2014-05-06 14:13:04
Η θέση του Ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό μέτωπο στις παραμονές των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 ήταν μάλλον... ασφαλής έναντι των Κεμαλικών δυνάμεων που είχαν όμως ενισχυθεί σημαντικά με μονάδες Τουρκικού τακτικού στρατού μετά την γνωστοποίηση του περιεχομένου της Συνθήκης των Σεβρών. Οι Ελληνικές προφυλακές του Α΄ και Β΄ σώματος στρατού βρίσκονταν γύρω από την Προύσα και το Ουσάκ, συνεχώς όμως ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν στους τομείς του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ, παρενοχλώντας τους Ελληνικούς τομείς με μάχες προφυλακών και αψιμαχίες. Πάντως στις 11 Οκτωβρίου του 1920 οι Κεμαλικοί θα πετύχουν την πρώτη τους μικρή τοπική νίκη με την προσωρινή κατάληψη του Τζεντίζ και την υποχώρηση της ΧΙΙΙ μεραρχίας που βρισκόταν υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Μανέτα και του συνταγματάρχη Γεωργίου Κονδύλη. Το Τζεντίζ θα επανακαταληφθεί λίγο μετά και στην επιχείρηση θα συμμετάσχει και το 5/42 τάγμα ευζώνων υπό την διοίκηση του Νικολάου Πλαστήρα.
Η Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εμφανιζόταν διχασμένη το καλοκαίρι του 1920 για τον τρόπο συνέχισης της εκστρατείας: το ΓΕΣ πρότεινε άμεση ενίσχυση και προέλαση του Ελληνικού στρατού, κατάληψη της Άγκυρας και του Ικονίου προς διάλυση των Κεμαλικών πριν ενισχυθούν αποφασιστικά. Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν άλλωστε και η κατάληψη της Προύσας και του Ουσάκ που ήταν εκτός της περιοχής που κατακύρωνε η συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως τις απόψεις αυτές δεν ενστερνιζόταν ο Βενιζέλος, ο οποίος έθετε πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών, ενώ την κατάληψη των δύο πόλεων την θεώρησε απαράδεκτη. Με απόφαση του μάλιστα στα τέλη Αυγούστου του 1922, εξανάγκασε το επιτελείο της στρατιάς υπό τον αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο να μετασταθμεύσει στην Αθήνα!, ώστε να είναι υπό την άμεση εποπτεία του και στο μέλλον να μην λάβει νέες πρωτοβουλίες διεύρυνσης της κατεχόμενης περιοχής, καθώς ήδη οι Έλληνες είχαν υπό τον έλεγχο τους μια ζώνη 60.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με αυξημένες ανάγκες επιμελητείας και αστυνόμευσης. Ο Παρασκευόπουλος αμέσως παραιτήθηκε θιγμένος αλλά ανακάλεσε λίγες μέρες μετά χάρις την επέμβαση του Στεργιάδη. Το ΓΕΣ μεταστάθμευσε όντως στην Αθήνα, αλλά ένα μήνα μετά επέστρεψε στην Σμύρνη με νέα απόφαση του Βενιζέλου που κατάλαβε το ασύμφορο της απόφασης του.
