2014-05-22 08:50:06
Πολλοί επενδυτές αποφεύγουν ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις, όπως μετοχές, εταιρικά ομόλογα και πολύτιμα μέταλλα. Αλλά οι ίδιοι έχουν και αμφιβολίες για τα κρατικά ομόλογα και τις τραπεζικές καταθέσεις, ιδιαίτερα μετά από την εμπειρία της τελευταίας χρηματοοικονομικής κρίσης. Μα δεν υπάρχει καμία ασφαλής επένδυση για την περιουσία μας; Οι πιο ανασφαλείς επενδυτές προτιμούν ως τελευταίο καταφύγιο να κρατήσουν την περιουσία τους ολοκλήρως ή μερικώς σε μετρητά, είτε στο σπίτι είτε σε μια τραπεζική θυρίδα.
Δυστυχώς, αρκεί μια ματιά στην χρηματοοικονομική ιστορία για να διαπιστώσουμε ότι η έννοια της προστασίας της περιουσίας με μετρητά είναι μια ψευδαίσθηση, εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Πιο παλιά, όταν το χρήμα ήταν ακόμα χρυσό, μπορεί η αποθήκευση σε μια θυρίδα να ήταν ένας εφικτός τρόπος να διατηρεί κανείς την περιουσία του. Στην σημερινή περίοδο των πληθωρηστικών χαρτονομισμάτων, όμως, αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος καταστροφής της περιουσίας. Στην εκτενή τράπεζα δεδομένων σχετικά με το ιστορικό των χρηματοοικονομικών κρίσεων, την οποία κατήρτισαν οι Reinhart και Rogoff (2009) πριν από την τελευταία κρίση, δεν υπάρχει ούτε ενα κράτος που κατάφερε να διατηρήσει, έστω και κατά προσέγγιση, την πραγματική αγοραστική αξία του χαρτονομίσματός του.
Από τα στοιχεία των Reinhart και Rogoff προκύπτει ότι όλα τα κράτη (εκτός από τον Παναμά και την Νέα Ζηλανδία) έχουν πληγεί στο παρελθόν από υψηλό πληθωρισμό τουλάχιστον 20% ετησίως, μεταξύ αυτών σταθερές χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ. Για τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη ο μέγιστος ετήσιος πληθωρισμός κυμαινόταν από 50% (Βέλγιο) έως πάνω των 500% (υπερπληθωρισμός στην Γερμανία, Ελλάδα, Αυστρία, Πολωνία, και Ουγγαρία). Είναι αλήθεια ότι αυτές οι ιστορικές εμπειρίες υψηλού πληθωρισμού προέκυψαν στο μακρινό παρελθόν, γιατί συχνά προκλήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από πολέμους. Από την άλλη πλευρά, και στην ειρηνική μεταπολεμική περίοδος υπήρχε σημαντικός πληθωρισμός. Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός από 1951 έως 2010 ήταν πάνω από 2% σε όλα τα κράτη, και στα περισσότερα πολύ παραπάνω. Ακόμα και στην πολύ σταθερή Ελβετία (με μέσο πληθωρισμό λίγο πάνω από 2%) η αγοραστική δύναμη του νομίσματος έπεσε σε αυτή την περίοδο 60 ετών κατά περισσότερο από 70%. Στην Γερμανία ο μέσος πληθωρισμός σε αυτή την περίοδο ήταν περίπου 4%, που σήμαινε σε βάθος 60 ετών μια απώλεια αγοραστικής αξίας της τάξης του 90%. Σε άλλες χώρες με ακόμα πιο υψηλό μέσο ετήσιο πληθωρισμό έως και 8%, όπως π.χ. Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο απώλειες της αγοραστικής αξίας από 97% έως 99%.
Η δυναμική αύξηση των νομισματικών μεγεθών από τις κεντρικές και εμπορικές τράπεζες, που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι η ιστορική εμπειρία διαρκούς πληθωρισμού θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ η χρηματική ποσότητα M1 (μετρητά και αμέσως πληρωτέες καταθέσεις) αυξήθηκε από το 20% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Ευρωζώνης το 1995 στα 55% το 2012. Η πιο εκτενής χρηματική ποσότητα M3, πού συμπεριλαμβάνει επι πλέον και προθεσμιακές καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων και βραχυπρόθεσμα ομόλογα, αυξήθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα από 71% σε 103% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Μέχρι τώρα αυτή η δραματική αύξηση των νομισματικών μεγεθών δημιούργησε κυρίως μια μεγάλη άνοδο στις τιμές περιουσιακών στοιχείων, όπως στις μετοχές, στα ακίνητα, στο χρυσό και στα έργα τέχνης, και όχι στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων. Αλλά, πρώτον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή η κατάσταση θα μείνει έτσι. Δεύτερον, οι φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι επίσης πολύ βλαβερές. Σημειώνεται ότι η φούσκα στις τιμές ακινήτων στις ΗΠΑ, που δημιουργήθηκε ή τουλάχιστον κατέστη δυνατή από την Αμερικάνικη κεντρική τράπεζα (FED) με την μεγάλη αύξηση των χρηματικών μεγεθών, ήταν η αρχική αιτία για την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, με τις συνέπειες της οποίας ασχολούμαστε μέχρι σημερα. Όσο κρατάμε τα κρατικά μονοπώλια των χαρτονομισμάτων, τα οποία δημιούργησαν οι κυβερνήσεις με την σταδιακή κατάργηση του κανόνα του χρυσού, η έννοια των μετρητών ως ασφαλές καταφύγιο για την περιουσία θα αποδειχθεί μια ψευδαίσθηση.
Πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν υπάρχουν ασφαλείς επενδύσεις. Μπορεί τα μετρητά, οι τραπεζικές καταθέσεις, τα κρατικά ομόλογα, και τα ακίνητα να δείχνουν σε κανονικές συνθήκες μικρότερες διακυμάνσεις στην αξία τους σε σχέση με μετοχές, χρυσό ή πρώτες ύλες, αλλά η μελλοντική αξία τους είναι εξίσου ανασφαλής, και οι ζημίες ουδόλως αποκλείονται. Η μόνη προστασία της περιουσίας μας, που λειτουργεί σε κάποιο βαθμό, δεν βασίζεται στην εμπιστοσύνη που επιδεικνύουμε προς μία ή κάποιες «ασφαλείς» επενδύσεις, αλλά μόνο στην ευρύτερη δυνατή διασπορά σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές επενδύσεων.
Μια βασική πλευρά της αβεβαιότητας όλων των επενδύσεων είναι η αδυναμία προβλέψεων της μελλοντικής τους αξίας. Ο ισχυρισμός όλων σχεδόν των χρηματοοικονομικών συμβούλων, ότι έχουν την ικανότητα να προβλέψουν την μελλοντική πορεία των αγορών, είναι εξίσου απατηλός όπως και η πίστη σε ασφαλείς επενδύσεις ή σταθερά χαρτονομίσματα. Γι' αυτό το λόγο οι περισσότεροι ενεργοί διαχειριστές περιουσίας δεν καταφέρνουν να επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις από τον συγκρίσιμο δείκτη της αγοράς. Ρεαλιστική επένδυση χωρίς ψευδαισθήσεις σημαίνει ορισμός μιας σταθερής κατανομής, σε όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών, των ομολόγων και των πραγματικών αξιών, επιλογή κατάλληλων αμοιβαίων δείκτη (index funds) για κάθε επενδυτική κατηγορία, και τέλος διαχείριση χαρτοφυλακίου με διατήρηση της σταθερής κατανομής. Για μια ατομική διαχείριση απαιτείται ένα ελάχιστο μέγεθος χαρτοφυλακίου μερικών εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να είναι δυνατή η εκτέλεση των συναλλαγών που χρειάζονται πότε-πότε για την διατήρηση της σταθερής κατανομής (rebalancing) χωρίς αποτρεπτικά κόστη συναλλαγών που μειώνουν αισθητά την απόδοση. Για μικρότερα ποσά επένδυσης υπάρχουν εν τω μεταξύ αμοιβαία κεφάλαια που εφαρμόζουν με συνέπεια την περιγραφόμενη προσέγγιση: αποτελεσματική διασπορά, χαμηλά έξοδα, καμία κερδοσκοπία βάσει προβλέψεων. Με μια τέτοια προσέγγιση δεν εξαλείφεται ο κίνδυνος, αλλά τουλάχιστον μειώνεται σημαντικά. Από την άλλη, η εμπιστοσύνη σε κατ' ισχυρισμό «ασφαλείς» τοποθετήσεις, όπως τα μετρητά, θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα πάλι σε πικρές απογοητεύσεις.
