτεινό Νάρθηκα της Εκκλησίας μάζευαν τα σκλαβόπουλα, τα μάθαιναν γράμματα και ζωογονούσαν την αποσταμένη ελπίδα της Ελευθερίας.
Και πιο πίσω βρίσκω τις όσιες μορφές των αφιερωμένων, οι οποίοι έζησαν μια ζωή ανατάσεως και με τα συγγράμματα, το παράδειγμα και τη ζωή τους φώτισαν τη γενεά τους και τις επόμενες γενεές. Είναι ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Μέγας Φώτιος, ο Τεγέας Ωφέλιμος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Αθανάσιος ο Μέγας, ο Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως, οι Αποστολικοί Πατέρες. Και, τέλος, αντικρύζω τον Μεγάλο Αρχιερέα να χύνη σταλαγματιά-σταλαγματιά το πανάχραντο αίμα Του επάνω στον βράχο του Γολγοθά, «ίνα εξαγοράση ημάς εκ της κατάρας του Νόμου».
Κλίνω ευλαβικά τα γόνατα της ψυχής και του σώματος, διότι μπροστά μου παρελαύνουν οι Μάρτυρες, και αφήνω την καρδιά μου να γεμίση από ενθουσιασμό και έμπνευσι, καθώς βλέπω τις μορφές αυτές να προχωρούν με αδούλωτο φρόνημα προς τον τόπο της θυσίας και να χύνουν το αίμα τους σπονδή στον βωμό της αγάπης του Χριστού, «σφάγια ιερά, θείω πυρπολούμενα ζήλω».
Ταυτοχρόνως, όμως, φόβος πλημμυρίζει την καρδιά μου, ρίγος παγώνει το κορμί μου, τρόμος λυγίζει τα γόνατά μου, διότι ποιός είμαι εγώ, Σεβασμιώτατοι άγιοι Πατέρες και Χριστιανοί μου ευλογημένοι, ποιός είμαι εγώ, που θα αναλάβω την διακονίαν των Μυστηρίων Ιησού Χριστού, θα βαδίσω επί τα ίχνη εκείνων και θα εισέλθω εις την περιοχήν που την λούζει η αύρα του ηρωϊσμού και την βάφει το αίμα του μαρτυρίου; «Εκ ποίων αναχωρώ και εις ποία έρχομαι; Μειρακίσκος ευτελής και απερριμένος εις ύψος χριστοφόρου διακονίας ανηνέχθην τοσούτον! Από πόσον βάθος εις ποίον ύψος! Μέγα όντως επ’ εμέ το έλεος, εξ ύψους η δωρεά, εξ ουρανού η χάρις».
Αλλά, θαρρών εις το έλεος της ευσπλαχνίας του Κυρίου, προσέρχομαι και κλίνω ταπεινά την ψυχήν και τα γόνατα εις κλήσιν Θεού.
Και ενώ προσέρχομαι εις το Θυσιαστήριον, στρέφω χρεωστικώς την σκέψιν μου προς Υμάς, Σεβασμιώτατε άγιε Μαντινείας, και εκφράζω τα αισθήματα του σεβασμού μου και της αφοσιώσεώς μου. Σας θεωρώ πατέρα, διδάσκαλον και προστάτην, έχετέ με και Σεις, παρακαλώ υιϊκώς, παιδί Σας προσφιλές. Συνεχίσατε να με στηρίζετε και να με ενισχύετε, δια να φυλάξω «την ιερουργίαν του Ευαγγελίου δόκιμον, τον βαθμόν αταπείνωτον, τον χαρακτήρα ακαταίσχυντον, το υπούργημα ανεπίληπτον, το πολίτευμα άμεμπτον, την διακονίαν ακατάγνωστον, το έργον της του λόγου διακονίας πιστόν, την οικονομίαν των μυστηρίων φρόνιμον».
Και εις Υμάς, άγιε Καρυστίας, θα είμαι χρεώστης και οφειλέτης δια την αγάπην Σας προς εμέ, τόσον κατά το παρελθόν, όσον και σήμερον.
Κατά την ιεράν αυτήν στιγμήν μνημονεύω ευγνωμόνως και των δύο μεγάλων Αρκάδων Ιεραρχών, των αειμνήστων Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανού Ρουμπάνη και Μητροπολίτου Κορινθίας Προκοπίου Τζαβάρα, οι οποίοι φιλόστοργα με καθοδήγησαν κατά την νεανικήν μου ηλικίαν και με εβοήθησαν να σπουδάσω την Θεολογικήν επιστήμην και προς τους οποίους η ευγνωμοσύνη μου θα είναι ισόβιος, αφού, άλλωστε, ισόβιος θα παραμένη και η ευεργεσία των. Είθε ο Κύριος να αναπαύση τας ψυχάς των εν σκηναίς δικαίων.
Επίσης, ας μου επιτραπή να ενθυμηθώ και τους κόπους και τα βάσανα και τα δάκρυα της μητέρας μου, η οποία μόνη και εγκαταλελειμένη μας οδήγησεν εις την οδόν της πίστεως. Αιωνία θα είναι η ευγνωμοσύνη μου προς την ταπεινήν αυτήν ηρωΐδα του μητρικού καθήκοντος. Καθώς, επίσης, και εις τον πατέρα μου, που ευρίσκεται «εν κλίνη ασθενείας και στρωμνήν κακώσεως» και, λόγω της βαρείας ασθενείας, δεν έχει συνείδησιν των γεγονότων που διαδραματίζονται σήμερον.
Και τώρα, Κύριε, υψώνω τους οφθαλμούς μου προς Σε και Σε ευχαριστώ που με αξίωσες να γίνω Λειτουργός Σου.
Λάβε, Κύριε, την καρδίαν μου, την οποίαν τόσες φορές μου εζήτησες. Είναι βυθισμένη εις την αμαρτίαν, όμως, επειδή Συ την ζητάς, Σου την προσφέρω, ταπεινόν αντίδωρον εις το Θυσιαστήριόν Σου. Λάβε αυτήν εις τας αχράντους Σου χείρας και «άγνιζε και κάθαρε και ρύθμιζε αυτήν».
Στο τέλος, τον χειροτονηθέντα Διάκονο προσφώνησε με θερμά λόγια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ.
Ιερεύς - Αρχιμανδρίτης
Τέσσερις μήνες αργότερα, την Κυριακή των Μυροφόρων, 27 Απριλίου 1969, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, εν μέσω ατμοσφαίρας κατανυκτικής και συγκινητικής ,αφ’ ενός μεν από το τελούμενον μέγα Μυστήριον της Ιερωσύνης και αφ’ ετέρου από το πλήθος των ευσεβών Χριστιανών, που γέμισε ασφυκτικά τον Ναό, έγινε η χειροτονία σε Πρεσβύτερο - Αρχιμανδρίτη του Ιερολογιωτάτου Διακόνου Αλεξάνδρου Παπαδοπούλου.
Ο π. Αλέξανδρος, προσερχόμενος προς το Θυσιαστήριο, με συγκίνηση πολλή, αλλά και με ιερό ενθουσιασμό, είπε τα εξής:
«Τέσσαρες μήνες πέρασαν, Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, από την μεγάλην εκείνην ημέραν της Χάριτος, που μέσα σ’ αυτόν εδώ τον Ναόν του φωστήρος της Καισαρείας, μέσα σε ατμόσφαιρα συγκινητικήν, εισήλθα εις τας τάξεις του ιερού Κλήρου και πήρα από τα χέρια τα δικά Σας έναν αριθμόν εις την σειράν της διαδοχής και έγινα Διάκονος των Μυστηρίων του Θεού, μέσα εις την Εκκλησίαν Του, η οποία είναι ο δια μέσου των αιώνων επεκτεινόμενος Χριστός.
Ασπάσθηκα κατά το διάστημα αυτό πολλές φορές την Αγία Τράπεζα κατά τις ορθρινές κι εσπερινές Ακολουθίες, ένοιωσα το μεγάλο θαύμα της θείας Μετουσιώσεως των ταπεινών μας δώρων σε Σώμα και Αίμα του Χριστού, αντίκρυσα τους ψυχικούς αγρούς για θερισμό και άκουσα την εντολήν του μεγάλου Διδασκάλου "Πορευθέντες μαθητεύσατε…".
Κατά την περίοδον αυτήν της διακονίας μου εις το Θυσιαστήριον του Κυρίου και εις τον Άμβωνα της Εκκλησίας μας διεπίστωσα την δύναμιν και τον πλούτον της Χάριτος του Θεού, η οποία τα ασθενή μου εθεράπευσε και τα ελλείποντα ανεπλήρωσε. Επίσης, κατά το διάστημα τούτο εξεδηλώθη και η αγάπη και η αγαθότης του Θεού προς τον μικρόν εμένα, δια της πνευματικής συμπαραστάσεως, καθοδηγήσεως και αγάπης της Σεβασμιότητός Σας, καθότι με διδάσκετε συνεχώς με την απλότητα, με την αγάπη, με την καλωσύνη, με την ευσέβειαν και με όλας εν γένει τας αρετάς, που κοσμούν την προσωπικότητά Σας.
Και δια τούτο, τον μεν Κύριον υμνώ, δοξολογώ και μεγαλύνω, την δε Σεβασμιότητά Σας παρακαλώ να δεχθήτε την ευγνωμοσύνην μου, την απόλυτον αφοσίωσίν μου, το ένθερμον και πηγαίον μου ευχαριστώ.
Θα ήτο δε παράλειψις εάν δεν ανέφερα, επίσης, και τα αισθήματα αγάπης των αδελφών Κληρικών, που παρίστανται κατά την ιεράν αυτήν στιγμήν και συμπροσεύχονται και συλλειτουργούν μαζί μας και τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Ομοίως, οι ευχαριστίες μου και η ευγνωμοσύνη μου είναι απέραντος και προς τους ευσεβείς χριστιανούς, που κατακλύζουν τον ιερόν τούτον Ναόν δια την μεγάλη τιμή που σήμερα κάνουν προς το ταπεινό μου πρόσωπο, αλλά και δια την αγάπην με την οποίαν με περιβάλλουν από την πρώτην ημέραν της χειροτονίας μου. Επίσης, θερμώς ευχαριστώ και τους συμπατριώτας μου και συγχωριανούς μου, οι οποίοι ήλθαν σήμερα εδώ για να τιμήσουν ένα παιδί του χωριού τους.
