2014-06-18 10:31:23
Σπυρίδων Σφέτας, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων το 1914, λόγω κυρίως του ζητήματος του καθεστώτος του νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στην ελληνική ιστοριογραφία.[1] Δεν ήταν, ωστόσο, ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά αντανάκλαση του ευρύτερου νέου πλέγματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και της ανάδυσης ενός Τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού. Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος. Υπήρχε, κατά τη συνέπεια, γερμανικό ενδιαφέρον ως ζήτημα αρχής για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η στάση της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η προσέγγιση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας φάσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παρά τη γνωστή φράση του Βίσμαρ (Bismarck) ότι «ολόκληρη η Ανατολή δεν αξίζει τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου», μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ο σιδηρούς καγκελάριος επέδειξε ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια άκαιρη για τη Γερμανία ριζική λύση του Ανατολικού ζητήματος θα εμπλέκονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η πολιτική τους στο Ανατολικό ζήτημα θα επηρέαζε και τη γενικότερη στάση τους έναντι της Γερμανίας, και έτσι υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα των ισορροπιών που προσπαθούσε να οικοδομήσει o Βίσμαρκ στην Ευρώπη για να διατηρήσει την ενωμένη Γερμανία.[2] Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή πολιτική του Βίσμαρκ καθόρισε και την Ανατολική του πολιτική, αλλά ο Γερμανός καγκελάριος ενεργούσε με μεγάλη προσοχή για να μη προκαλέσει τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, διαχωρίζοντας την οικονομία από την πολιτική. Το 1882 στάλθηκε γερμανική στρατιωτική αποστολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό τον Κάχλερ (OttoKachler) για την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού. Μετά το θάνατο του Kachlerτο 1885, επικεφαλής της αποστολής για δέκα χρόνια τέθηκε ο Γκόλτς (ColmanFreiherrvonderGoltz) . Ο οθωμανικός στρατός είχε εφοδιαστεί με σύγχρονο οπλισμό (Mauser, Krupp), παρόλο που λόγω της χρεοκοπίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωσή του. Ταυτόχρονα, προωθήθηκε και το παλιό γερμανικό σχέδιο του μηχανικού Πρέσελ (WilhelmvonPressel) για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (Κωνσταντινούπολη –Βαγδάτη). Μετά τη χορήγηση δανείου από τον GeorgevonSiemensτης DeutscheBankστον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ B΄ (AbdülhamidII) το 1888, ιδρύθηκε το 1889 η Εταιρεία των Ανατολικών Σιδηροδρόμων στην οποία κυριαρχούσαν οι Γερμανοί. Σε τρία χρόνια 1889-1892 ολοκληρώθηκε η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Ιζμίτ προς την Άγκυρα. Για να μη φανεί ότι η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Ιζμίτ (Νικομήδειας)-Άγκυρας ήταν αποκλειστική γερμανική επιχείρηση, το έργο κατασκευάστηκε με αγγλικά ομόλογα τηςCityofLondonτα οποία αργότερα αγοράστηκαν από τους Γερμανούς, ένδειξη της προσεκτικής πολιτικής του Βίσμαρκ. Η ισορροπημένη πολιτική του Βίσμαρκ έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν προκάλεσε ανησυχίες στις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και το 1890 η Ρωσία ζήτησε την ανανέωση της Συνθήκης της Αντασφάλισης του 1887 (ReinsuranceTreaty, Rückversicherungsvertrag). Με τη συμφωνία αυτή Ρωσία και Γερμανία δεσμεύονταν να μείνουν ουδέτερες σε περίπτωση που μια από τις δύο χώρες βρισκόταν σε πόλεμο σε μια Τρίτη Δύναμη, εκτός αν η Ρωσία εξαπέλυε επίθεση στην Αυστροουγγαρία ή η Γερμανία στη Γαλλία. Στόχος του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας γαλλορωσικής προσέγγισης, στρεφόμενης κατά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Aλλά όταν το 1888 στο θρόνο ανήλθε ο νεαρός, ασταθής και άπειρος αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (WilhelmII), η γερμανική πολιτική άρχισε να μεταβάλλεται. Μετά το πρώτο του ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 1889, σε συνέχεια της επίσκεψής του στην Αθήνα για τον γάμο της αδελφής του Σοφίας με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Γερμανός αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε με το όνειρο της Ανατολής, και σταδιακά γινόταν εμφανής η τάση της γερμανικής πολιτικής για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο[3]. Η συνθήκη της Αντασφάλισης δεν ανανεώθηκε, ο Βίσμαρκ παραιτήθηκε και o εφιάλτης του για ενδεχόμενη γαλλορωσική προσέγγιση έγινε πραγματικότητα. Ως νέος πρέσβης της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε το 1897 ο Μάρσαλ (AdolfMarschalvonBiberstein), o ‘’Γίγαντας του Βοσπόρου’’’(TheGiantofBosporus), ο οποίος στήριξε τον σουλτάνο στο επίμαχο θέμα των σφαγών των Αρμενίων (1894-1896), όπως άλλωστε διέπραξε και ο Γερμανός αυτοκράτορας. Ως κάλυψη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, ο Γουλιέλμος Β΄ ανέλαβε μια θρησκευτική –εκπολιτιστική αποστολή: Κατά την επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ το 1898 αυτοπαρουσιάστηκε ως προστάτης των Αγίων Τόπων και κατ’ επέκταση των Χριστιανών, και παρέστη στην τελετή του καθαγιασμού μιας Ευαγγελικής Εκκλησίας.[4] Επισκεπτόμενος τη Δαμασκό μετά τα Ιεροσόλυμα δήλωσε εμφατικά στις 8 Νοεμβρίου 1898 ότι ο Γερμανός αυτοκράτορας θα είναι ο αιώνιος φίλος του χαλίφη-σουλτάνου και των 300.000.000 Μουσουλμάνων.[5] Επρόκειτο για μια αντιφατική στάση που προκαλούσε αντιδράσεις και στη Ρωσία και στην Αγγλία. Ο Γουλιέλμος Β΄ αμφισβητούσε ένα δικαίωμα που παραδοσιακά είχε ο τσάρος στους Αγίους Τόπους, ενώ η Αγγλία φοβόταν ότι η Γερμανία, στηρίζοντας τον Πανισλαμισμό του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, θα μπορούσε να παρακινήσει τους Μουσουλμάνους της Ινδίας σε εξέγερση κατά της Αγγλίας.
Τον Δεκέμβριο του 1899 υπογράφτηκε η σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (BagdadRailwayConvention). Στο πνεύμα της συνεργασίας Γερμανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες παρείχαν πληροφορίες στον σουλτάνο για το ανατρεπτικό κίνημα των Νεοτούρκων, ενώ οι Γερμανοί εξασφάλισαν το δικαίωμα εξορύξεων για πρώτες ύλες και διενέργειας αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μικρά Ασία. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προορίζονταν για το Μουσείο του Βερολίνου. Το 1896 η σιδηροδρομική γραμμή είχε φθάσει στο Ικόνιο και θα επεκτεινόταν στη Βαγδάτη μέσω Αδάνων και Χαλεπίου. Η ανεξέλεγκτη γερμανική πολιτική επέφερε την προσέγγιση Γαλλίας-Ρωσίας το 1894, Αγγλίας-Γαλλίας το 1904 και Αγγλίας-Ρωσίας το 1907. Έτσι, συγκροτήθηκε η Αντάντ κατά της Τριπλής Συμμαχίας ( Γερμανία., Αυστροουγγαρία, Ιταλία).
Η επανάσταση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908 και η ιδίως η εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, μετά την αποτυχία της αντεπανάστασης του Απριλίου του 1909, προκάλεσαν σκεπτικισμό και αμηχανία στο Βερολίνο, διότι η Γερμανία δεν ήταν σίγουρη αν οι Νεότουρκοι θα ασκούσαν φιλογερμανική πολιτική. Λόγω της αβεβαιότητας αυτής η Γερμανία στήριξε τη σύμμαχό της Ιταλία το 1911 στον ιταλο-τουρκικό πόλεμο στην Τρίπολη και στην Κηρυναϊκή, παρόλο που η κοινή γνώμη της Γερμανίας ήταν υπέρ των Νεοτούρκων.[6] Η αβεβαιότητα ενισχύθηκε όταν τον Ιούλιο του 1912 οι Νεότουρκοι ανατράπηκαν και στην εξουσία ανήλθαν οι Φιλελεύθεροι με τον αγγλόφιλο Κιαμήλ Πασά ( Kâmil Pașa) ως μέγα βεζίρη (GrandVezir). Η ταχεία ήττα των Οθωμανών κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο και η κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στη Βαλκανική προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στο Βερολίνο. Το βασικό ερώτημα που έθεταν ο νέος καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ (TheobaldvonBethmanHollweg) και ο υπουργός Εξωτερικών Γιάγκοβ (GottliebvonJagow) ήταν αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διατηρούνταν στη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν τα ζωτικά γερμανικά συμφέροντα, ή αν θα διαλυόταν. Σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Γερμανία έπρεπε να καθορίσει τις σφαίρες επιρροής της. Στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής σημαντική συμβολή είχε ο νέος πρέσβης της Γερμανίας στη Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ (BaronHansvonWangeheim) oοποίος είχε μετατεθεί από την Αθήνα. Σε υπόμνημά του προς τον Γιάγκωφ, στις 10 Απριλίου 1913, ανέφερε ότι, σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γερμανία έπρεπε να διεκδικήσει τη γραμμή Εσκί-Σεχίρ – Αττάλεια (Eskișehir- Antalya) σε βάθος 400 χιλιομέτρων προς ανατολάς. Η περιοχή αυτή χωριζόταν σε μια ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων και σε μια ζώνη ευρύτερων γερμανικών συμφερόντων. Ως ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων ο Βάνγκενχαϊμ αντιλαμβανόταν την ενδοχώρα του μελλοντικού λιμανιού της Αλεξανδρέττας η οποία εκτεινόταν από το Εσκί-Σεχίρ μέχρι περίπου το Κιρκούκ και συμπεριλάμβανε και την Κιλικία.[7] Hβασική θέση του Βάνγκενχαϊμ ήταν να προστατευθεί η ζώνη από την οποία θα διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης. Με βάση την έκθεση του Βάνγκενχαϊμ το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας καθόριζε τις γερμανικές διεκδικήσεις σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: HΓερμανία διεκδικούσε όχι μονάχα τη ζώνη που ενέπιπτε στη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης, αλλά και τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας και της Μερσίνης.[8] Επρόκειτο για το κακό σενάριο. Το καλό σενάριο για τη Γερμανία θα ήταν η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία με μια φιλογερμανική ηγεσία στην Κωνσταντινούπολη. Οι εξελίξεις το 1913 εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώθησαν τη Γερμανία να εγκαταλείψει επί της ουσίας το κακό σενάριο.
