2014-06-21 13:58:22
Xειμώνας του 2001, πρώτη επαφή με την «Αμελί». Ακριβώς πριν πάω να τη δω έχω τσακωθεί άσχημα, η διάθεσή μου είναι χάλια, η ταραχή μου σε πολύ ανεβασμένα επίπεδα. Λάθος επιλογή τελικά να μπω στην αίθουσα σκέφτομαι, θα έπρεπε να το ματαιώσω, τι όρεξη για ταινία τώρα; Διαφημίσεις, προσεχώς, σκέψεις γύρω από όσα διαμοίφθησαν ελάχιστα πριν. Πρώτες στιγμές της ταινίας, 3 Σεπτεμβρίου 1973, μια μύγα που κουνά τα φτερά της 14.670 φορές το λεπτό πατιέται από ένα αυτοκίνητο, το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο που ο άνεμος παίζει με το τραπεζομάντιλο σε κάποιο εστιατόριο και δεν το παρατηρεί κανείς, το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο που ένας ηλικιωμένος έχοντας επιστρέψει από κηδεία σβήνει από το καρνέ το όνομα ενός ακόμη γνωστού του, το ίδιο ακριβώς δευτεόλεπτο που ένα σπερματοζωάριο του μπαμπά της Αμελί γονιμοποιεί το ωάριο της μαμάς της. Ένα χαμόγελο μάλλον σχηματίζεται στα χείλη μου, είμαι σχεδόν σίγουρος για αυτό, είμαι πάντως απόλυτα σίγουρος ότι αρχίζει να σχηματίζεται ένα εσωτερικό χαμόγελο. Μετά από λίγα λεπτά νιώθω στα αλήθεια καλά, καθώς η Αμελί Πουλάν, θύμα της πραγματικότητας από την παιδική ηλικία και ορκισμένος έκτοτε εχθρός της, με αποσπά από την πραγματικότητα και με μεταφέρει στον δικό της κόσμο.
Καλοκαίρι του 2014, ξαναβλέπω την Αμελί. Καταφέρνω και είμαι ταραγμένος πάλι. Φορολογικές ταραχές αυτή τη φορά. Ιδού ένα αδιάψευστο δείγμα ότι μεγάλωσες. Τώρα τις σκέψεις σου καταλαμβάνει η εφορία, τώρα τις ταραχές σου οικειοποιούνται δυσοίωνοι οικονομικοί υπολογισμοί. Τα πρώτα λεπτά θα επαναφέρουν το χαμόγελο, αν και πια πηγαίνω υποψιασμένος για την ευφορογόνο επίδραση της ταινίας. Μπορεί λοιπόν η αθωότητα της εμπειρίας της αλλαγής διάθεσης να έχει εξ αντικειμένου χαθεί, όλα τα υπόλοιπα όμως είναι λίγο πολύ εδώ, μπορεί το ακορντεόν από το βασικό μουσικό θέμα του Γιαν Τιρσέν να είναι έκτοτε χιλιοακουσμένο και να έχει γίνει εξ αυτού του γεγονότος μπανάλ, αλλά η ταινία ελάχιστες ρυτίδες έχει.
Kι επίσης υπάρχει μια βασική διαφορά του χειμερινού με τον θερινό κινηματογράφο. Στα θερινά σινεμά το θέαμα είναι συχνά διαδραστικό. Στη σκηνή που η Αμελί φαντάζεται πόσες γυναίκες έρχονται σε οργασμό αυτή τη στιγμή στο Παρίσι, στη σκηνή που βλέπουμε κι ακούμε γυναίκες να κραυγάζουν ηδονικά, μια γάτα αρχίζει να τις σιγοντάρει παπαγαλίζοντας τους ήχους που αυτές υποδύονταν. Ίσως και να είναι η ίδια γάτα που έχει γεννήσει δυο απόλυτα μικρά γατάκια τα οποία έχουν κουλουριαστεί στο διάδρομο και ενίοτε κυνηγιούνται.