Χριστιανοί μου, θα σας είμαι εις όλην μου την ζωήν χρεώστης και οφειλέτης.
Και τώρα, Σεβασμιώτατε, που προσέρχομαι δια να λάβω από τα αρχιερατικά Σας χέρια την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, να ανέλθω εις τον δεύτερον της Ιερωσύνης βαθμόν και να αναδειχθώ οικονόμος των Μυστηρίων του Θεού, να γίνω Ιερεύς, την ψυχήν μου πλημμυρίζει δέος και θαυμασμός για το μεγάλο υπούργημα της Ιερωσύνης. Διότι η Ιερωσύνη δεν είναι μία υπαλληλική θέσι, δεν είναι ένα βιοποριστικό επάγγελμα, δεν είναι ανθρώπινος θεσμός, που τον έχει συστήσει το Πνεύμα το Άγιον, και αυτό το Πνεύμα είναι εκείνο που χειροτονεί τον Ιερέα, όταν ένας Επίσκοπος θέτει το χέρι του στην κεφαλή του χειροτονουμένου. Και ο Ιερεύς είναι ο αντιπρόσωπος και πρεσβευτής των ανθρωπίνων μπροστά στον Θρόνο του μεγάλου και δυνατού Βασιλιά των όλων, του Θεού, ο οποίος μεταφέρει τις χαρές και τους πόνους και τους στεναγμούς της καρδιάς τους εις τον Δημιουργόν και Κυβερνήτη και Βασιλιά.
Στέκεται πολύ κοντά εις τους ανθρώπους και σε κάθε στιγμή ακούει τους πολλούς συγκλονισμούς της καρδιάς τους, αλλά είναι πολύ κοντά εις τον Θεόν και ακατάπαυστα προσεύχεται και αναφέρει τους φόβους και τις αγωνίες του Λαού του. "Ει γαρ τις, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ενοήσειεν όσον εστίν άνθρωπον όντα και έτι σαρκί και αίματι περιπεπλεγμένον της μακαρίας και ακηράτου φύσεως εκείνης εγγύς δυνηθήναι γενέσθαι, τότε όψεται καλώς όσης τους ιερείς τιμής η του Πνεύματος ήξιωσε Χάρις".
Αλλά, ο Ιερεύς δεν είναι μόνον ο εκπρόσωπος των ανθρώπων εμπρός εις τον Θεόν, είναι και ο αντιπρόσωπος του Θεού απέναντι των ανθρώπων, ο οποίος μεταφέρει εις τους ανθρώπους την αποκάλυψι και το θέλημα του Θεού. "Μέσος του Θεού και της των ανθρώπων φύσεως έστηκεν ο ιερεύς, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ’ ημών ικετηρίας ανάγων εκεί". Και όταν διαβάζει το Ευαγγέλιον η κηρύττει τον λόγον του Θεού, δανείζει τα χείλη του και την γλώσσαν του εις τον Θεόν και έτσι γίνεται στόμα Χριστού, άγγελος Θεού, ο οποίος "ου τα εαυτού, αλλά του πέμποντος αναγγέλλει".
Εις το εξομολογητήριον, επίσης, γίνεται το όργανον του Λυτρωτού του Λαού, προσφέρει την σωστικήν Χάριν Του. Δέχεται την κουρασμένην και πονεμένην ύπαρξιν, που ζητάει την λύτρωσιν και την σωτηρίαν, ακούει με αγάπη την εξαγόρευσι των κριμμάτων της και με την εξουσίαν που ο ίδιος ο Χριστός του έχει παραχωρήσει, "όσα αν λύσητε επί της γης λελυμένα εν τω ουρανώ", απαλάσσει την ταλαιπωρημένην ψυχήν από το βάρος της ενοχής, την ξαναλούζει στο δεύτερο βάπτισμα, την κάνει λευκή σαν το χιόνι και, ενώ αυτός συγχωρεί εις την γην, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός επικυρώνει την ετυμηγορίαν του εις τον ουρανόν και δικαιώνει την μετανοιωμένην ψυχήν· "άπερ αν εργάσωνται κάτω οι ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω κυροί και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βεβαιοί".
Το μεγαλείον, όμως, και το ύψος εις το οποίον αξιώνεται ν’ ανέβη ο Ιερεύς, κορυφούται εις το Μυστήριον, την Θείαν Ευχαριστίαν, όταν υπουργή εις την προσφοράν της Θυσίας του Σταυρού, "όταν λόγω καθέλκη τον Λόγον, όταν αναιμάκτω τομή σώμα και αίμα τέμνη Δεσποτικόν". Σ’ αυτήν, βέβαια, την Θυσίαν, όπως και εις την Θυσίαν του Γολγοθά, Αρχιερεύς και Θύμα είναι ο ίδιος ο Χριστός, όπως άλλωστε και η ευχή πολύ χαρακτηριστικά λέγει "Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος Χριστέ ο Θεός ημών". Όμως, εδώ είναι το θαυμαστόν και εξαίσιον, ενώ τότε προσέφερε τον Εαυτό Του απ’ ευθείας προς τον Ουράνιον Πατέρα, τώρα ευδοκεί και συγκαταβαίνει και προσφέρεται από χέρια ανθρώπου, "καίτοι παρεστήκασι χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες Αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, Εξαπτέρυγα, Πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά". Τώρα δανείζεται την γλώσσαν και τα χείλη του Ιερέως, για να δονήσουν για μία ακόμη φορά τον αιθέρα αυτούσια τα θεϊκά λόγια, που για πρώτη φορά βγήκαν από τα χείλη του Κυρίου κατά το αλησμόνητο βράδυ του Μυστικού Δείπνου: "Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου … πίετε εξ αυτού πάντες τούτο γαρ εστι το αίμα μου…".
Η Ιερωσύνη, όμως, δεν είναι μόνον ύψος, τιμή και δόξα, αλλά είναι και μια αδιάκοπη προσφορά, μια συνεχής θυσία. Μία θυσία, που συνοδεύει το ανηφορικό μονοπάτι της ζωής του. Θυσία οι μακρές προσευχές του στο λιθόστρωτο μιας Εκκλησιάς ερημωμένης. Θυσία η περιπλάνησίς του για να βρη το χαμένο προβάτο. Θυσία το πολύωρο κλείσιμο μέσα εις το εξομολογητήριο, μπροστά στον ανθρώπινον πόνον. Θυσία η αδιαφορία του περιβάλλοντος, οι περιφρονήσεις, οι ειρωνείες, οι συκοφαντίες των εχθρών της πίστεως. Θυσία η έλλειψις κατανοήσεως από εκείνους που περιμένει να σταθούν στο πλευρό του και να τον στηρίξουν εις τον αγώνα του. Θυσία οι δικές του προσωπικές αδυναμίες, με τις οποίες πρέπει να παλεύει για να μπορή να μη δυσαρεστή και να μη πληγώνη, αλλά και να μπορή να υπερασπίζεται την πίστι και να λέη το "ουκ έξεστί σοι" του Προδρόμου και εις τους πιο ισχυρούς του κόσμου, όταν καταπατούν το δίκαιο και την ηθικήν.
Αυτή είναι η Ιερωσύνη. Εις ύψος τιμητικόν ευρίσκεται, με λαμπρότητα αξιώματος μεγάλην περιβάλλεται, με θάμβος αληθινό ατενίζουν το θείο της μεγαλείον και αυτοί ακόμη οι πρώτοι εις την διανόησιν. Η μεγαλυτέρα ποιητική κορυφή της Γαλλίας, ο Κλωντέλ, λέγει: «Ο Ιερεύς είναι δι’ εμέ ο αντιπρόσωπος του Ιησού Χριστού επί της γης». Ο ακαδημαϊκός Μωριάκ γράφει: «Ο Ιερεύς είναι η συνένωσις της δυνάμεως του Πλάστου με την αδυναμίαν του πλάσματος, απ’ αυτόν ζητώ να μου δώση τον Θεόν», και ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Οι Ιερείς την γην οικούντες και εν ταύτη ποιούμενοι την διατριβήν τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν και εξουσίαν έλαβον, ην ούτε Αγγέλοις ούτε Αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός».
Ιερείς ήσαν οι θεμελιωταί των νέων επιστημών, ο Κοπέρνικος της Αστρονομίας, ο Μέντελ της Γενετικής, ο Μαθηματικός Μερσέν, ο φυσικός Γκιμάλντι, ο χειρουργός Φρερ Κόσμ και ο Φαρανταίϋ εις τον οποίον οφείλεται η ανακάλυψις του ηλεκτρικού νόμου. Ιερείς ήσαν οι μεγάλοι διευθυνταί του Αστεροσκοπείου του Γκρίνουϊτς Φλίμεντιν, Μπράντλεϋ, Μιλίς και Μάσκελαϊν. Ιερείς ήσαν ο περίφημος παλαιοντολόγος και ανθρωπολόγος Τεϊλάρ ντε Σαρντέν, ο φιλόσοφος Μαλεβράνς, ο στυλοβάτης της παιδαγωγικής Φράνκε, και οι λογοτέχναι Πιέρ λ’ Ερμίτ, Γουαρντίνι, Ντάγκλας και τόσοι άλλοι, οι οποίοι, καίτοι είχαν κατακτήσει την δόξαν του κόσμου, θέλησαν να στολιστούν και με το αξίωμα της Ιερωσύνης.
Αλλά πολύ περισσότερον εις την Ελλάδα ο Ιερεύς έχει μιαν ιστορίαν γεμάτη μεγαλείον και δόξαν. Μετά την άλωσι της Κωνσταντινουπόλεως, την θέσιν της σημαίας της πιο ένδοξης αυτοκρατορίας την πήρε το τιμημένο ράσο. Την χρυσοστόλιστη βασιλικήν αλουργίδα των βυζαντινών αυτοκρατόρων την αντικατέστησεν το αιματοβαμμένο ράσο. Αυτό σκέπαζε στοργικά τους πόθους και τα όνειρα του σκλάβου Ελληνικού Λαού. Αυτό φλόγιζε τις ελληνικές καρδιές, που χτυπούσαν δυνατά για την ελευθερία. Το ράσο έγινε σύμβολον αγώνων ηρωϊκών, έγινε έμβλημα τιμίων και ευγενικών θυσιών και συνυφάνθηκε με την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Όλα αυτά αναλογίζομαι αυτήν την στιγμήν και η καρδιά μου γεμίζει από ενθουσιασμόν και υπερηφάνειαν, διότι φορώ το τιμημένο ράσο του Έλληνος Κληρικού και, φορώντας το, φορώ την ίδια την δόξαν της Εκκλησίας μας, την ιστορίαν του Έθνους μας, τους ηρωϊσμούς και τις ευγενικές θυσίες όλων των γνωστών και αγνώστων εργατών της Πίστεως και της Πατρίδος, και περιβάλλομαι με τιμήν μεγάλην και από τον Θεόν και από τους ανθρώπους.