Ανερχόμενοι πάλι στην εξουσία οι Νεότουρκοι τον Ιανουάριο του 1913 με τον στρατηγό Μαχμούτ Σεφκέτ πασά (MahmutȘevket Pașa) ως μέγα βεζίρη αποφάσισαν να μην υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με τα βαλκανικά κράτη και να συνεχίσουν την αντίσταση στη Σκόδρα, στα Ιωάννινα και στην Αδριανούπολη. Οι πόλεις αυτές έπεσαν και στις 17/30 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη ειρήνης. Ο Μαχμούτ Σεφκέτ πασάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αναδιοργάνωσης του οθωμανικού στρατού με γερμανική βοήθεια. Μετά τη δολοφονία του στις 11 Ιουνίου 1913 από τους Φιλελεύθερους τη θέση του μεγάλου βεζίρη ανέλαβε ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς (SaidHalimPașa), αιγυπτιακής καταγωγής. Σχηματίσθηκε κυβέρνηση με τον Ενβέρ πασά (EnverPașa) ως υπουργό Πολέμου από τις 3 Ιανουαρίου 1914, τον Ταλαάτ μπέη -αργότερα πασά- (Talât Bey) ως υπουργό Εσωτερικών,τον Τζεμάλ πασά (CemalPașa) ως υπουργό Ναυτικών και τον Τζαβίτ μπέη (CavitBey) ως υπουργό Οικονομικών. Η νέα κυβέρνηση έθεσε ως στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου και τη δημιουργία μια τουρκικής αστικής τάξης. Εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια συγκρότησης οθωμανικής ταυτότητας σε μη εθνοτική και θρησκευτική βάση. Iδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη συγκρότηση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ενός ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτος με την ταύτιση του κάθε μουσουλμάνου στη Μικρά Ασία με τον Τούρκο, με την εκδίωξη των Χριστιανών ή τον εξισλαμισμό τους και με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Ανατολία θεωρήθηκε ως η καρδιά του Τουρκισμού. [9]Το έτος 1913 και όχι το 1923 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της συγκρότησης ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία. Πατέρας του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού θεωρείται ο κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ (ZiyaGökapl) με το τρίπτυχο τουρκισμός, ισλαμισμός, δυτικός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός. Οι εξελίξεις αυτές και η ανακατάληψη της Αδριανούπολης από τους Νεότουρκους κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο έπεισαν τον Γερμανό πρέσβη ότι η Τουρκία είχε δυνατότητες επιβίωσης. Η Γερμανία όφειλε να αποτελέσει τον ανιδιοτελή φίλο της Τουρκίας, να κερδίσει την εμπιστοσύνης της και να συμβάλει στο μεταρρυθμιστικό της έργο, συνεργαζόμενη με τον Ενβέρ πασά και τον Ταλαάτ μπέη. Σε επιστολή του προς τον Γιάγκωφ στις αρχές Αυγούστου 1913 ο Βάνγκενχαϊμ προσδιόρισε την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Γερμανία έναντι των Νεοτούρκων στις νέες συνθήκες: Να στηρίξουμε την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, να βοηθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις της, να ενισχύσουμε την επιρροή μας σε όλη την Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο της διάλυσής της, γνωστοποιώντας στις Μεγάλες Δυνάμεις τις εδαφικές μας διεκδικήσεις.[10] Η γνωστοποίηση των γερμανικών εδαφικών διεκδικήσεων ήταν κατά τον Γερμανό πρέσβη το μοναδικό μέσο για την προσωρινή σωτηρία της Τουρκίας, διότι οι Δυνάμεις εκείνες που δεν ήθελαν να δουν την εγκατάσταση της Γερμανίας στη Μεσόγειο θα εξαναγκάζονταν να ενεργήσουν για τη διατήρηση της Τουρκίας.[11]
Ο Βάνγκενχαϊμ επέβαλε τις απόψεις του και στις 14 Δεκεμβρίου 1913 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Λίμαν φον Σάντερς (LimanvonSanders), προκαλώντας τις τυπικές διαμαρτυρίες της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι Νεότουρκοι στράφηκαν στη Γερμανία, διότι κυρίως η χώρα αυτή στήριζε την εδαφική ακεραιότητα της ασιατικής Τουρκίας. Η βρετανική ναυτική αποστολή υπό τον ναύαρχο Χένρυ Άρθουρ Λίμπους (HenryArtthurLimpus) συνέχισε το έργο της αναδιοργάνωσης του ναυτικού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Γαλλία δεν εγκατέλειψε την πολιτική της παροχής δανείων. Στην εγκατάσταση της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής αντέδρασε κυρίως η Ρωσία, ανακινώντας το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στις αρμενικές επαρχίες της Ανατολίας και επεξεργαζόμενη σχέδια για μια μελλοντική επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και των Στενών.[12]
Στην Ελλάδα ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος προσλήφθηκε ως μια συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η απελευθέρωση της Μακεδονίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου αναπτέρωσε τις ελπίδες για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. [13] Δεν υπήρχε βέβαια ακόμα μια συγκεκριμένη ελληνική στρατηγική, αλλά η ταχεία κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια προκάλεσε συναισθηματική φόρτιση και αναζωογόνησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που τώρα εκφραζόταν ως ένωση του Ελληνισμού σε ένα κράτος με κέντρο την Αθήνα. Μια σειρά ελληνικών δημοσιευμάτων προδίκαζε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Άλφρεντ Κουάτ (AlfredQuadt), στις 6 Φεβρουαρίου 1913, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς επισήμανε ότι με βάση την αρχή των εθνοτήτων τα νησιού του Αιγαίου πρέπει να επιδικαστούν στην Ελλάδα. Επιπλέον, όχι μονάχα η ακτή της Μικράς Ασίας, αλλά και μια ζώνη βάθους 100 χιλιομέτρων στο εσωτερικό είναι ελληνική και πρέπει σταδιακά να αποτελέσει τμήμα του ελληνικού κράτους. Στην παρατήρηση του Καυάτ για τη θέση των Τούρκων, ο Κορομηλάς απάντησε ότι δεν θεωρεί αναγκαία την περαιτέρω επιβίωση των Τούρκων.[14] Ο Κορομηλάς μίλησε ακαδημαϊκά και ως υπουργός Εξωτερικών δεν είχε επεξεργαστεί σχέδιο δράσης, το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ελληνική υπόθεση, αλλά η διάλυσή της δεν θεωρούνταν πλέον ανέφικτη στο μέλλον από ελληνικούς πολιτικούς κύκλους στο κλίμα της ευφορίας που δημιουργήθηκε μετά τις συμμαχικές νίκες κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έθεσε επίσημα ζήτημα Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η ελληνική πολιτική έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξαρτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου τα οποία είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνούνταν να αναγνωρίσει την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Μιλώντας με τον Κουάτ στις 13 Μαρτίου 1913, ο Βενιζέλος επισήμανε τον κίνδυνο μιας ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης λόγω της Θεσσαλονίκης, έκρινε μια συμμαχία της Ελλάδας με τη Σερβία προσωρινά απαραίτητη και εξέφρασε την επιθυμία για καλές σχέσεις με την Τουρκία μετά το τέλος του πολέμου. Κατά τον Βενιζέλο η ισορροπία στα Βαλκάνια θα μπορούσε να αποκατασταθεί με μια συμπόρευση της Ελλάδας με τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ως όρο, ωστόσο, για την ελληνοτουρκική φιλία έθεσε την κατοχύρωση των νησιών του Αιγαίου, που κατοικούνταν από Έλληνες, στην Ελλάδα και ζήτησε τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει τα νησιά, θα τα διεκδικεί συνεχώς, χωρίς να διστάσει να καταφύγει και σε πόλεμο, τόνισε ο Βενιζέλος. Η Ελλάδα επιθυμεί η Μικρά Ασία να παραμείνει υπό τουρκική κυριαρχία και θεωρεί την κατάληψή της από τη Ρωσία ως επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, συνέχισε ο Βενιζέλος. Σε μια ευρωπαϊκή σύγκρουση η Ελλάδα επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερη και δεν ανησυχεί αν η φιλική Ρουμανία στηρίζεται στη Τριπλή Συμμαχία (TripleAlliance), κατέληξε ο Έλληνας πρωθυπουργός. [15]
O αντισλαβικός τόνος των δηλώσεων του Βενιζέλου ικανοποίησε τον Κουάτ, ο οποίος διείδε την άσκηση επιρροής του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ στον Βενιζέλο. Έτσι εκτίμησε ο Κουάτ την απόφαση του Βενιζέλου να αντικαταστήσει προσεχώς τον Κορομηλά ως υπουργό Εξωτερικών με τον Γεώργιο Στρέϊτ, πρέσβη της Ελλάδας στη Βιέννη και φίλο του Κωνσταντίνου Β΄.[16] Επρόκειτο για μια επιδέξια διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου για να προκαλέσει τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου.
