2014-06-18 23:13:04
Με αφορμή την ομιλία της υφυπουργού εξωτερικών για την Τουρκία μπορούν να γίνουν κάποια σχόλια που αφορούν τόσο το επίμαχο ζήτημα όσο και την χάραξη στρατηγικής Για να κατανοήσουμε τις σχέσεις Αμερικής – Τουρκίας όπως και την στρατηγική μιας μεγάλης δύναμης όσον αφορά τα περιφερειακά προβλήματα, απαιτείται να αποφεύγονται τα συνομωσιολογικά σενάρια και οι απλουστευτικοί αφορισμοί. Οι σχέσεις μιας μεγάλης δύναμης με μια περιφερειακή δύναμη και με κάθε άλλο κράτος δεν ερμηνεύονται με συμβατικό τρόπο, κυρίως δεν ερμηνεύονται γραμμικά και μονοσήμαντα. Κυρίως να έχουμε κατά νου δύο ανελέητες προειδοποιήσεις αξιωματικού χαρακτήρα.
Κατά πρώτον, Θουκυδίδης: «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται». Στον αθέσμιστο διεθνή χώρο από τον οποίο απουσιάζει μια κοινωνία και ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα, λοιπόν, «η ισχύος είναι το κυριότερο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής» (K. Waltz).
Κατά δεύτερον, Κονδύλης: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους» (Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1991, σ. 213). Εάν αυτό ισχύει μια φορά σε όλα τα επίπεδα συζήτησης ισχύει εκατό φορές στην διεθνή πολιτική, κάτι, εξάλλου, το οποίο καταμαρτυρείται καθημερινά με γυμνό οφθαλμό και χωρίς την ανάγκη μεγεθυντικών φακών.
Μια μεγάλη δύναμη, όπως θεμελιώνει η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων (John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σελίδα facebook, βλ. και τη δική μου παρέμβαση για την κρίση της Συρίας όπου και με βάση αυτή την θεώρηση εξετάζονται τα συντρέχοντα γεγονότα Η σύρραξη στη Συρία και ο ανελέητος ηγεμονικός ανταγωνισμός ως καθοριστικός παράγων των περιφερειακών διενέξεων), έχει ως άξονες της στρατηγικής της κάποια κεντρικά ζητήματα. Μεταξύ άλλων, την παρεμπόδιση μιας περιφερειακής δύναμης να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας, την ρύθμιση της κατανομής ισχύος πλανητικά και περιφερειακά σύμφωνα με τις ιεραρχίες εθνικής ασφάλειας που ορίζουν οι κρατικοί θεσμοί, στην προσπάθεια αυτή χρησιμοποιεί μέσα όπως soft power, κατατριβή τρίτων, μεταφορά βαρών, πρόκληση πολέμων, πρόκληση εσωτερικών αναταραχών, την επαναπροσμογή αυτών και πολλών άλλων τακτικών ενεργημάτων ανάλογα με την εξέλιξη των στρατηγικών άλλων δυνάμεων ή και τοπικών δυνάμεων και τους αστάθμητους παράγοντες και κριτήρια.
Με απλά λόγια και έχοντας κατά νου τις αμερικανικές στρατηγικές και τακτικές προσεγγίσεις, ένα μοντέλο στρατηγικού σχεδιασμού είναι ρευστό, υπό διαρκή αναθεώρηση και συνεχή προσαρμογή σύμφωνα με τα περιβάλλοντα ενδιαφέροντος. Στην σχετική ορολογία αυτό ονομάζονται «contingency plans», σε ελεύθερη μετάφραση «εναλλακτικά σενάρια δράσης ανάλογα με τις περιστάσεις όπως αυτές συγκροτούνται και εξελίσσονται».
Ένα απλό σχέδιο στρατηγικών και τακτικών σχεδιασμών όταν προσπαθεί να εκπληρώσει τα εθνικά συμφέροντα λαμβάνει υπόψη μόνο το άμεσο περιβάλλον (βλ. πίνακα).