Η Αμελί με τον πατέρα βασιλιά της ψύχρας και την μητέρα βασίλισσα της νευρασθένειας. Πατέρας και μητέρα ταιριάζουν στον αυτισμό τους και την συναισθηματική τους αποξένωση, έλα όμως που έχουν κάνει και παιδί, ο πατέρας που δεν έρχεται ποτέ κοντά στην Αμελί, ποτέ δεν την χαϊδεύει κι αγκαλιάζει, η μόνη φυσική επαφή μαζί της το μηνιαίο τσεκ απ που της κάνει, κι η καρδιά της Αμελί να χτυπά πιο γρήγορα από χαρά και η συγκίνηση για την εγγύτητα να περνιέται για ελάττωμα, σε αυτή την υπέροχη μεταφορά του Ζενέ. Και η Αμελί εξαιτίας της δήθεν ελαττωματικής καρδιάς της, να μεγαλώνει μόνη της, σπίτι, μακριά από την ανθρώπινη επαφή, μακριά από τα άλλα παιδιά, μακριά από το παιχνίδι και το φυσιολογικό.
Η σκηνή που η Αμελί βουτάει τον τυφλό από το μπράτσο και αρχίζει να του αφηγείται μεθυστικά τι συμβαίνει γύρω του, μπορεί να ειδωθεί κι αυτή ως μεταφορά, αυτή τη φορά για μια βασική λειτουργία του κινηματογράφου: ο κάθε θεατής είναι ένας τυφλός που περιμένει o σκηνοθέτης να τον πιάσει από τον μπράτσο. Οι μη σημαντικές ταινίες, οι ταινίες που είτε γυρίστηκαν απλά για να γυριστούν, είτε είχαν ευγενέστερες φιλοδοξίες που δεν τις πραγμάτωσαν, μας περνάνε απλά στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς καταφέρνουν να φορτώσουν τον εγκέφαλό μας με εικόνες, ήχους, μυρωδιές και νόημα. Οι ασήμαντες ταινίες τυφλούς μας παίρνουν και τυφλούς μας παραδίδουν, οι μεγάλες ταινίες σαν την Αμελί μας κάνουν να δούμε. Η Αμελί είναι μια εντελώς ποιητική ταινία, μια ταινία που διαπνέεται από μια βαθιά αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για την καθημερινότητα, μια ταινία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη συντομότατη σκηνή του τυφλού. Ο Ζαν Πιερ Ζενέ ήθελε να μας δείξει αυτά που αξίζει να δούμε. Ήθελε επίσης να πάρει το μάτι μας από την σκανδαλοθηρία της επικαιρότητας, από τα μελό της Λέιντι Ντι, από τα ψεύτικα παραμύθια και να χρησιμοποιήσει τη Λέιντι Ντι ως μοχλό για να μας παραδώσει ένα αληθινό και πανέμορφο παραμύθι.
Αν η Αμελί είναι μια ταινία τίγκα στον γενικό ρομαντισμό, δεν είναι πάντως σε καμία περίπτωση μια ταινία για τον ερωτικό ρομαντισμό. Αντίθετα αποδομεί σε μεγάλο βαθμό τον έρωτα: πάρε δυο ανθρώπους, δημιούργησέ τους την ιδέα ότι ο ένας γουστάρει τον άλλον κι ας τους να βράσουν στο ζουμί τους. Ο έρωτας είναι τόσο πολύ μια ιδέα και μια επιλογή βάσει αυτής της ιδέας. Η Αμελί πειραματίζεται και δημιουργεί τον έρωτα της Ζορζέτ από το πουθενά. Από το πουθενά προς το συγκεκριμένο αποδέκτη τουλάχιστον, γιατί από γενικό αντιερωτικό πουθενά δεν πάσχει κανένας. Η Αμελί επίσης επανασυγκολλεί το ραγισμένο ερωτικό παρελθόν της μεσήλικης γειτόνισσάς της που ζει δεκαετίες πληγωμένη και ματαιωμένη. Και έτσι η γειτόνισσα θα ζήσει εφεξής στο ψέμμα και την ευτυχία. Οι σκληροπυρηνικοί της αλήθειας μπορεί να την δουν τώρα ως θύμα, μπορεί τώρα να νιώσουν άσχημα για αυτή, ο Ζενέ και η Αμελί ξέρουν όμως πως όταν η πραγματικότητα σου κάνει κακό, τότε η φαντασία και το ψέμμα είναι αντίδοτα που σου κάνουν καλό.