Στη Βιέννη ο Στρέϊτ, συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη, βαρώνο Χάϊνριχ Τσίρσκυ (BaronHeinrichvonTschirsky), για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, κινήθηκε στο πνεύμα των δηλώσεων του Βενιζέλου στον Κουάτ. Τόνισε ότι η Ελλάδα δεν θα παραιτηθεί από τη Θεσσαλονίκη, σε περίπτωση πολέμου θα συμμαχήσει προσωρινά με τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας, αλλά μετά τον πόλεμο η Ελλάδα θα προσανατολιστεί προς τη Ρουμανία για να δημιουργηθεί ένα αντισλαβικό αντιστάθμισμα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα δεν θα συνδεθεί στενά με την Τριπλή Συμμαχία, αλλά και δεν θα εξαρτηθεί από την Αντάντ.[17] Ο Τσίρσκυ, γνωρίζοντας από τον Κουάτ τις δηλώσεις του Κορομηλά για τη Μικρά Ασία, εξέφρασε τη δυσπιστία του προς την Ελλάδα. Ο Στρέϊτ απάντησε ότι ως υφιστάμενος δεν μπορεί να ασκήσει κριτική στον υπουργό Εξωτερικών, αλλά μπορεί να διαβεβαιώσει τον Γερμανό πρέσβη ότι οι δηλώσεις του δεν εκφράζουν την επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική και πρέπει να αποδοθούν στις πρόσφατες νίκες που αναζωογόνησαν παλιά όνειρα, τα οποία όμως δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Η Κωνσταντινούπολη είναι οριστικά χαμένη για τον Ελληνισμό, όπως και η Μικρά Ασία. Πώς αντιλαμβάνονται οι μεγαλοϊδεάτες την κατάληψη της Μικρασιατικής ακτής, ποια έκταση περιοχών της Μικράς Ασίας θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα και πώς θα μπορούσε να κρατήσει την ακτή της Μικράς Ασίας, διερωτήθηκε ο Στρέϊτ. Ούτε ολόκληρη η μικρασιατική ακτή κατοικείται από Έλληνες. Οι μεγαλοϊδεάτες διεκδικούν ακόμα και την Τραπεζούντα, όπου ζουν πάνω από 10.000 Έλληνες ως συμπαγής πληθυσμός. Πρόκειται απλά για υπολείμματα παλιών οραμάτων, επισήμανε ο Στρέιτ. Η Ελλάδα επιθυμεί, συνέχισε, να έχει καλές σχέσεις με την Τουρκία και ο καλύτερος δρόμος είναι η λύση του ζητήματος των νησιών που βρίσκονται κοντά στη μικρασιατική ακτή με την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας. Η λύση αυτή είναι επωφελής για την Τουρκία, γιατί έτσι ουδετεροποιούνται τα ύδατα της Μικρασιατικής ακτής, σε περίπτωση που η Τουρκία δεν μπορέσει να κατασκευάσει στόλο. Τα νησιά θα διαφυλάσσονταν από την κατάληψη μιας Μεγάλης Δύναμης, αν όμως παρέμειναν στην Τουρκία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ορμητήριο μιας Μεγάλης Δύναμης που θα βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία.[18] Με άλλα λόγια ο Στρέϊτ ήθελε να τονίσει ότι αν τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου προσαρτιόνταν στην Ελλάδα, η Τουρκία έπρεπε να αισθάνεται ασφαλής, αν όμως καταλαμβάνονταν από την Ιταλία, τότε κινδύνευε η Τουρκία. Τον Μάιο του 1912 η Ιταλία είχε καταλάβει τα Δωδεκάνησα, για να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί την προσάρτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Το Οκτώβριο του 1912 υπογράφτηκε στη Λωζάννη η συνθήκη ειρήνης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την Κυρηναϊκή και την Τριπολίτιδα ως ιταλικές κτήσεις έναντι χρηματικής αποζημίωσης και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη Λιβύη, η Ιταλία από τα Δωδεκάνησα. Αλλά μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Ιταλία δεν εκκένωσε τα Δωδεκάνησα.
Καθώς η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρά το ενδεχόμενο ελληνοβουλγαρικού πολέμου, αναζητούσε συμμαχία με τη Σερβία, τη Ρουμανία , αλλά και με την Τουρκία, από φόβο μήπως η τελευταία προσεγγίσει τη Βουλγαρία. Στις 19 Μαΐου/1η Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και ελληνοσερβική στρατιωτική σύμβαση. Η γερμανική πολιτική κινούνταν στον άξονα μιας αντισλαβικής συμμαχίας Ελλάδας-Ρουμανίας-Τουρκίας[19] και ο Βάνγκενχαϊμ ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Νεότουρκοι επέμεναν στην οθωμανική κυριαρχία επί των νησιών. Στις παραμονές του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βάνγκεχαϊμ υπέβαλε τις ακόλουθες προτάσεις: 1)Επιστροφή της Σαμοθράκης, Λήμνου, Ίμβρου και Τενέδου στην Τουρκία, αλλά με ειδικό καθεστώς.2) Εκχώρηση της Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας και Ψαρών στην Ελλάδα με καθεστώς τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία. 3) Επιστροφή στην Τουρκία των Δωδεκανήσων, εκτός από την Κάσσο, την Κάρπαθο και την Αστυπάλαια που θα εκχωρούνταν στην Ελλαδα. 4) Ελληνική υποστήριξη για την αυτονομία της Θράκης[20], την οποία κατείχε στρατιωτικά η Βουλγαρία. Με την έναρξη του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βενιζέλος δέχτηκε τις προτάσεις του Γερμανού πρέσβη ως βάση συζήτησης, αλλά οι Νεότουρκοι τις απέρριψαν και τερμάτισαν τις διαπραγματεύσεις.[21]
Κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Νεότουρκοι επωφελήθηκαν από την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Μετά από διμερείς βουλγαροτουρκικές διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 η συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που προέβλεπε την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με εξαίρεση τις πόλεις Σβίλενγραντ, Ιβαήλωφγκραντ και Μάλκο Τύρνοβο. Η ‘’νίκη’’ αυτή των Νεοτούρκων αναπτέρωσε το ηθικό τους και τους κατέστησε αδιάλλακτους στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η διευθέτηση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και των συνόρων της Αλβανίας είχε αφεθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου στις 17/30 Μαΐου 1913. Ενδιαφέρον για τη διευθέτηση του ζητήματος των νησιών είχε κυρίως η Γερμανία για να προωθήσει την πολιτική της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας. Χάρη στην προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ και τη διπλωματική στήριξη της Ρουμανίας η Καβάλα εκχωρήθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913.
Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913) οι πόλεις της Κορυτσάς, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, του Λεσκοβικίου, των Αγίων Σαράντα, της Χιμάρας και του Πωγωνίου επιδικάστηκαν στην Αλβανία. Έτσι, η Βόρειος Ήπειρος με 120.000 ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό, με πλούσιο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό βίο, δεν θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα. Η Βόρειος Ήπειρος δεν μπορούσε να τεθεί ως ζήτημα εδαφικής διεκδίκησης από την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος διεκδικούσε μερικά χωριά του Πωγωνίου.
Για τη διεκδίκηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, επιδόθηκε σε ναυτικούς εξοπλισμούς. Η ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο θα έλυνε το ζήτημα των νησιών, εκτιμούσαν οι Νεότουρκοι. Τα νησιά θα έχαναν τη σημασία του για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόνο αν εκδιώκονταν οι Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Αν περιέρχονταν άμεσα σε ελληνική κυριαρχία, θα αποτελούσαν μια βάση της Ελλάδας για εξόρμηση στη Μικρά Ασία. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε η συλλογιστική των Νεοτούρκων. Παρά τη δεινή της οικονομική της κατάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αγόρασε τον Δεκέμβριο του 1913 σε πλειστηριασμό το βραζιλιάνικο superdreadnoughtπολεμικό πλοίο RiodeJaneiro που μετονομάστηκε σε SultanOsman,προς τιμήν του σουλτάνου Osman, του ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας. Δάνειο για την αγορά του RiodeJaneiroεξασφαλίστηκε από γαλλικές τράπεζες.[22] Επρόκειτο για το μεγαλύτερο υπερσύγχρονο πολεμικό πλοίο στον κόσμο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αγοράσει επίσης και ένα άλλο dreadnought, το Resadieh. Την τελειοποίηση των πολεμικών πλοίων, του RiodeJaneiro και του Resadieh, ανέλαβαν τα αγγλικά ναυπηγεία Armstrong και Vickersκαι η παράδοσή τους στους Οθωμανούς προβλεπόταν για το καλοκαίρι του 1914. Τα dreadnoughtsυπερτερούσαν των άλλων πλοίων στην ταχύτητα, στο πάχος του θώρακα και στην ρίψη πολλών τόνων βλημάτων σε ελάχιστα λεπτά.[23]
Αντιμέτωπος με το ζήτημα της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, των νησιών του Αιγαίου και της αγοράς πολεμικών πλοίων για την αποκατάσταση της ναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο, ο Βενιζέλος ταξίδευσε σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη, Αγία Πετρούπολη , Βουκουρέστι και Βελιγράδι από τις 24 Δεκεμβρίου 1913/6 Ιανουαρίου 1914 μέχρι την 1η /14η Φεβρουαρίου 1914[24]. Ιδιαίτερη επιτυχία η διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου δεν είχε, διότι ούτε επηρέασε τη Ρώμη και τη Βιέννη στο ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων, ούτε στο Λονδίνο μπόρεσε να εξασφαλίσει την υπογραφή αγγλοελληνικής συνθήκης συμμαχίας ή την αγορά πολεμικών πλοίων ούτε το Βερολίνο δέχτηκε την πρότασή του για ναυτική επίδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο προκειμένου να συμμορφωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις αποφάσεις τους στο ζήτημα των νησιών.[25] Ο διορισμός του Γεωργίου Στρέϊτ ως νέου υπουργού Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 1914 δεν κατέστησε περισσότερο φιλελληνική τη Γερμανία. Η Ρωσία και η Γαλλία ενέκριναν την ιδέα μιας ναυτικής επίδειξης των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο για την αποτροπή ενός τρίτου βαλκανικού πολέμου, αλλά χωρίς την ομοφωνία του Βερολίνου η στάση τους δεν είχε ουσιαστική σημασία. Στην Αγία Πετρούπολη ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς (Nikola Pašić). Βενιζέλος και Πάσιτς ταξίδευσαν μαζί από την Αγία Πετρούπολη στο Βουκουρέστι. Όπως αποκάλυψε η ρουμανική εφημερίδα Naționalul στις 12 Δεκεμβρίου 1915 μετά από έρευνα, στο Βουκουρέστι ο Βενιζέλος και ο Πάσιτς προσπάθησαν να πείσουν το βασιλιά Κάρολο Α΄ να προσυπογράψει και η Ρουμανία την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 κατά της Βουλγαρίας. Κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο είχαν υπογράψει ένα μυστικό πρωτόκολλο που προέβλεπε στρατιωτική επέμβαση στη Βουλγαρία, αν η βουλγαρική Βουλή δεν επικύρωνε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η Βουλγαρία εφάρμοσε τους όρους της συνθήκης του Βουκουρεστίου, χωρίς όμως να επικυρώσει τη συνθήκη με συνταγματική πράξη.[26] Βενιζέλος και Πάσιτς ήθελαν προφανώς να βεβαιωθούν αν η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του ΄Ιωνα Μπρατιάνου θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας σε περίπτωση που αυτή απειλούσε το εδαφικό status quoπου αποκαταστάθηκε στα Βαλκάνια με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ δεν θεώρησε αναγκαία τη δέσμευση της Ρουμανίας σε μια συνθήκη συμμαχίας, επισημαίνοντας ότι η Ρουμανία γνωρίζει να προασπίζεται τα συμφέροντά της, όταν αυτά διακυβεύονται.[27]
Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1914, την παραμονή της επιστροφής του Βενιζέλου στην Αθήνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση και στην Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου: Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο (και το Καστελλόριζο), εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό, θα καταπολεμούνταν τα λαθρεμπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν εγγυήσεις προστασίας του μουσουλμανικών μειοψηφιών. Τα νησιά θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο και το νησί Σάσων και εφόσον η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν ρητά ότι δεν θα αντιτάξει αντίσταση ούτε θα ενθαρρύνει κανενός είδους αντίσταση.[28] Ήταν μια λύση που δεν ικανοποιούσε πλήρως την Ελλάδα, διότι δεν προέβλεπε καμιά άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμμορφωθεί με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά η Βόρειος Ήπειρος εκχωρούνταν στο αλβανικό κράτος, χωρίς να δοθούν εγγυήσεις προστασίας των Βορειοηπειρωτών. Ο αντιπολιτευτικός Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει ως αποτυχημένη τη διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου.[29] Στις 3/16 Φεβρουαρίου 1914 ο μέγας βεζίρης, Σαΐντ Χαλίμ πασάς, απέρριψε τη διπλωματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρώντας τα νησιά αναπόσπαστο μέρος των ασιατικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας και επικρίνοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δεν έλαβαν υπόψη τα ζωτικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας,[30] Στις 8/21 Φεβρουαρίου 1914 ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Στρέϊτ, επέδωσε την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα αποδέχτηκε επί της ουσίας την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, εκφράζοντας την ετοιμότητα να δώσει εγγυήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ότι τα νησιά δεν θα χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς και ναυτικούς σκοπούς, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να προστατεύσει τους μουσουλμάνους των νησιών απέρρεε από τη Συνθήκη των Αθηνών, αλλά ζητώντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. [31]
Αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν ένα μηχανισμό επιβολής της απόφασής τους για τα νησιά. Από την άλλη πλευρά η εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου στους Αλβανούς, χωρίς εγγυήσεις για τα δικαιώματα του Ελληνισμού, προκάλεσε την αντίσταση των Βορειοηπειρωτών. Στις 17 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου 1914 σχηματίσθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση Βορείου Ηπείρου υπό την αρχηγία του Γεωργίου Χρηστάκη –Ζωγράφου και του Αλέξανδρου Καραπάνου, κήρυξε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και άρχισε τον ένοπλο αγώνα κατά των αλβανικών ομάδων. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές τήρησαν γενικά μια εχθρική στάση έναντι του αυτονομιστικού κινήματος των Βορειοηπειρωτών (έντονες συγκρούσεις του υποστράτηγου Παπούλα με τον Χρηστάκη –Ζωγράφο, εντολή του πρώτου για τη φυλάκιση του Αλέξανδρου Καραπάνου), ωστόσο υπήρξαν αξιωματικοί και εθελοντές από την Παλαιά Ελλάδα και την Κρήτη που βοήθησαν τους Βορειοηπειρώτες. Τον Μάρτιο του 1914 έφθασε στην Αλβανία ο Γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βηντ (WilhelmWied ) ως ηγεμόνας της Αλβανίας και σχηματίστηκε κυβέρνηση Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπό τον Τουρχάν πασά. Αλλά στην Αλβανία ουσιαστικές αρμοδιότητες είχε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Στα τέλη Απριλίου ο ελληνικός στρατός είχε εκκενώσει τη Βόρειο Ήπειρο. Έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Βορειοηπειρωτών, της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου και αντιπροσώπου του νεοσύστατου αλβανικού κράτους υπογράφτηκε στην Κέρκυρα στις 4/17 Μαΐου 1914 το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο παραχωρήθηκε εκπαιδευτική, θρησκευτική και διοικητική αυτονομία στη Βόρειο Ήπειρο.
