2014-05-11 17:53:08
Φωτογραφία για Θέατρον ''Στέλλα''...
Με δύο δίφραγκα, δίφραγκα για τους μεγάλους

και δίφραγκο, δίφραγκο για τους φαντάρους

και τα παιδιά. Φτάσανε σήμερα, σήμερα φτάσανε

λυγίζουν σίδερα , τρώνε καρφιά (Δ.Σαββόπουλος). Το μπουλούκι)

Το οποίον μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού κάποιο καλοκαιράκι κει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ως ξαναείπαμε παλιότερα, έσκασε μύτη στην πλατεία του χωριού μέσα απ το σύγνεφο σκόνης του χωματόδρομου, σαν μυθικό ζώο , ένα ταλαιπωρημένο , ο Θεός να το κάνει φορτηγό, φορτωμένο ως τα μπούνια με συμπράγκαλα περίεργα όπου και δεν είχαμε ματαδεί.

Μαζευτήκαμε γύρω το λοιπόν, μια τσογλανοπαρέα παιδιών , τα μεγαλύτερα γύρω στα δέκα-δώδεκα, με τα μάτια ορθάνοιχτα περιτριγυρίζοντας περιεργαζόμενοι το φορτηγό. Όταν κάποιος από μας αρώτηξε τον μεσόκοπο κύριο που κατέβηκε καταπιασμένος και μούσκεμα στον ιδρώτα ''Τι είν αυτό ?" , κείνος απάντησε μονολεκτικά. ''Θέατρο''.


Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μας το ''Θέατρο Στέλλα'' και ο περιφερόμενος θίασος του κ. Θωμά και Στέλλας Παπαντωνίου.

Πιάσανε ένα χωράφι κει κοντά κι αρχίσανε το στήσιμο του θεάτρου.

Δουλειά σκληρή μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού. Να συνδέσεις τις εξωτερικές λαμαρίνες ,να στήσεις την τεράστια φανταχτερή πρόσοψις με τ όνομα του θεάτρου και τα λαμπιόνια, να δέσεις τα καραβόπανα της σκεπής ,να τακτοποιήσεις τα παρασκήνια - κατοικία του θιάσου- οικογένεια, να εξομαλύνεις την πλατεία (βίρα γκασμά) για να αραδιάσεις τις καρέκλες του κοινού , τη σκηνή , φωτισμούς και λοιπά χίλια διαόλια τριβόλια που απαιτεί μια παράστασις.

Κοιτούσαμε έκθαμβοι να πούμε την πορεία των εργασιών , απ τον ίδιο τον θίασο. Στα μάτια μας μοιάζανε , μπορεί και να ήτανε, ''άλλοι'' άθρωποι. Διαφέρανε ακόμα κι απ τους ''Σαλονικιούς'', τους παραθεριστές . Ήταν αδύνατο τότε να προσδιορίσουμε την γοητεία που ασκούσαν πάνω μας .Κάτι σαν γίγαντες, σαν Θεοί του καλοκαιριού που έσκασαν ξαφνικά καταμεσής μας. Παρατηρούσαμε , με μανία σχεδόν , πως δουλεύανε , πως μιλούσαν,πως γελούσαν , πως έπιναν καφέ , πως περπατούσαν.Τα πάντα. Τους σχολιάζαμε μεταξύ μας όλη την ώρα.

Κι έφτασε κάποτε η μέρα της πρεμιέρας. Είχε προηγηθεί διαφήμισις με μεγάφωνα απ το γκοτζαμάνικο τρίκυκλο του γαμπρού, Κώστα νομίζω, γνωστοποιώντας την ύπαρξη καλοκαιρινού θεάματος στο χωριό που τότες είχε αρχίσει σιγά σιγά την τουριστική του καριέρα.

Τίγκα το θέατρο από ντόπιους και παραθεριστές , άρχισε η παράστασις με τον γνωστό και μη εξαιρετέο '' Αγαπητικό της Βοσκοπούλας'', και στο δεύτερο μέρος, κάποιο κωμικό σκετς .

Ο Θίασος αποτελείτο απέ τον θιασάρχη και κάτοχο του εξοπλισμού κ Παπαντωνίου Θωμά, την σύζυγό του Στέλλα, την κόρη τους , τον γαμπρό τους, που δεν ήταν καν ηθοποιοί και τον ζεν πρεμιέ πρωταγωνιστή κάποιον μυστηριώδη ωραίο(στα μάτια μας) άγνωστων λοιπών στοιχείων κ. Τέλη.

Κλάματα στο πρώτο μέρος με το δράμα , διάλειμμα με λακρεντί των θεατών, γέλια στο δεύτερο με την κωμωδία, χειροκροτήματα στο τέλος, χαιρετισμός και καληνύχτα σας.

Κάπως έτσι άρχισε η καλοκαιρινή σεζόν που συνεχίστηκε με παρόμοια έργα όπως'' Στέλλα Βιολάντη'' , η '' Μαρία Πενταγιώτισσα'',η '' Γκόλφω'', ''Η ωραία του Πέραν'' και άλλα τέτοια δραματικά, άλλοτε με μεγάλη, άλλοτε μικρή, άλλοτε με σχεδόν καθόλου επιτυχία.

Κάπως έτσι το λοιπόν εντάχτηκα κι εγώ στον θίασο αυτόν του κ. Παπαντωνίου ως πωλητής πασατέμπου, ηλιόσπορου και στραγαλίων περικαλώ.

