2014-06-23 20:01:34
ΤουΦίλιππου Φιλιππόπουλου
Λατρεύω τα διηγήματα.
Τα προτιμώ από τις χιλιάδες σελίδες των «saga», των «τριλογιών» ή των «τετραλογιών» και όλων αυτών των σημερινών φλύαρων επικών ιστοριών, που ξεκινούν από τον προ-προ-προπάππο του ήρωα ή της ηρωίδας, διακλαδίζονται σε άπειρες ιστορίες υποηρώων και υποεποχών, για να μαζεύτουν μαστόρικα ή άτεχνα στο τέλος κάποιου Χ-Ψ τόμου και να δώσουν το «επιτέλους τέλος» στον εξαντλημένο, παραζαλισμένο και τελείως πλέον αφυδατωμένο από σκέψεις και εικόνες αναγνώστη.
Θα σας κάνω, λοιπόν, μια παρουσίαση ενός βιβλίου διηγημάτων που δεν θα είναι ούτε αμερόληπτη, ούτε αντικειμενική, ούτε φιλολογική, αλλά καθαρά συναισθηματική, όπως βγαίνει από την τρυφερότητα των Ημερολογίων χαρμολύπης του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη. Τον Κωνσταντίνο δεν τον ήξερα. Τον γνώρισα μέσα από το πρώτο βιβλίο του (Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει) και τα διηγήματά του. Ήξερα μόνο λίγα βιογραφικά του στοιχεία, που και αυτά τα έμαθα από το “αυτί” του πρώτου του βιβλίου. Πως γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου, πως φοίτησε στο Γυμνάσιο Διδυμοτείχου, έπειτα στην Πάντειο, και έζησε 11 χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Διαβάζοντας τα Ημερολόγια χαρμολύπης με συγκίνησε η τάση του να επιστρέφει στα σχολικά και φοιτητικά του χρόνια για να αντλήσει μια ανθρώπινη απάντηση στα προβλήματα του χαοτικού σημερινού κόσμου, όπως τον περιγράφει, με σχεδόν ψυχρούς επιστημονικούς όρους, στο «οικονομικό» διήγημα του Αποστόλη. (σελ. 165)
Έτσι ο συγγραφέας, ακολουθώντας τα λόγια της ηρωίδας του Doris από τη Λαπάζ της Βολιβίας, στο διήγημά του «Με δύο φύλλα κόκας...», αν και ζει μια ολόκληρη ζωή, 11 χρόνια, στη Νέα Υόρκη, μέκκα του καπιταλισμού και κέντρο που κυριαρχείται από την ιδεολογία του ελεύθερου, αεικίνητου, ανεξέλεγκτου, κυριαρχικού «κεφαλαίου», αρνείται να αφεθεί στο αδηφάγο «melting pot» και να ομογενοποιηθεί», εντασσόμενος στο σύστημα «κέρδος» ως μέγιστη αξία – μοναδική επιδίωξη – υποταγή σ’ αυτό, και γυρίζει πεισματικά στη χώρα του, όπου η ατομικότητά του εντάσσεται αρμονικά στην ανθρώπινη κοινωνία του τόπου του με έναν τρόπο αβίαστο, σαν φυσικό φαινόμενο που ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει. Με την επιστροφή αυτή δυναμώνει η πίστη του σε πραγματικές αξίες ζωής και όχι σε αξίες εικονικής πραγματικότητας.
Διαβάζοντας τις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων του διαπιστώνει κανείς ότι η ελληνική κοινωνία και οι θεσμοί και δεσμοί της οικογένειας και της κοινότητας που την κυριαρχούν είναι πιο ανθεκτικοί από τους θεσμούς της βολιβιανής ηρωίδας, που ο μυστικιστικός της σύνδεσμος με το φυσικό της περιβάλλον φαίνεται ανίσχυρος να επιβιώσει στην επερχόμενη καταστροφή και τη γεμίζει μελαγχολία, πίκρα και απογοήτευση. (σελ. 251)
Αντίθετα, ο συνδετικός κρίκος των διηγημάτων ζωής, ο Δάσκαλος (σελ. 145 & 220), ανάγεται / βυθίζεται στη λογική αρχαιοελληνική σκέψη για να αντικρούσει το «άλογο» και ηθελημένα «αρύθμιστο» πρόταγμα αυτού που, ακόμα και ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί, ονομάζεται «οι αγορές», στις επιταγές των οποίων πρέπει άφευκτα όλοι να υποταχθούν σήμερα και να τους αναγνωρίσουν την απόλυτη κυριαρχία.
