2014-05-28 10:35:36
Συνέντευξη στον Σπύρο Κτενά
Η σύγκριση δημιουργεί έντονο προβληματισμό: η ελληνική παραγωγή θαλασσοκαλλιεργειών την τελευταία τριετία έπεσε 10%. Αντίθετα την ίδια περίοδο οι Τούρκοι αύξησαν την παραγωγή των δικών τους επιχειρήσεων θαλασσοκαλλιέργειας κατά 38%. Πού οφείλεται η δραματική αυτή μείωση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας; Απάντηση στο ερώτημα αυτό αναζητήσαμε στη συνομιλία μας με τον κ. Γιάννη Πελεκανάκη, γενικό διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών. Ας την παρακολουθήσουμε:
Κύριε Πελεκανάκη, τι συμβαίνει τελικά με τον ανταγωνισμό από πλευράς Τουρκίας;
Θίξατε ένα πολύ σημαντικό θέμα: τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια. Αυτή την περίοδο ο κύριος ανταγωνιστής μας είναι η Τουρκία. Την τελευταία τριετία ο όγκος της ελληνικής παραγωγής έχει μειωθεί περίπου κατά 10%. Την αντίστοιχη περίοδο η τουρκική παραγωγή αυξήθηκε κατά 38%. Η ελληνική ετήσια παραγωγή είναι στις 120.000 τόνους και η τουρκική στις 94.000 τόνους.
Πού οφείλεται αυτή η δραματική ανακατανομή των μεριδίων αγοράς;
Πρωτίστως ένας από τους λόγους που συνετέλεσαν στη συρρίκνωση της ελληνικής παραγωγής είναι η αδυναμία χρηματοδότησης οποιασδήποτε αύξησης της παραγωγής. Ο κλάδος τα τελευταία χρόνια περνάει μια πολύ δύσκολη και ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεών του. Η κρίση που ήρθε στην Ελλάδα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Δευτερευόντως έχουμε ένα εθνικό θεσμικό πλαίσιο που δεν ευνοεί τον παραγωγό. Πρόκειται για ένα σχετικά απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο το οποίο, εκτός των άλλων, έχει ένα ελλιπέστατο χωροταξικό πλαίσιο.
Πάντως, για να μπορέσουμε να δώσουμε τη συνολική εικόνα, νομίζω ότι πρέπει να σταθούμε και στο προνομιακό πεδίο που δημιουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ της Τουρκίας.
Σίγουρα. Απολαμβάνουν κάποια προνόμια, τα οποία δημιουργούν συνθήκες άνισου ανταγωνισμού. Για να είμαι συγκεκριμένος: αυτή τη στιγμή τα τουρκικά προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας μπορούν και εισάγονται στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αδασμολόγητα. Αντιστοίχως τα δικά μας επιβαρύνονται με δασμούς. Λάβετε δε υπόψη ότι έχουμε ένα νόμισμα το οποίο είναι πολύ πιο ακριβό σε σχέση με την τουρκική λίρα. Έτσι η τελική τιμή του προϊόντος μας είναι μη ανταγωνιστική. Για να το πω διαφορετικά, το τουρκικό προϊόν είναι πιο φθηνό στις ευρωπαϊκές αγορές, εκεί όπου εμείς ήδη έχουμε καθιερωθεί και έχουμε τόσα χρόνια κάποια σημαντικά μερίδια αγοράς. Έτσι τα δικά μας μερίδια έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Με δυο λόγια, η αύξηση της τουρκικής παραγωγής κατά 38% την τελευταία τριετία σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε σε ένα προνομιακό καθεστώς που δημιούργησε η ίδια η Ευρώπη σε βάρος του ευρωπαϊκού Νότου;
Αυτό έχει να κάνει κυρίως με την τελωνειακή ένωση. Μια συμφωνία που υπάρχει μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Η αύξηση της παραγωγής οφείλεται εν μέρει και στις κρατικές ενισχύσεις που έχουν οι παραγωγοί στην Τουρκία. Διότι, από τη μια, υπάρχει μια επιδότηση ανά κιλό παραγωγής, που προφανώς διευκολύνει τον παραγωγό. Οι Τούρκοι υπολογίζεται ότι δίνουν 380 ευρώ επιδότηση ανά τόνο.