Και με αυτόν τον ιερόν ενθουσιασμόν προσέρχομαι, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, δια να λάβω δια δευτέραν φοράν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, η οποία θα με καταστήση Πρεσβύτερον της Εκκλησίας του Χριστού, και Σας παρακαλώ ευχηθήτε να αναδειχθώ άξιος κήρυξ Χριστού και ευαγγελιστής ψυχών».
Μια δεκαπενταετία γεμάτη δράση και προσφορά
Τα πρώτα βήματα του νέου Κληρικού δεν ήταν εύκολα. Το έργο δύσκολο, σχεδόν πάνω από τις δυνατότητές του, πέρα απ’ ο,τι φανταζόταν. Στον νεαρό Κληρικό αρχίζουν να διακρίνονται οι αρετές, που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας συνεχώς προβάλλουν, όπως η υπομονή, η πίστη, η ανεξικακία, η ανθρωπιά και, κυρίως, η αγάπη, η εν Χριστώ αγάπη, η εγκάρδια και αστείρευτη. Ακούραστος τρέχει παντού για να απαλύνει τον πόνο, να στηρίξει, να βοηθήσει με διάκριση. Δεν έχει ωράριο, δεν υπολογίζει απόσταση.
Τον Μάρτιο του 1971 ορίζεται ως Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας. Το φορτίο βαρύ, οι δυνάμεις του σε δοκιμασία. Συγκρινόταν διαρκώς με τον πρώην Ιεροκήρυκα και στη συνέχεια Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, μια από τις εξοχότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασαν ποτέ στην Αρκαδία. Δεν ήταν χωρίς εξήγηση αυτό.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο Σεραφείμ, με τον λόγο του και την παρουσία του, υπήρξε ένας καθολικά αποδεκτός Κληρικός. Είδωλο της νεολαίας πραγματικό, κάθε παρουσία του προκαλούσε παραλήρημα ενθουσιασμού. Κάθε εμφάνισή του δημιουργούσε το αδιαχώρητο. Κάθε λόγος του ήταν θέσφατο. Ήταν επόμενο, ύστερα από μια τέτοια παρουσία, η σύγκριση με τον διάδοχο να αποβαίνει εις βάρος του διαδόχου.
Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν πτοήθηκε. Με την πίστη του, με το θάρρος του, με την προσδοκία της μεταβολής, ξεκίνησε τον αγώνα του. Φαινόταν αδικαίωτος αγώνας, αλλά τα κατάφερε. Πρώτα «ακούμπησε» τη συνείδηση των πιστών, ύστερα την κατέκτησε και μετά ευδοκίμησε ως Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας.
Το θρησκευτικό του χρέος το κινεί σε δυό άξονες. Στην κηρυκτική του υποχρέωση και στην ανθρωπιστική του δράση. Το πρώτο το έχει αναγάγει σε χρέος ψυχής, σε αποστολή. Το δεύτερο σε εντολή του Θεού, που δοκιμάζεται στη σχέση του με τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Κοντά στον άρρωστο, δίπλα στον πονεμένο, μαζί με το δυστυχισμένο, τον πεινασμένο, τον ανάπηρο. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσεγγίζει τον νέο. Ιδιαίτερο μέλημά του ο νέος. Ακροατής των προβλημάτων του. Μοιράζεται μαζί του τα προβλήματά του. Κηρυκτικό και ανθρωπιστικό έργο, δηλαδή θεωρία και πράξη, συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο. Πορεύονται εν παραλλήλοις. Μοιράζεται η προτεραιότητα. Το ενδιαφέρον ίδιο.
Γίνεται εκκλησιαστική δύναμη της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας. Δε γνωρίζει δυσκολίες. Η κακοτράχαλη Αρκαδία, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ιδιαίτερα τον χειμώνα, δε θα αποτελέσουν εμπόδιο στην κηρυκτική του υποχρέωση και στο ανθρωπιστικό του έργο. Ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές και στα μικρά χωριουδάκια, όπου δεν υπάρχει Ιερέας, ο Αλέξανδρος δηλώνει παρών. Δεν του το ζητεί ο Δεσπότης του. Δεν του το επιβάλλει το εκκλησιαστικό δέον. Της ψυχής του είναι επιταγή να βρει το απολωλός και να το συντρέξει. Ακούραστος σύντροφός του σε αυτές τις διαδρομές ο «σκαραβαίος» της Volkswagen, ο οποίος θα τον συντροφέψει για δεκαετίες στις διαδρομές του και θα γίνει γνωστός τόσο στην Αρκαδία, όσο και εκτός αυτής.
Το Ίδρυμα Τυφλών Τριπόλεως
Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του αυτή την περίοδο διοχετεύεται στο «Ίδρυμα Τυφλών η Αγία Παρασκευή», που βρίσκεται στην άκρη της πόλης στις υπώρειες του Μαινάλου, απέναντι από το Γενικό Παναρκαδικό Νοσοκομείο.
Ο μακρινός πρόγονος αυτού του Ιδρύματος είναι το Σωματείο Προστασίας Απόρων Τυφλών Τριπόλεως, το οποίο είχε ιδρυθεί την δεκαετία του 1950 από μια ομάδα ευσεβών και φιλάνθρωπων Τριπολιτών. Επικεφαλής του σωματείου ήταν ο Μεθόδιος Φουσιάνης, ένας δραστήριος Αρχιμανδρίτης από την Στεμνίτσα, τυφλός και ο ίδιος, ο οποίος μεγάλο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στις Η.Π.Α.
Το σωματείο βοηθούσε με διάφορους τρόπους πρόσωπα που είχαν στερηθεί την όρασή τους, είτε εκ γενετής, είτε εξαιτίας διαφόρων ατυχημάτων. Ο Φουσιάνης, μάλιστα, είχε κατορθώσει να αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι απέναντι από το Νοσοκομείο, το οποίο είχε δωρίσει στο Σωματείο, όπου φιλοξενούνταν ένας μικρός αριθμός αναξιοπαθούντων τυφλών.
Το Σωματείο, όμως, με το πέρασμα του χρόνου ατόνησε και έφθασε σχεδόν στη διάλυση. Όλα έδειχναν ότι αυτή η φιλάνθρωπη προσπάθεια θα τελείωνε. Όμως, ο Θεός, «ο ετάζων νεφρούς και καρδίας», άλλα κέλευε. Μια τυχαία συνάντηση στην πλατεία Άρεως του Αρχιμανδρίτη Μεθόδιου Φουσιάνη με τον νεοχειροτονηθέντα Ιεροδιάκονο Αλέξανδρο Παπαδόπουλο θα αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.
Ο Αλέξανδρος συγκινημένος από τον αγώνα του Φουσιάνη, τον οποίο άλλωστε γνώριζε, αναλαμβάνει να συνεχίσει αυτός την προσπάθεια και να μην αφήσει αυτό το καταφύγιο αγάπης και προσφοράς να κλείσει.
Ο Αλέξανδρος διαδέχεται τον Φουσιάνη στην προεδρία του Σωματείου και αμέσως αναδιοργανώνει το συμβούλιο, επιλέγοντας πρόσωπα με ιεραποστολικό ζήλο και δράση φιλανθρωπική. Με τη βοήθειά τους διενεργεί εράνους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Είναι πολλοί εκείνοι που μαρτυρούν στην πατρίδα του και στην ομογένεια της Αμερικής, πως συγκέντρωνε «πενηντάρι το πενηντάρι» τα χρήματα για την δημιουργία αυτού του καταφυγίου των πονεμένων, τυφλών, απόρων κοριτσιών. Ο ίδιος ο ιδρυτής του, άλλωστε, συνηθίζει να λέγει, ότι το Ίδρυμα: «δεν είναι έργο του ιδρώτος μου, αλλά είναι προϊόν του αίματός μου».
Παράλληλα, με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδίδεται τον Φεβρουάριο του 1973, δημιουργεί το «Ίδρυμα Προστασίας Απόρων Τυφλών Γυναικών Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ». Το έργο, όμως, του Αλέξανδρου δεν έχει τελειώσει. Οραματίζεται την αναβάθμιση του χώρου και την ανέγερση ενός νέου κτηρίου, ώστε αυτό το Ίδρυμα να μην πρόκειται για Ίδρυμα κακομοιριάς η για χώρο εσχάτου καταφυγίου, όπου οι τυφλές θα προστρέχουν, αλλά για ξενοδοχειακή μονάδα λύτρωσης ψυχών. Για απάνεμο λιμάνι, όπου δε θα φθάνει η τρικυμία της ζωής, η οδύνη της αναπηρίας τους.
Τέτοια έργα και για τέτοιο σκοπό δύσκολα ανεγείρονται, δυσκολότερα λειτουργούνται και σπάνια έχουν μακροβιότητα. Παρόλα αυτά, τα καταφέρνει. Ο θεμέλιος λίθος του νέου κτηρίου τίθεται και αρχίζει η ανέγερση ενός κτηρίου φιλικού προς τους τρόφιμούς του.
Τα σχέδια του κτηρίου, ειδικά μελετημένα για τυφλούς, εκπονήθηκαν στις Η.Π.Α., γεγονός σπάνιο για εκείνη την εποχή. Είναι έκδηλη η προσπάθεια να είναι οι χώροι άνετοι και χρηστικοί, γιατί οι τυφλοί, λόγω της αναπηρίας τους, έχουν μία ξεχωριστή ευαισθησία στην αντίληψη του χώρου.
Στο κύριο κτήριο του Ιδρύματος υπάρχει ενσωματωμένο ένα Παρεκκλήσιο, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή. Μπροστά από το κτήριο ένας μεγάλος κήπος προσφέρει με τα λουλούδια του και τις ευωδιές, που αυτά αναδίδουν, τη δική του συνεισφορά στην ψυχική ανακούφιση, τόσο των τροφίμων, όσο και των επισκεπτών.