Η προκήρυξη των εκλογών του 1920 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε γίνει δεκτή με δυσμένεια από το σύνολο των αξιωματικών όλων των βαθμίδων που υπηρετούσαν στις μονάδες του Μικρασιατικού μετώπου λόγω της συγκυρίας. Φαίνεται από στοιχεία ότι κατά την προεκλογική περίοδο, οι ανώτατοι αξιωματικοί της στρατιάς διεξήγαγαν εκτεταμένη πολιτική προπαγάνδα στους στρατιώτες, προσπαθώντας να τους εξωθήσουν να ψηφίσουν τους "Φιλελεύθερους". Ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος σε δηλώσεις του από τον Κασαμπά όπου βρισκόταν η έδρα της στρατιάς Μικράς Ασίας, είχε καταγράψει την πρόθεση του σε περίπτωση μη εκλογής του Βενιζέλου, να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της στρατιάς και να στραφεί εναντίον οποιασδήποτε άλλης κυβερνήσεως σχηματιζόταν. Αλλά και ο επιτελάρχης της στρατιάς Θ. Πάγκαλος και ο διοικητής της μεραρχίας Κυδωνιών Οθωναίος ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του στρατιωτικού επόπτη των εκλογών του Νοεμβρίου, την εποχή των εκλογών βρίσκονται εγκατεστημένοι στην Αθήνα και σύμφωνα με τον Γρηγοριάδη θα αποτελούσαν την πιθανή Βενιζελική στρατιωτική αντίδραση αν η "Ηνωμένη αντιπολίτευση" έθετε καθεστωτικό ζήτημα επαναφοράς του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Τα αποτελέσματα όμως των εκλογών τους αιφνιδίασαν και δεν αντέδρασαν η πιθανά δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Οι ενέργειες τον Βενιζελικών αξιωματικών στο Μικρασιατικό δεν περιορίστηκαν σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας, αλλά φαλκίδευσαν και την ίδια την ψηφοφορία, χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον βαθμό της επέμβασης αυτής. Τα εκλογικά αποτελέσματα του μετώπου δεν δόθηκαν ποτέ στην δημοσιότητα, ούτε ελήφθησαν υπόψη στους μετεκλογικούς συσχετισμούς προφανώς γιατί δεν ήταν αξιόπιστα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν παραδόθηκαν οι κάλπες από την μονάδα που διοικούσε ο Κονδύλης (όπως είδαμε διοικητής πεζικού της ΧΙΙΙ μεραρχίας), οι ψήφοι εντός τους ήταν δεμένες ανά εκατό με σπάγκο, ενώ οι κάλπες ήταν εμφανώς παραβιασμένες. Πάντως το ρεύμα υπέρ της "Ηνωμένης Αντιπολίτευσης" και του Βασιλιά ήταν μεγάλο ακόμη και στο μέτωπο καθώς από μεταγενέστερη (αντιβενιζελική) πηγή μαθαίνουμε ότι ο Πλαστήρας στην μονάδα του επέτρεψε απόλυτη ελευθερία ψήφου με αποτέλεσμα οι "Φιλελεύθεροι" να λάβουν μόνο 100 ψήφους έναντι 2.500 που έλαβαν οι αντιβενιζελικοί. Ο Βενιζελισμός στην συγκεκριμμένη συγγυρία είχε ταυτιστεί στην συνείδηση των οπλιτών με τον πόλεμο και έτσι το αποτέλεσμα αυτό ήταν το φυσικό επακόλουθο της πρωτοβουλίας να δωθεί δικαίωμα ψήφου σε στρατιώτες που βρίσκονταν αντιμέτωποι καθημερινά με το ενδεχόμενο του τραυματισμού η του θανάτου.
Είναι αναμφίβολο πως τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών εξέπληξαν τόσο τους νικημένους όσο και τους νικητές και όταν γνωστοποιήθηκαν, επέφεραν μεγάλη διασάλευση στην πειθαρχία των μονάδων του Μικρασιατικού μετώπου. Οι περισσότεροι στρατιώτες πίστεψαν ότι πλησίαζε η απόλυση τους και ο τερματισμός της εκστρατείας και έστησαν γλέντια, εγκαταλείποντας ακόμα και τις σκοπιές των μονάδων τους. Ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι ο πόλεμος ήταν πολιτική επιλογή του Βενιζέλου και με την απομάκρυνση του χάρις την εκλογική του ήττα η απόλυση η η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν κοντά. Πολλοί οπλίτες στράφηκαν εναντίον διοικητών τους που είχαν εκτεθεί υπερβολικά υπέρ των "Φιλελευθέρων", όπως ο Κονδύλης που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την διοίκηση της μονάδας του και μαζί με άλλους συναδέλφους του που αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα, κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, υπό καθεστώς διεθνούς αρμοστείας, όπου βυσσοδομούσαν κατά της νέας κυβέρνησης με αρθρογραφία στο τύπο και με συνομωσίες για την ανατροπή της. Εκείνες τις πρώτες κρίσιμες μέρες του Νοεμβρίου διακινούνταν φήμες στο μέτωπο ότι οι στρατιωτικές μονάδες του εσωτερικού είχαν διαλυθεί και ότι οι στρατιώτες τους είχαν επιστρέψει στις εστίες τους.