Ο Βενιζέλος αψήφησε την κριτική της αντιπολίτευσης για την απροθυμία του να στηρίξει τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και επικεντρώθηκε στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε μια προσπάθεια συμβιβαστικής λύσης, απαίτησε στις αρχές Μαρτίου 1914 την ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης με άλλα νησιά. [32] Όταν ο Βενιζέλος ζήτησε να ονοματιστούν τα νησιά αυτά, ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς πρότεινε τα Ψαρά, την Ικαρία, την Λέβιδα, την Αστυπάλαια, την Κάρπαθο και την Κάσο. Προσαρτώντας αυτά τα νησιά η Ελλάδα, που είχε επεκταθεί εδαφικά, θα μπορούσε να παραιτηθεί από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, η Σάμος θα διατηρούσε το παλιό καθεστώς, τόνισε ο μέγας βεζίρης.[33] Επρόκειτο και για νησιά που ανήκαν στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων και, κατά συνέπεια, η Ιταλία έπρεπε να τα εκκενώσει. Η Γερμανία στήριζε τη λύση της ανταλλαγής και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε παραχωρήσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[34] Ο Βενιζέλος έκρινε απαράδεκτη την τουρκική πρόταση ως βάση συνεννόησης.[35] Και η Ιταλία απέρριψε τη λύση της εκκένωσης των Δωδεκανήσων χωρίς ισχυρά ανταλλάγματα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[36] Τότε ο Βενιζέλος υπέβαλε την ακόλουθη πρόταση: Η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών να μην αμφισβητηθεί, αλλά στα νησιά θα μπορούσαν να παραμείνουν Οθωμανοί επίτροποι και όχι πρόξενοι.[37]Με την έγκριση της Γερμανίας η Ρουμανία ανέλαβε μια διαμεσολαβητική προσπάθεια ώστε η λύση της ζητήματος να επιτευχθεί εντός της Τριπλής Συμμαχίας. Στις αρχές Απριλίου 1914 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ο Ρουμάνος στρατηγός Κωνσταντίν Κοάντα (ConstantinCoandă). Η αποστολή του είχε πολιτικό χαρακτήρα, αλλά απέτυχε. Ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς απέρριψε την πρόταση του Βενιζέλου για το διορισμό Οθωμανών επιτρόπων και ενέμενε στη δική του πρόταση για ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος, βλέποντας το αδιέξοδο, επισήμανε με ειρωνικό τόνο στον Κοάντα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δεχτεί την τουρκική πρόταση, αν τα νησιά που θα προσαρτούσε, ανταλλάσσοντας τη Χίο και τη Μυτιλήνη, ήταν ισοδύναμα σε έκταση, πληθυσμό, εισοδήματα κ.ά, αλλά σε κάθε περίπτωση θα έθετε το ζήτημα στο υπουργικό συμβούλιο.[38] Η τουρκική πρότασητελικά δεν εγκρίθηκε. Όπως σωστά επισήμανε ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, FrancisElliot, σε εμπιστευτική του έκθεση (3.4.1914) προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, EdwardGrey, η απώλεια της Μυτιλήνης θα ήταν ένα οικονομικό πλήγμα για την Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με τα Δωδεκάνησα και την Ίμβρο. Για τη Χίο δεν θα μπορούσε να γίνει καμιά συζήτηση και λόγω της ανάμνησης των σφαγών του 1822 και λόγω του γεγονότος ότι επιφανείς οικογένειες της Αθήνας προέρχονταν από το νησί. Η ελληνοτουρκική διαφορά θα διευθετούνταν ευκολότερα, αν η Ιταλία εκκένωνε τα Δωδεκάνησα, εκτίμησε ο Άγγλος πρέσβης. [39]
Toζήτημα των νησιών του Αιγαίου μετατρεπόταν σε ευρωπαϊκό ζήτημα. Αν έδινε τη λύση η Αγγλία ή η Γερμανία, τότε θα αυξανόταν αντίστοιχα η επιρροή της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, κάτι που θα είχε σημασία για τη στάση της Ελλάδας σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Τον Απρίλιο του 1914 ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ και ο καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ βρίσκονταν στην Κέρκυρα, την οποία ο Κάιζερ συνήθιζε να επισκέπτεται κάθε χρόνο. [40] Αλλά το έτος 1914 είχε ιδιαίτερη συμμαχία για τη διαμόρφωση της βαλκανικής πολιτικής της Γερμανίας. Στην Κέρκυρα μετέβησαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος A΄, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέϊτ, ο Βενιζέλος, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Κουάτ και ο Γερμανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ. Το κύριο θέμα που συζητήθηκε σε θετικό κλίμα στις 13 Απριλίου, χωρίς τη συμμετοχή του Βενιζέλου, ήταν η χορήγηση δανείου από γερμανικές τράπεζες στην Ελλάδα στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας[41]. Τον πολιτικό αυτό στόχο επανέλαβε ο Μπέτμαν Χόλβεγκ στη νέα του συνάντηση με τον Στρέϊτ στις 14 Απριλίου, παρόντος τώρα και του Βενιζέλου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως άλλωστε και ο Στρέϊτ, συμφώνησε και δήλωσε ότι η Ελλάδα θα επιδιώξει μια συνεννόηση με τα μη σλαβικά κράτη, την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ο Γερμανός καγκελάριος πρότεινε τότε ως μια λύση του ζητήματος των νησιών την αναγνώριση της τουρκικής επικυριαρχίας. Στη συνάντηση της επόμενης ημέρας ο Βενιζέλος διευκρίνισε ότι θα ήταν πρόθυμος ενώπιον του βασιλιά και της κοινής γνώμης να επιβάλει την αναγνώριση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και στη Μυτιλήνη, αλλά υπό τον όρο ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα υπέγραφαν αμυντική συνθήκη συμμαχίας διάρκειας 5, 10 ή και 15 ετών για την εγγύηση των ευρωπαϊκών τους κτήσεων. Σε περίπτωση καταγγελίας της αμυντικής συνθήκης συμμαχίας θα επερχόταν και η άρση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Αν η Τουρκία στην πορεία ανακτούσε τα Δωδεκάνησα, θα έπρεπε να σεβαστεί το καθεστώς που είχαν οι Έλληνες πριν από την ιταλική κατάληψη. Για την προώθηση αυτού του πλαισίου λύσης του ζητήματος των νησιών ο Βενιζέλος ζήτησε πάλι τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. OΓερμανός καγκελάριος, αφού εξασφάλισε τη συγκατάθεση του υπουργού Εξωτερικών Γιάγκωβ, ανέθεσε στον Κουάτ και στον Βάνγκενχάϊμ να αναλάβουν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο καγκελάριος και ο υπουργός Εξωτερικών θα ενεργούσαν από το παρασκήνιο.[42] OΒάνγκενχάιμ, ο οποίος ευνοούσε μια τουρκική λύση του ζητήματος, είχε έκδηλο σκεπτικισμό, ενώ ο Κουάτ θεωρούσε επισφαλή τη θέση του Βενιζέλου στο εσωτερικό και αμφέβαλλε αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις του. Κατά τον Βενιζέλο η Ελλάδα θα αναγνώριζε την τυπική επικυριαρχία (Suzeränität) και όχι την κυριαρχία (Souveränität) του σουλτάνου στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Με την υπογραφή ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας για τη διατήρηση των ευρωπαϊκών κτήσεων (Μακεδονία, Ήπειρος και νησιά για την Ελλάδα), Ανατολική Θράκη για την Τουρκία) θα αποτρεπόταν βουλγαροτουρκική προσέγγιση. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ίσως ήταν ότι θα διαλύονταν οι φόβοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι από τα μη οχυρωμένα νησιά η Ελλάδα θα μπορούσε να επιχειρήσει απόβαση στη Μικρά Ασία, θα δίνονταν εγγυήσεις ασφάλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατο InfoGnomon
Η κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων το 1914, λόγω κυρίως του ζητήματος του καθεστώτος του νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στην ελληνική ιστοριογραφία.[1] Δεν ήταν, ωστόσο, ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά αντανάκλαση του ευρύτερου νέου πλέγματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και της ανάδυσης ενός Τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού. Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος. Υπήρχε, κατά τη συνέπεια, γερμανικό ενδιαφέρον ως ζήτημα αρχής για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η στάση της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η προσέγγιση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας φάσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παρά τη γνωστή φράση του Βίσμαρ (Bismarck) ότι «ολόκληρη η Ανατολή δεν αξίζει τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου», μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ο σιδηρούς καγκελάριος επέδειξε ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια άκαιρη για τη Γερμανία ριζική λύση του Ανατολικού ζητήματος θα εμπλέκονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η πολιτική τους στο Ανατολικό ζήτημα θα επηρέαζε και τη γενικότερη στάση τους έναντι της Γερμανίας, και έτσι υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα των ισορροπιών που προσπαθούσε να οικοδομήσει o Βίσμαρκ στην Ευρώπη για να διατηρήσει την ενωμένη Γερμανία.