Ο επισκέπτης του Ιδρύματος μπορεί, αν προσεκτικά μελετήσει το χώρο, να κάνει μερικούς παραλληλισμούς, που ξεδιπλώνουν τις πτυχές του χαρακτήρα του ανθρώπου που το έστησε: απέριττο, φωτεινό, προσεγμένο, ώστε να είναι λειτουργικό, ζεστό και καλόγουστο, τόσο που και οι αόμματοι κάτοικοί του να μπορούν να το νοιώσουν, και γύρω ο κήπος φροντισμένος από τον ίδιο τον Αλέξανδρο. «Αν δεν είχα γίνει Κληρικός, έλεγε κάποτε, θαυμάσια θα μπορούσα να γινόμουν γεωπόνος η αρχιτέκτων». Ο λόγος αυτός θα επαληθευθεί κι αργότερα.
Κατά την δεκαετία του 1970 το Ίδρυμα γνωρίζει μεγάλη ακμή. Οι τρόφιμες του Ιδρύματος διδάχθηκαν ανάγνωση και γραφή με το σύστημα Braille, φοίτησαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Τρίπολης και έμαθαν να κατασκευάζουν διάφορα χειροτεχνήματα.
Όμως, την ολοκλήρωση του έργου τούτου διέκοψε η εκλογή του ιδρυτού του Ιδρύματος π. Αλεξάνδρου σε Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και η απουσία του από την Τρίπολη επί ένδεκα έτη.
Μετά την επιστροφή του στην Τρίπολη, ως Μητροπολίτης πλέον Μαντινείας και Κυνουρίας, το Ίδρυμα αποτελεί μια από τις άμεσες προτεραιότητές του. Ολοκληρώνει και αποπερατώνει το κτήριο του Ιδρύματος και το παραδίδει τέλειο, πλέον, στη διακονία των αδυνάτων αδελφών μας τυφλών γυναικών. Η δαπάνη του έργου τούτου ανήλθε στο ποσό των 300.000.000 δραχμών και συγκεντρώθηκε από προσφορές φιλάνθρωπων και, ιδιαίτερα, από πτωχούς συμπατριώτες μας της Αρκαδίας και της Αμερικής. Επομένως, είναι έργο της ευγενικής ψυχής και της καρδιάς του Λαού, που νοιώθει τον αδύνατο και συμπονεί τον πάσχοντα.
Ο Οίκος Τυφλών στην καρδιά της Τριπολιτσάς αποτελεί έργο λαμπρό και φως στο σκοτάδι των φυσικών τυφλών. Ξεπέρασε την πίεση του χρόνου, αγνόησε τα εμπόδια των ανθρώπων, αδιαφόρησε για τις επικρίσεις που δέχτηκε και, σε πείσμα όλων αυτών, λειτουργεί κατά τρόπο υποδειγματικό, ζεστό, ανθρώπινο.
Το Ίδρυμα συνεχίζει μέχρι σήμερα να παρέχει τις υπηρεσίες του σε τυφλές γυναίκες από όλη την Ελλάδα, στις οποίες χαρίζει στοργή, οικογενειακή αγάπη και προστασία. Αυτή τη στιγμή διευθύνεται από την κοινωνική λειτουργό Αθηνά Παπαπροκοπίου, που ήταν και παραμένει η ψυχή του Ιδρύματος, και διακονείται από τις κυρίες πρεσβυτέρα Ελένη Σουρλίγγα, Αγγελική Κοσμά και Ελπινίκη Ζαρακοβίτη.
Η προσφορά του Αλέξανδρου ως Αρχιμανδρίτη δεν τελειώνει στον Οίκο Τυφλών. Ο πάσχων άνθρωπος δεν περιορίζεται στην απώλεια της όρασης μόνο. Φτώχεια, αρρώστια, πόνος, δυστυχία είναι τα παρεπόμενα της ζωής, τα καθημερινά του βίου. Παρουσία ανθρωπιάς η παρουσία του Αρχ. Αλεξάνδρου Παπαδόπουλου. Όπου πόνος, ασθένεια, ανάγκη, δυστυχία, ορφάνια, θλίψη, εκεί κι’ αυτός. Χρησιμοποιεί κάθε μέσον που μπορεί και όλη τη δύναμη και την εξυπνάδα του για να τους ανακουφίσει.
Η δράση του Αρχιμανδρίτη - Ιεροκήρυκα π. Αλεξάνδρου και το φιλανθρωπικό του έργο έγιναν γνωστά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και τον κάλεσε, τον κατέστησε Γραμματέα των Συνοδικών Δικαστηρίων, θέση τιμητική, αλλά επίπονη. Πέντε ημέρες στην Αθήνα με πολλές υποχρεώσεις και δυό στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας με άλλες τόσες.
Έργο πολύπλευρο, όλως χριστιανικό, άκρως ανθρωπιστικό και βαθειά ανθρώπινο. Έργο, που δε χρειάζεται Όμηρο επαινετή για να προβληθεί, αλλά καλόπιστο Χριστιανό για να αναγνωριστεί, που, δυστυχώς, αυτός ο Χριστιανός σπανίζει, γιατί κατά τον Ησίοδο: «Και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτων τέκτονι και πτωχός πτωχώ και αοιδός αοιδώ» και για όσους έχουν λησμονήσει τα αρχαία ελληνικά: «και ο κεραμοποιός έχει άχτι (μισεί-φθονεί) τον κεραμοποιό, κι ο μαραγκός τον μαραγκό και ο ζητιάνος τον ζητιάνο και ο τραγουδιστής τον τραγουδιστή». Η ρήση του Θεανθρώπου: «Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη ιδία αυτού πατρίδι», είχε κι’ εδώ το κύρος της.
Η συνάφειά του με τον χώρο της διοίκησης της Εκκλησίας οξύνει την κρίση, τη δεινότητά του στη διευθέτηση υποθέσεων που χρειάζονται όχι μόνο γνώση, αλλά απαιτούν ευθυκρισία, διάκριση, κατανόηση, ψυχολογική διείσδυση και νομική κατάρτιση και την διοικητική του ευλυγισία.
Για επτά ολόκληρα χρόνια μοιράζεται κυριολεκτικά ανάμεσα στην Αρκαδία και την Αθήνα και ο «σκαραβαίος» της Volkswagen, αγαπημένος και αχώριστος «φίλος και συνοδοιπόρος», διανύει ατελείωτα χιλιόμετρα και καταγράφει στροφή τη στροφή τις αλλεπάλληλες διαδρομές.
+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας
ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ 3 ΜΑΙΟΥ 2014 ΕΙΣ ΠΑΠΑΡΙ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΥΠΟΔΟΧΗ ΚΑΡΑΣ ΑΓ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΑΓ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 4 ΜΑΙΟΥ 2014
Tromaktiko
Κυριακή το απόγευμα και περί ώραν έκτην απογευματινήν Αρχιερείς, Κλήρος και ο θεοφιλής Λαός της Τριπόλεως, υποδέχθηκαν την Κάρα του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου στην πλατεία Πετρινού. Την Κάρα συνόδευε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ και εν πομπή συνοδεία Κληρικών, Ιεροπαίδων,της Φιλαρμονικής του Δήμου Τριπόλεως, της Αστυνομίας, της Ομάδας Διασώσεως, νέων παιδιών με παραδοσιακές φορεσιές και πλήθους κόσμου μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου της Τριπόλεως όπου τελέσθηκε η Ακολουθία του Πανηγυρικού Πολυαρχιερατικού Εσπερινού.
Στην Ακολουθία του Εσπερινού χοροστάτησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Μεσσηνίας κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ιλίου κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ, Ισπανίας κ.κ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ και Ιερισσού κ.κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ .
Πλήθος κόσμου, ενοριτών, αρχόντων, Τριπολιτών και κατοίκων των γύρω Αρχιερατικών Περιφερειών πλημμύρισαν τον Μητροπολιτικό Ναό και προσκυνώντας τον Άγιο Ανδρέα έλαβαν την χάρη και την ευλογία του, ενώ παράλληλα με την παρουσία τους τίμησαν τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας προσευχόμενοι στον Πανάγαθο Θεό πολυετή και πολυχρόνιο διακονία του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΜΑΙΟΥ 2014
( Εκ του Λευκώματος το οποίο εκδόθηκε το 2014
δια τα τριάντα έτη Αρχιεροσύνης του Σεβασμιωτάτου
το οποίο επιμελήθηκε ο κ. Γεώργιος Ζαχαρόπουλος
και εκδόθηκε παρά του Μητροπολιτικού Ι.Ν Αγ. Βασιλείου Τριπόλεως
και της Περιφερείας Πελοποννήσου)
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
Διάκονος
Έχουμε μπει πια στο 1968. Η στιγμή που ο θεολόγος Αλέξανδρος Παπαδόπουλος θα γινόταν Κληρικός είχε φθάσει. Επιλογή ευθύνης. Θεία επίνευση. Ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος γίνεται ο πατήρ Αλέξανδρος. Θαυμαστή μεταμόρφωση. Ο νεαρός θεολόγος, κήρυκας του λόγου του Θεού. Ο υπάλληλος της Μητροπόλεως, αλιέας ψυχών. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής:
Το βράδυ του Σαββάτου 28 Δεκεμβρίου 1968 και σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη έδωσε την μεγάλη υπόσχεση και εκάρη Μοναχός υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Θεόκλητου στο κατανυκτικό Παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνος, ενώ ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Καρυστίας, κ. Σεραφείμ έψαλλε τα τροπάρια της ιεράς Ακολουθίας, συμπροσευχομένου και πλήθους Λαού.
Την Κυριακή πρωΐ, 29 Δεκεμβρίου 1968, ο νέος Κληρικός γεμάτος πίστη, ζήλο και αποφασιστικότητα χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου, συλλειτουργούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Θεοκλήτου και Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ.
Πυκνά πλήθη ευσεβούς Λαού είχαν κατακλύσει από νωρίς τον Ναό και, όταν ήλθε η ώρα της χειροτονίας και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ Θεόκλητος έθεσε το αρχιερατικό του χέρι επάνω εις το κεφάλι του χειροτονουμένου και είπε: «Η Θεία Χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα προχειρίζεται Αλέξανδρον τον ευλαβέστατον Υποδιάκονον εις Διάκονον. Ευξώμεθα ουν υπέρ αυτού ίνα έλθη επ’ αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος», απόλυτος σιγή είχε απλωθεί εις όλο το εκκλησίασμα και μόνον ακουγόταν η σιγανή αρμονική μελωδία «Κύριε ελέησον», που έψαλλε ο Σεβασμιώτατος Σεραφείμ και οι συλλειτουργοί Ιερείς και σαν φωνή Θεού τα λόγια των Ευχών, πλαισιωμένα με τους στοχασμούς της ειλικρινούς προσευχής όλου του Λαού.