Ένα πιο σύνθετο στρατηγικό σχέδιο λαμβάνει υπόψη όλα τα περιβάλλοντα και τις ισχύουσες ή και τις υπό συνεχή εξέλιξη προϋποθέσεις τους ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα.
Ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο εκτιμά και ιεραρχεί τις κρατούσες και εξελισσόμενες συνθήκες στον πυρήνα των περιβαλλόντων ενδιαφέροντος και επιπλέον κάνει μια μεγάλη προσπάθεια εκτίμησης των απρόβλεπτων μεταβλητών (με σκοπό να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα για να τις επηρεάσει).
Τα πολύ καλά στρατηγικά σχέδια και πάντοτε στο πλαίσιο των αξονικών εθνικών συμφερόντων αναπτύσσουν μια στρατηγική διαρκούς επηρεασμού των περιβαλλόντων προς κατευθύνσεις που συμφέρουν και κυρίως διαρκώς επιχειρούν να συντηρούν προϋποθέσεις μείωσης των απειλών και κινδύνων από απρόβλεπτες καταστάσεις.
Η μελέτη της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής μετά το 1945, για παράδειγμα, δείχνει ότι οι κρατικοί της θεσμοί ανά πάσα στιγμή παρακολουθούν, πληροφορούνται, σταθμίζουν, εκτιμούν και υιοθετούν ανάλογες στάσεις ανάλογα και αντίστοιχα με τις προϋποθέσεις πλανητικά, περιφερειακά και τοπικά (όπως είναι και όπως εξελίσσονται). Τουτέστιν, άπειροι συνδυασμοί στην βάση των οποίων τα εναλλακτικά σενάρια αναφέρονται σε στάσεις και ενεργήματα που συνδέουν τις στρατηγικές με τις τακτικές στάσεις σε κάθε περίπτωση. Η πλάστιγγα κόστους και οφέλους πρέπει να ισορροπεί ή να γέρνει επωφελώς.
Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση και όπως για παράδειγμα τα πράγματα εξελίσσονται, «ανασύρουν» το εναλλακτικό σενάριο το οποίο οι θεσμοί διαχείρισης της στρατηγικής τους εκτιμούν ως το πλέον συμφέρον. Στην περίπτωση της εισβολής της Κύπρου το 1974, για παράδειγμα, άλλαζαν διαρκώς στάση ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλοτε με τρόπο που συνέφερε την μια πλευρά και άλλοτε την άλλη. Είναι σημαντικό να τονιστεί, για παράδειγμα, ότι σημαντική εισροή στις εκτιμήσεις τους ήταν η απρόσμενη αντίσταση των διαιρεμένων και διχασμένων Ελλήνων που εν μέσω Ψυχρού Πολέμου κόντευε να ρεζιλέψει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτές οι στάσεις επαναλαμβάνονται διαρκώς και εντάσσονται στην λογική των δύο αξιωματικών ρήσεων του Θουκυδίδη και του Κονδύλη (συν την συμπληρωματική θέση του Waltz που αναφέρθηκε).
Αυτή είναι μια ανελέητη και διαρκής κατάσταση στα πεδία της διεθνούς πολιτικής και όποιος δεν μεριμνά για την ασφάλειά του ή όποιος δεν γνωρίζει να διαπραγματεύεται πελατειακά, παθαίνει ζημιές ενίοτε θανάσιμες. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν λειτουργούν συναισθηματικά, δεν γνωρίζουν φίλούς και εχθρούς. Γνωρίζουν τα συμφέροντά τους, τα προβάλλουν στο μέλλον, εκτιμούν την εξέλιξη των σχέσεων ισχύος και εφαρμόζουν σχέδια που συχνά πρέπει να περάσουν δεκαετίες για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έκαναν.
