2014-07-06 21:59:46
Προηγουμένου Ι.Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη)
Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο
. Πρέπει να σταυρώση και να θάψη κανείς πρώτα τον παλαιό άνθρωπο (δηλαδή τον εγωισμό, τα πάθη και το ιδιοτελές θέλημα) στον Σταυρό και στον Τάφο του Χρίστου, για να αναστηθή μαζί του και να «περιπατήση εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4). Αυτό είναι το έργο της μετανοίας και η άρσις του Σταυρού του Χριστού. Χωρίς την μετάνοια, δηλαδή το διαρκές σταύρωμα του παλαιού ανθρώπου, ο πιστός δεν είναι δυνατόν να πιστεύση ευαγγελικά, δηλαδή να παραδώση ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό και να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος του (Μαρκ. 12, 30).
Γι’ αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
Ο μετανοών μοναχός φλέγεται από τον Θείον έρωτα. Η αγάπη του Θεού συνέχει την καρδία του, ώστε να μη ζη για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό. Η νύμφη ψυχή του ζητά συνεχώς με πόνο και με πόθο τον νυμφίο της και δεν ησυχάζει μέχρι να ενωθή μαζύ του. Δεν αναπαύεται να αγαπά τον Θεόν ως δούλος (από φόβο) ούτε ως μισθωτός (για την ανταμοιβή του Παραδείσου)· θέλει να τον αγαπά ως υιός, δηλαδή από καθαρή αγάπη. «Ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν αγαπώ γαρ αυτόν» έλεγε ο Μέγας Αντώνιος. Όσο περισσότερο μετανοεί, τόσο αυξάνει μέσα του ο πόθος της αγάπης του Θεού και όσο αγαπά τον Θεό, τόσο μετανοεί βαθύτερα.
Τα δάκρυα της μετανοίας ανάβουν το πυρ της αγάπης. Τον πόθο του για τον Κύριο τρέφει με την προσευχή και μάλιστα την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή επίκλησι του γλυκυτάτου ονόματος του Ιησού με την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η ευχή τον καθαρίζει και ασφαλίζει την ένωσί του με τον Χριστό.
Στην Λατρεία της Εκκλησίας ο μοναχός επίσης παραδίδεται με αγάπη στον Θεό και ο Θεός παραδίδεται σ’ αυτόν. Πολλές ώρες κάθε ημέρα ο μοναχός τις περνά στον Ναό λατρεύων τον αγαπώμενο Κύριο. Η μετοχή του στη Λατρεία δεν είναι «υποχρέωσι», αλλά ανάγκη της ψυχής του που διψά τον Θεό. Στα Αγιορείτικα Μοναστήρια κάθε ημέρα τελείται η θεία Λειτουργία και οι μοναχοί δεν βιάζονται να τελειώση η ακολουθία, όσες ώρες και αν διαρκή, γιατί δεν έχουν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να είναι σε κοινωνία με τον Λυτρωτή, την Μητέρα του Λυτρωτού και τους φίλους του Λυτρωτού. Έτσι η Λατρεία είναι χαρά και πανηγύρι, άνοιξι της ψυχής και πρόγευσι του Παραδείσου. Ζουν δηλαδή οι μονάχοι κατά τον αποστολικό τρόπο: «Πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά… καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ίερω, κλώντές τε κατ’ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, αινούντες τον Θεόν… (Πραξ. 2, 44 – 47).
Και μετά την απόλυσι της Ακολουθίας, ο μοναχός ζη λατρευτικά. Όλη του η ζωή στο μοναστήρι, το διακόνημα που εργάζεται, η τράπεζα, η προσευχή, η σιωπή και η ανάπαυσι, οι σχέσεις με τους αδελφούς και η υποδοχή των ξένων προσφέρονται σαν λειτουργία στην Αγία Τριάδα. Η αρχιτεκτονική των Μονών φανερώνει αυτήν την πραγματικότητα.
Από το Καθολικό και την Αγία του Τράπεζα ξεκινούν και εκεί επιστρέφουν όλα. Οι διάδρομοι, τα κελλιά, τα πάντα έχουν την αναφορά τους στο Καθολικό. Όλη η ζωή προσφέρεται στον Θεό και γίνεται Λατρεία του Θεού.
Τα υλικά στοιχεία, ακόμη, που χρησιμοποιούνται στην Λατρεία, μαρτυρούν για τη μεταμόρφωσι όλης της ζωής και όλης της κτίσεως από την χάρι του Θεού. Ο άρτος και ο οίνος της θ. Ευχαριστίας, το αγιασμένο έλαιο, το θυμίαμα, τα τάλαντα και οι καμπάνες, που σημαίνουν σε τακτές ώρες, τα κεριά και τα καντήλια, που αναβοσβήνουν σε ωρισμένες στιγμές της ακολουθίας, η κίνησι του «κανονάρχου» και των «εκκλησιαστικών» και τόσες άλλες κινήσεις και πράξεις, προβλεπόμενες από τα μακραίωνα μοναχικά τυπικά, δεν είναι ξηροί τύποι, ούτε ψυχολογικά κίνητρα συναισθηματικών συγκινήσεων, αλλά σημεία, απηχήματα και φανερώσεις της καινής κτίσεως. «Ολοι όσοι επισκέπτονται το Άγιον ‘Όρος, διαπιστώνουν ότι η Λατρεία δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Είναι μία κίνησι προς τον Θεό: η ψυχή ανεβαίνει στον Θεό, συνανυψώνει μαζύ της όλη την κτίσι.
Στην αγιορείτικη αγρυπνία έχει ο πιστός τη μοναδική εμπειρία της χαράς, που έρχεται στον κόσμο από το λυτρωτικό έργο του Χριστού και γεύεται την ύψιστη ποιότητα της ζωής, που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο μέσα στην Εκκλησία.