Αληθινή θεία, ιερά και ασύλληπτος Μυσταγωγία, που περνούσε ως τα βάθη των ψυχών του εκκλησιάσματος και έφερνε ρίγη στα κορμιά και δάκρυα στα μάτια.
Προ της χειροτονίας τον χειροτονούμενο προσφώνησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Θεόκλητος και παρουσίασε το ύψος και το μέγεθος και τις ευθύνες της Ιερωσύνης. Ακολούθως, απάντησε ο χειροτονούμενος, ο οποίος είπε τα εξής:
«"Ήττημαι και την ήτταν μου ομολογώ, υπετάγην τω Κυρίω και ικέτευσα Αυτώ".
Ηττήθην από το θέλημα του Παντοδυνάμου Θεού και από τον ιδικόν μου ιερόν πόθον. Και με φόβο και τρόμον πολύν και με βαθεία της καρδίας μου ταπείνωσιν βρίσκομαι σήμερα εμπρός εις το φρικτό Θυσιαστήριο για να δεχθώ από τα αρχιερατικά σας χέρια, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, την Χάριν του Θεού και να λάβω τον πρώτον της Ιερωσύνης βαθμόν.
Ο φόβος της μικρότητος και της αναξιότητός μου με έκανε να διστάζω και να μην τρέχω εις την στοργικήν φωνήν του υπεραγάθου Θεού, ο οποίος κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε μου βήμα μου εφώναζε «υιέ μου δος μοι σην καρδίαν». Και εγώ «εμάκρυνα φυγαδεύων» και ανέβαλα την είσοδόν μου εις τον ιερόν Κλήρον. Τώρα, όμως, η φυγή μου είναι αδύνατος και δια τούτο «υπετάγην τω Κυρίω και ικέτευσα Αυτώ».
Προσέρχομαι, λοιπόν, σήμερα να γονατίσω και να σκύψω κάτω από τα αρχιερατικά Σας χέρια για να πάρω την Ιερωσύνην, την οποίαν δια της αδιακόπου διαδοχής, ελάβατε από τον ίδιο τον Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Μένω εκστατικός εμπρός εις την λάμψιν και το μεγαλείον της αδιασπάστου αυτής διαδοχής της Ιερωσύνης και θαυμάζω το φωτοστέφανο που την περιβάλλει.
Συναντώ εις την σημερινήν μας εποχήν ταπεινούς και ευλαβικούς Λευΐτας, που υπηρετούν αφοσιωμένα τον Κύριον σε χώρες ειρηνικές, αλλά και σε χώρες που ο άγριος βοριάς της απιστίας φυσά λυσσασμένα και προσπαθεί να σβύση της πίστεως την δάδα.
Βλέπω πιο πίσω μορφές ηρώων Κληρικών, οι οποίοι «δια την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» εσφάγησαν, εκρεμάσθησαν και εσταυρώθηκαν από τους Γερμανούς, τους Βουλγάρους και τους Κομμουνιστοσυμμορίτας και υποκλίνομαι με σεβασμό μπροστά στους Σταυρούς των τάφων τους.
Αντικρύζω ακόμη τους ήρωας και τους ιερομάρτυρας της Αναστάσεως του Γένους, τον Γρηγόριον τον Ε’, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ και τόσους άλλους, οι οποίοι προσέφεραν το κορμί τους «σαν νά’ταν νεκρολίβανο στο φοβερό τρισάγιο». Αντικρύζω, ακόμη, και τις ασκητικές μορφές των ταπεινών Καλογήρων, οι οποίοι μέσα στον σκοτεινό Νάρθηκα της Εκκλησίας μάζευαν τα σκλαβόπουλα, τα μάθαιναν γράμματα και ζωογονούσαν την αποσταμένη ελπίδα της Ελευθερίας.
Και πιο πίσω βρίσκω τις όσιες μορφές των αφιερωμένων, οι οποίοι έζησαν μια ζωή ανατάσεως και με τα συγγράμματα, το παράδειγμα και τη ζωή τους φώτισαν τη γενεά τους και τις επόμενες γενεές. Είναι ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Μέγας Φώτιος, ο Τεγέας Ωφέλιμος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Αθανάσιος ο Μέγας, ο Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως, οι Αποστολικοί Πατέρες. Και, τέλος, αντικρύζω τον Μεγάλο Αρχιερέα να χύνη σταλαγματιά-σταλαγματιά το πανάχραντο αίμα Του επάνω στον βράχο του Γολγοθά, «ίνα εξαγοράση ημάς εκ της κατάρας του Νόμου».
Κλίνω ευλαβικά τα γόνατα της ψυχής και του σώματος, διότι μπροστά μου παρελαύνουν οι Μάρτυρες, και αφήνω την καρδιά μου να γεμίση από ενθουσιασμό και έμπνευσι, καθώς βλέπω τις μορφές αυτές να προχωρούν με αδούλωτο φρόνημα προς τον τόπο της θυσίας και να χύνουν το αίμα τους σπονδή στον βωμό της αγάπης του Χριστού, «σφάγια ιερά, θείω πυρπολούμενα ζήλω».
Ταυτοχρόνως, όμως, φόβος πλημμυρίζει την καρδιά μου, ρίγος παγώνει το κορμί μου, τρόμος λυγίζει τα γόνατά μου, διότι ποιός είμαι εγώ, Σεβασμιώτατοι άγιοι Πατέρες και Χριστιανοί μου ευλογημένοι, ποιός είμαι εγώ, που θα αναλάβω την διακονίαν των Μυστηρίων Ιησού Χριστού, θα βαδίσω επί τα ίχνη εκείνων και θα εισέλθω εις την περιοχήν που την λούζει η αύρα του ηρωϊσμού και την βάφει το αίμα του μαρτυρίου; «Εκ ποίων αναχωρώ και εις ποία έρχομαι; Μειρακίσκος ευτελής και απερριμένος εις ύψος χριστοφόρου διακονίας ανηνέχθην τοσούτον! Από πόσον βάθος εις ποίον ύψος! Μέγα όντως επ’ εμέ το έλεος, εξ ύψους η δωρεά, εξ ουρανού η χάρις».
Αλλά, θαρρών εις το έλεος της ευσπλαχνίας του Κυρίου, προσέρχομαι και κλίνω ταπεινά την ψυχήν και τα γόνατα εις κλήσιν Θεού.
Και ενώ προσέρχομαι εις το Θυσιαστήριον, στρέφω χρεωστικώς την σκέψιν μου προς Υμάς, Σεβασμιώτατε άγιε Μαντινείας, και εκφράζω τα αισθήματα του σεβασμού μου και της αφοσιώσεώς μου. Σας θεωρώ πατέρα, διδάσκαλον και προστάτην, έχετέ με και Σεις, παρακαλώ υιϊκώς, παιδί Σας προσφιλές. Συνεχίσατε να με στηρίζετε και να με ενισχύετε, δια να φυλάξω «την ιερουργίαν του Ευαγγελίου δόκιμον, τον βαθμόν αταπείνωτον, τον χαρακτήρα ακαταίσχυντον, το υπούργημα ανεπίληπτον, το πολίτευμα άμεμπτον, την διακονίαν ακατάγνωστον, το έργον της του λόγου διακονίας πιστόν, την οικονομίαν των μυστηρίων φρόνιμον».
Και εις Υμάς, άγιε Καρυστίας, θα είμαι χρεώστης και οφειλέτης δια την αγάπην Σας προς εμέ, τόσον κατά το παρελθόν, όσον και σήμερον.
Κατά την ιεράν αυτήν στιγμήν μνημονεύω ευγνωμόνως και των δύο μεγάλων Αρκάδων Ιεραρχών, των αειμνήστων Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανού Ρουμπάνη και Μητροπολίτου Κορινθίας Προκοπίου Τζαβάρα, οι οποίοι φιλόστοργα με καθοδήγησαν κατά την νεανικήν μου ηλικίαν και με εβοήθησαν να σπουδάσω την Θεολογικήν επιστήμην και προς τους οποίους η ευγνωμοσύνη μου θα είναι ισόβιος, αφού, άλλωστε, ισόβιος θα παραμένη και η ευεργεσία των. Είθε ο Κύριος να αναπαύση τας ψυχάς των εν σκηναίς δικαίων.
Επίσης, ας μου επιτραπή να ενθυμηθώ και τους κόπους και τα βάσανα και τα δάκρυα της μητέρας μου, η οποία μόνη και εγκαταλελειμένη μας οδήγησεν εις την οδόν της πίστεως. Αιωνία θα είναι η ευγνωμοσύνη μου προς την ταπεινήν αυτήν ηρωΐδα του μητρικού καθήκοντος. Καθώς, επίσης, και εις τον πατέρα μου, που ευρίσκεται «εν κλίνη ασθενείας και στρωμνήν κακώσεως» και, λόγω της βαρείας ασθενείας, δεν έχει συνείδησιν των γεγονότων που διαδραματίζονται σήμερον.
Και τώρα, Κύριε, υψώνω τους οφθαλμούς μου προς Σε και Σε ευχαριστώ που με αξίωσες να γίνω Λειτουργός Σου.
Λάβε, Κύριε, την καρδίαν μου, την οποίαν τόσες φορές μου εζήτησες. Είναι βυθισμένη εις την αμαρτίαν, όμως, επειδή Συ την ζητάς, Σου την προσφέρω, ταπεινόν αντίδωρον εις το Θυσιαστήριόν Σου. Λάβε αυτήν εις τας αχράντους Σου χείρας και «άγνιζε και κάθαρε και ρύθμιζε αυτήν».
Στο τέλος, τον χειροτονηθέντα Διάκονο προσφώνησε με θερμά λόγια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ.
Ιερεύς - Αρχιμανδρίτης
Τέσσερις μήνες αργότερα, την Κυριακή των Μυροφόρων, 27 Απριλίου 1969, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, εν μέσω ατμοσφαίρας κατανυκτικής και συγκινητικής ,αφ’ ενός μεν από το τελούμενον μέγα Μυστήριον της Ιερωσύνης και αφ’ ετέρου από το πλήθος των ευσεβών Χριστιανών, που γέμισε ασφυκτικά τον Ναό, έγινε η χειροτονία σε Πρεσβύτερο - Αρχιμανδρίτη του Ιερολογιωτάτου Διακόνου Αλεξάνδρου Παπαδοπούλου.
