2014-07-07 12:34:57
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Η προέλαση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινότητα η οποία, για μεν τους πολίτες μπορεί να ήταν αληθινή, για δε τις κυβερνήσεις, μάλλον, υποκριτική. Και ήταν υποκριτική, διότι, όλες οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον του αναπτυγμένου κόσμου έχουν τους μηχανισμούς να γνωρίζουν και την τρέχουσα κατάσταση στην περιοχή και το ιστορικό της υπόβαθρο. Και τα δύο οδηγούσαν νομοτελειακά στο ερώτημα: πότε και πως θα εκφραστούν ως ενιαία κοινότητα οι Σουνίτες του Ιράκ αλλά, και της Συρίας, μετά τον εμφύλιο;
Το μεγάλο λάθος του κ. Μαλίκι, πρωθυπουργού του Ιράκ, ήταν ότι αγνόησε την ιστορία της περιοχής, τυφλωμένος προφανώς από τη δυνατότητα που του έδινε η νομή της εξουσίας και δεν φρόντισε να συμμετάσχουν στη Σιιτική κυβέρνησή του και οι Σουνίτες. Λάθος, που τώρα πληρώνεται.
Το Ιράκ, βεβαίως, και η πρωτεύουσά του Βαγδάτη, αποτέλεσαν πάντοτε κέντρο του Σιιτισμού, και πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αμπασιδών, αλλά, και η Σουνιτική παρουσία δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Τα ΜΜΕ της δύσης δείχνουν επίσης έκπληξη και αγωνία για την πιθανότητα τεμαχισμού, τριχοτόμησης, ίσως, του Ιράκ, παραβλέποντας ότι η χώρα αποτέλεσε τεχνητό κράτος των βιαστικών διευθετήσεων που έγιναν μετά τον Α'Π.Π., με τη συμφωνία Sykes- Picot, για τη διανομή των πετρελαιοφόρων περιοχών της Εγγύς Ανατολής.
Ο Αραβικός εθνικισμός, με την έννοια της ώθησης σε ενιαίο κράτος- έθνος, δεν υπήρξε ιστορικά αλλά, αποτέλεσε ιδιόμορφο φαινόμενο, μάλλον, του μεσοπολέμου.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ
Οι Άραβες, τόσο από ιδιοσυγκρασία όσο και από θεία επιταγή του Προφήτη, συσπειρώνονταν στη βάση της φυλής και της θρησκείας και όχι της πολιτικής και του εθνικού κράτους. Αν και, το τι σημαίνει αραβική εθνότητα και αραβικό έθνος είναι πολύ συζητήσιμο.
Το ρόλο των πολιτικών κομμάτων στον αραβικό κόσμο τον διαδραμάτισε η θρησκεία και οι πολλές διασπάσεις της σε δόγματα, τα οποία, είχαν μεν θεία αναφορά, απηχούσαν, όμως, και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και διαστρωματώσεις. Ο Σιισμός για παράδειγμα, αποτέλεσε κοινωνική, πρωτίστως, αμφισβήτηση της Σουνιτικής αριστοκρατίας στις διάφορες αραβικές περιοχές.
Ακόμη και ο Μωάμεθ εκπροσωπούσε τους άπορους και την έχθρα τους κατά της άρχουσας αστικής, με την έννοια της πόλεως, ολιγαρχίας της εποχής του.
Ο τρόπος που εξουσίαζε αυτούς που είχαν προσηλυτιστεί στη νέα θρησκεία και η αδυναμία του, Συνταγματική θα λέγαμε σήμερα, με δυτικούς όρους, να ορίσει διάδοχο, προδιέγραψαν την αραβική εξέλιξη. Η εξουσία μεταβιβάστηκε από την κοινή γνώμη στο Θεό, ο οποίος την παρέδωσε στο Μωάμεθ που ήταν ο εκλεκτός Απόστολός του. Αυτή η μεταβίβαση διαμόρφωσε τη μελλοντική ιστορία της μουσουλμανικής διακυβέρνησης και της μουσουλμανικής πολιτικής σκέψης. Αφού ο εκλεκτός του Θεού ήταν ο Μωάμεθ, ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να παραδώσει την εξουσία, δεδομένου ότι, αυτό ήταν θεϊκό προνόμιο.