[2] Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή πολιτική του Βίσμαρκ καθόρισε και την Ανατολική του πολιτική, αλλά ο Γερμανός καγκελάριος ενεργούσε με μεγάλη προσοχή για να μη προκαλέσει τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, διαχωρίζοντας την οικονομία από την πολιτική. Το 1882 στάλθηκε γερμανική στρατιωτική αποστολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό τον Κάχλερ (OttoKachler) για την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού. Μετά το θάνατο του Kachlerτο 1885, επικεφαλής της αποστολής για δέκα χρόνια τέθηκε ο Γκόλτς (ColmanFreiherrvonderGoltz) . Ο οθωμανικός στρατός είχε εφοδιαστεί με σύγχρονο οπλισμό (Mauser, Krupp), παρόλο που λόγω της χρεοκοπίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωσή του. Ταυτόχρονα, προωθήθηκε και το παλιό γερμανικό σχέδιο του μηχανικού Πρέσελ (WilhelmvonPressel) για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (Κωνσταντινούπολη –Βαγδάτη). Μετά τη χορήγηση δανείου από τον GeorgevonSiemensτης DeutscheBankστον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ B΄ (AbdülhamidII) το 1888, ιδρύθηκε το 1889 η Εταιρεία των Ανατολικών Σιδηροδρόμων στην οποία κυριαρχούσαν οι Γερμανοί. Σε τρία χρόνια 1889-1892 ολοκληρώθηκε η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Ιζμίτ προς την Άγκυρα. Για να μη φανεί ότι η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Ιζμίτ (Νικομήδειας)-Άγκυρας ήταν αποκλειστική γερμανική επιχείρηση, το έργο κατασκευάστηκε με αγγλικά ομόλογα τηςCityofLondonτα οποία αργότερα αγοράστηκαν από τους Γερμανούς, ένδειξη της προσεκτικής πολιτικής του Βίσμαρκ. Η ισορροπημένη πολιτική του Βίσμαρκ έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν προκάλεσε ανησυχίες στις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και το 1890 η Ρωσία ζήτησε την ανανέωση της Συνθήκης της Αντασφάλισης του 1887 (ReinsuranceTreaty, Rückversicherungsvertrag). Με τη συμφωνία αυτή Ρωσία και Γερμανία δεσμεύονταν να μείνουν ουδέτερες σε περίπτωση που μια από τις δύο χώρες βρισκόταν σε πόλεμο σε μια Τρίτη Δύναμη, εκτός αν η Ρωσία εξαπέλυε επίθεση στην Αυστροουγγαρία ή η Γερμανία στη Γαλλία. Στόχος του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας γαλλορωσικής προσέγγισης, στρεφόμενης κατά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Aλλά όταν το 1888 στο θρόνο ανήλθε ο νεαρός, ασταθής και άπειρος αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (WilhelmII), η γερμανική πολιτική άρχισε να μεταβάλλεται. Μετά το πρώτο του ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 1889, σε συνέχεια της επίσκεψής του στην Αθήνα για τον γάμο της αδελφής του Σοφίας με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Γερμανός αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε με το όνειρο της Ανατολής, και σταδιακά γινόταν εμφανής η τάση της γερμανικής πολιτικής για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο[3]. Η συνθήκη της Αντασφάλισης δεν ανανεώθηκε, ο Βίσμαρκ παραιτήθηκε και o εφιάλτης του για ενδεχόμενη γαλλορωσική προσέγγιση έγινε πραγματικότητα. Ως νέος πρέσβης της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε το 1897 ο Μάρσαλ (AdolfMarschalvonBiberstein), o ‘’Γίγαντας του Βοσπόρου’’’(TheGiantofBosporus), ο οποίος στήριξε τον σουλτάνο στο επίμαχο θέμα των σφαγών των Αρμενίων (1894-1896), όπως άλλωστε διέπραξε και ο Γερμανός αυτοκράτορας. Ως κάλυψη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, ο Γουλιέλμος Β΄ ανέλαβε μια θρησκευτική –εκπολιτιστική αποστολή: Κατά την επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ το 1898 αυτοπαρουσιάστηκε ως προστάτης των Αγίων Τόπων και κατ’ επέκταση των Χριστιανών, και παρέστη στην τελετή του καθαγιασμού μιας Ευαγγελικής Εκκλησίας.[4] Επισκεπτόμενος τη Δαμασκό μετά τα Ιεροσόλυμα δήλωσε εμφατικά στις 8 Νοεμβρίου 1898 ότι ο Γερμανός αυτοκράτορας θα είναι ο αιώνιος φίλος του χαλίφη-σουλτάνου και των 300.000.000 Μουσουλμάνων.[5] Επρόκειτο για μια αντιφατική στάση που προκαλούσε αντιδράσεις και στη Ρωσία και στην Αγγλία. Ο Γουλιέλμος Β΄ αμφισβητούσε ένα δικαίωμα που παραδοσιακά είχε ο τσάρος στους Αγίους Τόπους, ενώ η Αγγλία φοβόταν ότι η Γερμανία, στηρίζοντας τον Πανισλαμισμό του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, θα μπορούσε να παρακινήσει τους Μουσουλμάνους της Ινδίας σε εξέγερση κατά της Αγγλίας.
Τον Δεκέμβριο του 1899 υπογράφτηκε η σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (BagdadRailwayConvention). Στο πνεύμα της συνεργασίας Γερμανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες παρείχαν πληροφορίες στον σουλτάνο για το ανατρεπτικό κίνημα των Νεοτούρκων, ενώ οι Γερμανοί εξασφάλισαν το δικαίωμα εξορύξεων για πρώτες ύλες και διενέργειας αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μικρά Ασία. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προορίζονταν για το Μουσείο του Βερολίνου. Το 1896 η σιδηροδρομική γραμμή είχε φθάσει στο Ικόνιο και θα επεκτεινόταν στη Βαγδάτη μέσω Αδάνων και Χαλεπίου. Η ανεξέλεγκτη γερμανική πολιτική επέφερε την προσέγγιση Γαλλίας-Ρωσίας το 1894, Αγγλίας-Γαλλίας το 1904 και Αγγλίας-Ρωσίας το 1907. Έτσι, συγκροτήθηκε η Αντάντ κατά της Τριπλής Συμμαχίας ( Γερμανία., Αυστροουγγαρία, Ιταλία).
Η επανάσταση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908 και η ιδίως η εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, μετά την αποτυχία της αντεπανάστασης του Απριλίου του 1909, προκάλεσαν σκεπτικισμό και αμηχανία στο Βερολίνο, διότι η Γερμανία δεν ήταν σίγουρη αν οι Νεότουρκοι θα ασκούσαν φιλογερμανική πολιτική. Λόγω της αβεβαιότητας αυτής η Γερμανία στήριξε τη σύμμαχό της Ιταλία το 1911 στον ιταλο-τουρκικό πόλεμο στην Τρίπολη και στην Κηρυναϊκή, παρόλο που η κοινή γνώμη της Γερμανίας ήταν υπέρ των Νεοτούρκων.[6] Η αβεβαιότητα ενισχύθηκε όταν τον Ιούλιο του 1912 οι Νεότουρκοι ανατράπηκαν και στην εξουσία ανήλθαν οι Φιλελεύθεροι με τον αγγλόφιλο Κιαμήλ Πασά ( Kâmil Pașa) ως μέγα βεζίρη (GrandVezir). Η ταχεία ήττα των Οθωμανών κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο και η κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στη Βαλκανική προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στο Βερολίνο. Το βασικό ερώτημα που έθεταν ο νέος καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ (TheobaldvonBethmanHollweg) και ο υπουργός Εξωτερικών Γιάγκοβ (GottliebvonJagow) ήταν αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διατηρούνταν στη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν τα ζωτικά γερμανικά συμφέροντα, ή αν θα διαλυόταν. Σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Γερμανία έπρεπε να καθορίσει τις σφαίρες επιρροής της. Στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής σημαντική συμβολή είχε ο νέος πρέσβης της Γερμανίας στη Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ (BaronHansvonWangeheim) oοποίος είχε μετατεθεί από την Αθήνα. Σε υπόμνημά του προς τον Γιάγκωφ, στις 10 Απριλίου 1913, ανέφερε ότι, σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γερμανία έπρεπε να διεκδικήσει τη γραμμή Εσκί-Σεχίρ – Αττάλεια (Eskișehir- Antalya) σε βάθος 400 χιλιομέτρων προς ανατολάς. Η περιοχή αυτή χωριζόταν σε μια ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων και σε μια ζώνη ευρύτερων γερμανικών συμφερόντων. Ως ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων ο Βάνγκενχαϊμ αντιλαμβανόταν την ενδοχώρα του μελλοντικού λιμανιού της Αλεξανδρέττας η οποία εκτεινόταν από το Εσκί-Σεχίρ μέχρι περίπου το Κιρκούκ και συμπεριλάμβανε και την Κιλικία.[7] Hβασική θέση του Βάνγκενχαϊμ ήταν να προστατευθεί η ζώνη από την οποία θα διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης. Με βάση την έκθεση του Βάνγκενχαϊμ το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας καθόριζε τις γερμανικές διεκδικήσεις σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: HΓερμανία διεκδικούσε όχι μονάχα τη ζώνη που ενέπιπτε στη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης, αλλά και τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας και της Μερσίνης.[8] Επρόκειτο για το κακό σενάριο. Το καλό σενάριο για τη Γερμανία θα ήταν η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία με μια φιλογερμανική ηγεσία στην Κωνσταντινούπολη. Οι εξελίξεις το 1913 εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώθησαν τη Γερμανία να εγκαταλείψει επί της ουσίας το κακό σενάριο.