Τα πράγματα, οι διάφορες εκφάνσεις της πραγματικότητας, συγκρούονται μεταξύ τους και για κάποιο χρονικό διάστημα επικρατούν κάποιες έναντι των άλλων. Αυτή όμως η πρωτοκαθεδρία, όπως λέει ο Αναξίμανδρος στην προμετωπίδα του βιβλίου μας και μέσα από αυτόν ολόκληρη η αρχαιοελληνική αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο, δεν διαρκεί για πάντα. Κάποια στιγμή, «κατά την του χρόνου τάξιν», η όψη της πραγματικότητας που επικράτησε θα κληθεί να λογοδοτήσει στις άλλες και να επανορθώσει την αδικία που διέπραξε εις βάρος τους. Εδώ πρόκειται για μια νομοτελειακή και όχι συνειδητή αυτορρύθμιση. «Έσεται ημαρ» κραυγάζει ο Δάσκαλος (σελ. 223) με τα λόγια του Έκτορα στη συγκλονιστική στιγμή του αποχαιρετισμού του με την Ανδρομάχη στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας.
Έτσι ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας σαν στέρεο σημείο αναφοράς τις ακλόνητες αξίες που αντιπροσωπεύει ο Δάσκαλος και ως θεσμός και ως χαρακτήρας, προσπαθεί με τη λογική της αρχαιοελληνικής σκέψης να αντιπαρατεθεί μέσα από τα διηγήματά του σ’ αυτή την έκφανση / έκφραση της πραγματικότητας που σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί ως η ακαταμάχητη «λογική των αγορών». Αγορών που εμφανίζονται χωρίς εθνική, φυλετική ή κρατική ταυτότητα, και συνεπώς χωρίς εκπροσώπους (έθνη, φυλές, κράτη) που μπορούν να εντοπιστούν και να υποστούν αντίποινα. Είναι οι «απρόσωπες αγορές», άπιαστες και καλά κρυμμένες μέσα σ’ ένα κουβάρι γερά δεμένων και αλληλοεξαρτώμενων παγκόσμιων συναλλαγών. Και να σκεφτεί κανείς ότι η «αγορά», όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες στον αρχαίο κόσμο για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για τα θέματα της πόλης τους, ήταν το πρωταρχικό λίκνο της Δημοκρατίας.
Μπορεί τις συγκινητικές, τρυφερές και ανθρώπινες καταστάσεις που διηγείται το βιβλίο, και που προσπαθεί να τις εκφράσει ή να τις οικειοποιηθεί το εθνικό πολιτικό σύστημα με τους εκπροσώπους του βουλευτές και υπουργούς, να τις εκμεταλλευθεί ή να τις χειραγωγήσει αυτή η φαινομενικά αμείλικτη λογική των αγορών»; Δηλαδή «μπορεί να σχεδιαστεί μια κρίση» (σελ. 165 και 179-180), όπως αναρωτιέμαι ο οικονομολόγος ήρωας του ομώνυμου διηγήματος;
Ο απελπισμένος μπροστά στον επικείμενο θάνατο του πατέρα του, Χρήστος, που συνειδητοποιεί ότι «καμιά ζωή δεν είναι τελειωμένη και ουδείς μπορεί να υποκαταστήσει τον δημιουργό της», ο νοσταλγικός Ηλίας που αναζητά «εκείνο το νήμα που μας ενώνει», ο τρυφερός Πέτρος που αγκαλιάζει, γέρος πια, τη συμφοιτήτρια που πάντα τον αγαπούσε και που την ξαναβρίσκει πολύ αργά, ο στιβαρός, ανιδιοτελής αγωνιστής του Πολυτεχνείου Λεωνίδας, που στήνει πειρατικό ραδιοσταθμό για να βρει τη γυναίκα που έχασε κείνη τη φριχτή νύχτα της 17ης Νοεμβρίου, και όλες οι αισθαντικές φιγούρες, οι ήρωες των διηγημάτων του βιβλίου, μπορούν να «σχεδιαστούν» από τις «αγορές», ώστε οι «μελλοντικές δραστηριότητές τους, άρα και η συμπεριφορά τους» (σελ. 180) να οδηγούν σ’ αυτό που κάθε φορά οι «αγορές» θεωρούν επιθυμητό και «κερδοφόρο» γι’ αυτές αποτέλεσμα;