Κανείς δεν πρέπει να εφησυχάζει και αυτή είναι η διεθνής πολιτική. Ο Κονδύλης με νόημα έγραψε στο κορυφαίο του κείμενο Από τον 20 στον 21 αιώνα ότι όταν οι ΗΠΑ σχεδιάζουν την στρατηγική τους βαθιά στον 21 αιώνα δεν ερωτούν τον για το τι θα κάνουν. Στην Ελλάδα, βέβαια, όχι μόνο τους ρωτούσαμε αλλά και η πορεία μας επηρεάστηκε από αναλύσεις τσαρλατάνων της ανάλυσης διεθνούς πολιτικής εκατοστής τάξης. Εξού και οι ασυναρτησίες περί παγκοσμιοποίησης και της έλευσης, δήθεν, μιας ανθόσπαρτης μεταψυχροπολεμικής ζωής.
Μερικά λόγια τώρα για την στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία. Από τα πιο πάνω θα μπορούσε να συναχθεί το εξής «πόρισμα»:
Με δεδομένη την ελληνική ανυπαρξία τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ πήραν σοβαρά την στρατηγική Νταβούτογλου και επιχείρησαν να εντάξουν την Τουρκία σε ένα σύστημα υπό αίρεση διαπραγματεύσεων μαζί της ανάλογα με τις εξελίξεις [Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα εναλλακτικά σενάρια είναι υπό διαρκή αίρεση των εξελίξεων]. Το πρώτο ταξίδι του Ομάμπα στο εξωτερικό μετά την πρώτη εκλογή του ως πρόεδρος υποδήλωσε αυτό το ενδιαφέρον. Η υπό αίρεση στρατηγική προσέγγιση συναρτάται με πολλά κριτήρια και καλά κάνουμε να αναφέρουμε μερικά πασίδηλα.
Πρώτον, τα ερείσματα και οι επιτυχίες της ίδιας της Τουρκίας. Από κάποιο σημείο και μετά, εν τούτοις, εάν διαφαινόταν η δυνατότητα η Τουρκία να εξελιχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα άλλα εναλλακτικά σενάρια (και μάλιστα πολλά με πολλούς άλλους περιφερειακούς παίχτες) θα στόχευαν στην αποδυνάμωση της Τουρκίας με κατατριβή ή μεταφορά βαρών ή πρόκληση εσωτερικών αναταραχών και ασφαλώς με αναπροσαρμογή στάσεων απέναντι στο κουρδικό. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αναφερόμαστε σε τυπολογία όπου αναρίθμητοι και ρευστοί παράγοντες καθώς και μικρά και συμπλεκόμενα μικρά και μεγάλα κύματα αναπροσαρμόζουν διαρκώς μια τέτοια στρατηγική. Μετράνε πρωτίστως τα στρατηγικού χαρακτήρα κριτήρια και οι τακτικές που μπορεί προς στιγμή να φαίνονται ως αλλοπρόσαλλες ή παράλογες να υπηρετούν υπόγειο κάποιο πρωτεύον στρατηγικό σενάριο.
Δεύτερον, οι στρατηγικές των άλλων μεγάλων δυνάμεων και συγκεκριμένες τακτικές τους επιλογές που επηρεάζουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ο πλέον ανεξάρτητος περιφερειακών δρώντων, το Ισραήλ, όσο και να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ συχνά λειτουργεί ανεξάρτητα «σύροντας από την μύτη» την τελευταία (αυτό ήταν και κεντρικό επιχείρημα του πολύκροτου βιβλίου των Mearsheimer/Walt, The Israeli lobby πριν από λίγα χρόνια). Ακόμη, γεγονότα όπως της Ουκρανίας σίγουρα επηρεάζουν την περιφερειακή κατανομή ισχύος και συμφερόντων και προκαλούν αναπροσαρμογή των σεναρίων δράσης ανάλογα και αντίστοιχα με τις βαθμίδες επηρεασμού των κεντρικών στρατηγικών σκοπών. Σημαντική επίδραση επίσης ασκούν εξελίξεις όπως η «υπόθεση Ιράν», τα απρόσμενα γεγονότα στο πεδίο των αξιώσεων ανεξαρτησίας των Κούρδων και η πορεία κατάτμησης του Ιράκ. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο μπορεί να αναφερθεί και η Κύπρος. Πολλοί γνωρίζουν ότι στις ΗΠΑ αναπτύσσονταν δύο σχολές και δύο σενάρια. Το ένα ήταν ένα συμμαχικό και ενεργειακό τόξο Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, Ευρώπης που θα μείωνε την εξάρτηση της τελευταίας και ιδιαίτερα της Γερμανίας από την Ρωσία και το άλλο μια επαναπροσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας με παντελώς διαφορετικά σενάρια όσον αφορά τις ροές και τους αγωγούς ενέργειας. Όταν λοιπόν με το «κοινό ανακοινωθέν» και τις συνομιλίες στην βάση του σχεδίου Ανάν η Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε σε τροχιά ένταξης στον τουρκικό χώρο επικυριαρχίας, το λογικό είναι οι ΗΠΑ να αναπροσαρμόζουν τα σενάριά τους ανάλογα και αντίστοιχα. Τόσο απλά: Η στρατηγικά ανύπαρκτη Ελλάδα και η υποψήφια για τουρκοποίηση Κύπρος αφαιρέθηκαν από συνομιλητές των στρατηγικών συναλλαγών και σύρθηκαν σε κλίνες Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων. Πολλά θα δούμε ακόμη, δυστυχώς και αναπόδραστα.
facebook, σελίδα βιβλίου
facebook, σελίδα βιβλίου
Οι «νερόβραστες» πλην βαθύτατων στρατηγικών νοημάτων αναφορές της Sloat στο ταξίδι του αμερικανού αντιπροέδρου στην Κύπρο υποδηλώνει τόσο τις επιλεγείσες τακτικές των Αμερικανών όσο και τα συμφέροντα που σμιλεύουν.
Κανείς δεν μπορεί να είναι βασιλικότερος του Βασιλέως και κυρίως οι κρατικοί λειτουργοί μιας μεγάλης δύναμης που χαράσσουν την στρατηγική της για τις επόμενες δεκαετίες όπως προχωράμε στον πολυτάραχο 21ο αιώνα. Ένα είναι σχεδόν πλήρως σίγουρο. Ο μελλοντικός χάρτης της περιοχής μας δεν θα είναι ο ίδιος και οτιδήποτε είναι πιθανό.
Για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα ας μου επιτραπεί να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα του αείμνηστου Κονδύλη από το πολυσυζητημένο «Επίμετρο» στο βιβλίο του Θεωρία του Πολέμου (Εκδόσεις Θεμέλιο). Ενέχει μεγάλη σημασία γιατί αυτή και άλλες ανάλογες ανεκτίμητες αναλύσεις και εκτιμήσεις αποτέλεσαν αφορμή για μύριες δολοφονικές επιθέσεις. Τα είκοσι τελευταία χρόνια μιλούσε στην Ελλάδα για μια αξιόπιστη αποτρεπτική εθνική στρατηγική δεχόταν καταιγισμό δολοφονικών πυροβολισμών από ένα πολύμορφο όχλο. Παραθέτουμε λοιπόν ένα εκτενές απόσπασμα του μεγάλου αναλυτή υπογραμμίζοντας ότι η καλή θεωρία και η καλή ανάλυση είναι αθάνατη και αλάνθαστη, πλην στην Ελλάδα διώκεται. Το εδάφιο του Κονδύλη με νόημα τελειώνει με την γνωστή ρήση «όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται»:
«Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις. Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους –ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο˙ γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε.!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε υπ ‘όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαϊστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται».