Η προτεραιότητα που δίνει ο μοναχισμός στην Λατρεία του Θεού υπενθυμίζει στην Εκκλησία και στον κόσμο ότι, αν η θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν ξαναγίνουν το κέντρο της ζωής μας, ο κόσμος μας δεν έχει την δυνατότητα να ενοποιηθή και να μεταμορφωθή, να ξεπεράση την διάσπασι, την ανισορροπία, το κενό και τον θάνατο, παρά τα φιλότιμα ανθρωπιστικά συστήματα και προγράμματα βελτιώσεως του κόσμου. Ο Μοναχισμός υπενθυμίζει ακόμη ότι η Θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν είναι «κάτι» μέσα στην ζωή μας, αλλά το «κέντρο», η πηγή της ανακαινίσεως και αγιασμού όλων των πτυχών της ζωής μας.
Η αγάπη του Θεού έχει σαν άμεσο καρπό την αγάπη της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και όλων των κτισμάτων του Θεού. Με την πολυχρόνια άσκησι ο μοναχός αποκτά την «ελεήμονα καρδίαν», που αγαπά όπως ο Θεός. Κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, ελεήμων καρδία είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος, εκ της ενθυμήσεως και της θεωρίας των οποίων ρέουσι οι οφθαλμοί δάκρυα, και εκ της πολλής συμπαθείας και ελεημοσύνης σμικρύνεται η καρδία του ελεήμονος, και δεν δύναται να υποφέρη ή να ίδη, ή να ακούση βλάβην τινά, ή λυπηρόν τι γινόμενον εις την κτίσιν και διά τούτο και υπέρ των άλογων ζώων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν, εύχεται κατά πάσαν ώραν μετά δακρύων, όπως φυλάξη αυτούς ο Θεός και ελεήση αυτούς· επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών ως εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης, ήτις κινείται εις την καρδίαν αυτού αμέτρως» (Λόγος πα’).
Στο «Γεροντικό» (Συλλογή αποφθεγμάτων και έργων των Πατέρων της Ερήμου) συναντούμε μορφές θυσίας και αγάπης, που θυμίζουν και φανερώνουν την αγάπη του Χριστού. Λέγεται ότι ο Αββάς Αγάθων έλεγε «ότι ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού». «Οίδες αγάπην τελείαν;» σχολιάζει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Η οργάνωσι εξ άλλου του κοινοβίου βασίζεται στην αγάπη, κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων των Ιεροσολύμων. Όπως ο Κύριος με τους Δώδεκα και όπως οι πρώτοι χριστιανοί, έτσι και οι μοναχοί έχουν την κοινοκτημοσύνη και την κοινή εν Χριστώ ζωή. Ο ηγούμενος δεν έχει τίποτε περισσότερο από ένα νεαρό δόκιμο. Κανείς δεν έχει χρήματα, που η μπορεί να διαθέση κατά βούλησι, έκτος από εκείνα που παίρνει ως ευλογία από τον ηγούμενο για συγκεκριμένη ανάγκη.
Η κοινοκτημοσύνη, η ισότης, η δικαιοσύνη, ο αμοιβαίος σεβασμός και η θυσία του ενός για όλους και όλων για τον κάθε ένα ανυψώνει την κοινοβιακή ζωή στο χώρο της πραγματικής αγάπης και ελευθέριας. Όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγες η μέρες σε αληθινά κοινόβια, γνωρίζουν τι χάρι έχει η αμοιβαία αγάπη των αδελφών και πόσο αναπαύει τις ψυχές. Έχει κανείς την αίσθησι ότι ζη με ιούς αγγέλους.
Ο διοργανωτής του Κοινοβίου Μέγας Βασίλειος ομιλεί χαρακτηριστικά για την εν Χριστώ αγάπη που επικρατεί στα κοινόβια: «Τι ημπορεί να παραβληθή με αυτού του είδους την ζωή; Τι είναι μακαριώτερον; Τι είναι αληθέστερον από την σύνδεσιν και την ένωσιν; Τι είναι χαριέστερον από την ανάμιξιν των χαρακτήρων και των ψυχών; Εκινήθησαν άνθρωποι από διαφόρους φυλάς και χώρας και συνηρμόσθησαν με τοιαύτην ακρίβειαν εις ένα, ώστε να θεωρούνται μία ψυχή εις πολλά σώματα και να φαίνωνται όργανα μιας γνώμης. Ο ασθενής εις το σώμα έχει πολλούς που υποφέρουν μαζί του κατά την διάθεσιν ο άρρωστος και αδύναμος εις την ψυχήν έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και τον ανορθώνουν.
Είναι εξ ίσου δούλοι ο ένας προς τον άλλον, είναι κύριοι ο ένας του άλλου, και με την ακαταμάχητον ελευθερίαν αμιλλώνται δια να επιδείξουν μεταξύ των την ακριβεστέραν δουλείαν, την οποίαν δεν επροξένησε βιαίως κάποια αναγκαία συμφορά, που προκαλεί πολλήν ανησυχίαν εις εκείνους που κυριεύει, αλλά εδημιουργήθη μετά χαράς από την ελευθερίαν της γνώμης· διότι η αγάπη υποτάσσει τους ελευθέρους τον ένα εις τον άλλον και εξασφαλίζει την ελευθερίαν με την ατομικήν εκλογήν εκάστου. Έτσι μας ηθέλησεν εξ αρχής ο Θεός και διά τούτο μας εδημιούργησεν. Αυτοί επαναφέρουν το αρχαίον καλόν, διότι επικαλύπτουν την αμαρτίαν του προπάτορος Αδάμ. Διότι δεν θα υπήρχε μεταξύ των ανθρώπων διαίρεσις και διάστασις και πόλεμος, εάν η αμαρτία δεν εδίχαζε την φύσιν. Αυτοί λοιπόν μιμούνται τον Σωτήρα και την ένσαρκον ζωήν Του.