Ή αντίθετα, ακόμη κι αν για ένα χρονικό διάστημα η παρέμβαση στην ψυχολογία τους διαμορφώνει με μαθηματικό τρόπο ως αναγκαία την αλληλουχία των μελλοντικών τους ενεργειών, θα υπάρχει πάντα ένας «Δάσκαλος», που θα λειτουργεί ως σταθερό σημείο αναφοράς της προέλευσής τους, του πολιτισμού τους, της πνευματικής και κοινωνικής τους μόρφωσης, πάνω στο οποίο θα στηριχτούν για να αντιστρέψουν αυτό που οι κάθε μορφής ψυχρές «οικονομικές μελέτες» της ανθρώπινης συμπεριφοράς θεωρούν αναπόφευκτο; Ε, αυτή την απάντηση θα πρέπει να τη βρει ο αναγνώστης.
Οι ήρωες των διηγημάτων πάντως, αισιόδοξοι μαχητές οι περισσότεροι, και ανάμεσά τους η εμβληματική μορφή του Δασκάλου, πιστεύουν ότι εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε ένα πολύ ισχυρό και δοκιμασμένο οπλοστάσιο «ιδεών», αναγκαίο αλλά και ικανό, αν το συνειδητοποιήσουμε και το χρησιμοποιήσουμε κατά τον προορισμό του, να αντιμετωπίσει και να δώσει απαντήσεις στα διλήμματα αυτής της εποχής, που εμφανίζεται στα μάτια μας ως το μίζερο, αποτυχημένο τέλος του τόπου μας.
*O Φίλιππος Φιλιππόπουλος είναι δικηγόρος
liberals10
Λατρεύω τα διηγήματα.
Τα προτιμώ από τις χιλιάδες σελίδες των «saga», των «τριλογιών» ή των «τετραλογιών» και όλων αυτών των σημερινών φλύαρων επικών ιστοριών, που ξεκινούν από τον προ-προ-προπάππο του ήρωα ή της ηρωίδας, διακλαδίζονται σε άπειρες ιστορίες υποηρώων και υποεποχών, για να μαζεύτουν μαστόρικα ή άτεχνα στο τέλος κάποιου Χ-Ψ τόμου και να δώσουν το «επιτέλους τέλος» στον εξαντλημένο, παραζαλισμένο και τελείως πλέον αφυδατωμένο από σκέψεις και εικόνες αναγνώστη.
Θα σας κάνω, λοιπόν, μια παρουσίαση ενός βιβλίου διηγημάτων που δεν θα είναι ούτε αμερόληπτη, ούτε αντικειμενική, ούτε φιλολογική, αλλά καθαρά συναισθηματική, όπως βγαίνει από την τρυφερότητα των Ημερολογίων χαρμολύπης του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη. Τον Κωνσταντίνο δεν τον ήξερα. Τον γνώρισα μέσα από το πρώτο βιβλίο του (Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει) και τα διηγήματά του. Ήξερα μόνο λίγα βιογραφικά του στοιχεία, που και αυτά τα έμαθα από το “αυτί” του πρώτου του βιβλίου. Πως γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου, πως φοίτησε στο Γυμνάσιο Διδυμοτείχου, έπειτα στην Πάντειο, και έζησε 11 χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Διαβάζοντας τα Ημερολόγια χαρμολύπης με συγκίνησε η τάση του να επιστρέφει στα σχολικά και φοιτητικά του χρόνια για να αντλήσει μια ανθρώπινη απάντηση στα προβλήματα του χαοτικού σημερινού κόσμου, όπως τον περιγράφει, με σχεδόν ψυχρούς επιστημονικούς όρους, στο «οικονομικό» διήγημα του Αποστόλη. (σελ. 165)
Έτσι ο συγγραφέας, ακολουθώντας τα λόγια της ηρωίδας του Doris από τη Λαπάζ της Βολιβίας, στο διήγημά του «Με δύο φύλλα κόκας...», αν και ζει μια ολόκληρη ζωή, 11 χρόνια, στη Νέα Υόρκη, μέκκα του καπιταλισμού και κέντρο που κυριαρχείται από την ιδεολογία του ελεύθερου, αεικίνητου, ανεξέλεγκτου, κυριαρχικού «κεφαλαίου», αρνείται να αφεθεί στο αδηφάγο «melting pot» και να ομογενοποιηθεί», εντασσόμενος στο σύστημα «κέρδος» ως μέγιστη αξία – μοναδική επιδίωξη – υποταγή σ’ αυτό, και γυρίζει πεισματικά στη χώρα του, όπου η ατομικότητά του εντάσσεται αρμονικά στην ανθρώπινη κοινωνία του τόπου του με έναν τρόπο αβίαστο, σαν φυσικό φαινόμενο που ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει. Με την επιστροφή αυτή δυναμώνει η πίστη του σε πραγματικές αξίες ζωής και όχι σε αξίες εικονικής πραγματικότητας.