Τέλος, προς επίρρωση των πιο πάνω, μετά την ομιλία της αμερικανίδας υφυπουργού παραθέτουμε ένα άρθρο του γνωστού αναλυτή Robert Fisk ο οποίος αναλύει την επέλαση των ισλαμιστών εξτρεμιστών στο Ιράκ. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που αναφέρει για το ποιοι και πώς τους βοηθούν και πώς λειτουργούν οι ΗΠΑ. Τελειώνει με τη φράση: «θα μας καλέσουν μελλοντικά να δούμε τον πόλεμο αυτόν ως σεκταριστικό, ενώ είναι ένας πόλεμος μεταξύ ισλαμιστών σεκταριστών και ισλαμιστών μη σεκταριστών. Ο “τρόμος” θα προέρχεται από όπλα που εμείς (οι Αμερικανοί) στέλνουμε προς όλους τους εμπλεκόμενους».
piotita.gr
Κατά πρώτον, Θουκυδίδης: «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται». Στον αθέσμιστο διεθνή χώρο από τον οποίο απουσιάζει μια κοινωνία και ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα, λοιπόν, «η ισχύος είναι το κυριότερο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής» (K. Waltz).
Κατά δεύτερον, Κονδύλης: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους» (Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1991, σ. 213). Εάν αυτό ισχύει μια φορά σε όλα τα επίπεδα συζήτησης ισχύει εκατό φορές στην διεθνή πολιτική, κάτι, εξάλλου, το οποίο καταμαρτυρείται καθημερινά με γυμνό οφθαλμό και χωρίς την ανάγκη μεγεθυντικών φακών.
Μια μεγάλη δύναμη, όπως θεμελιώνει η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων (John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σελίδα facebook, βλ. και τη δική μου παρέμβαση για την κρίση της Συρίας όπου και με βάση αυτή την θεώρηση εξετάζονται τα συντρέχοντα γεγονότα Η σύρραξη στη Συρία και ο ανελέητος ηγεμονικός ανταγωνισμός ως καθοριστικός παράγων των περιφερειακών διενέξεων), έχει ως άξονες της στρατηγικής της κάποια κεντρικά ζητήματα. Μεταξύ άλλων, την παρεμπόδιση μιας περιφερειακής δύναμης να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας, την ρύθμιση της κατανομής ισχύος πλανητικά και περιφερειακά σύμφωνα με τις ιεραρχίες εθνικής ασφάλειας που ορίζουν οι κρατικοί θεσμοί, στην προσπάθεια αυτή χρησιμοποιεί μέσα όπως soft power, κατατριβή τρίτων, μεταφορά βαρών, πρόκληση πολέμων, πρόκληση εσωτερικών αναταραχών, την επαναπροσμογή αυτών και πολλών άλλων τακτικών ενεργημάτων ανάλογα με την εξέλιξη των στρατηγικών άλλων δυνάμεων ή και τοπικών δυνάμεων και τους αστάθμητους παράγοντες και κριτήρια.
Με απλά λόγια και έχοντας κατά νου τις αμερικανικές στρατηγικές και τακτικές προσεγγίσεις, ένα μοντέλο στρατηγικού σχεδιασμού είναι ρευστό, υπό διαρκή αναθεώρηση και συνεχή προσαρμογή σύμφωνα με τα περιβάλλοντα ενδιαφέροντος. Στην σχετική ορολογία αυτό ονομάζονται «contingency plans», σε ελεύθερη μετάφραση «εναλλακτικά σενάρια δράσης ανάλογα με τις περιστάσεις όπως αυτές συγκροτούνται και εξελίσσονται».
Ένα απλό σχέδιο στρατηγικών και τακτικών σχεδιασμών όταν προσπαθεί να εκπληρώσει τα εθνικά συμφέροντα λαμβάνει υπόψη μόνο το άμεσο περιβάλλον (βλ. πίνακα).
Ένα πιο σύνθετο στρατηγικό σχέδιο λαμβάνει υπόψη όλα τα περιβάλλοντα και τις ισχύουσες ή και τις υπό συνεχή εξέλιξη προϋποθέσεις τους ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα.
Ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο εκτιμά και ιεραρχεί τις κρατούσες και εξελισσόμενες συνθήκες στον πυρήνα των περιβαλλόντων ενδιαφέροντος και επιπλέον κάνει μια μεγάλη προσπάθεια εκτίμησης των απρόβλεπτων μεταβλητών (με σκοπό να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα για να τις επηρεάσει).