Όταν ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος έμαθε την εκλογική αποτυχία των Φιλελευθέρων, διέταξε την άμεση μεταφορά του 8ου συντάγματος Κρητών υπό τον αντισυνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά και μιας μοίρας ορειβατικού πυροβολικού στην Σμύρνη, ώστε αυτές να μεταφερθούν στην Αθήνα και να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από την "Ηνωμένη Αντιπολίτευση". Στην μικρασιατική στρατιά όμως, εκτός των φανατικά Βενιζελικών "αμυνητών" υπήρχαν και οι πολυπληθείς "παραμείναντες", αξιωματικοί που δεν αποστρατεύθηκαν δηλαδή από τους Βενιζελικούς το 1917 μαζί με τους υπόλοιπους, κάποιοι εκ των οποίων μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ της νέας κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν υπό τον Δημήτριο Ράλλη. Ένας μαχητικός τους θύλακας που βρισκόταν στην ταξιαρχία ιππικού (μονάδα παραδοσιακά υπέρ του Θρόνου και των συντηρητικών) με βασικό υποκινητή τον επίλαρχο ιππικού Ιωάννη Τσαγγαρίδη, πληροφορήθηκε μέσω υποκλοπής την μεταφορά του συντάγματος Κρητών αλλά και τον πολιτικό λόγο της και έδωσε διαταγή να εκτροχιαστεί ο συρμός που θα μετέφερε τους "επαναστάτες".
Κάτι τέτοιο δεν έγινε γιατί ο Παρασκευόπουλος ανακάλεσε αυθημερόν την διαταγή μετά από τηλεγράφημα του Βενιζέλου που έλαβε στις 3 Νοεμβρίου, το οποίο τον καλούσε να πειθαρχήσει στην νέα κυβέρνηση. Την ίδια ημέρα, ενώ η κατάσταση γύρω από το Ουσάκ κλιμακωνόταν λόγω συγκέντρωσης μονάδων Τουρκικού στρατού, ο Παρασκευόπουλος εξέδωσε διαταγή με την οποία ζητούσε από όλους να πειθαρχήσουν αναλογιζόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, ενώ διέταξε την ταξιαρχία ιππικού που έδρευε στον Κασαμπά να προωθηθεί οδικώς στον τομέα που βρισκόταν σε απειλή, πιθανά σε μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση στα μετόπισθεν απομακρύνοντας την πιο πολιτικά αντίθετη στους Φιλελευθέρους στρατιωτική μονάδα. Ο διοικητής της ταξιαρχίας συνταγματάρχης Ν. Σπυρόπουλος απέστειλε τηλεγράφημα με το οποίο αρνήθηκε να μετακινήσει την μονάδα του, ενώ με δεύτερο τηλεγράφημα του κατηγορούσε τον Παρασκευόπουλο πως η διαταγή είχε πολιτικά και όχι στρατιωτικά κίνητρα και είχε σκοπό να απομακρύνει την ταξιαρχία από τον τομέα της, καθώς η ταξιαρχία απείχε οκτώ ημέρες πορείας από το σημείο ενώ η μεραρχία Κρητών βρισκόταν πολύ πιο κοντά και μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την περιοχή αφού θα μετέβαινε σιδηροδρομικώς. Τέλος, προειδοποιούσε τον Παρασκευόπουλο ότι η ταξιαρχία θα συνέτριβε κάθε εσωτερικό εχθρό υπακούοντας στα κελεύσματα της πατρίδας και της νέας νόμιμης κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν Ο Παρασκευόπουλος ένιωθε ότι είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης και έτσι υπέβαλλε την παραίτηση του στις 5 Νοεμβρίου, εξορκίζοντας την κυβέρνηση είτε να στείλει τον αντικαταστάτη του τάχιστα, είτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να μεταβεί στην Σμύρνη για να επανέλθει η πειθαρχία στις μονάδες του εσωτερικού που πλέον δεν ελέγχονταν απολύτως από την διοίκηση της στρατιάς. Την 9η Νοεμβρίου ανέλαβε διοικητής της στρατιάς Μικράς Ασίας ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ενώ η Τουρκική επίθεση στο Ουσάκ τελικώς δεν εκδηλώθηκε ποτέ. Οι Ελληνικές μονάδες της πρώτης γραμμής παρέμειναν πειθαρχημένες και έτσι οι Κεμαλικοί, που ακόμη δεν είχαν αυξήσει θεαματικά τις δυνάμεις τους κάτι που συνέβη στο προσεχές διάστημα, δεν βρήκαν ευκαιρία να προκαλέσουν ρήγματα στο Ελληνικό μέτωπο...