Διαβάζοντας τις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων του διαπιστώνει κανείς ότι η ελληνική κοινωνία και οι θεσμοί και δεσμοί της οικογένειας και της κοινότητας που την κυριαρχούν είναι πιο ανθεκτικοί από τους θεσμούς της βολιβιανής ηρωίδας, που ο μυστικιστικός της σύνδεσμος με το φυσικό της περιβάλλον φαίνεται ανίσχυρος να επιβιώσει στην επερχόμενη καταστροφή και τη γεμίζει μελαγχολία, πίκρα και απογοήτευση. (σελ. 251)
Αντίθετα, ο συνδετικός κρίκος των διηγημάτων ζωής, ο Δάσκαλος (σελ. 145 & 220), ανάγεται / βυθίζεται στη λογική αρχαιοελληνική σκέψη για να αντικρούσει το «άλογο» και ηθελημένα «αρύθμιστο» πρόταγμα αυτού που, ακόμα και ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί, ονομάζεται «οι αγορές», στις επιταγές των οποίων πρέπει άφευκτα όλοι να υποταχθούν σήμερα και να τους αναγνωρίσουν την απόλυτη κυριαρχία.
Τα πράγματα, οι διάφορες εκφάνσεις της πραγματικότητας, συγκρούονται μεταξύ τους και για κάποιο χρονικό διάστημα επικρατούν κάποιες έναντι των άλλων. Αυτή όμως η πρωτοκαθεδρία, όπως λέει ο Αναξίμανδρος στην προμετωπίδα του βιβλίου μας και μέσα από αυτόν ολόκληρη η αρχαιοελληνική αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο, δεν διαρκεί για πάντα. Κάποια στιγμή, «κατά την του χρόνου τάξιν», η όψη της πραγματικότητας που επικράτησε θα κληθεί να λογοδοτήσει στις άλλες και να επανορθώσει την αδικία που διέπραξε εις βάρος τους. Εδώ πρόκειται για μια νομοτελειακή και όχι συνειδητή αυτορρύθμιση. «Έσεται ημαρ» κραυγάζει ο Δάσκαλος (σελ. 223) με τα λόγια του Έκτορα στη συγκλονιστική στιγμή του αποχαιρετισμού του με την Ανδρομάχη στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας.
Έτσι ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας σαν στέρεο σημείο αναφοράς τις ακλόνητες αξίες που αντιπροσωπεύει ο Δάσκαλος και ως θεσμός και ως χαρακτήρας, προσπαθεί με τη λογική της αρχαιοελληνικής σκέψης να αντιπαρατεθεί μέσα από τα διηγήματά του σ’ αυτή την έκφανση / έκφραση της πραγματικότητας που σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί ως η ακαταμάχητη «λογική των αγορών». Αγορών που εμφανίζονται χωρίς εθνική, φυλετική ή κρατική ταυτότητα, και συνεπώς χωρίς εκπροσώπους (έθνη, φυλές, κράτη) που μπορούν να εντοπιστούν και να υποστούν αντίποινα. Είναι οι «απρόσωπες αγορές», άπιαστες και καλά κρυμμένες μέσα σ’ ένα κουβάρι γερά δεμένων και αλληλοεξαρτώμενων παγκόσμιων συναλλαγών. Και να σκεφτεί κανείς ότι η «αγορά», όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες στον αρχαίο κόσμο για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για τα θέματα της πόλης τους, ήταν το πρωταρχικό λίκνο της Δημοκρατίας.