Όπως δηλαδή εκείνος, όταν συνεκρότησε την ομάδα των μαθητών του, κατέστησε τα πάντα κοινά διά τους Αποστόλους, ακόμη και τον εαυτόν του, έτσι και αυτοί -όσοι βεβαίως τηρούν την ακρίβειαν του βίου- υπακούοντες εις τον Καθηγούμενον, μιμούνται με ακρίβειαν την ζωήν των Αποστόλων και του Κυρίου. Αυτοί ζηλεύουν την ζωήν των αγγέλων, διότι με ακρίβειαν φυλάττουν, όπως εκείνοι, τον κοινόν βίον. Δεν υπάρχει εις τους αγγέλους έρις ούτε φιλονικία ούτε αμφισβήτησις· τα πάντα ανήκουν εις τον καθένα και όλοι αποθηκεύουν διά τους εαυτούς των ολόκληρα τα καλά». (Ασκητικαί Διατάξεις 18, 2 μετάφρ. Κ. Καρακόλη, εκδ. Ε.Π.Ε., τ. 9, σελ. 479, 481).
Στα κοινόβια οι μοναχοί μπορούν να ζήσουν αποστολικά, γνήσια, το μυστήριο της Εκκλησίας, ως μυστήριο κοινωνίας και ενώσεως Θεού και ανθρώπων, να ζήσουν στην ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», που είναι το αίτημα όλων των Χριστιανών. Ο μοναχός γνωρίζει εκ πείρας ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα θρησκευτικό Ίδρυμα η ένας θεσμός, αλλά η εν Χριστώ αδελφότης, το Σώμα του Χριστού, η Σύναξι των πρώην διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού (Ιωάνν. 11, 52),, η εν Χριστώ οικογένειά του. Η εκκλησιολογική αυτή εμπειρία δίνει στον μοναχό την δυνατότητα να βλέπη τους αδελφούς του ως μέλη του ιδικού του σώματος και να τους τιμά όπως τον Χριστό. Έτσι Εξηγείται και η πρόθυμη φιλοξενία που προσφέρει ο μοναχός στους προσκυνητές και επισκέπτες, και η διαρκής μετά δακρύων προσευχή του για ζωντανούς και κεκοιμημένους αδελφούς, γνωστούς και αγνώστους.
Την αγάπη προς τους εν τω κόσμω αδελφούς, εκπληρώνουν οι μοναχοί και με άλλους τρόπους, όπως με την ψυχική ανάπαυσι και πνευματική συμπαράστασι που προσφέρουν στους αδελφούς των. Πολλοί αδελφοί ταλαιπωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά καταφεύγουν στα Μοναστήρια και ιδίως στο Άγιον ‘Όρος, για να βρουν την ειρήνη της ψυχής τους κοντά σε γέροντες και πνευματικούς, που έχουν ήδη ειρηνεύσει με τον Θεόν. Δεν είναι άλλωστε σπάνιες οι περιπτώσεις που πεπειραμένοι. Αγιορείτες Πνευματικοί εξέρχονται στον κόσμο, αναπαύουν και στηρίζουν στην πίστι πολλούς Χριστιανούς.
Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, μεγάλος Ρώσος ησυχαστής του περασμένου αιώνα, έλεγε χαρακτηριστικά: Ειρήνευσε συ με τον Θεό και πολλοί άνθρωποι θα έλθουν να ειρηνεύσουν κοντά σου. Ο όσιος Σεραφείμ μιλούσε από την προσωπική του πείρα, αλλά και από την πείρα της μακράς ησυχαστικής Παραδόσεως της Εκκλησίας. Είναι παρατηρημένο ότι όσο απεμακρύνοντο οι ειρηνεύσαντες με τον Θεό πατέρες στα βαθύτερα της Ερήμου, τόσο περισσότερα πλήθη κόσμου τους ακολουθούσαν για να ωφεληθούν.
Σε έκτακτες περιπτώσεις οι μονάχοι καλούνται από τον ίδιο τον Κύριο, όπως συνέβη με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, για να αναλάβουν ένα ευρύτερο κηρυκτικό και αφυπνιστικό έργο. Είναι όμως πάντα Θεόκλητοι και ποτέ αυτόκλητοι. Θα ημπορούσε άραγε ο Άγιος Κοσμάς να σώση και να φώτιση με το κήρυγμά του το δούλο γένος, εάν δεν είχε προηγουμένως φωτισθή και ελλαμφθή με την εικοσαετή μοναχική άσκησι, σιωπή, κάθαρσι και προσευχή;
Ο μοναχός δεν επιζητεί να σώση τον κόσμο με ποιμαντική η ιεραποστολική δράσι, γιατί «ως πτωχός τω πνεύματι» αισθάνεται ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις να σώση άλλους, πριν σωθή ο ίδιος. Ο μοναχός παραδίδεται στον Θεό χωρίς σχέδια και προοπτικές. Είναι πάντα στην διάθεσι του Κυρίου, έτοιμος να ακούση την κλήσι του. Ο Κύριος της Εκκλησίας προσκαλεί τους έργάτες του Αμπελώνος του για να εργασθούν με οποίο τρόπο Εκείνος βρίσκει σωστικό και πρόσφορο. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά εκάλεσε να αναλάβη την ποιμαντική προστασία των Θεσσαλονικέων και να θεολογήση ορθόδοξα την πατρώα ευσέβεια. Τον άγιο Κοσμά εκάλεσε να εξέλθη στο κήρυγμα και στις αποστολικές του πορείες, ενώ τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη εφώτισε να κηρύξη, χωρίς να εξέλθη στον κόσμο μέσω των Θεολογικωτάτων και πνευματικωτάτων συγγραφών του, που μέχρι σήμερα οδηγούν στον Θεό πολλές ψυχές.
Άλλοι μοναχοί εκλήθησαν από τον Κύριο να ωφελούν τον κόσμο με την σιωπή και την υπομονή τους, την προσευχή και τα δάκρυα τους, όπως συνέβη με τον αγιορείτη επίσης όσιο Λεόντιο (Διονυσιάτη), που επί εξήντα χρόνια δεν βγήκε από το μοναστήρι, κλεισμένος σ3 ένα σκοτεινό κελλί. Ο Κύριος εφανέρωσε ότι δέχθηκε την θυσία του δωρίζοντάς του το χάρισμα της προφητείας. Μετά την κοίμησί του το σώμα του ανέβλυσε μύρο.