Ο π. Αλέξανδρος, προσερχόμενος προς το Θυσιαστήριο, με συγκίνηση πολλή, αλλά και με ιερό ενθουσιασμό, είπε τα εξής:
«Τέσσαρες μήνες πέρασαν, Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, από την μεγάλην εκείνην ημέραν της Χάριτος, που μέσα σ’ αυτόν εδώ τον Ναόν του φωστήρος της Καισαρείας, μέσα σε ατμόσφαιρα συγκινητικήν, εισήλθα εις τας τάξεις του ιερού Κλήρου και πήρα από τα χέρια τα δικά Σας έναν αριθμόν εις την σειράν της διαδοχής και έγινα Διάκονος των Μυστηρίων του Θεού, μέσα εις την Εκκλησίαν Του, η οποία είναι ο δια μέσου των αιώνων επεκτεινόμενος Χριστός.
Ασπάσθηκα κατά το διάστημα αυτό πολλές φορές την Αγία Τράπεζα κατά τις ορθρινές κι εσπερινές Ακολουθίες, ένοιωσα το μεγάλο θαύμα της θείας Μετουσιώσεως των ταπεινών μας δώρων σε Σώμα και Αίμα του Χριστού, αντίκρυσα τους ψυχικούς αγρούς για θερισμό και άκουσα την εντολήν του μεγάλου Διδασκάλου "Πορευθέντες μαθητεύσατε…".
Κατά την περίοδον αυτήν της διακονίας μου εις το Θυσιαστήριον του Κυρίου και εις τον Άμβωνα της Εκκλησίας μας διεπίστωσα την δύναμιν και τον πλούτον της Χάριτος του Θεού, η οποία τα ασθενή μου εθεράπευσε και τα ελλείποντα ανεπλήρωσε. Επίσης, κατά το διάστημα τούτο εξεδηλώθη και η αγάπη και η αγαθότης του Θεού προς τον μικρόν εμένα, δια της πνευματικής συμπαραστάσεως, καθοδηγήσεως και αγάπης της Σεβασμιότητός Σας, καθότι με διδάσκετε συνεχώς με την απλότητα, με την αγάπη, με την καλωσύνη, με την ευσέβειαν και με όλας εν γένει τας αρετάς, που κοσμούν την προσωπικότητά Σας.
Και δια τούτο, τον μεν Κύριον υμνώ, δοξολογώ και μεγαλύνω, την δε Σεβασμιότητά Σας παρακαλώ να δεχθήτε την ευγνωμοσύνην μου, την απόλυτον αφοσίωσίν μου, το ένθερμον και πηγαίον μου ευχαριστώ.
Θα ήτο δε παράλειψις εάν δεν ανέφερα, επίσης, και τα αισθήματα αγάπης των αδελφών Κληρικών, που παρίστανται κατά την ιεράν αυτήν στιγμήν και συμπροσεύχονται και συλλειτουργούν μαζί μας και τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Ομοίως, οι ευχαριστίες μου και η ευγνωμοσύνη μου είναι απέραντος και προς τους ευσεβείς χριστιανούς, που κατακλύζουν τον ιερόν τούτον Ναόν δια την μεγάλη τιμή που σήμερα κάνουν προς το ταπεινό μου πρόσωπο, αλλά και δια την αγάπην με την οποίαν με περιβάλλουν από την πρώτην ημέραν της χειροτονίας μου. Επίσης, θερμώς ευχαριστώ και τους συμπατριώτας μου και συγχωριανούς μου, οι οποίοι ήλθαν σήμερα εδώ για να τιμήσουν ένα παιδί του χωριού τους.
Χριστιανοί μου, θα σας είμαι εις όλην μου την ζωήν χρεώστης και οφειλέτης.
Και τώρα, Σεβασμιώτατε, που προσέρχομαι δια να λάβω από τα αρχιερατικά Σας χέρια την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, να ανέλθω εις τον δεύτερον της Ιερωσύνης βαθμόν και να αναδειχθώ οικονόμος των Μυστηρίων του Θεού, να γίνω Ιερεύς, την ψυχήν μου πλημμυρίζει δέος και θαυμασμός για το μεγάλο υπούργημα της Ιερωσύνης. Διότι η Ιερωσύνη δεν είναι μία υπαλληλική θέσι, δεν είναι ένα βιοποριστικό επάγγελμα, δεν είναι ανθρώπινος θεσμός, που τον έχει συστήσει το Πνεύμα το Άγιον, και αυτό το Πνεύμα είναι εκείνο που χειροτονεί τον Ιερέα, όταν ένας Επίσκοπος θέτει το χέρι του στην κεφαλή του χειροτονουμένου. Και ο Ιερεύς είναι ο αντιπρόσωπος και πρεσβευτής των ανθρωπίνων μπροστά στον Θρόνο του μεγάλου και δυνατού Βασιλιά των όλων, του Θεού, ο οποίος μεταφέρει τις χαρές και τους πόνους και τους στεναγμούς της καρδιάς τους εις τον Δημιουργόν και Κυβερνήτη και Βασιλιά.
Στέκεται πολύ κοντά εις τους ανθρώπους και σε κάθε στιγμή ακούει τους πολλούς συγκλονισμούς της καρδιάς τους, αλλά είναι πολύ κοντά εις τον Θεόν και ακατάπαυστα προσεύχεται και αναφέρει τους φόβους και τις αγωνίες του Λαού του. "Ει γαρ τις, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ενοήσειεν όσον εστίν άνθρωπον όντα και έτι σαρκί και αίματι περιπεπλεγμένον της μακαρίας και ακηράτου φύσεως εκείνης εγγύς δυνηθήναι γενέσθαι, τότε όψεται καλώς όσης τους ιερείς τιμής η του Πνεύματος ήξιωσε Χάρις".
Αλλά, ο Ιερεύς δεν είναι μόνον ο εκπρόσωπος των ανθρώπων εμπρός εις τον Θεόν, είναι και ο αντιπρόσωπος του Θεού απέναντι των ανθρώπων, ο οποίος μεταφέρει εις τους ανθρώπους την αποκάλυψι και το θέλημα του Θεού. "Μέσος του Θεού και της των ανθρώπων φύσεως έστηκεν ο ιερεύς, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ’ ημών ικετηρίας ανάγων εκεί". Και όταν διαβάζει το Ευαγγέλιον η κηρύττει τον λόγον του Θεού, δανείζει τα χείλη του και την γλώσσαν του εις τον Θεόν και έτσι γίνεται στόμα Χριστού, άγγελος Θεού, ο οποίος "ου τα εαυτού, αλλά του πέμποντος αναγγέλλει".
Εις το εξομολογητήριον, επίσης, γίνεται το όργανον του Λυτρωτού του Λαού, προσφέρει την σωστικήν Χάριν Του. Δέχεται την κουρασμένην και πονεμένην ύπαρξιν, που ζητάει την λύτρωσιν και την σωτηρίαν, ακούει με αγάπη την εξαγόρευσι των κριμμάτων της και με την εξουσίαν που ο ίδιος ο Χριστός του έχει παραχωρήσει, "όσα αν λύσητε επί της γης λελυμένα εν τω ουρανώ", απαλάσσει την ταλαιπωρημένην ψυχήν από το βάρος της ενοχής, την ξαναλούζει στο δεύτερο βάπτισμα, την κάνει λευκή σαν το χιόνι και, ενώ αυτός συγχωρεί εις την γην, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός επικυρώνει την ετυμηγορίαν του εις τον ουρανόν και δικαιώνει την μετανοιωμένην ψυχήν· "άπερ αν εργάσωνται κάτω οι ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω κυροί και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βεβαιοί".
Το μεγαλείον, όμως, και το ύψος εις το οποίον αξιώνεται ν’ ανέβη ο Ιερεύς, κορυφούται εις το Μυστήριον, την Θείαν Ευχαριστίαν, όταν υπουργή εις την προσφοράν της Θυσίας του Σταυρού, "όταν λόγω καθέλκη τον Λόγον, όταν αναιμάκτω τομή σώμα και αίμα τέμνη Δεσποτικόν". Σ’ αυτήν, βέβαια, την Θυσίαν, όπως και εις την Θυσίαν του Γολγοθά, Αρχιερεύς και Θύμα είναι ο ίδιος ο Χριστός, όπως άλλωστε και η ευχή πολύ χαρακτηριστικά λέγει "Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος Χριστέ ο Θεός ημών". Όμως, εδώ είναι το θαυμαστόν και εξαίσιον, ενώ τότε προσέφερε τον Εαυτό Του απ’ ευθείας προς τον Ουράνιον Πατέρα, τώρα ευδοκεί και συγκαταβαίνει και προσφέρεται από χέρια ανθρώπου, "καίτοι παρεστήκασι χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες Αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, Εξαπτέρυγα, Πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά". Τώρα δανείζεται την γλώσσαν και τα χείλη του Ιερέως, για να δονήσουν για μία ακόμη φορά τον αιθέρα αυτούσια τα θεϊκά λόγια, που για πρώτη φορά βγήκαν από τα χείλη του Κυρίου κατά το αλησμόνητο βράδυ του Μυστικού Δείπνου: "Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου … πίετε εξ αυτού πάντες τούτο γαρ εστι το αίμα μου…".
Η Ιερωσύνη, όμως, δεν είναι μόνον ύψος, τιμή και δόξα, αλλά είναι και μια αδιάκοπη προσφορά, μια συνεχής θυσία. Μία θυσία, που συνοδεύει το ανηφορικό μονοπάτι της ζωής του. Θυσία οι μακρές προσευχές του στο λιθόστρωτο μιας Εκκλησιάς ερημωμένης. Θυσία η περιπλάνησίς του για να βρη το χαμένο προβάτο. Θυσία το πολύωρο κλείσιμο μέσα εις το εξομολογητήριο, μπροστά στον ανθρώπινον πόνον. Θυσία η αδιαφορία του περιβάλλοντος, οι περιφρονήσεις, οι ειρωνείες, οι συκοφαντίες των εχθρών της πίστεως. Θυσία η έλλειψις κατανοήσεως από εκείνους που περιμένει να σταθούν στο πλευρό του και να τον στηρίξουν εις τον αγώνα του. Θυσία οι δικές του προσωπικές αδυναμίες, με τις οποίες πρέπει να παλεύει για να μπορή να μη δυσαρεστή και να μη πληγώνη, αλλά και να μπορή να υπερασπίζεται την πίστι και να λέη το "ουκ έξεστί σοι" του Προδρόμου και εις τους πιο ισχυρούς του κόσμου, όταν καταπατούν το δίκαιο και την ηθικήν.