Τα πολύ καλά στρατηγικά σχέδια και πάντοτε στο πλαίσιο των αξονικών εθνικών συμφερόντων αναπτύσσουν μια στρατηγική διαρκούς επηρεασμού των περιβαλλόντων προς κατευθύνσεις που συμφέρουν και κυρίως διαρκώς επιχειρούν να συντηρούν προϋποθέσεις μείωσης των απειλών και κινδύνων από απρόβλεπτες καταστάσεις.
Η μελέτη της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής μετά το 1945, για παράδειγμα, δείχνει ότι οι κρατικοί της θεσμοί ανά πάσα στιγμή παρακολουθούν, πληροφορούνται, σταθμίζουν, εκτιμούν και υιοθετούν ανάλογες στάσεις ανάλογα και αντίστοιχα με τις προϋποθέσεις πλανητικά, περιφερειακά και τοπικά (όπως είναι και όπως εξελίσσονται). Τουτέστιν, άπειροι συνδυασμοί στην βάση των οποίων τα εναλλακτικά σενάρια αναφέρονται σε στάσεις και ενεργήματα που συνδέουν τις στρατηγικές με τις τακτικές στάσεις σε κάθε περίπτωση. Η πλάστιγγα κόστους και οφέλους πρέπει να ισορροπεί ή να γέρνει επωφελώς.
Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση και όπως για παράδειγμα τα πράγματα εξελίσσονται, «ανασύρουν» το εναλλακτικό σενάριο το οποίο οι θεσμοί διαχείρισης της στρατηγικής τους εκτιμούν ως το πλέον συμφέρον. Στην περίπτωση της εισβολής της Κύπρου το 1974, για παράδειγμα, άλλαζαν διαρκώς στάση ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλοτε με τρόπο που συνέφερε την μια πλευρά και άλλοτε την άλλη. Είναι σημαντικό να τονιστεί, για παράδειγμα, ότι σημαντική εισροή στις εκτιμήσεις τους ήταν η απρόσμενη αντίσταση των διαιρεμένων και διχασμένων Ελλήνων που εν μέσω Ψυχρού Πολέμου κόντευε να ρεζιλέψει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτές οι στάσεις επαναλαμβάνονται διαρκώς και εντάσσονται στην λογική των δύο αξιωματικών ρήσεων του Θουκυδίδη και του Κονδύλη (συν την συμπληρωματική θέση του Waltz που αναφέρθηκε).
Αυτή είναι μια ανελέητη και διαρκής κατάσταση στα πεδία της διεθνούς πολιτικής και όποιος δεν μεριμνά για την ασφάλειά του ή όποιος δεν γνωρίζει να διαπραγματεύεται πελατειακά, παθαίνει ζημιές ενίοτε θανάσιμες. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν λειτουργούν συναισθηματικά, δεν γνωρίζουν φίλούς και εχθρούς. Γνωρίζουν τα συμφέροντά τους, τα προβάλλουν στο μέλλον, εκτιμούν την εξέλιξη των σχέσεων ισχύος και εφαρμόζουν σχέδια που συχνά πρέπει να περάσουν δεκαετίες για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έκαναν.
Κανείς δεν πρέπει να εφησυχάζει και αυτή είναι η διεθνής πολιτική. Ο Κονδύλης με νόημα έγραψε στο κορυφαίο του κείμενο Από τον 20 στον 21 αιώνα ότι όταν οι ΗΠΑ σχεδιάζουν την στρατηγική τους βαθιά στον 21 αιώνα δεν ερωτούν τον για το τι θα κάνουν. Στην Ελλάδα, βέβαια, όχι μόνο τους ρωτούσαμε αλλά και η πορεία μας επηρεάστηκε από αναλύσεις τσαρλατάνων της ανάλυσης διεθνούς πολιτικής εκατοστής τάξης. Εξού και οι ασυναρτησίες περί παγκοσμιοποίησης και της έλευσης, δήθεν, μιας ανθόσπαρτης μεταψυχροπολεμικής ζωής.