Το μόνο προηγούμενο που είχαν οι Άραβες για να δώσει λύση στο πρόβλημα της διαδοχής ήταν ο τρόπος που εξέλεγαν τον αρχηγό της φυλής. Αυτό και έκαναν. Διάδοχος επελέγη ένας στενός συνεργάτης του Προφήτη, ο Αμπού Μπάκρ, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από όλους τους φύλαρχους. Το αρχικό συμβόλαιο έσπασε και οι διαιρέσεις άρχισαν. Ωστόσο, οι Ομεϋάδες, μεγάλη και ισχυρή Αραβική οικογένεια, ίδρυσαν το πρώτο Χαλιφάτο με έδρα τη Δαμασκό, την οποία πήραν από τους Βυζαντινούς. Το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών.
Γνήσια Αραβική η Αυτοκρατορία, άφησε στο κοινωνικό περιθώριο όσους μουσουλμάνους δεν κατάγονταν αμιγώς από κάποια αραβική φυλή, για να τους οδηγήσει σε συσπείρωση γύρω από την αραβική θρησκευτική αίρεση του Σιισμού.
Η κατάκτηση του Ιράκ και στη συνέχεια του Ιράν από τους Άραβες, οδήγησε σε εκμουσουλμανισμό των Περσών αλλά και σε έντονη περσική πολιτισμική επιρροή των Αράβων.
Το νέο Χαλιφάτο, το Χαλιφάτο των Αμπασιδών, με έδρα τη Βαγδάτη, είχε έντονη την περσική επιρροή αλλά και κυριαρχία των Σιιτών.
«Η αντικατάσταση των Ομεϋαδών από τους Αμπασίδες στην ηγεσία της Ισλαμικής κοινότητας ήταν μια επανάσταση στην ιστορία του Ισλάμ, μια τόσο σημαντική καμπή όσο η Γαλλική και η Ρωσική επανάσταση στη δύση», θα γράψει ο Bernard Lewis στο βιβλίο του «οι Άραβες στην ιστορία».
Οι Ευρωπαίοι ερμήνευσαν τη σύγκρουση Ομεϋαδών και Αμπασιδών, καθώς και το θρησκευτικό σχίσμα στα πρώτα χρόνια του Ισλάμ, ως σύγκρουση εθνοτήτων μεταξύ Περσών και Αράβων. Θεώρησαν τη νίκη των Αμπασιδών ως νίκη των Περσών επί των Αράβων που δημιούργησε υπό το μανδύα του εκπερσισμένου Ισλάμ μια νέα Ιρανική αυτοκρατορία στη θέση του κατακρημνισμένου Αραβικού Βασιλείου.
Η σχέση, δηλαδή, Ιράν- Ιράκ, αν μπορεί να μιλήσει κανείς τόσο σχηματικά αφού το Ιράκ, ως χώρα, ήταν δημιούργημα των διευθετήσεων του Α'Π.Π., χρονολογούνται από πολύ νωρίς στην περσοαραβική ιστορία και δεν είναι κάτι εφήμερο των ημερών μας.
Ο Σιισμός είχε εξελιχθεί από ένα αραβικό κόμμα, που ήταν στις αρχές, σε μια μουσουλμανική αίρεση και πέτυχε μια πρώτη συνταρακτική νίκη με την άνοδο των Αμπασιδών στο Χαλιφάτο.
Το τρίτο Χαλιφάτο ήταν των Φατιμιδών και είχε έδρα το Κάϊρο.
Οι Φατιμίδες ήταν Ισμαηλίτες (σιιτική αίρεση), οι Αμπασίδες, όπως είπαμε Σιίτες και οι Ομεϋάδες Σουνίτες.