Ανερχόμενοι πάλι στην εξουσία οι Νεότουρκοι τον Ιανουάριο του 1913 με τον στρατηγό Μαχμούτ Σεφκέτ πασά (MahmutȘevket Pașa) ως μέγα βεζίρη αποφάσισαν να μην υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με τα βαλκανικά κράτη και να συνεχίσουν την αντίσταση στη Σκόδρα, στα Ιωάννινα και στην Αδριανούπολη. Οι πόλεις αυτές έπεσαν και στις 17/30 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη ειρήνης. Ο Μαχμούτ Σεφκέτ πασάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αναδιοργάνωσης του οθωμανικού στρατού με γερμανική βοήθεια. Μετά τη δολοφονία του στις 11 Ιουνίου 1913 από τους Φιλελεύθερους τη θέση του μεγάλου βεζίρη ανέλαβε ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς (SaidHalimPașa), αιγυπτιακής καταγωγής. Σχηματίσθηκε κυβέρνηση με τον Ενβέρ πασά (EnverPașa) ως υπουργό Πολέμου από τις 3 Ιανουαρίου 1914, τον Ταλαάτ μπέη -αργότερα πασά- (Talât Bey) ως υπουργό Εσωτερικών,τον Τζεμάλ πασά (CemalPașa) ως υπουργό Ναυτικών και τον Τζαβίτ μπέη (CavitBey) ως υπουργό Οικονομικών. Η νέα κυβέρνηση έθεσε ως στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου και τη δημιουργία μια τουρκικής αστικής τάξης. Εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια συγκρότησης οθωμανικής ταυτότητας σε μη εθνοτική και θρησκευτική βάση. Iδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη συγκρότηση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ενός ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτος με την ταύτιση του κάθε μουσουλμάνου στη Μικρά Ασία με τον Τούρκο, με την εκδίωξη των Χριστιανών ή τον εξισλαμισμό τους και με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Ανατολία θεωρήθηκε ως η καρδιά του Τουρκισμού. [9]Το έτος 1913 και όχι το 1923 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της συγκρότησης ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία. Πατέρας του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού θεωρείται ο κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ (ZiyaGökapl) με το τρίπτυχο τουρκισμός, ισλαμισμός, δυτικός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός. Οι εξελίξεις αυτές και η ανακατάληψη της Αδριανούπολης από τους Νεότουρκους κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο έπεισαν τον Γερμανό πρέσβη ότι η Τουρκία είχε δυνατότητες επιβίωσης. Η Γερμανία όφειλε να αποτελέσει τον ανιδιοτελή φίλο της Τουρκίας, να κερδίσει την εμπιστοσύνης της και να συμβάλει στο μεταρρυθμιστικό της έργο, συνεργαζόμενη με τον Ενβέρ πασά και τον Ταλαάτ μπέη. Σε επιστολή του προς τον Γιάγκωφ στις αρχές Αυγούστου 1913 ο Βάνγκενχαϊμ προσδιόρισε την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Γερμανία έναντι των Νεοτούρκων στις νέες συνθήκες: Να στηρίξουμε την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, να βοηθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις της, να ενισχύσουμε την επιρροή μας σε όλη την Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο της διάλυσής της, γνωστοποιώντας στις Μεγάλες Δυνάμεις τις εδαφικές μας διεκδικήσεις.[10] Η γνωστοποίηση των γερμανικών εδαφικών διεκδικήσεων ήταν κατά τον Γερμανό πρέσβη το μοναδικό μέσο για την προσωρινή σωτηρία της Τουρκίας, διότι οι Δυνάμεις εκείνες που δεν ήθελαν να δουν την εγκατάσταση της Γερμανίας στη Μεσόγειο θα εξαναγκάζονταν να ενεργήσουν για τη διατήρηση της Τουρκίας.[11]
Ο Βάνγκενχαϊμ επέβαλε τις απόψεις του και στις 14 Δεκεμβρίου 1913 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Λίμαν φον Σάντερς (LimanvonSanders), προκαλώντας τις τυπικές διαμαρτυρίες της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι Νεότουρκοι στράφηκαν στη Γερμανία, διότι κυρίως η χώρα αυτή στήριζε την εδαφική ακεραιότητα της ασιατικής Τουρκίας. Η βρετανική ναυτική αποστολή υπό τον ναύαρχο Χένρυ Άρθουρ Λίμπους (HenryArtthurLimpus) συνέχισε το έργο της αναδιοργάνωσης του ναυτικού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Γαλλία δεν εγκατέλειψε την πολιτική της παροχής δανείων. Στην εγκατάσταση της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής αντέδρασε κυρίως η Ρωσία, ανακινώντας το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στις αρμενικές επαρχίες της Ανατολίας και επεξεργαζόμενη σχέδια για μια μελλοντική επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και των Στενών.[12]
Στην Ελλάδα ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος προσλήφθηκε ως μια συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η απελευθέρωση της Μακεδονίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου αναπτέρωσε τις ελπίδες για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. [13] Δεν υπήρχε βέβαια ακόμα μια συγκεκριμένη ελληνική στρατηγική, αλλά η ταχεία κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια προκάλεσε συναισθηματική φόρτιση και αναζωογόνησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που τώρα εκφραζόταν ως ένωση του Ελληνισμού σε ένα κράτος με κέντρο την Αθήνα. Μια σειρά ελληνικών δημοσιευμάτων προδίκαζε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Άλφρεντ Κουάτ (AlfredQuadt), στις 6 Φεβρουαρίου 1913, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς επισήμανε ότι με βάση την αρχή των εθνοτήτων τα νησιού του Αιγαίου πρέπει να επιδικαστούν στην Ελλάδα. Επιπλέον, όχι μονάχα η ακτή της Μικράς Ασίας, αλλά και μια ζώνη βάθους 100 χιλιομέτρων στο εσωτερικό είναι ελληνική και πρέπει σταδιακά να αποτελέσει τμήμα του ελληνικού κράτους. Στην παρατήρηση του Καυάτ για τη θέση των Τούρκων, ο Κορομηλάς απάντησε ότι δεν θεωρεί αναγκαία την περαιτέρω επιβίωση των Τούρκων.[14] Ο Κορομηλάς μίλησε ακαδημαϊκά και ως υπουργός Εξωτερικών δεν είχε επεξεργαστεί σχέδιο δράσης, το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ελληνική υπόθεση, αλλά η διάλυσή της δεν θεωρούνταν πλέον ανέφικτη στο μέλλον από ελληνικούς πολιτικούς κύκλους στο κλίμα της ευφορίας που δημιουργήθηκε μετά τις συμμαχικές νίκες κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έθεσε επίσημα ζήτημα Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η ελληνική πολιτική έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξαρτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου τα οποία είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνούνταν να αναγνωρίσει την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Μιλώντας με τον Κουάτ στις 13 Μαρτίου 1913, ο Βενιζέλος επισήμανε τον κίνδυνο μιας ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης λόγω της Θεσσαλονίκης, έκρινε μια συμμαχία της Ελλάδας με τη Σερβία προσωρινά απαραίτητη και εξέφρασε την επιθυμία για καλές σχέσεις με την Τουρκία μετά το τέλος του πολέμου. Κατά τον Βενιζέλο η ισορροπία στα Βαλκάνια θα μπορούσε να αποκατασταθεί με μια συμπόρευση της Ελλάδας με τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ως όρο, ωστόσο, για την ελληνοτουρκική φιλία έθεσε την κατοχύρωση των νησιών του Αιγαίου, που κατοικούνταν από Έλληνες, στην Ελλάδα και ζήτησε τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει τα νησιά, θα τα διεκδικεί συνεχώς, χωρίς να διστάσει να καταφύγει και σε πόλεμο, τόνισε ο Βενιζέλος. Η Ελλάδα επιθυμεί η Μικρά Ασία να παραμείνει υπό τουρκική κυριαρχία και θεωρεί την κατάληψή της από τη Ρωσία ως επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, συνέχισε ο Βενιζέλος. Σε μια ευρωπαϊκή σύγκρουση η Ελλάδα επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερη και δεν ανησυχεί αν η φιλική Ρουμανία στηρίζεται στη Τριπλή Συμμαχία (TripleAlliance), κατέληξε ο Έλληνας πρωθυπουργός. [15]
O αντισλαβικός τόνος των δηλώσεων του Βενιζέλου ικανοποίησε τον Κουάτ, ο οποίος διείδε την άσκηση επιρροής του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ στον Βενιζέλο. Έτσι εκτίμησε ο Κουάτ την απόφαση του Βενιζέλου να αντικαταστήσει προσεχώς τον Κορομηλά ως υπουργό Εξωτερικών με τον Γεώργιο Στρέϊτ, πρέσβη της Ελλάδας στη Βιέννη και φίλο του Κωνσταντίνου Β΄.[16] Επρόκειτο για μια επιδέξια διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου για να προκαλέσει τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου.