Με επέλεξε ο κ. Θωμάς ανάμεσα σ ενα τσούρμο άλλους μουστερήδες πράγμα που περιποίησε μεγάλη τιμή στην αφεντομουτσουνάρα μου. Πριν την έναρξη της κάθε παράστασης να πούμε , πάγαινα στα παρασκήνια όπου μου έδινε ένα κασελάκι γεμάτο με σακουλάκια εμπορεύματος, που στη συνεχεία πουλούσα στο φιλοθεάμον κοινό του θεάτρου σε τιμή μια ή μιάμιση δραχμής έκαστο αν δεν απατώμαι. Την πρώτη φορά τάκανα θαλασσα. Στο μπούγιο, μπέρδεψα τα ρέστα, έβαλα το κατέστημα μέσα, αλλά βελτιώθηκα σχετικά γρήγορα και πέρασα όλάκαιρο το καλοκαίρι δουλεύοντας εκεί. Αποτέλεσμα έβλεπα όλες τις παραστάσεις στο τζαμπαντάν , έβγαζα και χαρτζιλίκι απ τα φιλοδωρήματα , ησήχασε κι η μάνα μου που ήξευρε που ήμουνα και δε γύριζα ασκόπως , με τους άλλους κοπρίτες φίλους μου, ως έλεγε , ίσαμε τα μεσάνυχτα.

Είδα όλα τα έργα του ρεπερτορίου που τάχα μάθει σχεδόν απέξω. Ακόμα θυμάμαι το φινάλε του δράματος ''Ο Κουρσάρος'' με τον κ. Τέλη (κουρσάρο) σπαραξικάρδια ν απαγγέλει:

''Στην αγκαλιά σου έπεσα ως θάλασσα μεγάλη

και βρήκα γη και πάτησα και βρήκα ένα ακρογιάλι

Μα στης γυναίκας έπεσα στην άπιστη αγκάλη

και βρήκα μαύρη άβυσσο χωρίς ακρογιαλιά

Πάρε με τώρα. Πάλεψε ο έρωτας κι ο χάρος

κι ο έρωτας νικήθηκε και πνίγηκε ο κουρσάρος''.

Άλλα επειδής θάλασσα στη σκηνή δεν είχε να πνιγεί ο κ. Τέλης -κουρσάρος , κάρφωσε κατάστηθα, στην μασχάλη δηλαδής, ένα ξύλινο σπαθί κι απόθανε.

Το κλάμα από κάτω σύγνεφο.

Ένα άλλο βράδυ ο διάσημος τότε ηθοποιός και του κινηματογράφου Αντώνης Παπαδόπουλος, περαστικός , συνέπραξε στο μέρος της κωμωδίας με τον κ. Θωμά. Ήταν απολαυστικοί. Όπως ο κ. Γιάννης Γακίδης , αν θυμάμαι σωστά με την σύζυγο του Τερέζα , βετεράνοι πια των μπουλουκιών, όταν ερχόταν στο χωριό να συνδυάσουν διακοπές και δουλειά.

Αισθανόμουν ρίγη συγκίνησις που ανήκα σε τέτοιο εξαίσιο θίασο.

Ήμονα πλέον κι εγώ ενας καλιτέγνης.

Άσε που έγινα φίρμα ,''του θιάσου περικαλώ '' κι εκτός της καταξίωσις στην παρέα, κονόμησα και γκόμενα. Μη φανταστείτε, μ αγαπάς? σ αγαπώ , πάμε για μπάνιο, θες μια καραμέλα? , άντε και βόλτα τ απογευματάκι πριν το θέατρο, άντε στη ζούλα πιάσιμο το χέρι, ένα φευγαλέο φιλί κι ως εκεί . Σαφώς όμως κρατούσα περίοπτον θέσιν γι αυτήν και τις φίλες της , το μέσον γαρ , στις παραστάσεις. Τις μάζεψα και για πάρτη της από μεγαλύτερο και δυνατότερο τσόγλανο ένεκα ζηλειας (Μου θες και γκομενιλίκια ρε βαθρακόσπορε!!).

Μια μελαχρινή παραθερίστρια από Θεσσαλονίκη ανάλογου μου ηλικίας, με τεράστια μαύρα μάτια και μακριά κατάμαυρα μαλιά ίσαμε κάτου, που έχασα οριστικά στα τέλη του Αυγούστου, όταν με το τέλος των διακοπών γύρισε οικογενειακώς στη Σαλονίκη.

Το χτύπημα διπλό .Την ίδια εποχή τα μάζεψε κι ο θίασος γι αλλού.

Στον αέρα η μυρουδιά του φθινόπωρου , η πρώτη βροχή , το σχολειό , ο επερχόμενος χειμώνας.

Το μπουλούκι φεύγει και άρχισε να πέφτει η βροχή

ο δικός σου πόνος, στο κατόπι μόνος σαν σκυλί.... τραγουδούσε κάποτε κι ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ο θίασος ήρθε για άλλα δυο ή τρία περίπου καλοκαίρια πριν εξαφανιστεί τελείως .Ίδιο το ρεπερτόριο, λιγότεροι οι θεατές.

Η όποια μαγεία του είχε ξεθυμάνει. Μπαίναμε πια στην εποχή της τελεόρασης. Ήταν νομίζω το τελευταίο θεατρικό μπουλούκι της Ελλάδος

Δεν ξέρω ποιος ζει απ όσους αναφέρω. Όπως και νάχει καλή τους ώρα όπου και νάναι. Γεια χαρά νταν μάγκες

Μήτσος Τούφας

ΥΓ Την ιστορία μου την διηγήθηκε φίλος. Αλήθεια ψέματα δεν ξέρω. Ούτε κι έχει σημασία. Νομίζω?
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