Μερικά λόγια τώρα για την στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία. Από τα πιο πάνω θα μπορούσε να συναχθεί το εξής «πόρισμα»:
Με δεδομένη την ελληνική ανυπαρξία τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ πήραν σοβαρά την στρατηγική Νταβούτογλου και επιχείρησαν να εντάξουν την Τουρκία σε ένα σύστημα υπό αίρεση διαπραγματεύσεων μαζί της ανάλογα με τις εξελίξεις [Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα εναλλακτικά σενάρια είναι υπό διαρκή αίρεση των εξελίξεων]. Το πρώτο ταξίδι του Ομάμπα στο εξωτερικό μετά την πρώτη εκλογή του ως πρόεδρος υποδήλωσε αυτό το ενδιαφέρον. Η υπό αίρεση στρατηγική προσέγγιση συναρτάται με πολλά κριτήρια και καλά κάνουμε να αναφέρουμε μερικά πασίδηλα.
Πρώτον, τα ερείσματα και οι επιτυχίες της ίδιας της Τουρκίας. Από κάποιο σημείο και μετά, εν τούτοις, εάν διαφαινόταν η δυνατότητα η Τουρκία να εξελιχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα άλλα εναλλακτικά σενάρια (και μάλιστα πολλά με πολλούς άλλους περιφερειακούς παίχτες) θα στόχευαν στην αποδυνάμωση της Τουρκίας με κατατριβή ή μεταφορά βαρών ή πρόκληση εσωτερικών αναταραχών και ασφαλώς με αναπροσαρμογή στάσεων απέναντι στο κουρδικό. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αναφερόμαστε σε τυπολογία όπου αναρίθμητοι και ρευστοί παράγοντες καθώς και μικρά και συμπλεκόμενα μικρά και μεγάλα κύματα αναπροσαρμόζουν διαρκώς μια τέτοια στρατηγική. Μετράνε πρωτίστως τα στρατηγικού χαρακτήρα κριτήρια και οι τακτικές που μπορεί προς στιγμή να φαίνονται ως αλλοπρόσαλλες ή παράλογες να υπηρετούν υπόγειο κάποιο πρωτεύον στρατηγικό σενάριο.
Δεύτερον, οι στρατηγικές των άλλων μεγάλων δυνάμεων και συγκεκριμένες τακτικές τους επιλογές που επηρεάζουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ο πλέον ανεξάρτητος περιφερειακών δρώντων, το Ισραήλ, όσο και να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ συχνά λειτουργεί ανεξάρτητα «σύροντας από την μύτη» την τελευταία (αυτό ήταν και κεντρικό επιχείρημα του πολύκροτου βιβλίου των Mearsheimer/Walt, The Israeli lobby πριν από λίγα χρόνια). Ακόμη, γεγονότα όπως της Ουκρανίας σίγουρα επηρεάζουν την περιφερειακή κατανομή ισχύος και συμφερόντων και προκαλούν αναπροσαρμογή των σεναρίων δράσης ανάλογα και αντίστοιχα με τις βαθμίδες επηρεασμού των κεντρικών στρατηγικών σκοπών. Σημαντική επίδραση επίσης ασκούν εξελίξεις όπως η «υπόθεση Ιράν», τα απρόσμενα γεγονότα στο πεδίο των αξιώσεων ανεξαρτησίας των Κούρδων και η πορεία κατάτμησης του Ιράκ. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο μπορεί να αναφερθεί και η Κύπρος. Πολλοί γνωρίζουν ότι στις ΗΠΑ αναπτύσσονταν δύο σχολές και δύο σενάρια. Το ένα ήταν ένα συμμαχικό και ενεργειακό τόξο Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, Ευρώπης που θα μείωνε την εξάρτηση της τελευταίας και ιδιαίτερα της Γερμανίας από την Ρωσία και το άλλο μια επαναπροσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας με παντελώς διαφορετικά σενάρια όσον αφορά τις ροές και τους αγωγούς ενέργειας. Όταν λοιπόν με το «κοινό ανακοινωθέν» και τις συνομιλίες στην βάση του σχεδίου Ανάν η Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε σε τροχιά ένταξης στον τουρκικό χώρο επικυριαρχίας, το λογικό είναι οι ΗΠΑ να αναπροσαρμόζουν τα σενάριά τους ανάλογα και αντίστοιχα. Τόσο απλά: Η στρατηγικά ανύπαρκτη Ελλάδα και η υποψήφια για τουρκοποίηση Κύπρος αφαιρέθηκαν από συνομιλητές των στρατηγικών συναλλαγών και σύρθηκαν σε κλίνες Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων. Πολλά θα δούμε ακόμη, δυστυχώς και αναπόδραστα.