Στη Βιέννη ο Στρέϊτ, συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη, βαρώνο Χάϊνριχ Τσίρσκυ (BaronHeinrichvonTschirsky), για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, κινήθηκε στο πνεύμα των δηλώσεων του Βενιζέλου στον Κουάτ. Τόνισε ότι η Ελλάδα δεν θα παραιτηθεί από τη Θεσσαλονίκη, σε περίπτωση πολέμου θα συμμαχήσει προσωρινά με τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας, αλλά μετά τον πόλεμο η Ελλάδα θα προσανατολιστεί προς τη Ρουμανία για να δημιουργηθεί ένα αντισλαβικό αντιστάθμισμα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα δεν θα συνδεθεί στενά με την Τριπλή Συμμαχία, αλλά και δεν θα εξαρτηθεί από την Αντάντ.[17] Ο Τσίρσκυ, γνωρίζοντας από τον Κουάτ τις δηλώσεις του Κορομηλά για τη Μικρά Ασία, εξέφρασε τη δυσπιστία του προς την Ελλάδα. Ο Στρέϊτ απάντησε ότι ως υφιστάμενος δεν μπορεί να ασκήσει κριτική στον υπουργό Εξωτερικών, αλλά μπορεί να διαβεβαιώσει τον Γερμανό πρέσβη ότι οι δηλώσεις του δεν εκφράζουν την επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική και πρέπει να αποδοθούν στις πρόσφατες νίκες που αναζωογόνησαν παλιά όνειρα, τα οποία όμως δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Η Κωνσταντινούπολη είναι οριστικά χαμένη για τον Ελληνισμό, όπως και η Μικρά Ασία. Πώς αντιλαμβάνονται οι μεγαλοϊδεάτες την κατάληψη της Μικρασιατικής ακτής, ποια έκταση περιοχών της Μικράς Ασίας θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα και πώς θα μπορούσε να κρατήσει την ακτή της Μικράς Ασίας, διερωτήθηκε ο Στρέϊτ. Ούτε ολόκληρη η μικρασιατική ακτή κατοικείται από Έλληνες. Οι μεγαλοϊδεάτες διεκδικούν ακόμα και την Τραπεζούντα, όπου ζουν πάνω από 10.000 Έλληνες ως συμπαγής πληθυσμός. Πρόκειται απλά για υπολείμματα παλιών οραμάτων, επισήμανε ο Στρέιτ. Η Ελλάδα επιθυμεί, συνέχισε, να έχει καλές σχέσεις με την Τουρκία και ο καλύτερος δρόμος είναι η λύση του ζητήματος των νησιών που βρίσκονται κοντά στη μικρασιατική ακτή με την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας. Η λύση αυτή είναι επωφελής για την Τουρκία, γιατί έτσι ουδετεροποιούνται τα ύδατα της Μικρασιατικής ακτής, σε περίπτωση που η Τουρκία δεν μπορέσει να κατασκευάσει στόλο. Τα νησιά θα διαφυλάσσονταν από την κατάληψη μιας Μεγάλης Δύναμης, αν όμως παρέμειναν στην Τουρκία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ορμητήριο μιας Μεγάλης Δύναμης που θα βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία.[18] Με άλλα λόγια ο Στρέϊτ ήθελε να τονίσει ότι αν τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου προσαρτιόνταν στην Ελλάδα, η Τουρκία έπρεπε να αισθάνεται ασφαλής, αν όμως καταλαμβάνονταν από την Ιταλία, τότε κινδύνευε η Τουρκία. Τον Μάιο του 1912 η Ιταλία είχε καταλάβει τα Δωδεκάνησα, για να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί την προσάρτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Το Οκτώβριο του 1912 υπογράφτηκε στη Λωζάννη η συνθήκη ειρήνης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την Κυρηναϊκή και την Τριπολίτιδα ως ιταλικές κτήσεις έναντι χρηματικής αποζημίωσης και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη Λιβύη, η Ιταλία από τα Δωδεκάνησα. Αλλά μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Ιταλία δεν εκκένωσε τα Δωδεκάνησα.
Καθώς η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρά το ενδεχόμενο ελληνοβουλγαρικού πολέμου, αναζητούσε συμμαχία με τη Σερβία, τη Ρουμανία , αλλά και με την Τουρκία, από φόβο μήπως η τελευταία προσεγγίσει τη Βουλγαρία. Στις 19 Μαΐου/1η Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και ελληνοσερβική στρατιωτική σύμβαση. Η γερμανική πολιτική κινούνταν στον άξονα μιας αντισλαβικής συμμαχίας Ελλάδας-Ρουμανίας-Τουρκίας[19] και ο Βάνγκενχαϊμ ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Νεότουρκοι επέμεναν στην οθωμανική κυριαρχία επί των νησιών. Στις παραμονές του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βάνγκεχαϊμ υπέβαλε τις ακόλουθες προτάσεις: 1)Επιστροφή της Σαμοθράκης, Λήμνου, Ίμβρου και Τενέδου στην Τουρκία, αλλά με ειδικό καθεστώς.2) Εκχώρηση της Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας και Ψαρών στην Ελλάδα με καθεστώς τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία. 3) Επιστροφή στην Τουρκία των Δωδεκανήσων, εκτός από την Κάσσο, την Κάρπαθο και την Αστυπάλαια που θα εκχωρούνταν στην Ελλαδα. 4) Ελληνική υποστήριξη για την αυτονομία της Θράκης[20], την οποία κατείχε στρατιωτικά η Βουλγαρία. Με την έναρξη του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βενιζέλος δέχτηκε τις προτάσεις του Γερμανού πρέσβη ως βάση συζήτησης, αλλά οι Νεότουρκοι τις απέρριψαν και τερμάτισαν τις διαπραγματεύσεις.[21]
Κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Νεότουρκοι επωφελήθηκαν από την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Μετά από διμερείς βουλγαροτουρκικές διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 η συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που προέβλεπε την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με εξαίρεση τις πόλεις Σβίλενγραντ, Ιβαήλωφγκραντ και Μάλκο Τύρνοβο. Η ‘’νίκη’’ αυτή των Νεοτούρκων αναπτέρωσε το ηθικό τους και τους κατέστησε αδιάλλακτους στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η διευθέτηση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και των συνόρων της Αλβανίας είχε αφεθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου στις 17/30 Μαΐου 1913. Ενδιαφέρον για τη διευθέτηση του ζητήματος των νησιών είχε κυρίως η Γερμανία για να προωθήσει την πολιτική της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας. Χάρη στην προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ και τη διπλωματική στήριξη της Ρουμανίας η Καβάλα εκχωρήθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913.
Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913) οι πόλεις της Κορυτσάς, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, του Λεσκοβικίου, των Αγίων Σαράντα, της Χιμάρας και του Πωγωνίου επιδικάστηκαν στην Αλβανία. Έτσι, η Βόρειος Ήπειρος με 120.000 ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό, με πλούσιο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό βίο, δεν θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα. Η Βόρειος Ήπειρος δεν μπορούσε να τεθεί ως ζήτημα εδαφικής διεκδίκησης από την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος διεκδικούσε μερικά χωριά του Πωγωνίου.
Για τη διεκδίκηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, επιδόθηκε σε ναυτικούς εξοπλισμούς. Η ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο θα έλυνε το ζήτημα των νησιών, εκτιμούσαν οι Νεότουρκοι. Τα νησιά θα έχαναν τη σημασία του για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόνο αν εκδιώκονταν οι Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Αν περιέρχονταν άμεσα σε ελληνική κυριαρχία, θα αποτελούσαν μια βάση της Ελλάδας για εξόρμηση στη Μικρά Ασία. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε η συλλογιστική των Νεοτούρκων. Παρά τη δεινή της οικονομική της κατάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αγόρασε τον Δεκέμβριο του 1913 σε πλειστηριασμό το βραζιλιάνικο superdreadnoughtπολεμικό πλοίο RiodeJaneiro που μετονομάστηκε σε SultanOsman,προς τιμήν του σουλτάνου Osman, του ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας. Δάνειο για την αγορά του RiodeJaneiroεξασφαλίστηκε από γαλλικές τράπεζες.[22] Επρόκειτο για το μεγαλύτερο υπερσύγχρονο πολεμικό πλοίο στον κόσμο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αγοράσει επίσης και ένα άλλο dreadnought, το Resadieh. Την τελειοποίηση των πολεμικών πλοίων, του RiodeJaneiro και του Resadieh, ανέλαβαν τα αγγλικά ναυπηγεία Armstrong και Vickersκαι η παράδοσή τους στους Οθωμανούς προβλεπόταν για το καλοκαίρι του 1914. Τα dreadnoughtsυπερτερούσαν των άλλων πλοίων στην ταχύτητα, στο πάχος του θώρακα και στην ρίψη πολλών τόνων βλημάτων σε ελάχιστα λεπτά.[23]
Αντιμέτωπος με το ζήτημα της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, των νησιών του Αιγαίου και της αγοράς πολεμικών πλοίων για την αποκατάσταση της ναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο, ο Βενιζέλος ταξίδευσε σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη, Αγία Πετρούπολη , Βουκουρέστι και Βελιγράδι από τις 24 Δεκεμβρίου 1913/6 Ιανουαρίου 1914 μέχρι την 1η /14η Φεβρουαρίου 1914[24]. Ιδιαίτερη επιτυχία η διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου δεν είχε, διότι ούτε επηρέασε τη Ρώμη και τη Βιέννη στο ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων, ούτε στο Λονδίνο μπόρεσε να εξασφαλίσει την υπογραφή αγγλοελληνικής συνθήκης συμμαχίας ή την αγορά πολεμικών πλοίων ούτε το Βερολίνο δέχτηκε την πρότασή του για ναυτική επίδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο προκειμένου να συμμορφωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις αποφάσεις τους στο ζήτημα των νησιών.[25] Ο διορισμός του Γεωργίου Στρέϊτ ως νέου υπουργού Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 1914 δεν κατέστησε περισσότερο φιλελληνική τη Γερμανία. Η Ρωσία και η Γαλλία ενέκριναν την ιδέα μιας ναυτικής επίδειξης των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο για την αποτροπή ενός τρίτου βαλκανικού πολέμου, αλλά χωρίς την ομοφωνία του Βερολίνου η στάση τους δεν είχε ουσιαστική σημασία. Στην Αγία Πετρούπολη ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς (Nikola Pašić). Βενιζέλος και Πάσιτς ταξίδευσαν μαζί από την Αγία Πετρούπολη στο Βουκουρέστι. Όπως αποκάλυψε η ρουμανική εφημερίδα Naționalul στις 12 Δεκεμβρίου 1915 μετά από έρευνα, στο Βουκουρέστι ο Βενιζέλος και ο Πάσιτς προσπάθησαν να πείσουν το βασιλιά Κάρολο Α΄ να προσυπογράψει και η Ρουμανία την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 κατά της Βουλγαρίας. Κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο είχαν υπογράψει ένα μυστικό πρωτόκολλο που προέβλεπε στρατιωτική επέμβαση στη Βουλγαρία, αν η βουλγαρική Βουλή δεν επικύρωνε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η Βουλγαρία εφάρμοσε τους όρους της συνθήκης του Βουκουρεστίου, χωρίς όμως να επικυρώσει τη συνθήκη με συνταγματική πράξη.[26] Βενιζέλος και Πάσιτς ήθελαν προφανώς να βεβαιωθούν αν η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του ΄Ιωνα Μπρατιάνου θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας σε περίπτωση που αυτή απειλούσε το εδαφικό status quoπου αποκαταστάθηκε στα Βαλκάνια με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ δεν θεώρησε αναγκαία τη δέσμευση της Ρουμανίας σε μια συνθήκη συμμαχίας, επισημαίνοντας ότι η Ρουμανία γνωρίζει να προασπίζεται τα συμφέροντά της, όταν αυτά διακυβεύονται.[27]
Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1914, την παραμονή της επιστροφής του Βενιζέλου στην Αθήνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση και στην Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου: Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο (και το Καστελλόριζο), εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό, θα καταπολεμούνταν τα λαθρεμπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν εγγυήσεις προστασίας του μουσουλμανικών μειοψηφιών. Τα νησιά θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο και το νησί Σάσων και εφόσον η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν ρητά ότι δεν θα αντιτάξει αντίσταση ούτε θα ενθαρρύνει κανενός είδους αντίσταση.[28] Ήταν μια λύση που δεν ικανοποιούσε πλήρως την Ελλάδα, διότι δεν προέβλεπε καμιά άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμμορφωθεί με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά η Βόρειος Ήπειρος εκχωρούνταν στο αλβανικό κράτος, χωρίς να δοθούν εγγυήσεις προστασίας των Βορειοηπειρωτών. Ο αντιπολιτευτικός Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει ως αποτυχημένη τη διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου.[29] Στις 3/16 Φεβρουαρίου 1914 ο μέγας βεζίρης, Σαΐντ Χαλίμ πασάς, απέρριψε τη διπλωματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρώντας τα νησιά αναπόσπαστο μέρος των ασιατικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας και επικρίνοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δεν έλαβαν υπόψη τα ζωτικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας,[30] Στις 8/21 Φεβρουαρίου 1914 ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Στρέϊτ, επέδωσε την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα αποδέχτηκε επί της ουσίας την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, εκφράζοντας την ετοιμότητα να δώσει εγγυήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ότι τα νησιά δεν θα χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς και ναυτικούς σκοπούς, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να προστατεύσει τους μουσουλμάνους των νησιών απέρρεε από τη Συνθήκη των Αθηνών, αλλά ζητώντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. [31]
Αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν ένα μηχανισμό επιβολής της απόφασής τους για τα νησιά. Από την άλλη πλευρά η εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου στους Αλβανούς, χωρίς εγγυήσεις για τα δικαιώματα του Ελληνισμού, προκάλεσε την αντίσταση των Βορειοηπειρωτών. Στις 17 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου 1914 σχηματίσθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση Βορείου Ηπείρου υπό την αρχηγία του Γεωργίου Χρηστάκη –Ζωγράφου και του Αλέξανδρου Καραπάνου, κήρυξε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και άρχισε τον ένοπλο αγώνα κατά των αλβανικών ομάδων. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές τήρησαν γενικά μια εχθρική στάση έναντι του αυτονομιστικού κινήματος των Βορειοηπειρωτών (έντονες συγκρούσεις του υποστράτηγου Παπούλα με τον Χρηστάκη –Ζωγράφο, εντολή του πρώτου για τη φυλάκιση του Αλέξανδρου Καραπάνου), ωστόσο υπήρξαν αξιωματικοί και εθελοντές από την Παλαιά Ελλάδα και την Κρήτη που βοήθησαν τους Βορειοηπειρώτες. Τον Μάρτιο του 1914 έφθασε στην Αλβανία ο Γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βηντ (WilhelmWied ) ως ηγεμόνας της Αλβανίας και σχηματίστηκε κυβέρνηση Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπό τον Τουρχάν πασά. Αλλά στην Αλβανία ουσιαστικές αρμοδιότητες είχε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Στα τέλη Απριλίου ο ελληνικός στρατός είχε εκκενώσει τη Βόρειο Ήπειρο. Έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Βορειοηπειρωτών, της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου και αντιπροσώπου του νεοσύστατου αλβανικού κράτους υπογράφτηκε στην Κέρκυρα στις 4/17 Μαΐου 1914 το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο παραχωρήθηκε εκπαιδευτική, θρησκευτική και διοικητική αυτονομία στη Βόρειο Ήπειρο.