Οι Τούρκοι δίνουν άλλες έμμεσες ενισχύσεις στους παραγωγούς τους;
Ένα άλλο μέσο που αξιοποιούν για να στηρίξουν τα προϊόντα τους οι Τούρκοι είναι τα logistics και ο τρόπος που τα χρησιμοποιούν για την τόνωση των εξαγωγών τους. Κοιτάξτε, εμείς ακόμη στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν εθνικό αερομεταφορέα όπως είναι η Turkish Airlines, η οποία μπορεί να διοχετεύσει τα τουρκικά προϊόντα πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο φθηνά στις απομακρυσμένες αγορές, όπως αυτή των ΗΠΑ. Εμείς πρέπει να περάσουμε μέσω Αγγλίας, όπου θα ξεφορτωθούν για να πάνε στη συνέχεια στα ψυγεία. Μιλάμε δηλαδή για μια χρονοβόρο διαδικασία και ένα κόστος το οποίο καθιστά το δικό μας προϊόν λιγότερο ανταγωνιστικό.
Παρ’ όλα αυτά η ελληνική παραγωγή παραμένει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πώς μοιράζεται η πίτα ανάμεσα στα κράτη-παραγωγούς και ποια αναμένεται να είναι η εξέλιξη τα επόμενα χρόνια;
Κυρίαρχη δύναμη στην τσιπούρα και στο λαυράκι είναι η Ελλάδα. Μιλάμε για περίπου 65% της ευρωπαϊκής παραγωγής και γύρω στο 45% της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Το θέμα όμως είναι ότι τα τελευταία τρία χρόνια η ευρωπαϊκή παραγωγή παραμένει στάσιμη. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα το ίδιο ισχύει και στην Ισπανία και στη Γαλλία και σε όλες τις άλλες χώρες. Το ζητούμενο όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εισάγουμε κάθε χρόνο περίπου 8,5 εκατ. τόνους αλιευτικών προϊόντων.
Η Ευρώπη λοιπόν έχει βάλει στόχο την αύξηση της παραγωγής;
Βεβαίως. Αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει, ας πούμε, μια στρατηγική, κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν προτεραιότητες για την ανάπτυξη του κλάδου. Διότι έχει αναγνωριστεί η σημασία της ιχθυοκαλλιέργειας, και για την κοινωνική και για την περιβαλλοντική αλλά και για την οικονομική συνεισφορά της. Και ως εκ τούτου για πρώτη φορά έχει θεσπίσει μια στρατηγική για την ανάπτυξη του κλάδου. Ο στόχος είναι από εκεί που είμαστε μια καθαρά εισαγωγική δραστηριότητα να καταφέρουμε να αυξήσουμε την παραγωγή μας.
Σε απόλυτα νούμερα τι σημαίνει αυτός ο στόχος για την ευρωπαϊκή παραγωγή;
Κοιτάξτε, με την ευρωπαϊκή πλατφόρμα έρευνας και τεχνολογίας είχαμε επεξεργαστεί ένα σχέδιο ανάπτυξης του κλάδου. Αν μιλήσω συγκεκριμένα για τα δικά μας είδη, την τσιπούρα και το λαβράκι, ως το 2030 πρέπει να παράξουμε επιπλέον 300.000 τόνους. Δηλαδή αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είμαστε στις 270.000 και να πάμε συν 300.000 τόνους.
Δηλαδή η ευρωπαϊκή παραγωγή να προσεγγίσει τις 600.000 τόνους; Το ερώτημα είναι πώς θα μοιραστεί αυτή η πίτα.
Αν η Ελλάδα στοχεύσει να διατηρήσει το μερίδιό της πρέπει ως το 2030 να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή της. Πρέπει να φθάσουμε τις 270.000 τόνους παραγωγής. Αυτό αντιλαμβάνεστε ότι είναι ένας μεγάλος στόχος και παράλληλα μια τεράστια πρόκληση. Για να επιτευχθεί χρειάζεται μια πολύ στοχευμένη εθνική στρατηγική ανάπτυξης.
Αν δεν τον πετύχουμε, το μερίδιο αυτό θα το αποσπάσουν οι Τούρκοι, έτσι δεν είναι;
Ξέρετε, αυτή η τάση ήδη ισχύει. Θα σας το πω πολύ απλά: το διάστημα 2012-2013 η Ελλάδα στις κύριες αγορές της έχασε το 10% της συνολικής κατανάλωσης, και μάλιστα σε συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης. Δηλαδή ενώ η συνολική κατανάλωση αυξανόταν εμείς υποχωρούσαμε κατά 10%. Δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε και είναι λογικό. Όταν λοιπόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η παραγωγή παραμένει σταθερή και αυξάνεται μόνο στην Τουρκία, ποιος νομίζετε ότι θα πάρει το μερίδιο από την αύξηση της κατανάλωσης; Ασφαλώς οι Τούρκοι.