facebook, σελίδα βιβλίου
facebook, σελίδα βιβλίου
Οι «νερόβραστες» πλην βαθύτατων στρατηγικών νοημάτων αναφορές της Sloat στο ταξίδι του αμερικανού αντιπροέδρου στην Κύπρο υποδηλώνει τόσο τις επιλεγείσες τακτικές των Αμερικανών όσο και τα συμφέροντα που σμιλεύουν.
Κανείς δεν μπορεί να είναι βασιλικότερος του Βασιλέως και κυρίως οι κρατικοί λειτουργοί μιας μεγάλης δύναμης που χαράσσουν την στρατηγική της για τις επόμενες δεκαετίες όπως προχωράμε στον πολυτάραχο 21ο αιώνα. Ένα είναι σχεδόν πλήρως σίγουρο. Ο μελλοντικός χάρτης της περιοχής μας δεν θα είναι ο ίδιος και οτιδήποτε είναι πιθανό.
Για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα ας μου επιτραπεί να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα του αείμνηστου Κονδύλη από το πολυσυζητημένο «Επίμετρο» στο βιβλίο του Θεωρία του Πολέμου (Εκδόσεις Θεμέλιο). Ενέχει μεγάλη σημασία γιατί αυτή και άλλες ανάλογες ανεκτίμητες αναλύσεις και εκτιμήσεις αποτέλεσαν αφορμή για μύριες δολοφονικές επιθέσεις. Τα είκοσι τελευταία χρόνια μιλούσε στην Ελλάδα για μια αξιόπιστη αποτρεπτική εθνική στρατηγική δεχόταν καταιγισμό δολοφονικών πυροβολισμών από ένα πολύμορφο όχλο. Παραθέτουμε λοιπόν ένα εκτενές απόσπασμα του μεγάλου αναλυτή υπογραμμίζοντας ότι η καλή θεωρία και η καλή ανάλυση είναι αθάνατη και αλάνθαστη, πλην στην Ελλάδα διώκεται. Το εδάφιο του Κονδύλη με νόημα τελειώνει με την γνωστή ρήση «όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται»:
«Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις. Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους –ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο˙ γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε.!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε υπ ‘όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαϊστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται».
Τέλος, προς επίρρωση των πιο πάνω, μετά την ομιλία της αμερικανίδας υφυπουργού παραθέτουμε ένα άρθρο του γνωστού αναλυτή Robert Fisk ο οποίος αναλύει την επέλαση των ισλαμιστών εξτρεμιστών στο Ιράκ. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που αναφέρει για το ποιοι και πώς τους βοηθούν και πώς λειτουργούν οι ΗΠΑ. Τελειώνει με τη φράση: «θα μας καλέσουν μελλοντικά να δούμε τον πόλεμο αυτόν ως σεκταριστικό, ενώ είναι ένας πόλεμος μεταξύ ισλαμιστών σεκταριστών και ισλαμιστών μη σεκταριστών. Ο “τρόμος” θα προέρχεται από όπλα που εμείς (οι Αμερικανοί) στέλνουμε προς όλους τους εμπλεκόμενους».
piotita.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Mundial 2014: Λατρεία για τον Οτσόα (ΦΩΤΟ - VIDEO)
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΟ... ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΓΙΑ ΙΣΠΑΝΙΑ Ο ΜΙΤΣΕΛ (ΡΗΟΤΟ)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