Ι. Β. Δ.
Πηγές
Ιστορία ΓΕΣ, επιχειρήσεις Προύσης Ουσάκ (Ιούλιος - Νοέμβριος 1920), εκδόσεις ΔΙΣ
Gunnar Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα τόμος Β΄, εκδόσεις ΜΙΕΤ
Φοίβος Γρηγοριάδης, Διχασμός - Μικρά Ασία, εκδόσεις ΚΕΔΡΗΝΟΣ
istorikathemata.com
Η Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εμφανιζόταν διχασμένη το καλοκαίρι του 1920 για τον τρόπο συνέχισης της εκστρατείας: το ΓΕΣ πρότεινε άμεση ενίσχυση και προέλαση του Ελληνικού στρατού, κατάληψη της Άγκυρας και του Ικονίου προς διάλυση των Κεμαλικών πριν ενισχυθούν αποφασιστικά. Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν άλλωστε και η κατάληψη της Προύσας και του Ουσάκ που ήταν εκτός της περιοχής που κατακύρωνε η συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως τις απόψεις αυτές δεν ενστερνιζόταν ο Βενιζέλος, ο οποίος έθετε πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών, ενώ την κατάληψη των δύο πόλεων την θεώρησε απαράδεκτη. Με απόφαση του μάλιστα στα τέλη Αυγούστου του 1922, εξανάγκασε το επιτελείο της στρατιάς υπό τον αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο να μετασταθμεύσει στην Αθήνα!, ώστε να είναι υπό την άμεση εποπτεία του και στο μέλλον να μην λάβει νέες πρωτοβουλίες διεύρυνσης της κατεχόμενης περιοχής, καθώς ήδη οι Έλληνες είχαν υπό τον έλεγχο τους μια ζώνη 60.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με αυξημένες ανάγκες επιμελητείας και αστυνόμευσης. Ο Παρασκευόπουλος αμέσως παραιτήθηκε θιγμένος αλλά ανακάλεσε λίγες μέρες μετά χάρις την επέμβαση του Στεργιάδη. Το ΓΕΣ μεταστάθμευσε όντως στην Αθήνα, αλλά ένα μήνα μετά επέστρεψε στην Σμύρνη με νέα απόφαση του Βενιζέλου που κατάλαβε το ασύμφορο της απόφασης του.
Η προκήρυξη των εκλογών του 1920 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε γίνει δεκτή με δυσμένεια από το σύνολο των αξιωματικών όλων των βαθμίδων που υπηρετούσαν στις μονάδες του Μικρασιατικού μετώπου λόγω της συγκυρίας. Φαίνεται από στοιχεία ότι κατά την προεκλογική περίοδο, οι ανώτατοι αξιωματικοί της στρατιάς διεξήγαγαν εκτεταμένη πολιτική προπαγάνδα στους στρατιώτες, προσπαθώντας να τους εξωθήσουν να ψηφίσουν τους "Φιλελεύθερους". Ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος σε δηλώσεις του από τον Κασαμπά όπου βρισκόταν η έδρα της στρατιάς Μικράς Ασίας, είχε καταγράψει την πρόθεση του σε περίπτωση μη εκλογής του Βενιζέλου, να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της στρατιάς και να στραφεί εναντίον οποιασδήποτε άλλης κυβερνήσεως σχηματιζόταν. Αλλά και ο επιτελάρχης της στρατιάς Θ. Πάγκαλος και ο διοικητής της μεραρχίας Κυδωνιών Οθωναίος ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του στρατιωτικού επόπτη των εκλογών του Νοεμβρίου, την εποχή των εκλογών βρίσκονται εγκατεστημένοι στην Αθήνα και σύμφωνα με τον Γρηγοριάδη θα αποτελούσαν την πιθανή Βενιζελική στρατιωτική αντίδραση αν η "Ηνωμένη αντιπολίτευση" έθετε καθεστωτικό ζήτημα επαναφοράς του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Τα αποτελέσματα όμως των εκλογών τους αιφνιδίασαν και δεν αντέδρασαν η πιθανά δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Οι ενέργειες τον Βενιζελικών αξιωματικών στο Μικρασιατικό δεν περιορίστηκαν σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας, αλλά φαλκίδευσαν και την ίδια την ψηφοφορία, χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον βαθμό της επέμβασης αυτής. Τα εκλογικά αποτελέσματα του μετώπου δεν δόθηκαν ποτέ στην δημοσιότητα, ούτε ελήφθησαν υπόψη