Ξέρετε, όση ώρα σας ακούω μου έρχεται στο μυαλό ακριβώς αυτό το πράγμα. Δηλαδή να βλέπεις το παραγωγικό δυναμικό του τόπου να διψάει για ανάπτυξη και ο πολιτικός κόσμος της χώρας να παραμένει ένα πολύβουο καφενείο. Με δυο λόγια οι πολιτικοί ασχολούνται με όλα τα άλλα εκτός από τα ζωτικής σημασίας προβλήματα που υπάρχουν στο χώρο της παραγωγής.
Εκτιμούμε ότι έχει γίνει πλέον αντιληπτό από την πολιτική ηγεσία ότι ο κλάδος αυτός αποτελεί προτεραιότητα. Έχει μια πολύ σημαντική προοπτική ανάπτυξης με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική κοινωνία. Και ήδη έχουν ξεκινήσει κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή έχουν ήδη εντοπιστεί τέσσερις στόχοι που πρέπει να βάλουμε για να πετύχουμε ανάπτυξη στις 270.000 τόνους ως το 2030. Πρώτος και κύριος είναι ότι φυσικά χρειαζόμαστε χώρο για ανάπτυξη. Και εδώ το σημείο-κλειδί είναι ο νέος χωροταξικός σχεδιασμός.
Να ξέρει δηλαδή ο επιχειρηματίας πού θα μπορέσει να αναπτύξει την παραγωγή του.
Ακριβώς.
Το θέμα αυτό δεν έχει λυθεί σήμερα με το ειδικό χωροταξικό; Τι πρέπει να γίνει;
Εκκρεμεί. Έχουν προβλεφθεί οι περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας, οι οποίες όμως δεν έχουν ιδρυθεί ακόμη, είναι στα χαρτιά. Πρέπει οι διαδικασίες ίδρυσης να ολοκληρωθούν, να δούμε ποιες μονάδες είναι μέσα, τι δυναμική υπάρχει και μέσα σε αυτές τις οριοθετημένες περιοχές ποια επιπλέον ανάπτυξη μπορεί να γίνει.
Αυτό είναι μια κρατική υποχρέωση ή είναι και υπόθεση των επιχειρήσεων;
Προφανώς και των δύο. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρωτίστως πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία με τις περιοχές, να δούμε τι μπορούμε να παράγουμε μέσα στις ήδη οριοθετημένες περιοχές και από εκεί και πέρα να αναζητήσουμε νέους χώρους όπου μπορούν να εγκατασταθούν νέες μονάδες. Δηλαδή είναι το νούμερο ένα εργαλείο ανάπτυξης.
Στη συνέχεια;
Δευτερευόντως χρειάζεται εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου. Αυτή τη στιγμή για να βγει μια άδεια στην Ελλάδα κατά μέσον όρο απαιτούνται, στην καλύτερη περίπτωση, περίπου δύο χρόνια. Στη Νορβηγία απαιτούνται μόλις 6 μήνες.
Αυτό το λέτε για την επαναδραστηριοποίηση πιθανών επενδυτών;
Όχι μόνο γι’ αυτό. Δεν είναι μόνο για την προσέλκυση των επενδυτών αλλά και για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις. Ανανεώσεις αδειών, οτιδήποτε. Αυτές οι διαδικασίες πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες. Έχει ξεκινήσει ήδη μια διαδικασία με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, για να δημιουργηθεί ένας νόμος πλαίσιο ο οποίος θα απλοποιεί κάποιες διοικητικές πράξεις, κυρίως όσον αφορά την αδειοδότηση των μονάδων. Εκτιμούμε ότι είναι σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Πιστεύουμε ότι επί τέλους ο κλάδος θα αποκτήσει ένα πολύ μικρό κομματάκι που λέγεται νόμος πλαίσιο και μια απλοποίηση των θεσμικών διοικητικών πράξεων.
Υπάρχει ωστόσο και η παράμετρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών.
Οπωσδήποτε. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο το αντιμετωπίζουμε και στα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας και γενικά σε όλα τα προϊόντα ζωικής και αγροτικής παραγωγής. Αυτό έχει να κάνει με τις προδιαγραφές παραγωγής και εμπορίας των ευρωπαϊκών προϊόντων σε σχέση με τα αντίστοιχα προϊόντα των τρίτων χωρών, που εισάγονται στις ίδιες αγορές, στην Ιταλία και στην Ισπανία, εκεί που είμαστε και εμείς. Δηλαδή στον Ευρωπαίο παραγωγό έχουν επιβληθεί – και καλώς – πολύ αυστηρές προδιαγραφές, οι οποίες εφαρμόζονται από το πρώτο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή από τον γόνο. Φυσικά ακολουθούν και σε όλα τα επόμενα στάδια, την πάχυνση, την εκτροφή, τη συσκευασία.