Αυτή είναι η Ιερωσύνη. Εις ύψος τιμητικόν ευρίσκεται, με λαμπρότητα αξιώματος μεγάλην περιβάλλεται, με θάμβος αληθινό ατενίζουν το θείο της μεγαλείον και αυτοί ακόμη οι πρώτοι εις την διανόησιν. Η μεγαλυτέρα ποιητική κορυφή της Γαλλίας, ο Κλωντέλ, λέγει: «Ο Ιερεύς είναι δι’ εμέ ο αντιπρόσωπος του Ιησού Χριστού επί της γης». Ο ακαδημαϊκός Μωριάκ γράφει: «Ο Ιερεύς είναι η συνένωσις της δυνάμεως του Πλάστου με την αδυναμίαν του πλάσματος, απ’ αυτόν ζητώ να μου δώση τον Θεόν», και ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Οι Ιερείς την γην οικούντες και εν ταύτη ποιούμενοι την διατριβήν τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν και εξουσίαν έλαβον, ην ούτε Αγγέλοις ούτε Αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός».
Ιερείς ήσαν οι θεμελιωταί των νέων επιστημών, ο Κοπέρνικος της Αστρονομίας, ο Μέντελ της Γενετικής, ο Μαθηματικός Μερσέν, ο φυσικός Γκιμάλντι, ο χειρουργός Φρερ Κόσμ και ο Φαρανταίϋ εις τον οποίον οφείλεται η ανακάλυψις του ηλεκτρικού νόμου. Ιερείς ήσαν οι μεγάλοι διευθυνταί του Αστεροσκοπείου του Γκρίνουϊτς Φλίμεντιν, Μπράντλεϋ, Μιλίς και Μάσκελαϊν. Ιερείς ήσαν ο περίφημος παλαιοντολόγος και ανθρωπολόγος Τεϊλάρ ντε Σαρντέν, ο φιλόσοφος Μαλεβράνς, ο στυλοβάτης της παιδαγωγικής Φράνκε, και οι λογοτέχναι Πιέρ λ’ Ερμίτ, Γουαρντίνι, Ντάγκλας και τόσοι άλλοι, οι οποίοι, καίτοι είχαν κατακτήσει την δόξαν του κόσμου, θέλησαν να στολιστούν και με το αξίωμα της Ιερωσύνης.
Αλλά πολύ περισσότερον εις την Ελλάδα ο Ιερεύς έχει μιαν ιστορίαν γεμάτη μεγαλείον και δόξαν. Μετά την άλωσι της Κωνσταντινουπόλεως, την θέσιν της σημαίας της πιο ένδοξης αυτοκρατορίας την πήρε το τιμημένο ράσο. Την χρυσοστόλιστη βασιλικήν αλουργίδα των βυζαντινών αυτοκρατόρων την αντικατέστησεν το αιματοβαμμένο ράσο. Αυτό σκέπαζε στοργικά τους πόθους και τα όνειρα του σκλάβου Ελληνικού Λαού. Αυτό φλόγιζε τις ελληνικές καρδιές, που χτυπούσαν δυνατά για την ελευθερία. Το ράσο έγινε σύμβολον αγώνων ηρωϊκών, έγινε έμβλημα τιμίων και ευγενικών θυσιών και συνυφάνθηκε με την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Όλα αυτά αναλογίζομαι αυτήν την στιγμήν και η καρδιά μου γεμίζει από ενθουσιασμόν και υπερηφάνειαν, διότι φορώ το τιμημένο ράσο του Έλληνος Κληρικού και, φορώντας το, φορώ την ίδια την δόξαν της Εκκλησίας μας, την ιστορίαν του Έθνους μας, τους ηρωϊσμούς και τις ευγενικές θυσίες όλων των γνωστών και αγνώστων εργατών της Πίστεως και της Πατρίδος, και περιβάλλομαι με τιμήν μεγάλην και από τον Θεόν και από τους ανθρώπους.
Και με αυτόν τον ιερόν ενθουσιασμόν προσέρχομαι, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, δια να λάβω δια δευτέραν φοράν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, η οποία θα με καταστήση Πρεσβύτερον της Εκκλησίας του Χριστού, και Σας παρακαλώ ευχηθήτε να αναδειχθώ άξιος κήρυξ Χριστού και ευαγγελιστής ψυχών».
Μια δεκαπενταετία γεμάτη δράση και προσφορά
Τα πρώτα βήματα του νέου Κληρικού δεν ήταν εύκολα. Το έργο δύσκολο, σχεδόν πάνω από τις δυνατότητές του, πέρα απ’ ο,τι φανταζόταν. Στον νεαρό Κληρικό αρχίζουν να διακρίνονται οι αρετές, που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας συνεχώς προβάλλουν, όπως η υπομονή, η πίστη, η ανεξικακία, η ανθρωπιά και, κυρίως, η αγάπη, η εν Χριστώ αγάπη, η εγκάρδια και αστείρευτη. Ακούραστος τρέχει παντού για να απαλύνει τον πόνο, να στηρίξει, να βοηθήσει με διάκριση. Δεν έχει ωράριο, δεν υπολογίζει απόσταση.
Τον Μάρτιο του 1971 ορίζεται ως Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας. Το φορτίο βαρύ, οι δυνάμεις του σε δοκιμασία. Συγκρινόταν διαρκώς με τον πρώην Ιεροκήρυκα και στη συνέχεια Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, μια από τις εξοχότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασαν ποτέ στην Αρκαδία. Δεν ήταν χωρίς εξήγηση αυτό.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο Σεραφείμ, με τον λόγο του και την παρουσία του, υπήρξε ένας καθολικά αποδεκτός Κληρικός. Είδωλο της νεολαίας πραγματικό, κάθε παρουσία του προκαλούσε παραλήρημα ενθουσιασμού. Κάθε εμφάνισή του δημιουργούσε το αδιαχώρητο. Κάθε λόγος του ήταν θέσφατο. Ήταν επόμενο, ύστερα από μια τέτοια παρουσία, η σύγκριση με τον διάδοχο να αποβαίνει εις βάρος του διαδόχου.
Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν πτοήθηκε. Με την πίστη του, με το θάρρος του, με την προσδοκία της μεταβολής, ξεκίνησε τον αγώνα του. Φαινόταν αδικαίωτος αγώνας, αλλά τα κατάφερε. Πρώτα «ακούμπησε» τη συνείδηση των πιστών, ύστερα την κατέκτησε και μετά ευδοκίμησε ως Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας.
Το θρησκευτικό του χρέος το κινεί σε δυό άξονες. Στην κηρυκτική του υποχρέωση και στην ανθρωπιστική του δράση. Το πρώτο το έχει αναγάγει σε χρέος ψυχής, σε αποστολή. Το δεύτερο σε εντολή του Θεού, που δοκιμάζεται στη σχέση του με τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Κοντά στον άρρωστο, δίπλα στον πονεμένο, μαζί με το δυστυχισμένο, τον πεινασμένο, τον ανάπηρο. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσεγγίζει τον νέο. Ιδιαίτερο μέλημά του ο νέος. Ακροατής των προβλημάτων του. Μοιράζεται μαζί του τα προβλήματά του. Κηρυκτικό και ανθρωπιστικό έργο, δηλαδή θεωρία και πράξη, συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο. Πορεύονται εν παραλλήλοις. Μοιράζεται η προτεραιότητα. Το ενδιαφέρον ίδιο.
Γίνεται εκκλησιαστική δύναμη της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας. Δε γνωρίζει δυσκολίες. Η κακοτράχαλη Αρκαδία, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ιδιαίτερα τον χειμώνα, δε θα αποτελέσουν εμπόδιο στην κηρυκτική του υποχρέωση και στο ανθρωπιστικό του έργο. Ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές και στα μικρά χωριουδάκια, όπου δεν υπάρχει Ιερέας, ο Αλέξανδρος δηλώνει παρών. Δεν του το ζητεί ο Δεσπότης του. Δεν του το επιβάλλει το εκκλησιαστικό δέον. Της ψυχής του είναι επιταγή να βρει το απολωλός και να το συντρέξει. Ακούραστος σύντροφός του σε αυτές τις διαδρομές ο «σκαραβαίος» της Volkswagen, ο οποίος θα τον συντροφέψει για δεκαετίες στις διαδρομές του και θα γίνει γνωστός τόσο στην Αρκαδία, όσο και εκτός αυτής.
Το Ίδρυμα Τυφλών Τριπόλεως
Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του αυτή την περίοδο διοχετεύεται στο «Ίδρυμα Τυφλών η Αγία Παρασκευή», που βρίσκεται στην άκρη της πόλης στις υπώρειες του Μαινάλου, απέναντι από το Γενικό Παναρκαδικό Νοσοκομείο.
Ο μακρινός πρόγονος αυτού του Ιδρύματος είναι το Σωματείο Προστασίας Απόρων Τυφλών Τριπόλεως, το οποίο είχε ιδρυθεί την δεκαετία του 1950 από μια ομάδα ευσεβών και φιλάνθρωπων Τριπολιτών. Επικεφαλής του σωματείου ήταν ο Μεθόδιος Φουσιάνης, ένας δραστήριος Αρχιμανδρίτης από την Στεμνίτσα, τυφλός και ο ίδιος, ο οποίος μεγάλο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στις Η.Π.Α.
Το σωματείο βοηθούσε με διάφορους τρόπους πρόσωπα που είχαν στερηθεί την όρασή τους, είτε εκ γενετής, είτε εξαιτίας διαφόρων ατυχημάτων. Ο Φουσιάνης, μάλιστα, είχε κατορθώσει να αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι απέναντι από το Νοσοκομείο, το οποίο είχε δωρίσει στο Σωματείο, όπου φιλοξενούνταν ένας μικρός αριθμός αναξιοπαθούντων τυφλών.
Το Σωματείο, όμως, με το πέρασμα του χρόνου ατόνησε και έφθασε σχεδόν στη διάλυση. Όλα έδειχναν ότι αυτή η φιλάνθρωπη προσπάθεια θα τελείωνε. Όμως, ο Θεός, «ο ετάζων νεφρούς και καρδίας», άλλα κέλευε. Μια τυχαία συνάντηση στην πλατεία Άρεως του Αρχιμανδρίτη Μεθόδιου Φουσιάνη με τον νεοχειροτονηθέντα Ιεροδιάκονο Αλέξανδρο Παπαδόπουλο θα αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.