Και ο έρωτας της Αμελί για τον Νίνο δεν είναι φυσικά ένας κανονικός έρωτας, αλλά περισσότερο ένα παιχνίδι μεγάλων παιδιών. Η Αμελί είναι 23, αλλά έχοντας στερηθεί κανονική παιδική ηλικία, λειτουργεί τώρα σαν μεγάλο παιδί. Παίζει μαζί του, του στήνει κυνήγια θαμμένου θησαυρού. Η ταινία δεν θα εξερευνήσει την πραγματικότητα της σχέσης τους, δεν την αφορά, δεν θα εξερευνήσει καν την πραγματικότητα του έρωτά τους. Αν ο έρωτας είναι μια ιδέα, εκείνη ερωτεύθηκε έναν τύπο που μαζεύει σκισμένες φωτογραφίες ταυτότητας, κι εκείνος αυτήν που του κάνει αυτά τα παιδικά κόλπα. Μαζί με τον τρόπο που αποφάσισε να παρέμβει στη ζωή των άλλων και να την κάνει καλύτερη, σκηνοθετώντας την επιστροφή των παιδικών χρόνων του Ντομινίκ Μπρετοντό, σκηνοθετώντας την επιστροφή της ερωτικής πίστης και των όρκων του αιώνιου έρωτα της γειτόνισσας, σκηνοθετώντας την (επίσης παιδικά σκανταλιάρικη) τιμωρία του σκληρού κι απάνθρωπου Κολινιόν, σκηνοθετώντας τον έρωτα της Ζορζέτ, σκηνοθετεί και τον δικό της έρωτα, αποφασίζοντας να κάνει και τη δική της ζωή καλύτερη.
Η Αμελί και ο Νίνο θα περάσουν μαζί λίγα παραμυθένια χρόνια και μετά θα πρέπει να αποφασίσουν, αν θα προτιμήσουν να μεταλλάξουν το παραμυθένιο εφηβικό τους τριπάκι σε σχέση ζωής επειδή έτσι είναι φτιαγμένοι, ο ένας και καλά για τον άλλον, ή, αντίθετα, αν γεμάτοι πια με μια πρώτη έντονη σχέση, θα περάσουν σε επόμενες πίστες ωριμότητας, ελευθερίας και αληθινού έρωτα. Μπορεί και να χώρισαν λοιπόν το 2004 ή το 2005. Επειδή η σχέση τους θα είχε χάσει πια τον ενθουσιασμό της. Ή επειδή κάποιος από τους δυο τους ερωτεύθηκε κάποιον άλλον. Μπορεί βέβαια και να παντρεύτηκαν και να έχουν παιδιά. Αλλά τότε η Αμελί δεν θα πρόλαβε να ζήσει, θα επέλεξε αντί της πραγματικότητας, όχι το αιώνιο παραμύθι, αλλά την έκπτωση του παραμυθιού σε καταφύγιο έναντι του φόβου.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
Καλοκαίρι του 2014, ξαναβλέπω την Αμελί. Καταφέρνω και είμαι ταραγμένος πάλι. Φορολογικές ταραχές αυτή τη φορά. Ιδού ένα αδιάψευστο δείγμα ότι μεγάλωσες. Τώρα τις σκέψεις σου καταλαμβάνει η εφορία, τώρα τις ταραχές σου οικειοποιούνται δυσοίωνοι οικονομικοί υπολογισμοί. Τα πρώτα λεπτά θα επαναφέρουν το χαμόγελο, αν και πια πηγαίνω υποψιασμένος για την ευφορογόνο επίδραση της ταινίας. Μπορεί λοιπόν η αθωότητα της εμπειρίας της αλλαγής διάθεσης να έχει εξ αντικειμένου χαθεί, όλα τα υπόλοιπα όμως είναι λίγο πολύ εδώ, μπορεί το ακορντεόν από το βασικό μουσικό θέμα του Γιαν Τιρσέν να είναι έκτοτε χιλιοακουσμένο και να έχει γίνει εξ αυτού του γεγονότος μπανάλ, αλλά η ταινία ελάχιστες ρυτίδες έχει.