Αλλά εκείνο, που κυρίως κάνει τον αγιαζόμενο μοναχό χαρά και φως του κόσμου είναι ότι διασώζει το «κατ’ εικόνα». Μέσα στην παρά φύσιν κατάστασι της αμαρτίας, που ζούμε, ξεχνάμε και χάνουμε το μέτρο του αληθινού ανθρώπου. Ποιος ήταν ο προπτωτικός άνθρωπος και ποιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος δηλαδή η εικόνα του Θεού, μας το φανερώνει ο αγιασμένος μοναχός. Έτσι ο μοναχός παραμένει για όσους τουλάχιστον ημπορούν να διακρίνουν τη βαθύτερη και αληθινή ανθρώπινη φύση χωρίς τις προκαταλήψεις των παρερχομένων ιδεολογιών — η ελπίδα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν ημπορή να θεωθή και αν δεν έχουμε προσωπικά γνωρίσει θεωμένους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ελπίζουμε στην δυνατότητα να ξεπεράση ο άνθρωπος την πεπτωκυΐα του κατάστασι και να επιτύχη τον σκοπό, για τον οποίο τον έπλασε ο Πανάγαθος Θεός, δηλαδή την χαριτωμένη θέωσι: Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φως μοναχοίς άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία» (Λόγος ΚΣΤ).
Έχοντας ο μοναχός την χάρι της θεώσεως ήδη από την παρούσα ζωή, γίνεται σημείο και μάρτυς της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Βασιλεία δε του Θεού κατά τους αγίους Πατέρας είναι η δωρεά και ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος. Μέσω του θεωμένου μοναχού γνωρίζει ο κόσμος «αγνώστως» και θεάται «αθεάτως» τον χαρακτήρα και την δόξα του θεωμένου ανθρώπου και της ερχομένης Βασιλείας του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Έτσι με τον μοναχισμό διατηρείται στην Εκκλησία η εσχατολογική συνείδησι της Αποστολικής Εκκλησίας, ζωντανή η προσδοκία του ερχομένου Κυρίου (μαράν αθά = ο Κύριος έρχεται), αλλά και η εν μέσω ημών ήδη μυστική παρουσία Του, το ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών έστι».
Η χαρισματική μνήμη του θανάτου και η γόνιμη παρθενία επεκτείνουν τον μοναχό στον μέλλοντα αιώνα. «Όπως διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εκ Παρθένου γεννάται (ο Χριστός) παρθενίαν νομοθετών», ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι… στρέφων από των δρωμένων επί τα μη βλεπόμενα» (Εις τον Μέγα Βασίλειον Επιτάφιος, P.G. 36, 576). Ο κατά Χριστόν παρθενεύων μοναχός υπερβάς όχι μόνο το παρά φύσι, αλλά και το κατά φύσι, και φθάσας εις το υπέρ φύσι μετέχει της αγγελικής αφύλου καταστάσεως, για την οποία μίλησε και ο Κύριος: «Εν γαρ τη αναστήσει ούτε γαμούσιν (νυμφεύονται) ούτε εκγαμίζονται (υπανδρεύονται), αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Όπως οι άγγελοι έτσι και οι μοναχοί παρθενεύουν όχι για να επιτύχουν πρακτικές ωφέλειες για την Εκκλησία (ιεραποστολική δράσι), αλλά για να λατρεύουν τον Θεό «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι αυτών» (Α’ Κορ. 6, 20).
Η παρθενία θέτει όριο στον Θάνατο, όπως θεολογεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας «o βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος», επειδή και κατ’ αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας περί αυτήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη διά παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν συντρίβεται πως και καταλύεται του θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται» (Περί Παρθενίας ιδ’, 1, 25 εν S.C. τ. 119, σελ. 436).
Το ευαγγελικό εσχατολογικό πνεύμα, που διατηρεί ο μοναχισμός, προφυλάσσει και την εν τω κόσμω Εκκλησία από την εκκοσμίκευσι και την συμμαχία με αμαρτωλές καταστάσεις, που είναι αντίθετες στο ευαγγελικό πνεύμα.
Τοπικά απομονωμένος και σιωπηλός, αλλά πνευματικά και μυστικά εν μέσω της Εκκλησίας και από υψηλό άμβωνα κηρύττει ο μοναχός τα δικαιώματα του Παντοκράτορος και την ανάγκη για απόλυτη χριστιανική ζωή. Προσανατολίζει τον κόσμο προς; την άνω Ιερουσαλήμ και την δόξα της Αγίας Τριάδος, σαν τον καθολικό σκοπό της δημιουργίας.
Αυτό είναι το αποστολικό κήρυγμα, που αυθεντικά κηρύττει σε κάθε εποχή ο Μοναχισμός και που προϋποθέτει την αποστολική αποταγή των πάντων και την εσταυρωμένη ζωή του αποστολικού έργου. ‘Όπως οι Άγιοι Απόστολοι, έτσι και οι Μοναχοί, «αφέντες πάντα» ακολουθούν τον ‘Ιησού και εκπληρώνουν τον λόγο Του: «πας ος αφήκεν οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 29). «Μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» συμμερίζονται τα παθήματα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις αγρυπνίες και την κατά κόσμον ανασφάλεια των Αγίων Αποστόλων.
Αξιώνονται όμως, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, να γίνουν «επόπται και της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. ], 16) και να λάβουν προσωπική εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε επίσης αποστολικά να ημπορούν να ειπούν όχι μόνον το «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15), αλλά και το «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· -και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’ Ιωάνν. 1,1 – 2).
Αυτή η θέα της δόξης του Θεού και η γλυκυτάτη επίσκεψι του Χριστού στον μοναχό δικαιώνει όλους τους αποστολικούς του αγώνες και κάνει την μοναχική ζωή την «όντως ζωήν» και «μακαρίαν ζωήν», την οποίαν με τίποτε δεν ανταλλάσσει, οποίος ταπεινός μοναχός χάριτι Θεού έστω και έπ3 ολίγον την εγνώρισε.
Αυτή την χάρι ακτινοβολεί μυστικά ο μοναχός και προς τους εν τω κόσμω αδελφούς του, ώστε όλοι να ιδούν, να μετανοήσουν, να πιστεύσουν, να παρηγορηθούν, να χαρούν εν Κυρίω και να δοξάσουν τον
Ελεήμονα Θεόν «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. 9, 8).