Γεγονός που δεν ισχύει για τα εισαγόμενα Ακριβώς. Στα εισαγόμενα το μόνο που βλέπουμε είναι το τελικό προϊόν. Ένα ψάρι συσκευασμένο και μια ετικέτα. Τίποτε άλλο.
Άρα είναι άνισος ανταγωνισμός. Δεν διέπεται από ίσους όρους…
Η ανισότητα έγκειται στο τελικό κόστος. Εγώ για να συμμορφωθώ με αυτούς τους κανόνες παραγωγής απαιτείται να έχω πολλαπλάσιο κόστος σε σχέση με αυτό που έχει ο ανταγωνιστής μου.
Και φαντάζομαι ότι δεν είναι μόνο το θέμα των προδιαγραφών…
Είναι και οι περιβαλλοντικοί κανόνες που πρέπει να ισχύουν στην εκτροφή των ψαριών. Δεν είναι ίδιοι με αυτούς που έχει ο ανταγωνιστής μου εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει επίσης να κάνει με την εργασία, τα κοινωνικά προνόμια, την ασφάλιση. Τι ισχύει, για παράδειγμα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τι ισχύει σε τρίτες χώρες;
Κοινοί κανόνες λέτε.
Αφενός και αφετέρου ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να ανταποκριθείς σε αυτή την πρόκληση είναι να δώσεις στον καταναλωτή να καταλάβει την ποιοτική υπεροχή που έχει το ελληνικό προϊόν έναντι οποιουδήποτε άλλου τρίτης χώρας, του τουρκικού για παράδειγμα. Εδώ χρειάζεται να υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η οποία πρέπει να βασίζεται σε δύο πυλώνες: Πρώτον, την προώθηση ώστε να καταλάβει ο καταναλωτής τι τρώει και ποιο από αυτά είναι ποιοτικά ανώτερο. Και, δεύτερον, ερευνητικά προγράμματα τα οποία θα μας επιτρέψουν να διαφοροποιήσουμε τα προϊόντα μας και να ξεφύγουμε από το συνηθισμένο λαβράκι. Ενδεχομένως να μπορέσουμε να αναπτύξουμε και άλλες μορφές, όπως φιλέτο ή τυποποιημένο έτοιμο γεύμα. Με τα ερευνητικά αυτά προγράμματα θα μπορέσουμε επίσης να μειώσουμε το κόστος παραγωγής, να βελτιώσουμε τις ιχθυοτροφές, την τυποποίηση και τη συσκευασία.
Με τις χρηματοδοτήσεις από την πλευρά των τραπεζών τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;
Σίγουρα πρέπει να βρεθεί άμεσα μια λύση. Όταν μια εταιρεία αιμορραγεί και δεν την βοηθάς, τότε καταλαβαίνεις ότι κάθε μέρα που περνά οδηγείται πιο κοντά στο τέλος. Και φυσικά πρέπει να εφαρμοστούν τα ίδια κριτήρια, ίδια μέτρα και ίδια σταθμά για όλες τις επιχειρήσεις. Οι όποιες λύσεις προκριθούν να μην προκαλέσουν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή διαφορετικής αντιμετώπισης. Αυτό είναι το βασικό και δεν θα ήθελα να πω τίποτε άλλο σε αυτό το κομμάτι.
Κύριε Πελεκανάκη, σας ευχαριστώ θερμά και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να δούμε αυτόν τον κλάδο, που δημιουργήθηκε από το μηδέν από το ’81 και μετά, να ζει καλύτερες μέρες…
Εκτιμώ ότι το 2014 θα είναι έτος επανεκκίνησης για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια. Διότι από τη μια βρίσκονται εν εξελίξει οι διαδικασίες οι οποίες θα εξυγιάνουν τον κλάδο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πιο ισχυρά εύρωστα σχήματα, και από την άλλη έχει γίνει αντιληπτό ότι χρειάζεται πλέον μια εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη. Είναι ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος. Η σημασία του έχει αναδειχθεί και από τη McKenzie και από την Deutsche Bank. Ουσιαστικά βρισκόμαστε στην αρχή της νέας προγραμματικής περιόδου και πρέπει να σχεδιάσουμε από κοινού μια στρατηγική η οποία θα βασίζεται σε συγκεκριμένους πυλώνες, προώθηση, έρευνα, χωροταξία.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Και εγώ ευχαριστώ πολύ.