Συνεπώς, για να ξεδιαλύνουμε λίγο τα πράγματα, ούτε η σύγκρουση Σιιτών και Σουνιτών είναι φαινόμενο των ημερών μας, ούτε η σχέση Αράβων και Ιρανών Σιιτών. Υπό μία έννοια, υπήρξε ιστορική περίοδος που Πέρσες και Άραβες συνυπήρξαν και διοίκησαν την ευρύτερη περιοχή με το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η σχέση, τώρα, με την Ευρώπη και η παρουσία τους στη γηραιά ήπειρο, που επίσης εξέπληξε όσους δεν έχουν αναζητήσει αναφορές στην ιστορία.
Είναι γνωστό ότι κατά την εποχή της εξάπλωσής τους, οι Άραβες έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο και άφησαν έντονο το πολιτισμικό τους στίγμα. Προχώρησαν, μάλιστα, και προς το κέντρο της Ευρώπης και έφτασαν μέχρι το Πουατιέ, όπου ηττήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο (732) σε μια επική μάχη, η οποία, κατά ορισμένους ιστορικούς, έκρινε το μέλλον της ηπείρου.
Συνεπώς, η Ευρώπη δεν είναι ξένος χώρος για τους Άραβες.
Μάλιστα, η αντεπίθεση των ευρωπαϊκών λαών πήρε το όνομα «Eπανακατάκτηση», «Reconquista”, όπως είναι γνωστή στην ιστορία η ανάκτηση των χαμένων εδαφών.
Περιττό να αναφερθούμε στην κατάληψη, και την κατοχή, των βυζαντινών κτήσεων της Κρήτης, της Κύπρου, της Ρόδου και της Σικελίας.
Το ισπανικό ισλάμ στην ακμή του παρουσίαζε ένα λαμπρό θέαμα. Οι ;Aραβες βελτίωσαν την αυλή της χερσονήσου από πολλές απόψεις.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ακόμη και η αρχαιοελληνική κληρονομιά έφτανε στους Ισπανούς άραβες από την Ανατολή περισσότερο από τα βιβλία που εισάγονταν από τα ανατολίτικα κέντρα μετάφρασης, παρά από τοπικές πηγές.
Ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς της Αρχαίας Ελλάδας πρωτοέγινε γνωστό στη δύση από αραβικές μεταφράσεις που βρέθηκαν στην Ισπανία.
Η ισλαμική κοινωνία της κλασικής περιόδου ήταν ένα περίπλοκο σύστημα που ενσωμάτωνε στους κόλπους της πολλά στοιχεία διαφορετικής προέλευσης. Ίσως, η σημαντικότερη ήταν η επίδραση του ελληνισμού, κυρίως στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη και την αρχιτεκτονική κι ακόμη, ως ένα μικρό βαθμό στη λογοτεχνία.
Όπως γράφει ο Bernard Lewis «τόσο μεγάλη ήταν η ελληνιστική επιρροή, ώστε το Ισλάμ είχε περιγραφεί ως ο τρίτος κληρονόμος, μαζί με την ελληνική και τη λατινική χριστιανοσύνη, της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς».
Αλλά, ο ελληνισμός του Ισλάμ ήταν ο ύστερος ελληνισμός της Εγγύς Ανατολής, ημιεξανατολισμένος από αραμαϊκές και χριστιανικές επιρροές, η αδιάκοπη συνέχεια της ύστερης αρχαιότητας, μάλλον, παρά η εκ νέου ανακάλυψη, όπως στη Δύση, της κλασικής Αθήνας.
Οι Χαλίφες έστελναν λόγιους σε διάφορα μέρη, ακόμη και στο Βυζάντιο, σε αναζήτηση χειρογράφων.
Στη φιλοσοφία, οι ελληνικές ιδέες υπήρξαν κορυφαίας σημασίας. Οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη επηρέασαν την όλη φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη του Ισλάμ.