Ο Βενιζέλος αψήφησε την κριτική της αντιπολίτευσης για την απροθυμία του να στηρίξει τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και επικεντρώθηκε στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε μια προσπάθεια συμβιβαστικής λύσης, απαίτησε στις αρχές Μαρτίου 1914 την ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης με άλλα νησιά. [32] Όταν ο Βενιζέλος ζήτησε να ονοματιστούν τα νησιά αυτά, ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς πρότεινε τα Ψαρά, την Ικαρία, την Λέβιδα, την Αστυπάλαια, την Κάρπαθο και την Κάσο. Προσαρτώντας αυτά τα νησιά η Ελλάδα, που είχε επεκταθεί εδαφικά, θα μπορούσε να παραιτηθεί από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, η Σάμος θα διατηρούσε το παλιό καθεστώς, τόνισε ο μέγας βεζίρης.[33] Επρόκειτο και για νησιά που ανήκαν στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων και, κατά συνέπεια, η Ιταλία έπρεπε να τα εκκενώσει. Η Γερμανία στήριζε τη λύση της ανταλλαγής και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε παραχωρήσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[34] Ο Βενιζέλος έκρινε απαράδεκτη την τουρκική πρόταση ως βάση συνεννόησης.[35] Και η Ιταλία απέρριψε τη λύση της εκκένωσης των Δωδεκανήσων χωρίς ισχυρά ανταλλάγματα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[36] Τότε ο Βενιζέλος υπέβαλε την ακόλουθη πρόταση: Η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών να μην αμφισβητηθεί, αλλά στα νησιά θα μπορούσαν να παραμείνουν Οθωμανοί επίτροποι και όχι πρόξενοι.[37]Με την έγκριση της Γερμανίας η Ρουμανία ανέλαβε μια διαμεσολαβητική προσπάθεια ώστε η λύση της ζητήματος να επιτευχθεί εντός της Τριπλής Συμμαχίας. Στις αρχές Απριλίου 1914 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ο Ρουμάνος στρατηγός Κωνσταντίν Κοάντα (ConstantinCoandă). Η αποστολή του είχε πολιτικό χαρακτήρα, αλλά απέτυχε. Ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς απέρριψε την πρόταση του Βενιζέλου για το διορισμό Οθωμανών επιτρόπων και ενέμενε στη δική του πρόταση για ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος, βλέποντας το αδιέξοδο, επισήμανε με ειρωνικό τόνο στον Κοάντα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δεχτεί την τουρκική πρόταση, αν τα νησιά που θα προσαρτούσε, ανταλλάσσοντας τη Χίο και τη Μυτιλήνη, ήταν ισοδύναμα σε έκταση, πληθυσμό, εισοδήματα κ.ά, αλλά σε κάθε περίπτωση θα έθετε το ζήτημα στο υπουργικό συμβούλιο.[38] Η τουρκική πρότασητελικά δεν εγκρίθηκε. Όπως σωστά επισήμανε ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, FrancisElliot, σε εμπιστευτική του έκθεση (3.4.1914) προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, EdwardGrey, η απώλεια της Μυτιλήνης θα ήταν ένα οικονομικό πλήγμα για την Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με τα Δωδεκάνησα και την Ίμβρο. Για τη Χίο δεν θα μπορούσε να γίνει καμιά συζήτηση και λόγω της ανάμνησης των σφαγών του 1822 και λόγω του γεγονότος ότι επιφανείς οικογένειες της Αθήνας προέρχονταν από το νησί. Η ελληνοτουρκική διαφορά θα διευθετούνταν ευκολότερα, αν η Ιταλία εκκένωνε τα Δωδεκάνησα, εκτίμησε ο Άγγλος πρέσβης. [39]
Toζήτημα των νησιών του Αιγαίου μετατρεπόταν σε ευρωπαϊκό ζήτημα. Αν έδινε τη λύση η Αγγλία ή η Γερμανία, τότε θα αυξανόταν αντίστοιχα η επιρροή της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, κάτι που θα είχε σημασία για τη στάση της Ελλάδας σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Τον Απρίλιο του 1914 ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ και ο καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ βρίσκονταν στην Κέρκυρα, την οποία ο Κάιζερ συνήθιζε να επισκέπτεται κάθε χρόνο. [40] Αλλά το έτος 1914 είχε ιδιαίτερη συμμαχία για τη διαμόρφωση της βαλκανικής πολιτικής της Γερμανίας. Στην Κέρκυρα μετέβησαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος A΄, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέϊτ, ο Βενιζέλος, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Κουάτ και ο Γερμανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ. Το κύριο θέμα που συζητήθηκε σε θετικό κλίμα στις 13 Απριλίου, χωρίς τη συμμετοχή του Βενιζέλου, ήταν η χορήγηση δανείου από γερμανικές τράπεζες στην Ελλάδα στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας[41]. Τον πολιτικό αυτό στόχο επανέλαβε ο Μπέτμαν Χόλβεγκ στη νέα του συνάντηση με τον Στρέϊτ στις 14 Απριλίου, παρόντος τώρα και του Βενιζέλου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως άλλωστε και ο Στρέϊτ, συμφώνησε και δήλωσε ότι η Ελλάδα θα επιδιώξει μια συνεννόηση με τα μη σλαβικά κράτη, την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ο Γερμανός καγκελάριος πρότεινε τότε ως μια λύση του ζητήματος των νησιών την αναγνώριση της τουρκικής επικυριαρχίας. Στη συνάντηση της επόμενης ημέρας ο Βενιζέλος διευκρίνισε ότι θα ήταν πρόθυμος ενώπιον του βασιλιά και της κοινής γνώμης να επιβάλει την αναγνώριση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και στη Μυτιλήνη, αλλά υπό τον όρο ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα υπέγραφαν αμυντική συνθήκη συμμαχίας διάρκειας 5, 10 ή και 15 ετών για την εγγύηση των ευρωπαϊκών τους κτήσεων. Σε περίπτωση καταγγελίας της αμυντικής συνθήκης συμμαχίας θα επερχόταν και η άρση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Αν η Τουρκία στην πορεία ανακτούσε τα Δωδεκάνησα, θα έπρεπε να σεβαστεί το καθεστώς που είχαν οι Έλληνες πριν από την ιταλική κατάληψη. Για την προώθηση αυτού του πλαισίου λύσης του ζητήματος των νησιών ο Βενιζέλος ζήτησε πάλι τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. OΓερμανός καγκελάριος, αφού εξασφάλισε τη συγκατάθεση του υπουργού Εξωτερικών Γιάγκωβ, ανέθεσε στον Κουάτ και στον Βάνγκενχάϊμ να αναλάβουν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο καγκελάριος και ο υπουργός Εξωτερικών θα ενεργούσαν από το παρασκήνιο.[42] OΒάνγκενχάιμ, ο οποίος ευνοούσε μια τουρκική λύση του ζητήματος, είχε έκδηλο σκεπτικισμό, ενώ ο Κουάτ θεωρούσε επισφαλή τη θέση του Βενιζέλου στο εσωτερικό και αμφέβαλλε αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις του. Κατά τον Βενιζέλο η Ελλάδα θα αναγνώριζε την τυπική επικυριαρχία (Suzeränität) και όχι την κυριαρχία (Souveränität) του σουλτάνου στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Με την υπογραφή ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας για τη διατήρηση των ευρωπαϊκών κτήσεων (Μακεδονία, Ήπειρος και νησιά για την Ελλάδα), Ανατολική Θράκη για την Τουρκία) θα αποτρεπόταν βουλγαροτουρκική προσέγγιση. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ίσως ήταν ότι θα διαλύονταν οι φόβοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι από τα μη οχυρωμένα νησιά η Ελλάδα θα μπορούσε να επιχειρήσει απόβαση στη Μικρά Ασία, θα δίνονταν εγγυήσεις ασφάλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατο InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Βρήκαν μαχαίρια στις φυλακές Αγίου Στεφάνου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