στους μετεκλογικούς συσχετισμούς προφανώς γιατί δεν ήταν αξιόπιστα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν παραδόθηκαν οι κάλπες από την μονάδα που διοικούσε ο Κονδύλης (όπως είδαμε διοικητής πεζικού της ΧΙΙΙ μεραρχίας), οι ψήφοι εντός τους ήταν δεμένες ανά εκατό με σπάγκο, ενώ οι κάλπες ήταν εμφανώς παραβιασμένες. Πάντως το ρεύμα υπέρ της "Ηνωμένης Αντιπολίτευσης" και του Βασιλιά ήταν μεγάλο ακόμη και στο μέτωπο καθώς από μεταγενέστερη (αντιβενιζελική) πηγή μαθαίνουμε ότι ο Πλαστήρας στην μονάδα του επέτρεψε απόλυτη ελευθερία ψήφου με αποτέλεσμα οι "Φιλελεύθεροι" να λάβουν μόνο 100 ψήφους έναντι 2.500 που έλαβαν οι αντιβενιζελικοί. Ο Βενιζελισμός στην συγκεκριμμένη συγγυρία είχε ταυτιστεί στην συνείδηση των οπλιτών με τον πόλεμο και έτσι το αποτέλεσμα αυτό ήταν το φυσικό επακόλουθο της πρωτοβουλίας να δωθεί δικαίωμα ψήφου σε στρατιώτες που βρίσκονταν αντιμέτωποι καθημερινά με το ενδεχόμενο του τραυματισμού η του θανάτου.
Είναι αναμφίβολο πως τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών εξέπληξαν τόσο τους νικημένους όσο και τους νικητές και όταν γνωστοποιήθηκαν, επέφεραν μεγάλη διασάλευση στην πειθαρχία των μονάδων του Μικρασιατικού μετώπου. Οι περισσότεροι στρατιώτες πίστεψαν ότι πλησίαζε η απόλυση τους και ο τερματισμός της εκστρατείας και έστησαν γλέντια, εγκαταλείποντας ακόμα και τις σκοπιές των μονάδων τους. Ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι ο πόλεμος ήταν πολιτική επιλογή του Βενιζέλου και με την απομάκρυνση του χάρις την εκλογική του ήττα η απόλυση η η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν κοντά. Πολλοί οπλίτες στράφηκαν εναντίον διοικητών τους που είχαν εκτεθεί υπερβολικά υπέρ των "Φιλελευθέρων", όπως ο Κονδύλης που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την διοίκηση της μονάδας του και μαζί με άλλους συναδέλφους του που αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα, κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, υπό καθεστώς διεθνούς αρμοστείας, όπου βυσσοδομούσαν κατά της νέας κυβέρνησης με αρθρογραφία στο τύπο και με συνομωσίες για την ανατροπή της. Εκείνες τις πρώτες κρίσιμες μέρες του Νοεμβρίου διακινούνταν φήμες στο μέτωπο ότι οι στρατιωτικές μονάδες του εσωτερικού είχαν διαλυθεί και ότι οι στρατιώτες τους είχαν επιστρέψει στις εστίες τους.
Όταν ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος έμαθε την εκλογική αποτυχία των Φιλελευθέρων, διέταξε την άμεση μεταφορά του 8ου συντάγματος Κρητών υπό τον αντισυνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά και μιας μοίρας ορειβατικού πυροβολικού στην Σμύρνη, ώστε αυτές να μεταφερθούν στην Αθήνα και να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από την "Ηνωμένη Αντιπολίτευση". Στην μικρασιατική στρατιά όμως, εκτός των φανατικά Βενιζελικών "αμυνητών" υπήρχαν και οι πολυπληθείς "παραμείναντες", αξιωματικοί που δεν αποστρατεύθηκαν δηλαδή από τους Βενιζελικούς το 1917 μαζί με τους υπόλοιπους, κάποιοι εκ των οποίων μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ της νέας κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν υπό τον Δημήτριο Ράλλη. Ένας μαχητικός τους θύλακας που βρισκόταν στην ταξιαρχία ιππικού (μονάδα παραδοσιακά υπέρ του Θρόνου και των συντηρητικών) με βασικό υποκινητή τον επίλαρχο ιππικού Ιωάννη Τσαγγαρίδη, πληροφορήθηκε μέσω υποκλοπής την μεταφορά του συντάγματος Κρητών αλλά και τον πολιτικό λόγο της και έδωσε διαταγή να εκτροχιαστεί ο συρμός που θα μετέφερε τους "επαναστάτες".