Μπορεί τις συγκινητικές, τρυφερές και ανθρώπινες καταστάσεις που διηγείται το βιβλίο, και που προσπαθεί να τις εκφράσει ή να τις οικειοποιηθεί το εθνικό πολιτικό σύστημα με τους εκπροσώπους του βουλευτές και υπουργούς, να τις εκμεταλλευθεί ή να τις χειραγωγήσει αυτή η φαινομενικά αμείλικτη λογική των αγορών»; Δηλαδή «μπορεί να σχεδιαστεί μια κρίση» (σελ. 165 και 179-180), όπως αναρωτιέμαι ο οικονομολόγος ήρωας του ομώνυμου διηγήματος;
Ο απελπισμένος μπροστά στον επικείμενο θάνατο του πατέρα του, Χρήστος, που συνειδητοποιεί ότι «καμιά ζωή δεν είναι τελειωμένη και ουδείς μπορεί να υποκαταστήσει τον δημιουργό της», ο νοσταλγικός Ηλίας που αναζητά «εκείνο το νήμα που μας ενώνει», ο τρυφερός Πέτρος που αγκαλιάζει, γέρος πια, τη συμφοιτήτρια που πάντα τον αγαπούσε και που την ξαναβρίσκει πολύ αργά, ο στιβαρός, ανιδιοτελής αγωνιστής του Πολυτεχνείου Λεωνίδας, που στήνει πειρατικό ραδιοσταθμό για να βρει τη γυναίκα που έχασε κείνη τη φριχτή νύχτα της 17ης Νοεμβρίου, και όλες οι αισθαντικές φιγούρες, οι ήρωες των διηγημάτων του βιβλίου, μπορούν να «σχεδιαστούν» από τις «αγορές», ώστε οι «μελλοντικές δραστηριότητές τους, άρα και η συμπεριφορά τους» (σελ. 180) να οδηγούν σ’ αυτό που κάθε φορά οι «αγορές» θεωρούν επιθυμητό και «κερδοφόρο» γι’ αυτές αποτέλεσμα;
Ή αντίθετα, ακόμη κι αν για ένα χρονικό διάστημα η παρέμβαση στην ψυχολογία τους διαμορφώνει με μαθηματικό τρόπο ως αναγκαία την αλληλουχία των μελλοντικών τους ενεργειών, θα υπάρχει πάντα ένας «Δάσκαλος», που θα λειτουργεί ως σταθερό σημείο αναφοράς της προέλευσής τους, του πολιτισμού τους, της πνευματικής και κοινωνικής τους μόρφωσης, πάνω στο οποίο θα στηριχτούν για να αντιστρέψουν αυτό που οι κάθε μορφής ψυχρές «οικονομικές μελέτες» της ανθρώπινης συμπεριφοράς θεωρούν αναπόφευκτο; Ε, αυτή την απάντηση θα πρέπει να τη βρει ο αναγνώστης.
Οι ήρωες των διηγημάτων πάντως, αισιόδοξοι μαχητές οι περισσότεροι, και ανάμεσά τους η εμβληματική μορφή του Δασκάλου, πιστεύουν ότι εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε ένα πολύ ισχυρό και δοκιμασμένο οπλοστάσιο «ιδεών», αναγκαίο αλλά και ικανό, αν το συνειδητοποιήσουμε και το χρησιμοποιήσουμε κατά τον προορισμό του, να αντιμετωπίσει και να δώσει απαντήσεις στα διλήμματα αυτής της εποχής, που εμφανίζεται στα μάτια μας ως το μίζερο, αποτυχημένο τέλος του τόπου μας.
*O Φίλιππος Φιλιππόπουλος είναι δικηγόρος
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
InstaEnhancer: Cydia tweak new free
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποιοι δεν θα πληρώσουν έκτακτη εισφορά το 2014
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