Πηγή: αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Ευαγγελικός Μοναχισμός, περίοδος β΄, Τεύχος 1ο, σελ. 64-80, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976.
http://www.pemptousia.gr
Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο
Γι’ αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
Ο μετανοών μοναχός φλέγεται από τον Θείον έρωτα. Η αγάπη του Θεού συνέχει την καρδία του, ώστε να μη ζη για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό. Η νύμφη ψυχή του ζητά συνεχώς με πόνο και με πόθο τον νυμφίο της και δεν ησυχάζει μέχρι να ενωθή μαζύ του. Δεν αναπαύεται να αγαπά τον Θεόν ως δούλος (από φόβο) ούτε ως μισθωτός (για την ανταμοιβή του Παραδείσου)· θέλει να τον αγαπά ως υιός, δηλαδή από καθαρή αγάπη. «Ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν αγαπώ γαρ αυτόν» έλεγε ο Μέγας Αντώνιος. Όσο περισσότερο μετανοεί, τόσο αυξάνει μέσα του ο πόθος της αγάπης του Θεού και όσο αγαπά τον Θεό, τόσο μετανοεί βαθύτερα.
Τα δάκρυα της μετανοίας ανάβουν το πυρ της αγάπης. Τον πόθο του για τον Κύριο τρέφει με την προσευχή και μάλιστα την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή επίκλησι του γλυκυτάτου ονόματος του Ιησού με την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η ευχή τον καθαρίζει και ασφαλίζει την ένωσί του με τον Χριστό.
Στην Λατρεία της Εκκλησίας ο μοναχός επίσης παραδίδεται με αγάπη στον Θεό και ο Θεός παραδίδεται σ’ αυτόν. Πολλές ώρες κάθε ημέρα ο μοναχός τις περνά στον Ναό λατρεύων τον αγαπώμενο Κύριο. Η μετοχή του στη Λατρεία δεν είναι «υποχρέωσι», αλλά ανάγκη της ψυχής του που διψά τον Θεό. Στα Αγιορείτικα Μοναστήρια κάθε ημέρα τελείται η θεία Λειτουργία και οι μοναχοί δεν βιάζονται να τελειώση η ακολουθία, όσες ώρες και αν διαρκή, γιατί δεν έχουν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να είναι σε κοινωνία με τον Λυτρωτή, την Μητέρα του Λυτρωτού και τους φίλους του Λυτρωτού. Έτσι η Λατρεία είναι χαρά και πανηγύρι, άνοιξι της ψυχής και πρόγευσι του Παραδείσου. Ζουν δηλαδή οι μονάχοι κατά τον αποστολικό τρόπο: «Πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά… καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ίερω, κλώντές τε κατ’ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, αινούντες τον Θεόν… (Πραξ. 2, 44 – 47).
Και μετά την απόλυσι της Ακολουθίας, ο μοναχός ζη λατρευτικά. Όλη του η ζωή στο μοναστήρι, το διακόνημα που εργάζεται, η τράπεζα, η προσευχή, η σιωπή και η ανάπαυσι, οι σχέσεις με τους αδελφούς και η υποδοχή των ξένων προσφέρονται σαν λειτουργία στην Αγία Τριάδα. Η αρχιτεκτονική των Μονών φανερώνει αυτήν την πραγματικότητα.
Από το Καθολικό και την Αγία του Τράπεζα ξεκινούν και εκεί επιστρέφουν όλα. Οι διάδρομοι, τα κελλιά, τα πάντα έχουν την αναφορά τους στο Καθολικό. Όλη η ζωή προσφέρεται στον Θεό και γίνεται Λατρεία του Θεού.
Τα υλικά στοιχεία, ακόμη, που χρησιμοποιούνται στην Λατρεία, μαρτυρούν για τη μεταμόρφωσι όλης της ζωής και όλης της κτίσεως από την χάρι του Θεού. Ο άρτος και ο οίνος της θ. Ευχαριστίας, το αγιασμένο έλαιο, το θυμίαμα, τα τάλαντα και οι καμπάνες, που σημαίνουν σε τακτές ώρες, τα κεριά και τα καντήλια, που αναβοσβήνουν σε ωρισμένες στιγμές της ακολουθίας, η κίνησι του «κανονάρχου» και των «εκκλησιαστικών» και τόσες άλλες κινήσεις και πράξεις, προβλεπόμενες από τα μακραίωνα μοναχικά τυπικά, δεν είναι ξηροί τύποι, ούτε ψυχολογικά κίνητρα συναισθηματικών συγκινήσεων, αλλά σημεία, απηχήματα και φανερώσεις της καινής κτίσεως. «Ολοι όσοι επισκέπτονται το Άγιον ‘Όρος, διαπιστώνουν ότι η Λατρεία δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Είναι μία κίνησι προς τον Θεό: η ψυχή ανεβαίνει στον Θεό, συνανυψώνει μαζύ της όλη την κτίσι.
Στην αγιορείτικη αγρυπνία έχει ο πιστός τη μοναδική εμπειρία της χαράς, που έρχεται στον κόσμο από το λυτρωτικό έργο του Χριστού και γεύεται την ύψιστη ποιότητα της ζωής, που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο μέσα στην Εκκλησία.
Η προτεραιότητα που δίνει ο μοναχισμός στην Λατρεία του Θεού υπενθυμίζει στην Εκκλησία και στον κόσμο ότι, αν η θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν ξαναγίνουν το κέντρο της ζωής μας, ο κόσμος μας δεν έχει την δυνατότητα να ενοποιηθή και να μεταμορφωθή, να ξεπεράση την διάσπασι, την ανισορροπία, το κενό και τον θάνατο, παρά τα φιλότιμα ανθρωπιστικά συστήματα και προγράμματα βελτιώσεως του κόσμου. Ο Μοναχισμός υπενθυμίζει ακόμη ότι η Θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν είναι «κάτι» μέσα στην ζωή μας, αλλά το «κέντρο», η πηγή της ανακαινίσεως και αγιασμού όλων των πτυχών της ζωής μας.