Kι επίσης υπάρχει μια βασική διαφορά του χειμερινού με τον θερινό κινηματογράφο. Στα θερινά σινεμά το θέαμα είναι συχνά διαδραστικό. Στη σκηνή που η Αμελί φαντάζεται πόσες γυναίκες έρχονται σε οργασμό αυτή τη στιγμή στο Παρίσι, στη σκηνή που βλέπουμε κι ακούμε γυναίκες να κραυγάζουν ηδονικά, μια γάτα αρχίζει να τις σιγοντάρει παπαγαλίζοντας τους ήχους που αυτές υποδύονταν. Ίσως και να είναι η ίδια γάτα που έχει γεννήσει δυο απόλυτα μικρά γατάκια τα οποία έχουν κουλουριαστεί στο διάδρομο και ενίοτε κυνηγιούνται.
Η Αμελί με τον πατέρα βασιλιά της ψύχρας και την μητέρα βασίλισσα της νευρασθένειας. Πατέρας και μητέρα ταιριάζουν στον αυτισμό τους και την συναισθηματική τους αποξένωση, έλα όμως που έχουν κάνει και παιδί, ο πατέρας που δεν έρχεται ποτέ κοντά στην Αμελί, ποτέ δεν την χαϊδεύει κι αγκαλιάζει, η μόνη φυσική επαφή μαζί της το μηνιαίο τσεκ απ που της κάνει, κι η καρδιά της Αμελί να χτυπά πιο γρήγορα από χαρά και η συγκίνηση για την εγγύτητα να περνιέται για ελάττωμα, σε αυτή την υπέροχη μεταφορά του Ζενέ. Και η Αμελί εξαιτίας της δήθεν ελαττωματικής καρδιάς της, να μεγαλώνει μόνη της, σπίτι, μακριά από την ανθρώπινη επαφή, μακριά από τα άλλα παιδιά, μακριά από το παιχνίδι και το φυσιολογικό.
Η σκηνή που η Αμελί βουτάει τον τυφλό από το μπράτσο και αρχίζει να του αφηγείται μεθυστικά τι συμβαίνει γύρω του, μπορεί να ειδωθεί κι αυτή ως μεταφορά, αυτή τη φορά για μια βασική λειτουργία του κινηματογράφου: ο κάθε θεατής είναι ένας τυφλός που περιμένει o σκηνοθέτης να τον πιάσει από τον μπράτσο. Οι μη σημαντικές ταινίες, οι ταινίες που είτε γυρίστηκαν απλά για να γυριστούν, είτε είχαν ευγενέστερες φιλοδοξίες που δεν τις πραγμάτωσαν, μας περνάνε απλά στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς καταφέρνουν να φορτώσουν τον εγκέφαλό μας με εικόνες, ήχους, μυρωδιές και νόημα. Οι ασήμαντες ταινίες τυφλούς μας παίρνουν και τυφλούς μας παραδίδουν, οι μεγάλες ταινίες σαν την Αμελί μας κάνουν να δούμε. Η Αμελί είναι μια εντελώς ποιητική ταινία, μια ταινία που διαπνέεται από μια βαθιά αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για την καθημερινότητα, μια ταινία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη συντομότατη σκηνή του τυφλού. Ο Ζαν Πιερ Ζενέ ήθελε να μας δείξει αυτά που αξίζει να δούμε. Ήθελε επίσης να πάρει το μάτι μας από την σκανδαλοθηρία της επικαιρότητας, από τα μελό της Λέιντι Ντι, από τα ψεύτικα παραμύθια και να χρησιμοποιήσει τη Λέιντι Ντι ως μοχλό για να μας παραδώσει ένα αληθινό και πανέμορφο παραμύθι.