Πηγή: timetvchannel
InfoGnomon
Η σύγκριση δημιουργεί έντονο προβληματισμό: η ελληνική παραγωγή θαλασσοκαλλιεργειών την τελευταία τριετία έπεσε 10%. Αντίθετα την ίδια περίοδο οι Τούρκοι αύξησαν την παραγωγή των δικών τους επιχειρήσεων θαλασσοκαλλιέργειας κατά 38%. Πού οφείλεται η δραματική αυτή μείωση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας; Απάντηση στο ερώτημα αυτό αναζητήσαμε στη συνομιλία μας με τον κ. Γιάννη Πελεκανάκη, γενικό διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών. Ας την παρακολουθήσουμε:
Κύριε Πελεκανάκη, τι συμβαίνει τελικά με τον ανταγωνισμό από πλευράς Τουρκίας;
Θίξατε ένα πολύ σημαντικό θέμα: τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια. Αυτή την περίοδο ο κύριος ανταγωνιστής μας είναι η Τουρκία. Την τελευταία τριετία ο όγκος της ελληνικής παραγωγής έχει μειωθεί περίπου κατά 10%. Την αντίστοιχη περίοδο η τουρκική παραγωγή αυξήθηκε κατά 38%. Η ελληνική ετήσια παραγωγή είναι στις 120.000 τόνους και η τουρκική στις 94.000 τόνους.
Πού οφείλεται αυτή η δραματική ανακατανομή των μεριδίων αγοράς;
Πρωτίστως ένας από τους λόγους που συνετέλεσαν στη συρρίκνωση της ελληνικής παραγωγής είναι η αδυναμία χρηματοδότησης οποιασδήποτε αύξησης της παραγωγής. Ο κλάδος τα τελευταία χρόνια περνάει μια πολύ δύσκολη και ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεών του. Η κρίση που ήρθε στην Ελλάδα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Δευτερευόντως έχουμε ένα εθνικό θεσμικό πλαίσιο που δεν ευνοεί τον παραγωγό. Πρόκειται για ένα σχετικά απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο το οποίο, εκτός των άλλων, έχει ένα ελλιπέστατο χωροταξικό πλαίσιο.
Πάντως, για να μπορέσουμε να δώσουμε τη συνολική εικόνα, νομίζω ότι πρέπει να σταθούμε και στο προνομιακό πεδίο που δημιουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ της Τουρκίας.
Σίγουρα. Απολαμβάνουν κάποια προνόμια, τα οποία δημιουργούν συνθήκες άνισου ανταγωνισμού. Για να είμαι συγκεκριμένος: αυτή τη στιγμή τα τουρκικά προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας μπορούν και εισάγονται στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αδασμολόγητα. Αντιστοίχως τα δικά μας επιβαρύνονται με δασμούς. Λάβετε δε υπόψη ότι έχουμε ένα νόμισμα το οποίο είναι πολύ πιο ακριβό σε σχέση με την τουρκική λίρα. Έτσι η τελική τιμή του προϊόντος μας είναι μη ανταγωνιστική. Για να το πω διαφορετικά, το τουρκικό προϊόν είναι πιο φθηνό στις ευρωπαϊκές αγορές, εκεί όπου εμείς ήδη έχουμε καθιερωθεί και έχουμε τόσα χρόνια κάποια σημαντικά μερίδια αγοράς. Έτσι τα δικά μας μερίδια έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Με δυο λόγια, η αύξηση της τουρκικής παραγωγής κατά 38% την τελευταία τριετία σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε σε ένα προνομιακό καθεστώς που δημιούργησε η ίδια η Ευρώπη σε βάρος του ευρωπαϊκού Νότου;
Αυτό έχει να κάνει κυρίως με την τελωνειακή ένωση. Μια συμφωνία που υπάρχει μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Η αύξηση της παραγωγής οφείλεται εν μέρει και στις κρατικές ενισχύσεις που έχουν οι παραγωγοί στην Τουρκία. Διότι, από τη μια, υπάρχει μια επιδότηση ανά κιλό παραγωγής, που προφανώς διευκολύνει τον παραγωγό. Οι Τούρκοι υπολογίζεται ότι δίνουν 380 ευρώ επιδότηση ανά τόνο.