Η αγάπη του Θεού έχει σαν άμεσο καρπό την αγάπη της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και όλων των κτισμάτων του Θεού. Με την πολυχρόνια άσκησι ο μοναχός αποκτά την «ελεήμονα καρδίαν», που αγαπά όπως ο Θεός. Κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, ελεήμων καρδία είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος, εκ της ενθυμήσεως και της θεωρίας των οποίων ρέουσι οι οφθαλμοί δάκρυα, και εκ της πολλής συμπαθείας και ελεημοσύνης σμικρύνεται η καρδία του ελεήμονος, και δεν δύναται να υποφέρη ή να ίδη, ή να ακούση βλάβην τινά, ή λυπηρόν τι γινόμενον εις την κτίσιν και διά τούτο και υπέρ των άλογων ζώων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν, εύχεται κατά πάσαν ώραν μετά δακρύων, όπως φυλάξη αυτούς ο Θεός και ελεήση αυτούς· επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών ως εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης, ήτις κινείται εις την καρδίαν αυτού αμέτρως» (Λόγος πα’).
Στο «Γεροντικό» (Συλλογή αποφθεγμάτων και έργων των Πατέρων της Ερήμου) συναντούμε μορφές θυσίας και αγάπης, που θυμίζουν και φανερώνουν την αγάπη του Χριστού. Λέγεται ότι ο Αββάς Αγάθων έλεγε «ότι ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού». «Οίδες αγάπην τελείαν;» σχολιάζει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Η οργάνωσι εξ άλλου του κοινοβίου βασίζεται στην αγάπη, κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων των Ιεροσολύμων. Όπως ο Κύριος με τους Δώδεκα και όπως οι πρώτοι χριστιανοί, έτσι και οι μοναχοί έχουν την κοινοκτημοσύνη και την κοινή εν Χριστώ ζωή. Ο ηγούμενος δεν έχει τίποτε περισσότερο από ένα νεαρό δόκιμο. Κανείς δεν έχει χρήματα, που η μπορεί να διαθέση κατά βούλησι, έκτος από εκείνα που παίρνει ως ευλογία από τον ηγούμενο για συγκεκριμένη ανάγκη.
Η κοινοκτημοσύνη, η ισότης, η δικαιοσύνη, ο αμοιβαίος σεβασμός και η θυσία του ενός για όλους και όλων για τον κάθε ένα ανυψώνει την κοινοβιακή ζωή στο χώρο της πραγματικής αγάπης και ελευθέριας. Όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγες η μέρες σε αληθινά κοινόβια, γνωρίζουν τι χάρι έχει η αμοιβαία αγάπη των αδελφών και πόσο αναπαύει τις ψυχές. Έχει κανείς την αίσθησι ότι ζη με ιούς αγγέλους.
Ο διοργανωτής του Κοινοβίου Μέγας Βασίλειος ομιλεί χαρακτηριστικά για την εν Χριστώ αγάπη που επικρατεί στα κοινόβια: «Τι ημπορεί να παραβληθή με αυτού του είδους την ζωή; Τι είναι μακαριώτερον; Τι είναι αληθέστερον από την σύνδεσιν και την ένωσιν; Τι είναι χαριέστερον από την ανάμιξιν των χαρακτήρων και των ψυχών; Εκινήθησαν άνθρωποι από διαφόρους φυλάς και χώρας και συνηρμόσθησαν με τοιαύτην ακρίβειαν εις ένα, ώστε να θεωρούνται μία ψυχή εις πολλά σώματα και να φαίνωνται όργανα μιας γνώμης. Ο ασθενής εις το σώμα έχει πολλούς που υποφέρουν μαζί του κατά την διάθεσιν ο άρρωστος και αδύναμος εις την ψυχήν έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και τον ανορθώνουν.
Είναι εξ ίσου δούλοι ο ένας προς τον άλλον, είναι κύριοι ο ένας του άλλου, και με την ακαταμάχητον ελευθερίαν αμιλλώνται δια να επιδείξουν μεταξύ των την ακριβεστέραν δουλείαν, την οποίαν δεν επροξένησε βιαίως κάποια αναγκαία συμφορά, που προκαλεί πολλήν ανησυχίαν εις εκείνους που κυριεύει, αλλά εδημιουργήθη μετά χαράς από την ελευθερίαν της γνώμης· διότι η αγάπη υποτάσσει τους ελευθέρους τον ένα εις τον άλλον και εξασφαλίζει την ελευθερίαν με την ατομικήν εκλογήν εκάστου. Έτσι μας ηθέλησεν εξ αρχής ο Θεός και διά τούτο μας εδημιούργησεν. Αυτοί επαναφέρουν το αρχαίον καλόν, διότι επικαλύπτουν την αμαρτίαν του προπάτορος Αδάμ. Διότι δεν θα υπήρχε μεταξύ των ανθρώπων διαίρεσις και διάστασις και πόλεμος, εάν η αμαρτία δεν εδίχαζε την φύσιν. Αυτοί λοιπόν μιμούνται τον Σωτήρα και την ένσαρκον ζωήν Του.
Όπως δηλαδή εκείνος, όταν συνεκρότησε την ομάδα των μαθητών του, κατέστησε τα πάντα κοινά διά τους Αποστόλους, ακόμη και τον εαυτόν του, έτσι και αυτοί -όσοι βεβαίως τηρούν την ακρίβειαν του βίου- υπακούοντες εις τον Καθηγούμενον, μιμούνται με ακρίβειαν την ζωήν των Αποστόλων και του Κυρίου. Αυτοί ζηλεύουν την ζωήν των αγγέλων, διότι με ακρίβειαν φυλάττουν, όπως εκείνοι, τον κοινόν βίον. Δεν υπάρχει εις τους αγγέλους έρις ούτε φιλονικία ούτε αμφισβήτησις· τα πάντα ανήκουν εις τον καθένα και όλοι αποθηκεύουν διά τους εαυτούς των ολόκληρα τα καλά». (Ασκητικαί Διατάξεις 18, 2 μετάφρ. Κ. Καρακόλη, εκδ. Ε.Π.Ε., τ. 9, σελ. 479, 481).