Η αποδοχή από το Ισλάμ της ελληνικής κληρονομιάς προκάλεσε μια διαμάχη ανάμεσα στην επιστημονική ορθολογική τάση της νέας γνώσης και τον ατομιστικό και ενορατικό χαρακτήρα της ισλαμικής θρησκευτικής σκέψης, κατά τον Μπέρναρντ Λιούις πάντα.
Οι άραβες ένωσαν σε μια και μοναδική κοινωνία δύο παλαιότερους αλληλοσυγκρουόμενους πολιτισμούς, από τη μια πλευρά την προαιώνια και πολύμορφη Μεσογειακή παράδοση της Ελλάδας, της Ρώμης, του Ισραήλ και της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και, από την άλλη, τον πλούσιο πολιτισμό του Ιράν, με τα δικά του πρότυπα ζωής και σκέψης και τις καρποφόρες επαφές του με τους σπουδαίους πολιτισμούς της μακρινής Ανατολής.
Παρήκμασαν και κατελήφθησαν από ένα φύλο, τους Σελτζούκους, που έφτασαν από την Κεντρική Ασία το 10ο αιώνα.
Μπήκαν στα εδάφη του Χαλιφάτου, αποδέχτηκαν το Ισλάμ αλλά κατέλαβαν την περιοχή.
Το μεγάλο όπως χτύπημα προήλθε από τους Μογγόλους του Τσεγκίς Χάν, οι οποίοι το 1258 κατήργησαν το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η συντριβή αυτού του μεγάλου ιστορικού θεσμού που, έστω και σε παρακμή εξακολουθούσε να είναι το νόμιμο κέντρο του Ισλάμ και η εγγύηση της ενότητάς του, υπήρξε το τέλος μιας εποχής της ισλαμικής ιστορίας.
Είναι υπερβολή να πιστεύουμε πως θα το ανασυστήσουν οι μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», σήμερα, και ο Χαλίφης τους.
Όπως, όμως, είναι υποκρισία να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε εξελίξεις που, ενδεχομένως, να τεκταίνονται σε κέντρα διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής.
InfoGnomon
Η προέλαση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινότητα η οποία, για μεν τους πολίτες μπορεί να ήταν αληθινή, για δε τις κυβερνήσεις, μάλλον, υποκριτική. Και ήταν υποκριτική, διότι, όλες οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον του αναπτυγμένου κόσμου έχουν τους μηχανισμούς να γνωρίζουν και την τρέχουσα κατάσταση στην περιοχή και το ιστορικό της υπόβαθρο. Και τα δύο οδηγούσαν νομοτελειακά στο ερώτημα: πότε και πως θα εκφραστούν ως ενιαία κοινότητα οι Σουνίτες του Ιράκ αλλά, και της Συρίας, μετά τον εμφύλιο;
Το μεγάλο λάθος του κ. Μαλίκι, πρωθυπουργού του Ιράκ, ήταν ότι αγνόησε την ιστορία της περιοχής, τυφλωμένος προφανώς από τη δυνατότητα που του έδινε η νομή της εξουσίας και δεν φρόντισε να συμμετάσχουν στη Σιιτική κυβέρνησή του και οι Σουνίτες. Λάθος, που τώρα πληρώνεται.
Το Ιράκ, βεβαίως, και η πρωτεύουσά του Βαγδάτη, αποτέλεσαν πάντοτε κέντρο του Σιιτισμού, και πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αμπασιδών, αλλά, και η Σουνιτική παρουσία δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Τα ΜΜΕ της δύσης δείχνουν επίσης έκπληξη και αγωνία για την πιθανότητα τεμαχισμού, τριχοτόμησης, ίσως, του Ιράκ, παραβλέποντας ότι η χώρα αποτέλεσε τεχνητό κράτος των βιαστικών διευθετήσεων που έγιναν μετά τον Α'Π.Π., με τη συμφωνία Sykes- Picot, για τη διανομή των πετρελαιοφόρων περιοχών της Εγγύς Ανατολής.