Ο Αλέξανδρος συγκινημένος από τον αγώνα του Φουσιάνη, τον οποίο άλλωστε γνώριζε, αναλαμβάνει να συνεχίσει αυτός την προσπάθεια και να μην αφήσει αυτό το καταφύγιο αγάπης και προσφοράς να κλείσει.
Ο Αλέξανδρος διαδέχεται τον Φουσιάνη στην προεδρία του Σωματείου και αμέσως αναδιοργανώνει το συμβούλιο, επιλέγοντας πρόσωπα με ιεραποστολικό ζήλο και δράση φιλανθρωπική. Με τη βοήθειά τους διενεργεί εράνους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Είναι πολλοί εκείνοι που μαρτυρούν στην πατρίδα του και στην ομογένεια της Αμερικής, πως συγκέντρωνε «πενηντάρι το πενηντάρι» τα χρήματα για την δημιουργία αυτού του καταφυγίου των πονεμένων, τυφλών, απόρων κοριτσιών. Ο ίδιος ο ιδρυτής του, άλλωστε, συνηθίζει να λέγει, ότι το Ίδρυμα: «δεν είναι έργο του ιδρώτος μου, αλλά είναι προϊόν του αίματός μου».
Παράλληλα, με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδίδεται τον Φεβρουάριο του 1973, δημιουργεί το «Ίδρυμα Προστασίας Απόρων Τυφλών Γυναικών Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ». Το έργο, όμως, του Αλέξανδρου δεν έχει τελειώσει. Οραματίζεται την αναβάθμιση του χώρου και την ανέγερση ενός νέου κτηρίου, ώστε αυτό το Ίδρυμα να μην πρόκειται για Ίδρυμα κακομοιριάς η για χώρο εσχάτου καταφυγίου, όπου οι τυφλές θα προστρέχουν, αλλά για ξενοδοχειακή μονάδα λύτρωσης ψυχών. Για απάνεμο λιμάνι, όπου δε θα φθάνει η τρικυμία της ζωής, η οδύνη της αναπηρίας τους.
Τέτοια έργα και για τέτοιο σκοπό δύσκολα ανεγείρονται, δυσκολότερα λειτουργούνται και σπάνια έχουν μακροβιότητα. Παρόλα αυτά, τα καταφέρνει. Ο θεμέλιος λίθος του νέου κτηρίου τίθεται και αρχίζει η ανέγερση ενός κτηρίου φιλικού προς τους τρόφιμούς του.
Τα σχέδια του κτηρίου, ειδικά μελετημένα για τυφλούς, εκπονήθηκαν στις Η.Π.Α., γεγονός σπάνιο για εκείνη την εποχή. Είναι έκδηλη η προσπάθεια να είναι οι χώροι άνετοι και χρηστικοί, γιατί οι τυφλοί, λόγω της αναπηρίας τους, έχουν μία ξεχωριστή ευαισθησία στην αντίληψη του χώρου.
Στο κύριο κτήριο του Ιδρύματος υπάρχει ενσωματωμένο ένα Παρεκκλήσιο, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή. Μπροστά από το κτήριο ένας μεγάλος κήπος προσφέρει με τα λουλούδια του και τις ευωδιές, που αυτά αναδίδουν, τη δική του συνεισφορά στην ψυχική ανακούφιση, τόσο των τροφίμων, όσο και των επισκεπτών.
Ο επισκέπτης του Ιδρύματος μπορεί, αν προσεκτικά μελετήσει το χώρο, να κάνει μερικούς παραλληλισμούς, που ξεδιπλώνουν τις πτυχές του χαρακτήρα του ανθρώπου που το έστησε: απέριττο, φωτεινό, προσεγμένο, ώστε να είναι λειτουργικό, ζεστό και καλόγουστο, τόσο που και οι αόμματοι κάτοικοί του να μπορούν να το νοιώσουν, και γύρω ο κήπος φροντισμένος από τον ίδιο τον Αλέξανδρο. «Αν δεν είχα γίνει Κληρικός, έλεγε κάποτε, θαυμάσια θα μπορούσα να γινόμουν γεωπόνος η αρχιτέκτων». Ο λόγος αυτός θα επαληθευθεί κι αργότερα.
Κατά την δεκαετία του 1970 το Ίδρυμα γνωρίζει μεγάλη ακμή. Οι τρόφιμες του Ιδρύματος διδάχθηκαν ανάγνωση και γραφή με το σύστημα Braille, φοίτησαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Τρίπολης και έμαθαν να κατασκευάζουν διάφορα χειροτεχνήματα.
Όμως, την ολοκλήρωση του έργου τούτου διέκοψε η εκλογή του ιδρυτού του Ιδρύματος π. Αλεξάνδρου σε Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και η απουσία του από την Τρίπολη επί ένδεκα έτη.
Μετά την επιστροφή του στην Τρίπολη, ως Μητροπολίτης πλέον Μαντινείας και Κυνουρίας, το Ίδρυμα αποτελεί μια από τις άμεσες προτεραιότητές του. Ολοκληρώνει και αποπερατώνει το κτήριο του Ιδρύματος και το παραδίδει τέλειο, πλέον, στη διακονία των αδυνάτων αδελφών μας τυφλών γυναικών. Η δαπάνη του έργου τούτου ανήλθε στο ποσό των 300.000.000 δραχμών και συγκεντρώθηκε από προσφορές φιλάνθρωπων και, ιδιαίτερα, από πτωχούς συμπατριώτες μας της Αρκαδίας και της Αμερικής. Επομένως, είναι έργο της ευγενικής ψυχής και της καρδιάς του Λαού, που νοιώθει τον αδύνατο και συμπονεί τον πάσχοντα.
Ο Οίκος Τυφλών στην καρδιά της Τριπολιτσάς αποτελεί έργο λαμπρό και φως στο σκοτάδι των φυσικών τυφλών. Ξεπέρασε την πίεση του χρόνου, αγνόησε τα εμπόδια των ανθρώπων, αδιαφόρησε για τις επικρίσεις που δέχτηκε και, σε πείσμα όλων αυτών, λειτουργεί κατά τρόπο υποδειγματικό, ζεστό, ανθρώπινο.
Το Ίδρυμα συνεχίζει μέχρι σήμερα να παρέχει τις υπηρεσίες του σε τυφλές γυναίκες από όλη την Ελλάδα, στις οποίες χαρίζει στοργή, οικογενειακή αγάπη και προστασία. Αυτή τη στιγμή διευθύνεται από την κοινωνική λειτουργό Αθηνά Παπαπροκοπίου, που ήταν και παραμένει η ψυχή του Ιδρύματος, και διακονείται από τις κυρίες πρεσβυτέρα Ελένη Σουρλίγγα, Αγγελική Κοσμά και Ελπινίκη Ζαρακοβίτη.
Η προσφορά του Αλέξανδρου ως Αρχιμανδρίτη δεν τελειώνει στον Οίκο Τυφλών. Ο πάσχων άνθρωπος δεν περιορίζεται στην απώλεια της όρασης μόνο. Φτώχεια, αρρώστια, πόνος, δυστυχία είναι τα παρεπόμενα της ζωής, τα καθημερινά του βίου. Παρουσία ανθρωπιάς η παρουσία του Αρχ. Αλεξάνδρου Παπαδόπουλου. Όπου πόνος, ασθένεια, ανάγκη, δυστυχία, ορφάνια, θλίψη, εκεί κι’ αυτός. Χρησιμοποιεί κάθε μέσον που μπορεί και όλη τη δύναμη και την εξυπνάδα του για να τους ανακουφίσει.
Η δράση του Αρχιμανδρίτη - Ιεροκήρυκα π. Αλεξάνδρου και το φιλανθρωπικό του έργο έγιναν γνωστά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και τον κάλεσε, τον κατέστησε Γραμματέα των Συνοδικών Δικαστηρίων, θέση τιμητική, αλλά επίπονη. Πέντε ημέρες στην Αθήνα με πολλές υποχρεώσεις και δυό στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας με άλλες τόσες.
Έργο πολύπλευρο, όλως χριστιανικό, άκρως ανθρωπιστικό και βαθειά ανθρώπινο. Έργο, που δε χρειάζεται Όμηρο επαινετή για να προβληθεί, αλλά καλόπιστο Χριστιανό για να αναγνωριστεί, που, δυστυχώς, αυτός ο Χριστιανός σπανίζει, γιατί κατά τον Ησίοδο: «Και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτων τέκτονι και πτωχός πτωχώ και αοιδός αοιδώ» και για όσους έχουν λησμονήσει τα αρχαία ελληνικά: «και ο κεραμοποιός έχει άχτι (μισεί-φθονεί) τον κεραμοποιό, κι ο μαραγκός τον μαραγκό και ο ζητιάνος τον ζητιάνο και ο τραγουδιστής τον τραγουδιστή». Η ρήση του Θεανθρώπου: «Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη ιδία αυτού πατρίδι», είχε κι’ εδώ το κύρος της.
Η συνάφειά του με τον χώρο της διοίκησης της Εκκλησίας οξύνει την κρίση, τη δεινότητά του στη διευθέτηση υποθέσεων που χρειάζονται όχι μόνο γνώση, αλλά απαιτούν ευθυκρισία, διάκριση, κατανόηση, ψυχολογική διείσδυση και νομική κατάρτιση και την διοικητική του ευλυγισία.
Για επτά ολόκληρα χρόνια μοιράζεται κυριολεκτικά ανάμεσα στην Αρκαδία και την Αθήνα και ο «σκαραβαίος» της Volkswagen, αγαπημένος και αχώριστος «φίλος και συνοδοιπόρος», διανύει ατελείωτα χιλιόμετρα και καταγράφει στροφή τη στροφή τις αλλεπάλληλες διαδρομές.
+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας
ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ 3 ΜΑΙΟΥ 2014 ΕΙΣ ΠΑΠΑΡΙ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΥΠΟΔΟΧΗ ΚΑΡΑΣ ΑΓ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΑΓ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 4 ΜΑΙΟΥ 2014
Tromaktiko
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΙΝΑΠ κατά Γεωργιάδη για τους πανεπιστημιακούς διευθυντές στο ΕΣΥ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