Στα κοινόβια οι μοναχοί μπορούν να ζήσουν αποστολικά, γνήσια, το μυστήριο της Εκκλησίας, ως μυστήριο κοινωνίας και ενώσεως Θεού και ανθρώπων, να ζήσουν στην ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», που είναι το αίτημα όλων των Χριστιανών. Ο μοναχός γνωρίζει εκ πείρας ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα θρησκευτικό Ίδρυμα η ένας θεσμός, αλλά η εν Χριστώ αδελφότης, το Σώμα του Χριστού, η Σύναξι των πρώην διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού (Ιωάνν. 11, 52),, η εν Χριστώ οικογένειά του. Η εκκλησιολογική αυτή εμπειρία δίνει στον μοναχό την δυνατότητα να βλέπη τους αδελφούς του ως μέλη του ιδικού του σώματος και να τους τιμά όπως τον Χριστό. Έτσι Εξηγείται και η πρόθυμη φιλοξενία που προσφέρει ο μοναχός στους προσκυνητές και επισκέπτες, και η διαρκής μετά δακρύων προσευχή του για ζωντανούς και κεκοιμημένους αδελφούς, γνωστούς και αγνώστους.
Την αγάπη προς τους εν τω κόσμω αδελφούς, εκπληρώνουν οι μοναχοί και με άλλους τρόπους, όπως με την ψυχική ανάπαυσι και πνευματική συμπαράστασι που προσφέρουν στους αδελφούς των. Πολλοί αδελφοί ταλαιπωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά καταφεύγουν στα Μοναστήρια και ιδίως στο Άγιον ‘Όρος, για να βρουν την ειρήνη της ψυχής τους κοντά σε γέροντες και πνευματικούς, που έχουν ήδη ειρηνεύσει με τον Θεόν. Δεν είναι άλλωστε σπάνιες οι περιπτώσεις που πεπειραμένοι. Αγιορείτες Πνευματικοί εξέρχονται στον κόσμο, αναπαύουν και στηρίζουν στην πίστι πολλούς Χριστιανούς.
Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, μεγάλος Ρώσος ησυχαστής του περασμένου αιώνα, έλεγε χαρακτηριστικά: Ειρήνευσε συ με τον Θεό και πολλοί άνθρωποι θα έλθουν να ειρηνεύσουν κοντά σου. Ο όσιος Σεραφείμ μιλούσε από την προσωπική του πείρα, αλλά και από την πείρα της μακράς ησυχαστικής Παραδόσεως της Εκκλησίας. Είναι παρατηρημένο ότι όσο απεμακρύνοντο οι ειρηνεύσαντες με τον Θεό πατέρες στα βαθύτερα της Ερήμου, τόσο περισσότερα πλήθη κόσμου τους ακολουθούσαν για να ωφεληθούν.
Σε έκτακτες περιπτώσεις οι μονάχοι καλούνται από τον ίδιο τον Κύριο, όπως συνέβη με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, για να αναλάβουν ένα ευρύτερο κηρυκτικό και αφυπνιστικό έργο. Είναι όμως πάντα Θεόκλητοι και ποτέ αυτόκλητοι. Θα ημπορούσε άραγε ο Άγιος Κοσμάς να σώση και να φώτιση με το κήρυγμά του το δούλο γένος, εάν δεν είχε προηγουμένως φωτισθή και ελλαμφθή με την εικοσαετή μοναχική άσκησι, σιωπή, κάθαρσι και προσευχή;
Ο μοναχός δεν επιζητεί να σώση τον κόσμο με ποιμαντική η ιεραποστολική δράσι, γιατί «ως πτωχός τω πνεύματι» αισθάνεται ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις να σώση άλλους, πριν σωθή ο ίδιος. Ο μοναχός παραδίδεται στον Θεό χωρίς σχέδια και προοπτικές. Είναι πάντα στην διάθεσι του Κυρίου, έτοιμος να ακούση την κλήσι του. Ο Κύριος της Εκκλησίας προσκαλεί τους έργάτες του Αμπελώνος του για να εργασθούν με οποίο τρόπο Εκείνος βρίσκει σωστικό και πρόσφορο. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά εκάλεσε να αναλάβη την ποιμαντική προστασία των Θεσσαλονικέων και να θεολογήση ορθόδοξα την πατρώα ευσέβεια. Τον άγιο Κοσμά εκάλεσε να εξέλθη στο κήρυγμα και στις αποστολικές του πορείες, ενώ τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη εφώτισε να κηρύξη, χωρίς να εξέλθη στον κόσμο μέσω των Θεολογικωτάτων και πνευματικωτάτων συγγραφών του, που μέχρι σήμερα οδηγούν στον Θεό πολλές ψυχές.
Άλλοι μοναχοί εκλήθησαν από τον Κύριο να ωφελούν τον κόσμο με την σιωπή και την υπομονή τους, την προσευχή και τα δάκρυα τους, όπως συνέβη με τον αγιορείτη επίσης όσιο Λεόντιο (Διονυσιάτη), που επί εξήντα χρόνια δεν βγήκε από το μοναστήρι, κλεισμένος σ3 ένα σκοτεινό κελλί. Ο Κύριος εφανέρωσε ότι δέχθηκε την θυσία του δωρίζοντάς του το χάρισμα της προφητείας. Μετά την κοίμησί του το σώμα του ανέβλυσε μύρο.