Ο Αραβικός εθνικισμός, με την έννοια της ώθησης σε ενιαίο κράτος- έθνος, δεν υπήρξε ιστορικά αλλά, αποτέλεσε ιδιόμορφο φαινόμενο, μάλλον, του μεσοπολέμου.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ
Οι Άραβες, τόσο από ιδιοσυγκρασία όσο και από θεία επιταγή του Προφήτη, συσπειρώνονταν στη βάση της φυλής και της θρησκείας και όχι της πολιτικής και του εθνικού κράτους. Αν και, το τι σημαίνει αραβική εθνότητα και αραβικό έθνος είναι πολύ συζητήσιμο.
Το ρόλο των πολιτικών κομμάτων στον αραβικό κόσμο τον διαδραμάτισε η θρησκεία και οι πολλές διασπάσεις της σε δόγματα, τα οποία, είχαν μεν θεία αναφορά, απηχούσαν, όμως, και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και διαστρωματώσεις. Ο Σιισμός για παράδειγμα, αποτέλεσε κοινωνική, πρωτίστως, αμφισβήτηση της Σουνιτικής αριστοκρατίας στις διάφορες αραβικές περιοχές.
Ακόμη και ο Μωάμεθ εκπροσωπούσε τους άπορους και την έχθρα τους κατά της άρχουσας αστικής, με την έννοια της πόλεως, ολιγαρχίας της εποχής του.
Ο τρόπος που εξουσίαζε αυτούς που είχαν προσηλυτιστεί στη νέα θρησκεία και η αδυναμία του, Συνταγματική θα λέγαμε σήμερα, με δυτικούς όρους, να ορίσει διάδοχο, προδιέγραψαν την αραβική εξέλιξη. Η εξουσία μεταβιβάστηκε από την κοινή γνώμη στο Θεό, ο οποίος την παρέδωσε στο Μωάμεθ που ήταν ο εκλεκτός Απόστολός του. Αυτή η μεταβίβαση διαμόρφωσε τη μελλοντική ιστορία της μουσουλμανικής διακυβέρνησης και της μουσουλμανικής πολιτικής σκέψης. Αφού ο εκλεκτός του Θεού ήταν ο Μωάμεθ, ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να παραδώσει την εξουσία, δεδομένου ότι, αυτό ήταν θεϊκό προνόμιο.
Το μόνο προηγούμενο που είχαν οι Άραβες για να δώσει λύση στο πρόβλημα της διαδοχής ήταν ο τρόπος που εξέλεγαν τον αρχηγό της φυλής. Αυτό και έκαναν. Διάδοχος επελέγη ένας στενός συνεργάτης του Προφήτη, ο Αμπού Μπάκρ, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από όλους τους φύλαρχους. Το αρχικό συμβόλαιο έσπασε και οι διαιρέσεις άρχισαν. Ωστόσο, οι Ομεϋάδες, μεγάλη και ισχυρή Αραβική οικογένεια, ίδρυσαν το πρώτο Χαλιφάτο με έδρα τη Δαμασκό, την οποία πήραν από τους Βυζαντινούς. Το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών.
Γνήσια Αραβική η Αυτοκρατορία, άφησε στο κοινωνικό περιθώριο όσους μουσουλμάνους δεν κατάγονταν αμιγώς από κάποια αραβική φυλή, για να τους οδηγήσει σε συσπείρωση γύρω από την αραβική θρησκευτική αίρεση του Σιισμού.
Η κατάκτηση του Ιράκ και στη συνέχεια του Ιράν από τους Άραβες, οδήγησε σε εκμουσουλμανισμό των Περσών αλλά και σε έντονη περσική πολιτισμική επιρροή των Αράβων.
Το νέο Χαλιφάτο, το Χαλιφάτο των Αμπασιδών, με έδρα τη Βαγδάτη, είχε έντονη την περσική επιρροή αλλά και κυριαρχία των Σιιτών.