Κάτι τέτοιο δεν έγινε γιατί ο Παρασκευόπουλος ανακάλεσε αυθημερόν την διαταγή μετά από τηλεγράφημα του Βενιζέλου που έλαβε στις 3 Νοεμβρίου, το οποίο τον καλούσε να πειθαρχήσει στην νέα κυβέρνηση. Την ίδια ημέρα, ενώ η κατάσταση γύρω από το Ουσάκ κλιμακωνόταν λόγω συγκέντρωσης μονάδων Τουρκικού στρατού, ο Παρασκευόπουλος εξέδωσε διαταγή με την οποία ζητούσε από όλους να πειθαρχήσουν αναλογιζόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, ενώ διέταξε την ταξιαρχία ιππικού που έδρευε στον Κασαμπά να προωθηθεί οδικώς στον τομέα που βρισκόταν σε απειλή, πιθανά σε μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση στα μετόπισθεν απομακρύνοντας την πιο πολιτικά αντίθετη στους Φιλελευθέρους στρατιωτική μονάδα. Ο διοικητής της ταξιαρχίας συνταγματάρχης Ν. Σπυρόπουλος απέστειλε τηλεγράφημα με το οποίο αρνήθηκε να μετακινήσει την μονάδα του, ενώ με δεύτερο τηλεγράφημα του κατηγορούσε τον Παρασκευόπουλο πως η διαταγή είχε πολιτικά και όχι στρατιωτικά κίνητρα και είχε σκοπό να απομακρύνει την ταξιαρχία από τον τομέα της, καθώς η ταξιαρχία απείχε οκτώ ημέρες πορείας από το σημείο ενώ η μεραρχία Κρητών βρισκόταν πολύ πιο κοντά και μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την περιοχή αφού θα μετέβαινε σιδηροδρομικώς. Τέλος, προειδοποιούσε τον Παρασκευόπουλο ότι η ταξιαρχία θα συνέτριβε κάθε εσωτερικό εχθρό υπακούοντας στα κελεύσματα της πατρίδας και της νέας νόμιμης κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν Ο Παρασκευόπουλος ένιωθε ότι είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης και έτσι υπέβαλλε την παραίτηση του στις 5 Νοεμβρίου, εξορκίζοντας την κυβέρνηση είτε να στείλει τον αντικαταστάτη του τάχιστα, είτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να μεταβεί στην Σμύρνη για να επανέλθει η πειθαρχία στις μονάδες του εσωτερικού που πλέον δεν ελέγχονταν απολύτως από την διοίκηση της στρατιάς. Την 9η Νοεμβρίου ανέλαβε διοικητής της στρατιάς Μικράς Ασίας ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ενώ η Τουρκική επίθεση στο Ουσάκ τελικώς δεν εκδηλώθηκε ποτέ. Οι Ελληνικές μονάδες της πρώτης γραμμής παρέμειναν πειθαρχημένες και έτσι οι Κεμαλικοί, που ακόμη δεν είχαν αυξήσει θεαματικά τις δυνάμεις τους κάτι που συνέβη στο προσεχές διάστημα, δεν βρήκαν ευκαιρία να προκαλέσουν ρήγματα στο Ελληνικό μέτωπο...
Ι. Β. Δ.
Πηγές
Ιστορία ΓΕΣ, επιχειρήσεις Προύσης Ουσάκ (Ιούλιος - Νοέμβριος 1920), εκδόσεις ΔΙΣ
Gunnar Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα τόμος Β΄, εκδόσεις ΜΙΕΤ
Φοίβος Γρηγοριάδης, Διχασμός - Μικρά Ασία, εκδόσεις ΚΕΔΡΗΝΟΣ
istorikathemata.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΕΝΟΨΕΙ ΜΟΥΝΤΙΑΛ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