Αλλά εκείνο, που κυρίως κάνει τον αγιαζόμενο μοναχό χαρά και φως του κόσμου είναι ότι διασώζει το «κατ’ εικόνα». Μέσα στην παρά φύσιν κατάστασι της αμαρτίας, που ζούμε, ξεχνάμε και χάνουμε το μέτρο του αληθινού ανθρώπου. Ποιος ήταν ο προπτωτικός άνθρωπος και ποιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος δηλαδή η εικόνα του Θεού, μας το φανερώνει ο αγιασμένος μοναχός. Έτσι ο μοναχός παραμένει για όσους τουλάχιστον ημπορούν να διακρίνουν τη βαθύτερη και αληθινή ανθρώπινη φύση χωρίς τις προκαταλήψεις των παρερχομένων ιδεολογιών — η ελπίδα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν ημπορή να θεωθή και αν δεν έχουμε προσωπικά γνωρίσει θεωμένους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ελπίζουμε στην δυνατότητα να ξεπεράση ο άνθρωπος την πεπτωκυΐα του κατάστασι και να επιτύχη τον σκοπό, για τον οποίο τον έπλασε ο Πανάγαθος Θεός, δηλαδή την χαριτωμένη θέωσι: Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φως μοναχοίς άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία» (Λόγος ΚΣΤ).
Έχοντας ο μοναχός την χάρι της θεώσεως ήδη από την παρούσα ζωή, γίνεται σημείο και μάρτυς της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Βασιλεία δε του Θεού κατά τους αγίους Πατέρας είναι η δωρεά και ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος. Μέσω του θεωμένου μοναχού γνωρίζει ο κόσμος «αγνώστως» και θεάται «αθεάτως» τον χαρακτήρα και την δόξα του θεωμένου ανθρώπου και της ερχομένης Βασιλείας του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Έτσι με τον μοναχισμό διατηρείται στην Εκκλησία η εσχατολογική συνείδησι της Αποστολικής Εκκλησίας, ζωντανή η προσδοκία του ερχομένου Κυρίου (μαράν αθά = ο Κύριος έρχεται), αλλά και η εν μέσω ημών ήδη μυστική παρουσία Του, το ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών έστι».
Η χαρισματική μνήμη του θανάτου και η γόνιμη παρθενία επεκτείνουν τον μοναχό στον μέλλοντα αιώνα. «Όπως διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εκ Παρθένου γεννάται (ο Χριστός) παρθενίαν νομοθετών», ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι… στρέφων από των δρωμένων επί τα μη βλεπόμενα» (Εις τον Μέγα Βασίλειον Επιτάφιος, P.G. 36, 576). Ο κατά Χριστόν παρθενεύων μοναχός υπερβάς όχι μόνο το παρά φύσι, αλλά και το κατά φύσι, και φθάσας εις το υπέρ φύσι μετέχει της αγγελικής αφύλου καταστάσεως, για την οποία μίλησε και ο Κύριος: «Εν γαρ τη αναστήσει ούτε γαμούσιν (νυμφεύονται) ούτε εκγαμίζονται (υπανδρεύονται), αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Όπως οι άγγελοι έτσι και οι μοναχοί παρθενεύουν όχι για να επιτύχουν πρακτικές ωφέλειες για την Εκκλησία (ιεραποστολική δράσι), αλλά για να λατρεύουν τον Θεό «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι αυτών» (Α’ Κορ. 6, 20).
Η παρθενία θέτει όριο στον Θάνατο, όπως θεολογεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας «o βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος», επειδή και κατ’ αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας περί αυτήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη διά παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν συντρίβεται πως και καταλύεται του θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται» (Περί Παρθενίας ιδ’, 1, 25 εν S.C. τ. 119, σελ. 436).
Το ευαγγελικό εσχατολογικό πνεύμα, που διατηρεί ο μοναχισμός, προφυλάσσει και την εν τω κόσμω Εκκλησία από την εκκοσμίκευσι και την συμμαχία με αμαρτωλές καταστάσεις, που είναι αντίθετες στο ευαγγελικό πνεύμα.
Τοπικά απομονωμένος και σιωπηλός, αλλά πνευματικά και μυστικά εν μέσω της Εκκλησίας και από υψηλό άμβωνα κηρύττει ο μοναχός τα δικαιώματα του Παντοκράτορος και την ανάγκη για απόλυτη χριστιανική ζωή. Προσανατολίζει τον κόσμο προς; την άνω Ιερουσαλήμ και την δόξα της Αγίας Τριάδος, σαν τον καθολικό σκοπό της δημιουργίας.
Αυτό είναι το αποστολικό κήρυγμα, που αυθεντικά κηρύττει σε κάθε εποχή ο Μοναχισμός και που προϋποθέτει την αποστολική αποταγή των πάντων και την εσταυρωμένη ζωή του αποστολικού έργου. ‘Όπως οι Άγιοι Απόστολοι, έτσι και οι Μοναχοί, «αφέντες πάντα» ακολουθούν τον ‘Ιησού και εκπληρώνουν τον λόγο Του: «πας ος αφήκεν οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 29). «Μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» συμμερίζονται τα παθήματα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις αγρυπνίες και την κατά κόσμον ανασφάλεια των Αγίων Αποστόλων.
Αξιώνονται όμως, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, να γίνουν «επόπται και της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. ], 16) και να λάβουν προσωπική εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε επίσης αποστολικά να ημπορούν να ειπούν όχι μόνον το «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15), αλλά και το «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· -και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’ Ιωάνν. 1,1 – 2).
Αυτή η θέα της δόξης του Θεού και η γλυκυτάτη επίσκεψι του Χριστού στον μοναχό δικαιώνει όλους τους αποστολικούς του αγώνες και κάνει την μοναχική ζωή την «όντως ζωήν» και «μακαρίαν ζωήν», την οποίαν με τίποτε δεν ανταλλάσσει, οποίος ταπεινός μοναχός χάριτι Θεού έστω και έπ3 ολίγον την εγνώρισε.
Αυτή την χάρι ακτινοβολεί μυστικά ο μοναχός και προς τους εν τω κόσμω αδελφούς του, ώστε όλοι να ιδούν, να μετανοήσουν, να πιστεύσουν, να παρηγορηθούν, να χαρούν εν Κυρίω και να δοξάσουν τον
Ελεήμονα Θεόν «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. 9, 8).
Πηγή: αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Ευαγγελικός Μοναχισμός, περίοδος β΄, Τεύχος 1ο, σελ. 64-80, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976.
http://www.pemptousia.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποιες πικάντικες τροφές σε αδυνατίζουν και σε κάνουν πιο υγιή
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