Οι Τούρκοι δίνουν άλλες έμμεσες ενισχύσεις στους παραγωγούς τους;
Ένα άλλο μέσο που αξιοποιούν για να στηρίξουν τα προϊόντα τους οι Τούρκοι είναι τα logistics και ο τρόπος που τα χρησιμοποιούν για την τόνωση των εξαγωγών τους. Κοιτάξτε, εμείς ακόμη στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν εθνικό αερομεταφορέα όπως είναι η Turkish Airlines, η οποία μπορεί να διοχετεύσει τα τουρκικά προϊόντα πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο φθηνά στις απομακρυσμένες αγορές, όπως αυτή των ΗΠΑ. Εμείς πρέπει να περάσουμε μέσω Αγγλίας, όπου θα ξεφορτωθούν για να πάνε στη συνέχεια στα ψυγεία. Μιλάμε δηλαδή για μια χρονοβόρο διαδικασία και ένα κόστος το οποίο καθιστά το δικό μας προϊόν λιγότερο ανταγωνιστικό.
Παρ’ όλα αυτά η ελληνική παραγωγή παραμένει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πώς μοιράζεται η πίτα ανάμεσα στα κράτη-παραγωγούς και ποια αναμένεται να είναι η εξέλιξη τα επόμενα χρόνια;
Κυρίαρχη δύναμη στην τσιπούρα και στο λαυράκι είναι η Ελλάδα. Μιλάμε για περίπου 65% της ευρωπαϊκής παραγωγής και γύρω στο 45% της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Το θέμα όμως είναι ότι τα τελευταία τρία χρόνια η ευρωπαϊκή παραγωγή παραμένει στάσιμη. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα το ίδιο ισχύει και στην Ισπανία και στη Γαλλία και σε όλες τις άλλες χώρες. Το ζητούμενο όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εισάγουμε κάθε χρόνο περίπου 8,5 εκατ. τόνους αλιευτικών προϊόντων.
Η Ευρώπη λοιπόν έχει βάλει στόχο την αύξηση της παραγωγής;
Βεβαίως. Αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει, ας πούμε, μια στρατηγική, κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν προτεραιότητες για την ανάπτυξη του κλάδου. Διότι έχει αναγνωριστεί η σημασία της ιχθυοκαλλιέργειας, και για την κοινωνική και για την περιβαλλοντική αλλά και για την οικονομική συνεισφορά της. Και ως εκ τούτου για πρώτη φορά έχει θεσπίσει μια στρατηγική για την ανάπτυξη του κλάδου. Ο στόχος είναι από εκεί που είμαστε μια καθαρά εισαγωγική δραστηριότητα να καταφέρουμε να αυξήσουμε την παραγωγή μας.
Σε απόλυτα νούμερα τι σημαίνει αυτός ο στόχος για την ευρωπαϊκή παραγωγή;
Κοιτάξτε, με την ευρωπαϊκή πλατφόρμα έρευνας και τεχνολογίας είχαμε επεξεργαστεί ένα σχέδιο ανάπτυξης του κλάδου. Αν μιλήσω συγκεκριμένα για τα δικά μας είδη, την τσιπούρα και το λαβράκι, ως το 2030 πρέπει να παράξουμε επιπλέον 300.000 τόνους. Δηλαδή αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είμαστε στις 270.000 και να πάμε συν 300.000 τόνους.
Δηλαδή η ευρωπαϊκή παραγωγή να προσεγγίσει τις 600.000 τόνους; Το ερώτημα είναι πώς θα μοιραστεί αυτή η πίτα.
Αν η Ελλάδα στοχεύσει να διατηρήσει το μερίδιό της πρέπει ως το 2030 να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή της. Πρέπει να φθάσουμε τις 270.000 τόνους παραγωγής. Αυτό αντιλαμβάνεστε ότι είναι ένας μεγάλος στόχος και παράλληλα μια τεράστια πρόκληση. Για να επιτευχθεί χρειάζεται μια πολύ στοχευμένη εθνική στρατηγική ανάπτυξης.
Αν δεν τον πετύχουμε, το μερίδιο αυτό θα το αποσπάσουν οι Τούρκοι, έτσι δεν είναι;
Ξέρετε, αυτή η τάση ήδη ισχύει. Θα σας το πω πολύ απλά: το διάστημα 2012-2013 η Ελλάδα στις κύριες αγορές της έχασε το 10% της συνολικής κατανάλωσης, και μάλιστα σε συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης. Δηλαδή ενώ η συνολική κατανάλωση αυξανόταν εμείς υποχωρούσαμε κατά 10%. Δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε και είναι λογικό. Όταν λοιπόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η παραγωγή παραμένει σταθερή και αυξάνεται μόνο στην Τουρκία, ποιος νομίζετε ότι θα πάρει το μερίδιο από την αύξηση της κατανάλωσης; Ασφαλώς οι Τούρκοι.