Αν η Αμελί είναι μια ταινία τίγκα στον γενικό ρομαντισμό, δεν είναι πάντως σε καμία περίπτωση μια ταινία για τον ερωτικό ρομαντισμό. Αντίθετα αποδομεί σε μεγάλο βαθμό τον έρωτα: πάρε δυο ανθρώπους, δημιούργησέ τους την ιδέα ότι ο ένας γουστάρει τον άλλον κι ας τους να βράσουν στο ζουμί τους. Ο έρωτας είναι τόσο πολύ μια ιδέα και μια επιλογή βάσει αυτής της ιδέας. Η Αμελί πειραματίζεται και δημιουργεί τον έρωτα της Ζορζέτ από το πουθενά. Από το πουθενά προς το συγκεκριμένο αποδέκτη τουλάχιστον, γιατί από γενικό αντιερωτικό πουθενά δεν πάσχει κανένας. Η Αμελί επίσης επανασυγκολλεί το ραγισμένο ερωτικό παρελθόν της μεσήλικης γειτόνισσάς της που ζει δεκαετίες πληγωμένη και ματαιωμένη. Και έτσι η γειτόνισσα θα ζήσει εφεξής στο ψέμμα και την ευτυχία. Οι σκληροπυρηνικοί της αλήθειας μπορεί να την δουν τώρα ως θύμα, μπορεί τώρα να νιώσουν άσχημα για αυτή, ο Ζενέ και η Αμελί ξέρουν όμως πως όταν η πραγματικότητα σου κάνει κακό, τότε η φαντασία και το ψέμμα είναι αντίδοτα που σου κάνουν καλό.
Και ο έρωτας της Αμελί για τον Νίνο δεν είναι φυσικά ένας κανονικός έρωτας, αλλά περισσότερο ένα παιχνίδι μεγάλων παιδιών. Η Αμελί είναι 23, αλλά έχοντας στερηθεί κανονική παιδική ηλικία, λειτουργεί τώρα σαν μεγάλο παιδί. Παίζει μαζί του, του στήνει κυνήγια θαμμένου θησαυρού. Η ταινία δεν θα εξερευνήσει την πραγματικότητα της σχέσης τους, δεν την αφορά, δεν θα εξερευνήσει καν την πραγματικότητα του έρωτά τους. Αν ο έρωτας είναι μια ιδέα, εκείνη ερωτεύθηκε έναν τύπο που μαζεύει σκισμένες φωτογραφίες ταυτότητας, κι εκείνος αυτήν που του κάνει αυτά τα παιδικά κόλπα. Μαζί με τον τρόπο που αποφάσισε να παρέμβει στη ζωή των άλλων και να την κάνει καλύτερη, σκηνοθετώντας την επιστροφή των παιδικών χρόνων του Ντομινίκ Μπρετοντό, σκηνοθετώντας την επιστροφή της ερωτικής πίστης και των όρκων του αιώνιου έρωτα της γειτόνισσας, σκηνοθετώντας την (επίσης παιδικά σκανταλιάρικη) τιμωρία του σκληρού κι απάνθρωπου Κολινιόν, σκηνοθετώντας τον έρωτα της Ζορζέτ, σκηνοθετεί και τον δικό της έρωτα, αποφασίζοντας να κάνει και τη δική της ζωή καλύτερη.
Η Αμελί και ο Νίνο θα περάσουν μαζί λίγα παραμυθένια χρόνια και μετά θα πρέπει να αποφασίσουν, αν θα προτιμήσουν να μεταλλάξουν το παραμυθένιο εφηβικό τους τριπάκι σε σχέση ζωής επειδή έτσι είναι φτιαγμένοι, ο ένας και καλά για τον άλλον, ή, αντίθετα, αν γεμάτοι πια με μια πρώτη έντονη σχέση, θα περάσουν σε επόμενες πίστες ωριμότητας, ελευθερίας και αληθινού έρωτα. Μπορεί και να χώρισαν λοιπόν το 2004 ή το 2005. Επειδή η σχέση τους θα είχε χάσει πια τον ενθουσιασμό της. Ή επειδή κάποιος από τους δυο τους ερωτεύθηκε κάποιον άλλον. Μπορεί βέβαια και να παντρεύτηκαν και να έχουν παιδιά. Αλλά τότε η Αμελί δεν θα πρόλαβε να ζήσει, θα επέλεξε αντί της πραγματικότητας, όχι το αιώνιο παραμύθι, αλλά την έκπτωση του παραμυθιού σε καταφύγιο έναντι του φόβου.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι 7 τροφές που δεν θα έβαζε στο στόμα του κανένας επιστήμονας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μουντιάλ 2014: Τώρα ζητάνε συγγνώμη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