«Η αντικατάσταση των Ομεϋαδών από τους Αμπασίδες στην ηγεσία της Ισλαμικής κοινότητας ήταν μια επανάσταση στην ιστορία του Ισλάμ, μια τόσο σημαντική καμπή όσο η Γαλλική και η Ρωσική επανάσταση στη δύση», θα γράψει ο Bernard Lewis στο βιβλίο του «οι Άραβες στην ιστορία».
Οι Ευρωπαίοι ερμήνευσαν τη σύγκρουση Ομεϋαδών και Αμπασιδών, καθώς και το θρησκευτικό σχίσμα στα πρώτα χρόνια του Ισλάμ, ως σύγκρουση εθνοτήτων μεταξύ Περσών και Αράβων. Θεώρησαν τη νίκη των Αμπασιδών ως νίκη των Περσών επί των Αράβων που δημιούργησε υπό το μανδύα του εκπερσισμένου Ισλάμ μια νέα Ιρανική αυτοκρατορία στη θέση του κατακρημνισμένου Αραβικού Βασιλείου.
Η σχέση, δηλαδή, Ιράν- Ιράκ, αν μπορεί να μιλήσει κανείς τόσο σχηματικά αφού το Ιράκ, ως χώρα, ήταν δημιούργημα των διευθετήσεων του Α'Π.Π., χρονολογούνται από πολύ νωρίς στην περσοαραβική ιστορία και δεν είναι κάτι εφήμερο των ημερών μας.
Ο Σιισμός είχε εξελιχθεί από ένα αραβικό κόμμα, που ήταν στις αρχές, σε μια μουσουλμανική αίρεση και πέτυχε μια πρώτη συνταρακτική νίκη με την άνοδο των Αμπασιδών στο Χαλιφάτο.
Το τρίτο Χαλιφάτο ήταν των Φατιμιδών και είχε έδρα το Κάϊρο.
Οι Φατιμίδες ήταν Ισμαηλίτες (σιιτική αίρεση), οι Αμπασίδες, όπως είπαμε Σιίτες και οι Ομεϋάδες Σουνίτες.
Συνεπώς, για να ξεδιαλύνουμε λίγο τα πράγματα, ούτε η σύγκρουση Σιιτών και Σουνιτών είναι φαινόμενο των ημερών μας, ούτε η σχέση Αράβων και Ιρανών Σιιτών. Υπό μία έννοια, υπήρξε ιστορική περίοδος που Πέρσες και Άραβες συνυπήρξαν και διοίκησαν την ευρύτερη περιοχή με το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η σχέση, τώρα, με την Ευρώπη και η παρουσία τους στη γηραιά ήπειρο, που επίσης εξέπληξε όσους δεν έχουν αναζητήσει αναφορές στην ιστορία.
Είναι γνωστό ότι κατά την εποχή της εξάπλωσής τους, οι Άραβες έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο και άφησαν έντονο το πολιτισμικό τους στίγμα. Προχώρησαν, μάλιστα, και προς το κέντρο της Ευρώπης και έφτασαν μέχρι το Πουατιέ, όπου ηττήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο (732) σε μια επική μάχη, η οποία, κατά ορισμένους ιστορικούς, έκρινε το μέλλον της ηπείρου.
Συνεπώς, η Ευρώπη δεν είναι ξένος χώρος για τους Άραβες.
Μάλιστα, η αντεπίθεση των ευρωπαϊκών λαών πήρε το όνομα «Eπανακατάκτηση», «Reconquista”, όπως είναι γνωστή στην ιστορία η ανάκτηση των χαμένων εδαφών.
Περιττό να αναφερθούμε στην κατάληψη, και την κατοχή, των βυζαντινών κτήσεων της Κρήτης, της Κύπρου, της Ρόδου και της Σικελίας.
Το ισπανικό ισλάμ στην ακμή του παρουσίαζε ένα λαμπρό θέαμα. Οι ;Aραβες βελτίωσαν την αυλή της χερσονήσου από πολλές απόψεις.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ακόμη και η αρχαιοελληνική κληρονομιά έφτανε στους Ισπανούς άραβες από την Ανατολή περισσότερο από τα βιβλία που εισάγονταν από τα ανατολίτικα κέντρα μετάφρασης, παρά από τοπικές πηγές.
Ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς της Αρχαίας Ελλάδας πρωτοέγινε γνωστό στη δύση από αραβικές μεταφράσεις που βρέθηκαν στην Ισπανία.
Η ισλαμική κοινωνία της κλασικής περιόδου ήταν ένα περίπλοκο σύστημα που ενσωμάτωνε στους κόλπους της πολλά στοιχεία διαφορετικής προέλευσης. Ίσως, η σημαντικότερη ήταν η επίδραση του ελληνισμού, κυρίως στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη και την αρχιτεκτονική κι ακόμη, ως ένα μικρό βαθμό στη λογοτεχνία.
Όπως γράφει ο Bernard Lewis «τόσο μεγάλη ήταν η ελληνιστική επιρροή, ώστε το Ισλάμ είχε περιγραφεί ως ο τρίτος κληρονόμος, μαζί με την ελληνική και τη λατινική χριστιανοσύνη, της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς».
Αλλά, ο ελληνισμός του Ισλάμ ήταν ο ύστερος ελληνισμός της Εγγύς Ανατολής, ημιεξανατολισμένος από αραμαϊκές και χριστιανικές επιρροές, η αδιάκοπη συνέχεια της ύστερης αρχαιότητας, μάλλον, παρά η εκ νέου ανακάλυψη, όπως στη Δύση, της κλασικής Αθήνας.
Οι Χαλίφες έστελναν λόγιους σε διάφορα μέρη, ακόμη και στο Βυζάντιο, σε αναζήτηση χειρογράφων.
Στη φιλοσοφία, οι ελληνικές ιδέες υπήρξαν κορυφαίας σημασίας. Οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη επηρέασαν την όλη φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη του Ισλάμ.
Η αποδοχή από το Ισλάμ της ελληνικής κληρονομιάς προκάλεσε μια διαμάχη ανάμεσα στην επιστημονική ορθολογική τάση της νέας γνώσης και τον ατομιστικό και ενορατικό χαρακτήρα της ισλαμικής θρησκευτικής σκέψης, κατά τον Μπέρναρντ Λιούις πάντα.
Οι άραβες ένωσαν σε μια και μοναδική κοινωνία δύο παλαιότερους αλληλοσυγκρουόμενους πολιτισμούς, από τη μια πλευρά την προαιώνια και πολύμορφη Μεσογειακή παράδοση της Ελλάδας, της Ρώμης, του Ισραήλ και της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και, από την άλλη, τον πλούσιο πολιτισμό του Ιράν, με τα δικά του πρότυπα ζωής και σκέψης και τις καρποφόρες επαφές του με τους σπουδαίους πολιτισμούς της μακρινής Ανατολής.
Παρήκμασαν και κατελήφθησαν από ένα φύλο, τους Σελτζούκους, που έφτασαν από την Κεντρική Ασία το 10ο αιώνα.
Μπήκαν στα εδάφη του Χαλιφάτου, αποδέχτηκαν το Ισλάμ αλλά κατέλαβαν την περιοχή.
Το μεγάλο όπως χτύπημα προήλθε από τους Μογγόλους του Τσεγκίς Χάν, οι οποίοι το 1258 κατήργησαν το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η συντριβή αυτού του μεγάλου ιστορικού θεσμού που, έστω και σε παρακμή εξακολουθούσε να είναι το νόμιμο κέντρο του Ισλάμ και η εγγύηση της ενότητάς του, υπήρξε το τέλος μιας εποχής της ισλαμικής ιστορίας.
Είναι υπερβολή να πιστεύουμε πως θα το ανασυστήσουν οι μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», σήμερα, και ο Χαλίφης τους.
Όπως, όμως, είναι υποκρισία να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε εξελίξεις που, ενδεχομένως, να τεκταίνονται σε κέντρα διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δείτε τι παρήγγειλε ζευγάρι Γερμανών στην Ικαρία!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