Ξέρετε, όση ώρα σας ακούω μου έρχεται στο μυαλό ακριβώς αυτό το πράγμα. Δηλαδή να βλέπεις το παραγωγικό δυναμικό του τόπου να διψάει για ανάπτυξη και ο πολιτικός κόσμος της χώρας να παραμένει ένα πολύβουο καφενείο. Με δυο λόγια οι πολιτικοί ασχολούνται με όλα τα άλλα εκτός από τα ζωτικής σημασίας προβλήματα που υπάρχουν στο χώρο της παραγωγής.
Εκτιμούμε ότι έχει γίνει πλέον αντιληπτό από την πολιτική ηγεσία ότι ο κλάδος αυτός αποτελεί προτεραιότητα. Έχει μια πολύ σημαντική προοπτική ανάπτυξης με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική κοινωνία. Και ήδη έχουν ξεκινήσει κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή έχουν ήδη εντοπιστεί τέσσερις στόχοι που πρέπει να βάλουμε για να πετύχουμε ανάπτυξη στις 270.000 τόνους ως το 2030. Πρώτος και κύριος είναι ότι φυσικά χρειαζόμαστε χώρο για ανάπτυξη. Και εδώ το σημείο-κλειδί είναι ο νέος χωροταξικός σχεδιασμός.
Να ξέρει δηλαδή ο επιχειρηματίας πού θα μπορέσει να αναπτύξει την παραγωγή του.
Ακριβώς.
Το θέμα αυτό δεν έχει λυθεί σήμερα με το ειδικό χωροταξικό; Τι πρέπει να γίνει;
Εκκρεμεί. Έχουν προβλεφθεί οι περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας, οι οποίες όμως δεν έχουν ιδρυθεί ακόμη, είναι στα χαρτιά. Πρέπει οι διαδικασίες ίδρυσης να ολοκληρωθούν, να δούμε ποιες μονάδες είναι μέσα, τι δυναμική υπάρχει και μέσα σε αυτές τις οριοθετημένες περιοχές ποια επιπλέον ανάπτυξη μπορεί να γίνει.
Αυτό είναι μια κρατική υποχρέωση ή είναι και υπόθεση των επιχειρήσεων;
Προφανώς και των δύο. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρωτίστως πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία με τις περιοχές, να δούμε τι μπορούμε να παράγουμε μέσα στις ήδη οριοθετημένες περιοχές και από εκεί και πέρα να αναζητήσουμε νέους χώρους όπου μπορούν να εγκατασταθούν νέες μονάδες. Δηλαδή είναι το νούμερο ένα εργαλείο ανάπτυξης.
Στη συνέχεια;
Δευτερευόντως χρειάζεται εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου. Αυτή τη στιγμή για να βγει μια άδεια στην Ελλάδα κατά μέσον όρο απαιτούνται, στην καλύτερη περίπτωση, περίπου δύο χρόνια. Στη Νορβηγία απαιτούνται μόλις 6 μήνες.
Αυτό το λέτε για την επαναδραστηριοποίηση πιθανών επενδυτών;
Όχι μόνο γι’ αυτό. Δεν είναι μόνο για την προσέλκυση των επενδυτών αλλά και για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις. Ανανεώσεις αδειών, οτιδήποτε. Αυτές οι διαδικασίες πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες. Έχει ξεκινήσει ήδη μια διαδικασία με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, για να δημιουργηθεί ένας νόμος πλαίσιο ο οποίος θα απλοποιεί κάποιες διοικητικές πράξεις, κυρίως όσον αφορά την αδειοδότηση των μονάδων. Εκτιμούμε ότι είναι σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Πιστεύουμε ότι επί τέλους ο κλάδος θα αποκτήσει ένα πολύ μικρό κομματάκι που λέγεται νόμος πλαίσιο και μια απλοποίηση των θεσμικών διοικητικών πράξεων.
Υπάρχει ωστόσο και η παράμετρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών.
Οπωσδήποτε. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο το αντιμετωπίζουμε και στα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας και γενικά σε όλα τα προϊόντα ζωικής και αγροτικής παραγωγής. Αυτό έχει να κάνει με τις προδιαγραφές παραγωγής και εμπορίας των ευρωπαϊκών προϊόντων σε σχέση με τα αντίστοιχα προϊόντα των τρίτων χωρών, που εισάγονται στις ίδιες αγορές, στην Ιταλία και στην Ισπανία, εκεί που είμαστε και εμείς. Δηλαδή στον Ευρωπαίο παραγωγό έχουν επιβληθεί – και καλώς – πολύ αυστηρές προδιαγραφές, οι οποίες εφαρμόζονται από το πρώτο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή από τον γόνο. Φυσικά ακολουθούν και σε όλα τα επόμενα στάδια, την πάχυνση, την εκτροφή, τη συσκευασία.