του Matthias Kelm-imerisia
Ο Matthias Kelm είναι ένας ανεξάρτητος οικονομολόγος και επενδυτικός σύμβουλος, με εμπειρία ως σύμβουλος επιχειρήσεων (McKinsey) και Γενικός Διευθυντής Οικονομικών. Σπούδασε οικονομικά στo St. Gallen (Ελβετία), HEC (Παρίσι, Γαλλία) και Cambridge (Αγγλία). Έλαβε το Ph.D. του από το Cambridge, με μια διατριβή στην παράδοση των Schumpeter και Hayek. Παράλληλα με την έρευνά του, εφαρμόζει την οικονομική θεωρία της Αυστριακής Σχολής στην διαχείριση περιουσίας. Σε συνεργασία με την Tareno (Luxembourg) S.A., δημιούργησε πρόσφατα το Diversified Index Investing – Equities/Bonds/Real Assets, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο με άδεια διανομής για Λουξεμβούργο, Γερμανία και (σύντομα) Ελβετία.
xespao
Δυστυχώς, αρκεί μια ματιά στην χρηματοοικονομική ιστορία για να διαπιστώσουμε ότι η έννοια της προστασίας της περιουσίας με μετρητά είναι μια ψευδαίσθηση, εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Πιο παλιά, όταν το χρήμα ήταν ακόμα χρυσό, μπορεί η αποθήκευση σε μια θυρίδα να ήταν ένας εφικτός τρόπος να διατηρεί κανείς την περιουσία του. Στην σημερινή περίοδο των πληθωρηστικών χαρτονομισμάτων, όμως, αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος καταστροφής της περιουσίας. Στην εκτενή τράπεζα δεδομένων σχετικά με το ιστορικό των χρηματοοικονομικών κρίσεων, την οποία κατήρτισαν οι Reinhart και Rogoff (2009) πριν από την τελευταία κρίση, δεν υπάρχει ούτε ενα κράτος που κατάφερε να διατηρήσει, έστω και κατά προσέγγιση, την πραγματική αγοραστική αξία του χαρτονομίσματός του.
Από τα στοιχεία των Reinhart και Rogoff προκύπτει ότι όλα τα κράτη (εκτός από τον Παναμά και την Νέα Ζηλανδία) έχουν πληγεί στο παρελθόν από υψηλό πληθωρισμό τουλάχιστον 20% ετησίως, μεταξύ αυτών σταθερές χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ. Για τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη ο μέγιστος ετήσιος πληθωρισμός κυμαινόταν από 50% (Βέλγιο) έως πάνω των 500% (υπερπληθωρισμός στην Γερμανία, Ελλάδα, Αυστρία, Πολωνία, και Ουγγαρία). Είναι αλήθεια ότι αυτές οι ιστορικές εμπειρίες υψηλού πληθωρισμού προέκυψαν στο μακρινό παρελθόν, γιατί συχνά προκλήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από πολέμους. Από την άλλη πλευρά, και στην ειρηνική μεταπολεμική περίοδος υπήρχε σημαντικός πληθωρισμός. Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός από 1951 έως 2010 ήταν πάνω από 2% σε όλα τα κράτη, και στα περισσότερα πολύ παραπάνω. Ακόμα και στην πολύ σταθερή Ελβετία (με μέσο πληθωρισμό λίγο πάνω από 2%) η αγοραστική δύναμη του νομίσματος έπεσε σε αυτή την περίοδο 60 ετών κατά περισσότερο από 70%. Στην Γερμανία ο μέσος πληθωρισμός σε αυτή την περίοδο ήταν περίπου 4%, που σήμαινε σε βάθος 60 ετών μια απώλεια αγοραστικής αξίας της τάξης του 90%. Σε άλλες χώρες με ακόμα πιο υψηλό μέσο ετήσιο πληθωρισμό έως και 8%, όπως π.χ. Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο απώλειες της αγοραστικής αξίας από 97% έως 99%.
Η δυναμική αύξηση των νομισματικών μεγεθών από τις κεντρικές και εμπορικές τράπεζες, που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι η ιστορική εμπειρία διαρκούς πληθωρισμού θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ η χρηματική ποσότητα M1 (μετρητά και αμέσως πληρωτέες καταθέσεις) αυξήθηκε από το 20% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Ευρωζώνης το 1995 στα 55% το 2012. Η πιο εκτενής χρηματική ποσότητα M3, πού συμπεριλαμβάνει επι πλέον και προθεσμιακές καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων και βραχυπρόθεσμα ομόλογα, αυξήθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα από 71% σε 103% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Μέχρι τώρα αυτή η δραματική αύξηση των νομισματικών μεγεθών δημιούργησε κυρίως μια μεγάλη άνοδο στις τιμές περιουσιακών στοιχείων, όπως στις μετοχές, στα ακίνητα, στο χρυσό και στα έργα τέχνης, και όχι στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων. Αλλά, πρώτον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή η κατάσταση θα μείνει έτσι. Δεύτερον, οι φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι επίσης πολύ βλαβερές. Σημειώνεται ότι η φούσκα στις τιμές ακινήτων στις ΗΠΑ, που δημιουργήθηκε ή τουλάχιστον κατέστη δυνατή από την Αμερικάνικη κεντρική τράπεζα (FED) με την μεγάλη αύξηση των χρηματικών μεγεθών, ήταν η αρχική αιτία για την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, με τις συνέπειες της οποίας ασχολούμαστε μέχρι σημερα. Όσο κρατάμε τα κρατικά μονοπώλια των χαρτονομισμάτων, τα οποία δημιούργησαν οι κυβερνήσεις με την σταδιακή κατάργηση του κανόνα του χρυσού, η έννοια των μετρητών ως ασφαλές καταφύγιο για την περιουσία θα αποδειχθεί μια ψευδαίσθηση.
Πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν υπάρχουν ασφαλείς επενδύσεις. Μπορεί τα μετρητά, οι τραπεζικές καταθέσεις, τα κρατικά ομόλογα, και τα ακίνητα να δείχνουν σε κανονικές συνθήκες μικρότερες διακυμάνσεις στην αξία τους σε σχέση με μετοχές, χρυσό ή πρώτες ύλες, αλλά η μελλοντική αξία τους είναι εξίσου ανασφαλής, και οι ζημίες ουδόλως αποκλείονται. Η μόνη προστασία της περιουσίας μας, που λειτουργεί σε κάποιο βαθμό, δεν βασίζεται στην εμπιστοσύνη που επιδεικνύουμε προς μία ή κάποιες «ασφαλείς» επενδύσεις, αλλά μόνο στην ευρύτερη δυνατή διασπορά σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές επενδύσεων.
Μια βασική πλευρά της αβεβαιότητας όλων των επενδύσεων είναι η αδυναμία προβλέψεων της μελλοντικής τους αξίας. Ο ισχυρισμός όλων σχεδόν των χρηματοοικονομικών συμβούλων, ότι έχουν την ικανότητα να προβλέψουν την μελλοντική πορεία των αγορών, είναι εξίσου απατηλός όπως και η πίστη σε ασφαλείς επενδύσεις ή σταθερά χαρτονομίσματα. Γι' αυτό το λόγο οι περισσότεροι ενεργοί διαχειριστές περιουσίας δεν καταφέρνουν να επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις από τον συγκρίσιμο δείκτη της αγοράς. Ρεαλιστική επένδυση χωρίς ψευδαισθήσεις σημαίνει ορισμός μιας σταθερής κατανομής, σε όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών, των ομολόγων και των πραγματικών αξιών, επιλογή κατάλληλων αμοιβαίων δείκτη (index funds) για κάθε επενδυτική κατηγορία, και τέλος διαχείριση χαρτοφυλακίου με διατήρηση της σταθερής κατανομής. Για μια ατομική διαχείριση απαιτείται ένα ελάχιστο μέγεθος χαρτοφυλακίου μερικών εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να είναι δυνατή η εκτέλεση των συναλλαγών που χρειάζονται πότε-πότε για την διατήρηση της σταθερής κατανομής (rebalancing) χωρίς αποτρεπτικά κόστη συναλλαγών που μειώνουν αισθητά την απόδοση. Για μικρότερα ποσά επένδυσης υπάρχουν εν τω μεταξύ αμοιβαία κεφάλαια που εφαρμόζουν με συνέπεια την περιγραφόμενη προσέγγιση: αποτελεσματική διασπορά, χαμηλά έξοδα, καμία κερδοσκοπία βάσει προβλέψεων. Με μια τέτοια προσέγγιση δεν εξαλείφεται ο κίνδυνος, αλλά τουλάχιστον μειώνεται σημαντικά. Από την άλλη, η εμπιστοσύνη σε κατ' ισχυρισμό «ασφαλείς» τοποθετήσεις, όπως τα μετρητά, θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα πάλι σε πικρές απογοητεύσεις.
του Matthias Kelm-imerisia
Ο Matthias Kelm είναι ένας ανεξάρτητος οικονομολόγος και επενδυτικός σύμβουλος, με εμπειρία ως σύμβουλος επιχειρήσεων (McKinsey) και Γενικός Διευθυντής Οικονομικών. Σπούδασε οικονομικά στo St. Gallen (Ελβετία), HEC (Παρίσι, Γαλλία) και Cambridge (Αγγλία). Έλαβε το Ph.D. του από το Cambridge, με μια διατριβή στην παράδοση των Schumpeter και Hayek. Παράλληλα με την έρευνά του, εφαρμόζει την οικονομική θεωρία της Αυστριακής Σχολής στην διαχείριση περιουσίας. Σε συνεργασία με την Tareno (Luxembourg) S.A., δημιούργησε πρόσφατα το Diversified Index Investing – Equities/Bonds/Real Assets, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο με άδεια διανομής για Λουξεμβούργο, Γερμανία και (σύντομα) Ελβετία.
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τουρκική άσκηση με ρεκόρ παραβιάσεων
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Ερυθρόλευκη" η Νέα Υόρκη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