Γεγονός που δεν ισχύει για τα εισαγόμενα Ακριβώς. Στα εισαγόμενα το μόνο που βλέπουμε είναι το τελικό προϊόν. Ένα ψάρι συσκευασμένο και μια ετικέτα. Τίποτε άλλο.
Άρα είναι άνισος ανταγωνισμός. Δεν διέπεται από ίσους όρους…
Η ανισότητα έγκειται στο τελικό κόστος. Εγώ για να συμμορφωθώ με αυτούς τους κανόνες παραγωγής απαιτείται να έχω πολλαπλάσιο κόστος σε σχέση με αυτό που έχει ο ανταγωνιστής μου.
Και φαντάζομαι ότι δεν είναι μόνο το θέμα των προδιαγραφών…
Είναι και οι περιβαλλοντικοί κανόνες που πρέπει να ισχύουν στην εκτροφή των ψαριών. Δεν είναι ίδιοι με αυτούς που έχει ο ανταγωνιστής μου εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει επίσης να κάνει με την εργασία, τα κοινωνικά προνόμια, την ασφάλιση. Τι ισχύει, για παράδειγμα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τι ισχύει σε τρίτες χώρες;
Κοινοί κανόνες λέτε.
Αφενός και αφετέρου ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να ανταποκριθείς σε αυτή την πρόκληση είναι να δώσεις στον καταναλωτή να καταλάβει την ποιοτική υπεροχή που έχει το ελληνικό προϊόν έναντι οποιουδήποτε άλλου τρίτης χώρας, του τουρκικού για παράδειγμα. Εδώ χρειάζεται να υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η οποία πρέπει να βασίζεται σε δύο πυλώνες: Πρώτον, την προώθηση ώστε να καταλάβει ο καταναλωτής τι τρώει και ποιο από αυτά είναι ποιοτικά ανώτερο. Και, δεύτερον, ερευνητικά προγράμματα τα οποία θα μας επιτρέψουν να διαφοροποιήσουμε τα προϊόντα μας και να ξεφύγουμε από το συνηθισμένο λαβράκι. Ενδεχομένως να μπορέσουμε να αναπτύξουμε και άλλες μορφές, όπως φιλέτο ή τυποποιημένο έτοιμο γεύμα. Με τα ερευνητικά αυτά προγράμματα θα μπορέσουμε επίσης να μειώσουμε το κόστος παραγωγής, να βελτιώσουμε τις ιχθυοτροφές, την τυποποίηση και τη συσκευασία.
Με τις χρηματοδοτήσεις από την πλευρά των τραπεζών τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;
Σίγουρα πρέπει να βρεθεί άμεσα μια λύση. Όταν μια εταιρεία αιμορραγεί και δεν την βοηθάς, τότε καταλαβαίνεις ότι κάθε μέρα που περνά οδηγείται πιο κοντά στο τέλος. Και φυσικά πρέπει να εφαρμοστούν τα ίδια κριτήρια, ίδια μέτρα και ίδια σταθμά για όλες τις επιχειρήσεις. Οι όποιες λύσεις προκριθούν να μην προκαλέσουν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή διαφορετικής αντιμετώπισης. Αυτό είναι το βασικό και δεν θα ήθελα να πω τίποτε άλλο σε αυτό το κομμάτι.
Κύριε Πελεκανάκη, σας ευχαριστώ θερμά και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να δούμε αυτόν τον κλάδο, που δημιουργήθηκε από το μηδέν από το ’81 και μετά, να ζει καλύτερες μέρες…
Εκτιμώ ότι το 2014 θα είναι έτος επανεκκίνησης για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια. Διότι από τη μια βρίσκονται εν εξελίξει οι διαδικασίες οι οποίες θα εξυγιάνουν τον κλάδο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πιο ισχυρά εύρωστα σχήματα, και από την άλλη έχει γίνει αντιληπτό ότι χρειάζεται πλέον μια εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη. Είναι ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος. Η σημασία του έχει αναδειχθεί και από τη McKenzie και από την Deutsche Bank. Ουσιαστικά βρισκόμαστε στην αρχή της νέας προγραμματικής περιόδου και πρέπει να σχεδιάσουμε από κοινού μια στρατηγική η οποία θα βασίζεται σε συγκεκριμένους πυλώνες, προώθηση, έρευνα, χωροταξία.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Και εγώ ευχαριστώ πολύ.
Πηγή: timetvchannel
InfoGnomon
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γυρίζει ο Καλάθης στην Ευρώπη;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